Δημοτικό (και μάλλον με χιούμορ)

Λορένα

Πολεμίστρια του Φωτός
κριμα να κοπει αυτη η εμπευση..

(εριξα πολυ γελιο οταν το διαβασα. Μπραβο Παραμυθου)
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
βρε αυτούς τους κανόνες.. από την αρχή τους τσαλαπατάμε! :χαχα:

όπως και να έχει, επειδή είναι πολύ καλό το κείμενο τής Παραμυθούς, θα έλεγα να το δεχτούμε όλο!
 
Ο Κίτσος στη στέκα :

"Στεκούλα μ ', άκουσα καλά; Τι μ' είπε η μαριόλα;
Θα με βοηθήσεις μια σταλιά να κάνω καραμπόλα;"
 
Κίτσου μου λιβιντόπιδο δε σι γιλούν τʼ αυτιά σου
του μαρουλούλι έννοια σου θα χ'θεί στην αγκαλιά σου


*χ'θεί= χωθεί
*μαρουλούλι = "υποκοριστικό" της μαριόλας
 
Last edited by a moderator:
Κοιτά τη μπάλα απέναντι, σκουπίζει και τη στέκα
πανέτοιμος του Ευτύχη να φάει τη γυναίκα.
 
Ασπροκολοβολούσα μου και άσπρη σαν το γάλα
σένα σου πρέπει λεβεντιά, σου πρέπει και καβάλα.
(Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης)
 
"και εκεί που σκύβει τελικά την τρύπα να πετύχει
ανοίγει η πόρτα ξαφνικά και βλέπουν τον Ευτύχη"
 
ταιριάζει πάντως αν το λέει ο Κίτσος :)))) είτε στο Αλικάκι είτε στην... γυναίκα τού Ευτύχη! :ουχ:
Είτε στη μπάλα τη λευκή :))))

Ευτύχης απευθυνόμενος στο Αλικάκι
-Αααααα! Ουστέ ειδώ μου τριγυρνάς στουν καφηνέ του Γουόλη
μι του δικτυουτό καλτσουόν κι όξου την πλάτη ουόλη!
 
Last edited:

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Πριν συμπληρώσει κάποιος, ας το διαβάσει καλά όλο από την αρχή για να καταλάβει την (εξαίρετη βεβαίως, βεβαίως) υπόθεση! :))))

Υπενθυμίζω: συμπληρώνουμε δύο στίχους ο κάθε φορά, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. (Αν δεν ξέρεις τί είναι αυτό, απλά όπως ακούγονται όλοι οι υπόλοιποι στίχοι).

Του Κίτσου η μάνα κάθεται και πλέκει ένα πουλόβερ...
της έφυγε η βελονιά και βρίζει στον αέρα

η μάνα του Κίτσου:
«Γιατί βρε σακοράφα μου το στραβοβελονιάζεις;
Μην θέλεις στην πελότα σου απάνω να κουρνιάζεις;
Δεν βλέπεις πώχουμε δουλειά, δύο φαρδιά μανίκια
Για να τυλίξουνε ζεστά τα χέρια τα αντρίκεια;»

η βελόνα
«Μάνα του Κίτσου του βαρύ του άντρακλα του μέγα
Βαρέθηκα στα σκοτεινά κάτω απ΄το φως του Βέγα!
Και πώς με θέλεις να πιαστώ με τα φαρδιά μανίκια
Αφού αντί γι' αγνό μαλλί μού 'δωκες μαύρα φύκια;
Κάλλιο να μου 'βαζες, κυρά, χρυσές κλωστές γνεσμένες
Τα χέρια του να ντύνουνε φτερούγες στολισμένες
Κι όταν θ' ανοίγει τα φτερά ψηλά θε να πετάει
Κι ακόμη και το σούπερμαν να τονε κοπανάει
Και άμα ρίχνει από καμιά φτυσιά παλικαρίσια
Να βρέχει, να ποτίζονται αγροί και κυπαρίσσια»

Αυτά ο Κίτσος σκέφτουνταν με φαντασία περίσσια
Κι η μάνα τ' εκαμάρωνε γνέθοντας πλέξη ίσια

Κίτσος:
«Μάνα παράτα τα πλεκτά, φτιάξε ένα καφεδάκι
Να πάρω μία ρουφηξιά πριν πάω για μπιλιαρδάκι»

Μάνα:
«Μέτριο το θες, λεβέντη μου, γι(α) ασήκωτο με δίχως;
Πο'χεις πουλόβερ ροζουλί και τόσ' αντρίκιο ύφος»

Κίτσος:
«Σκέτο ρε μάνα και βαρύ να δουν πως είμαι άντρας
Κι όχι κουκλίτσα λυγερή κι αρχόντισσα της πάστρας
Κι όταν με στέκα θα οπλιστώ, μπιλιάρδο για να παίξω,
Τη λεβεντιά μου την τρανή ούλη θα βγάλω έξω!
Για να κορίτσια να την δουν κι έτσι να τα θαμπώσω
Στις μπάλες και την στέκα μου που είμαι πού 'μαι λεβέντης τόσο»

Μάνα:
«Συρε λεβέντη μ’ στο καλό, τις τσούπρες να μαγέψεις
Μον’ έλα αργά το σούρουπο, τις γίδες να μαζέψεις
Και τον καφέ σου στο θερμός πάρε ζεστό μαζί σου
Να πίνεις στην διαδρομή να αγάλλετ’ η ψυχή σου»

Πήρε ο Κίτσος το θερμός, μα πήρε και καπότα
Γιατί το βράδυ στο μαντρί τ' αγιάζι αλλάζει φώτα.

Μάνα:
«Άει στο καλό λεβέντη μου και καραμπουζουκλή μου
Φτού σου! μη σε ματιάξουνε, καμάρι και κουκλί μου!
Φυλάξου και απ' τις όμορφες τι τσούπρες που θα έβρεις,
Δεν είσαι εσυ για παντρειές, μα μόνο να μαγεύεις
Του κόσμου αυτού την εμορφιά την έχεις δα περίσσια,
Γι' αυτό: το νου σου σ' κοπελιές πού 'χουν κορμιά φιδίσια!»

Και ο Κίτσος κατηφόρισε να πάει για μπιλιαρδάκι
Κι η μάνα τον καμάρωνε, πλέκοντας βελονάκι
Ροβόλησε στον καφενέ, ίδιος αητός βουνίσιος
Την είσοδό του έκανε, το μάγεψε το πλήθος
Χόρεψε δίχως μουσική ζεϊμπέκικο αλεγρίτο
Και όλοι μ' ενθουσιασμό φωνάζαν «μπράβο! ζήτω!»

Μα πάνω που 'ριχνε στροφές γεμάτος νταηλίκι
Από την πόρτα τη μικρή ξεπρόβαλ' η Αλίκη
Με δυο πλεξούδες τα μαλλιά, κόκκινο κορδελάκι
Με το δικτυωτό καλσόν, φουστίτσα και γοβάκι
H Mίνι φούστα berberry το κορδελάκι gucci
Μα το τάγαρι κρεμάστο κι από μυαλό κουκούτσι!

Kαι όταν στην πόρτα πρόβαλε και του 'ριξε ένα βλέμμα
Το μάτι του εθόλωσε, και του 'φυγε όλη η τρέλα
(Η τρέλα αυτή που εννοώ δεν ήταν τρέλλα πάθους
Η τρέλα αυτή που εννοώ ήτανε τρέλα άγχους)
Τη μελετούσ' ο Κίτσος μας, το μάτι του γαρίδα,
Τις γόβες της και τη στρασιά, τη λάγνα βλεφαρίδα

Ευθύς αμέσως θέριεψε, κόρδωσε το κορμί του
Κι έριξε με την στέκα του για να τον δει η καλή του
Οι μπάλες όλες μπαίνουνε, η άσπρη στην τσόχα τρέχει
Κι ο Κίτσος είναι φανερό τις τρύπες τις κατέχει

Πλήθος πολύ μαζεύτηκε, να δει καλαμπαλίκι
και ύφος παίρνοντας σεμνό, ζυγώνει κι Αλίκη.
Ο κόσμος τον παρότρυνε και η Αλίκη τάζει:

Αλίκη στον Κίτσο:
«Κίτσο μ', αυτή η στέκα σου που δύναμη σταλλάζει,
αν καταφέρει τρεις φορές τη μπάλλα να πετύχει,
μ' εσέ θα γίνω κολλητή και φεύγω απ' τον Ευτύχη!»

Ο Κίτσος στη στέκα:
«Στεκούλα μ', άκουσα καλά; Τι μ' είπε η μαριόλα;
Θα με βοηθήσεις μια σταλιά να κάνω καραμπόλα;»

Κι εκεί που σκύβει, τελικά, την τρύπα να πετύχει
ανοίγει η πόρτα ξαφνικά και βλέπουν τον Ευτύχη!

Ευτύχης στο Αλικάκι:
«Αααααα! Ουστέ ιδώ μου τριγυρνάς στουν καφηνέ του Γουόλη
μι του δικτυουτό καλτσουόν κι όξου την πλάτη ουόλη!
Αχ, τα 'λεγε η μάνα μου πους πρέπ' να σι προυσέχω
Κι όπου πας κι τριγυρνάς ξουπίσου σου να τρέχω!»


:χαχαχα:

(ουφ, τί μου τον βάλατε να μιλάει τόσο χωριάτικα! Έλεος δηλαδή! :) )
 

Πεταλούδα

Θαλασσογέννητη Ελπίδα των Ηλιόμορφων Ονείρων
Προσωπικό λέσχης
Αλικάκι στον Ευτύχη:

Ευτύχη παρεξήγησες και ντρέπομαι για σένα
εξέχασες που ρίγιζες με την μικρή παρθένα?

(:χαχα: δεν είχε τύχει να το διαβάσω όλο, έχω λιώσει από το γέλιο :μουάχαχα: )
 
Last edited:
ΑΠΑΙΧΤΟ!!! Ιδού και η δική μου συνεισφορά.

Κίτσος στον Ευτύχη.
-Αντρας αν είσαι, κόπιασε, πιάσε την άλλη στέκα
το γυναικάκι θα χαρεί όποιος καρφώσει δέκα
Οι δυό αγριοκοιτάζονται, η Αλίκη στέκει μόνη
κι η σάλα επλημμύρισε σκληρή τεστοστερόνη
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Υπενθυμίζω: συμπληρώνουμε δύο στίχους ο κάθε φορά, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. (Αν δεν ξέρεις τί είναι αυτό, απλά όπως ακούγονται όλοι οι υπόλοιποι στίχοι).
Πού να μην τα έγραφα ξανά και ξανά! :ε;:
 
(ουφ, τί μου τον βάλατε να μιλάει τόσο χωριάτικα! Έλεος δηλαδή! :) )
Παρατηρώ εβρίσκεστε εις την καφετερίαν
ντυμένη μη αρμόζουσα με έξω την κοιλίαν
τα λόγιαν της μητέρας μου είχαν πολλάς σοφίας
η γύνη σου χρειάζεται πολλάκις εποπτείας

Προσπάθησα να το διορθώσω Φάρε όμως οι γνώσεις μου στα χωριάτικα είναι πολύ καλύτερες από αυτές στα αρχαία, αναγκάστηκα να αλλάξω τόνο και στη γυνή.... :(
 
Η Αλίκη στον Κίτσο
- Η ζήλεια του κι ο έλεγχος πολύ μ΄έχουν κουράσει
με μπούρκα όταν θα με δει, ίσως θα ησυχάσει
 

Πεταλούδα

Θαλασσογέννητη Ελπίδα των Ηλιόμορφων Ονείρων
Προσωπικό λέσχης
:χμχμ:

Οι τελευταίες αναρτήσεις μ΄έχουν πια μπερδέψει
σε μια σειρά μήπως να μπουν, το στόρυ να μαγέψει?


Μετά από ένα ρετουσάρισμα, όπου χρειάζεται, προτείνω τα δύο δίστοιχα που ομιλεί το αγαπητό Αλικάκι, να μπουν μαζί και μετά το τετράστοιχο της Φένιας.
Για την διάλεκτο τώρα του Ευτύχη, τι να πω? Και οι δύο είναι αξιαγάπητες! :)))) Ας κρατήσουμε την αρχική και την καθαρεύουσα να την χρησιμοποιήσουμε μετά για την φαντασία της Αλίκης, πως θα ήθελε δηλαδή να της ομιλεί ο Ευτύχης!
Εσείς, τι λέτε? :)
 
Last edited:
Top