"Le petit Nicolas"(Bonbon)-Ρενέ Γκοσινί & Ζαν-Ζακ Σενπέ

Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά αυτούς τους δύο δημιουργούς για τις όμορφες ώρες που πέρασα διασκεδάζοντας με τις ιστορίες του Νικολά...

Ο Μπονμπόν*​

Το απόγευμα, όταν γύρισα από το σχολείο, η μαμά μού είπε: «Νικολά, μετά το φαγητό, πήγαινε σε παρακαλώ να μου αγοράσεις μία λίβρα ζάχαρη άχνη»

Η μαμά μου έδωσε λεφτά και πήγα στο παντοπωλείο πολύ χαρούμενος, γιατί μου αρέσει πολύ να εξυπηρετώ τη μαμά και επίσης γιατί ο κύριος Κομπανί, που είναι το αφεντικό του παντοπωλείου, είναι πολύ καλός και όταν με βλέπει, μου δίνει πάντα κάτι, και αυτό που μου αρέσει περισσότερο, είναι τα μπισκότα που μένουν στον πάτο της μεγάλης κούτας, είναι σπασμένα, αλλά πάλι είναι πολύ νόστιμα.

-Α, ο Νικολά! είπε ο κύριος Κομπανί. Ήρθες πάνω στην ώρα· θα σου δώσω κάτι πολύ σπουδαίο!

Και ο κ. Κομπανί έσκυψε πίσω από το ταμείο, και όταν σηκώθηκε, είχε ένα γάτο στα χέρια του. Ένα πολύ μικρό γατάκι, πολύ όμορφο, που κοιμόταν.

-Είναι ένας απ' τους γιούς της Μπισκότ, μου είπε ο κύριος Κομπανί. Η Μπισκότ έκανε τέσσερα παιδιά, και δεν μπορώ να τα κρατήσω όλα. Και γιατί δεν μου αρέσει να σκοτώνω τα μικρά ζώα, προτιμώ να τα δίνω σε μικρά αγοράκια όπως εσύ. Λοιπόν, εγώ θα κρατήσω τα άλλα τρία και θα σου δώσω τον Μπονμπόν. Θα του δίνεις γάλα και θα τον φροντίζεις.

Η Μπισκότ είναι η γάτα του κυρίου Κομπανί. Είναι πολύ χοντρή και κοιμάται συνέχεια μέσα στη βιτρίνα, χωρίς ποτέ να χαλάει τα κουτιά και όταν την χαϊδεύουμε, είναι πολύ καλή· δεν γρατζουνάει και γουργουρίζει: «ρρρ».
Δεν μπορώ να σας πω πόσο χαρούμενος ήμουν. Πήρα τον Μπονμπόν στα χέρια μου, ήταν πολύ ζεστός, και έφυγα τρέχοντας. Μετά, γύρισα πίσω ψάχνοντας τη λίβρα ζάχαρης άχνης. Όταν μπήκα στο σπίτι, φώναξα:

-Μαμά! Μαμά! Δες τι μου έδωσε ο κύριος Κομπανί! Η μαμά, όταν είδε τον Μπονμπόν, γούρλωσε τα μάτια, σήκωσε τα φρύδια και είπε:

-Μα είναι ένας γάτος!

-Ναι, εξήγησα. Τον λένε Μπονμπόν, είναι ο γιός της Μπισκότ, πίνει γάλα και θα του μάθω να κάνει τούμπες.

-Όχι Νικολά, μου είπε η μαμά. Σου έχω πει εκατό φορές ότι δε θέλω ζώα στο σπίτι. Μου έχεις ήδη φέρει ένα σκύλο και ένα γυρίνο, και κάθε φορά έχουμε δράματα. Σου είπα όχι και σημαίνει όχι! Θα επιστρέψεις αυτό το ζώο στον κύριο Κομπανί!

-Έλα μαμά! Σε παρακαλώ! φώναξα.

Αλλά η μαμά δεν ήθελε να ακούσει τίποτα, έτσι εγώ έκλαιγα, της είπα ότι δεν θα έμενα στο σπίτι χωρίς τον Μπονμπόν, ότι αν επέστρεφα τον Μπονμπόν στον κύριο Κομπανί, ο κύριος Κομπανί θα σκότωνε τον Μπονμπόν και αν ο κύριος Κομπανί σκότωνε τον Μπονμπόν, θα σκοτωνόμουν και εγώ, και ότι δεν με άφηναν να κάνω τίποτα στο σπίτι, και ότι οι φίλοι μου, μπορούσαν να κάνουν ένα σωρό πράγματα στα σπίτια τους που εμένα δεν μ' άφηναν να κάνω.

-Καλά, μου είπε η μαμά, είναι πολύ απλό· αφού οι φίλοι σου μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν, δεν έχεις παρά να δώσεις αυτό το γάτο σε έναν από αυτούς. Γιατί εδώ, δεν πρόκειται να μείνει, και αν συνεχίσεις να μου παίρνεις τα αυτιά, θα κοιμηθείς χωρίς δείπνο απόψε. Συνεννοηθήκαμε;

Λοιπόν αφού είδα ότι δεν υπήρχε τίποτα να κάνω, βγήκα με τον Μπονμπόν, που κοιμόταν, και αναρωτήθηκα σε ποιον φίλο μου να ζητήσω να τον κρατήσει. Ο Ζοφρουά και ο Ζοακίμ μένουν πολύ μακριά, και ο Μεξάν έχει σκύλο, και δεν νομίζω ότι ο Μπονμπόν θα συμπαθούσε τον σκύλο του Μεξάν. Έτσι, πήγα στο σπίτι του Αλσέστ, που είναι ένας καλός μου φίλος που τρώει όλη την ώρα. Όταν ο Αλσέστ άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του, είχε μια πετσέτα δεμένη γύρω απ' το λαιμό του και γεμάτο στόμα.

-Τρώω τώρα, είπε φτύνοντας ψίχουλα παντού. Τι θες;

Του έδειξα τον Μπονμπόν, που χασμουριόταν, και του είπα ότι του τον έδινα, ότι τον έλεγαν Μπονμπόν, ότι πίνει γάλα και ότι θα τον επισκεπτόμουν συχνά.

-Ένας γάτος; είπε ο Αλσέστ. Όχι. Αυτό θα δημιουργήσει ιστορίες με τους γονείς μου. Και επίσης ένας γάτος, θα πηγαίνει στην κουζίνα και θα τρώει ένα σωρό πράματα όταν δεν θα τον βλέπουμε. Η σοκολάτα μου θα κρυώσει, γεια σου!

Και ο Αλσέστ έκλεισε την πόρτα. Έτσι, μαζί με τον Μπονμπόν, πήγαμε στο σπίτι του Ρούφους. Ήταν η μαμά του Ρούφους που μου άνοιξε την πόρτα.

-Θέλεις να μιλήσεις στον Ρούφους, Νικολά; μου είπε κοιτώντας τον Μπονμπόν. Αυτή τη στιγμή κάνει τα μαθήματα του... Καλά, περίμενε, πάω να τον φωνάξω.

Έφυγε και ύστερα ήρθε ο Ρούφους.

-Ω! τι όμορφος γάτος! είπε, ο Ρούφους, κοιτάζοντας τον Μπονμπόν.

-Τον λένε Μπονμπόν, του εξήγησα. Πίνει γάλα. Σου τον δίνω αλλά θα πρέπει να με αφήνεις να έρχομαι να τον βλέπω, που και που.

-Ρούφους! φώναξε η μαμά του Ρούφους, μέσα από το σπίτι.

-Περίμενε, έρχομαι, μου είπε ο Ρούφους.

Μπήκε στο σπίτι, άκουσα να μιλάει με τη μαμά του, και όταν επέστρεψε, δεν γελούσε πια.

-Όχι, μου είπε.

Και έκλεισε την πόρτα του. Εγώ, είχα αρχίσει να θυμώνω με τον Μπονμπόν ο οποίος είχε ξανακοιμηθεί. Έτσι, πήγα στο σπίτι του Εντ, και ήταν ο Εντ που μου άνοιξε.

-Τον λένε Μπονμπόν, είπα. Είναι ένας γάτος, πίνει γάλα, σ'τον δίνω, θα πρέπει να με αφήνεις να τον επισκέπτομαι, ούτε ο Ρούφους ούτε ο Αλσέστ τον θέλουν εξαιτίας των γονιών τους.

-Πςςς! είπε ο Εντ. Εγώ, στο σπίτι, κάνω ό,τι θέλω. Δεν χρειάζεται να ζητήσω την άδεια. Αν θέλω να κρατήσω ένα γάτο, θα τον κρατήσω!

-Τότε λοιπόν κράτα τον, του είπα.

-Σίγουρα, μου είπε. Άκου λέει!

Και του έδωσα τον Μπονμπόν, που χασμουρήθηκε για άλλη μια φορά, και έφυγα. Όταν γύρισα στο σπίτι, ήμουν πολύ λυπημένος, γιατί τον Μπονμπόν, εγώ τον αγαπούσα πολύ. Επιπλέον, φαινόταν πολύ έξυπνος, ο Μπονμπόν.

-Άκου Νικολά, μου είπε η μαμά. Δεν χρειάζεται να έχεις τέτοια μούτρα, αυτό το ζώο δεν θα ήταν ευτυχισμένο εδώ. Τώρα, θα μου κάνεις τη χάρη να μην το σκέφτεσαι άλλο και να ανεβείς να κάνεις τα μαθήματά σου. Για δείπνο, θα υπάρχει ένα ωραίο επιδόρπιο. Και κυρίως, κυρίως τσιμουδιά στον μπαμπά σου. Είναι πολύ κουρασμένος αυτές τις μέρες, και δεν θέλω να ενοχληθεί με ιστορίες όταν γυρίσει σπίτι. Για μια φορά, ας έχουμε μια βραδιά ήρεμη και ήσυχη.
Στο τραπέζι, κατά τη διάρκεια του δείπνου, ο μπαμπάς με είδε και με ρώτησε:

-Όλα καλά, Νικολά; Δεν φαίνεσαι χαρούμενος. Τι συμβαίνει; Προβλήματα με το σχολείο;

Η μαμά μού γούρλωσε τα μάτια, έτσι εγώ είπα στον μπαμπά ότι δεν είχα τίποτα, ότι ήμουν πολύ κουρασμένος αυτές τις μέρες.

-Και εγώ, είπε ο μπαμπάς. Μάλλον θα φταίει η αλλαγή της εποχής που συμβαίνει αυτό.

Ο μπαμπάς έφυγε και όταν επέστρεψε είχε τα χέρια πίσω απ' την πλάτη και ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπο, και μας είπε:

-Μαντέψτε τι έφερε ο Κλοτέρ για τον Νικολά!


μετάφραση ©Πολύτλας Οδυσσεύς

*«μπονμπόν» στα γαλλικά σημαίνει «καραμέλα», «γλυκό», «ζαχαρωτό»...

[Η μετάφραση έγινε από το γαλλικό πρωτότυπο]
 

Ίζι

Κυρά των Σκιών
Μπράβο σου Οδυσσέα, έχεις πραγματικά πολλή όρεξη και μεράκι! Πολύ καλή η απόδοσή σου.

Από τις πολύ όμορφες ιστορίες του Μικρού Νικόλα (αν και προτιμώ τη συγκινητική ιστορία "Ο Ρεξ" στην οποία ο αγαπημένος μας πιτσιρικάς βρίσκει ένα σκύλο)
 
Top