Αυτό που θα πρέπει να μας απασχολήσει αρχίζοντας την μελέτη του βιβλίου είναι ο τίτλος του. Γιατί ο Νίτσε αποφάσισε να δώσει στον τίτλο του βιβλίου του το όνομα του ιδρυτή και προφήτη της περσικής θρησκείας του Ζωροαστρισμού, και όχι κάποιου άλλου προφήτη;
Η λέξη «Προφήτης» έχει δύο βασικές σημασίες:
1) Αυτός που λέει κάτι εμπνευσμένο από τον Θεό
2) Αυτός που προβλέπει το μέλλον
(Στην Καινή Διαθήκη και ο Ιησούς Χριστός αποκαλείται «Προφήτης». (Λουκάς 7:14-16• Ιωάννης 4:16-19• Πράξεις 3:19-26).
Το πρόσωπο του Ζαρατούστρα καλύφθηκε τόσο πολύ από μυθικές περιγραφές και θρύλους που αμφισβητήθηκε η ιστορική του ύπαρξη. Από το εικοστό έως το τριακοστό έτος της ηλικίας του ο Ζαρατούστρας έζησε βίο μονήρη, μέχρις ότου εμφανίστηκε σε αυτόν ο άγγελος Βοχουμανό, ο οποίος του αποκάλυψε ότι ορίστηκε από τον θεό ως προφήτης της νέας θρησκείας. Η στιγμή αυτή της αποκάλυψης σηματοδοτεί την αφετηρία της νέας θρησκείας του Ζωροαστρισμού. Ο Ζαρατούστρα άρχισε να κηρύσσει εν μέσω ποικίλων δυσκολιών που παρενέβαλλε στον δρόμο του ο άρχων του σκότους. Τα κηρύγματα του Ζαρατούστρα, όπως αναφέρεται στους Γκατάς, που αντικατοπτρίζουν τα λόγια ενός προφήτη, περιλαμβάνουν συμβουλές και νουθεσίες προς τους ακροατές του, απειλές κατά των κακοδόξων και των αιρετικών, δημηγορίες εναντίον των ψευδοπροφητών, προρρήσεις του μέλλοντος θριάμβου, παραμυθίες, μέσω της υπόδειξης των ουρανίων αγαθών και των επίγειων αμοιβών που επιφυλάσσει ο θεός στους πιστούς οπαδούς του.
Στον πρόλογο του βιβλίου ο Ζαρατούστρας του Νίτσε δεν αναπαριστά ούτε την ιστορία ούτε τη θρησκευτική διδασκαλία του Ζαρατούστρα, δανείζεται όμως το όνομα και κάποια βασικά στοιχεία προκειμένου να περάσει μέσω αυτού τις προσωπικές του ιδέες και ανησυχίες, χρησιμοποιώντας τα προκειμένου να προβάλει την άποψη του για το καλό και το κακό.
Όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο του Νίτσε «Χαρούμενη επιστήμη» το οποίο ξεκίνησε να γράφεται περί το 1882, στον αφορισμό 342, τελευταίο αφορισμό της πρωτότυπης έκδοσης, ο Νίτσε εισάγει τη φιγούρα του Ζαρατούστρα. Αντλεί στοιχεία από αυτόν τον αφορισμό για να στήσει την εισαγωγή του «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα» που σημαίνει ότι είχε συλλάβει το κεντρικό θέμα του βιβλίου, ενώ ήδη δούλευε την Χαρούμενη επιστήμη.
Στον πρόλογο του Ζαρατούστρα διαβάζουμε:
«Όταν έγινε 30 χρονών ο Ζαρατούστρα, εγκατέλειψε τον τόπο που είχε γεννηθεί και τη λίμνη του τόπου του και πήγε στο βουνό. Εκεί απόλαυσε το πνεύμα του και τη μοναξιά του δίχως να κουραστεί, για δέκα ολόκληρα χρόνια[...]
[...] Δες έχω μπουχτίσει τη σοφία μου, σαν τη μέλισσα που έχει μαζέψει πάρα πολύ μέλι, έχω ανάγκη από χέρια που απλώνονται[…]. Θα μου άρεσε να προσφέρω απλόχερα και να μοιράζω ώσπου εκείνοι που είναι σοφοί ανάμεσα στους ανθρώπους να χαρούν και πάλι την τρέλα τους και εκείνοι που είναι φτωχοί τον πλούτο τους. Γι αυτό πρέπει να κατέβω στα βάθη[…].
Έτσι άρχισε η κάθοδος/ δύση του Ζαρατούστρα».
Οι ομοιότητες είναι σαφείς τόσο και με τον ιδρυτή του Ζωροαστρισμού, όσο και με τον ιδρυτή του Χριστιανισμού, όσο αφορά την εμφάνιση τους στον κόσμο και την θεόσταλτη αποστολή τους να διδάξουν ο μεν πρώτος την συστράτευση με τις δυνάμεις του καλού, και την εναντίωση τους στις δυνάμεις του κακού, έτσι ώστε να λάβουν την μακαριότητα και την ανταμοιβή στην μέλλουσα ζωή, ο δε δεύτερος κάτι αντίστοιχο με την ύπαρξη της αιώνιας ζωής που συνεχίζεται και μετά θάνατο, και την ανάσταση εκ νεκρών, με την Δευτέρα Παρουσία.
Κάποιους παραλληλισμούς με το έργο του Νίτσε μπορούμε να διακρίνουμε και στο μυθιστόρημα του Χέρμαν Έσσε «Σιντάρτα : ένα ινδικό ποίημα» γραμμένο περί το 1922, στο οποίο και εκεί καταγράφεται η πορεία ενός ανθρώπου του Σιντάρτα που ψάχνει να βρει τον εαυτόν του και τα βαθύτερα νοήματα της ζωής, γραμμένο με βιβλική σχεδόν απλότητα και ομορφιά, που καταλήγει τελικά σ’ ένα παθιασμένο ύμνο της ατομικότητας και της πνευματικής ανεξαρτησίας.
Στο έργο του Έσσε αντανακλάται ένας κόσμος δημιουργίας, όπου η πείρα και η γνώση καταχτιούνται και δεν χαρίζονται, όπου ο έρωτας είναι μαθητεία, γνωστική περιπέτεια και όχι φθηνός συναισθηματισμός, ενός κόσμου όπου η ζωή προχωρεί προς το αύριο, χωρίς να δεσμεύεται από την πίστη και τις φιλοδοξίες κανενός χθες.
Αυτή η εσωτερική αναζήτηση ενώ στον Σιντάρτα περιγράφεται ως πορεία και αποκομιδή εμπειριών, στον Ζαρατούστρα, αυτό έχει ήδη πραγματωθεί ερήμην του αναγνώστη, ο οποίος πλέον παρακολουθεί το αποτέλεσμα αυτής της εσωτερικής πλήρωσης, εν είδη διδασκαλίας.
Έτσι λοιπόν στον πρόλογο του βιβλίου ο Νίτσε στο πρόσωπο του Ζαρατούστρα μας παρουσιάζει για πρώτη φορά την ιδέα του σχετικά με τον υπεράνθρωπο, που συχνά έχει γίνει αντικείμενο κακής απομίμησης. Αυτός ο υπεράνθρωπος προτείνεται ως το ευγενές ιδεώδες της αυτό – υπερνίκησης, κάτι που προϋποθέτει ότι ο εαυτός θα εξερευνήσει ελεύθερα τα ύψη και τις αβύσσους της ύπαρξης του ως θνητό δημιούργημα της γης. Το ακριβές μέγεθος της έννοιας δεν είναι εύκολα αντιληπτό· στην πραγματικότητα, ο Νίτσε ήθελε μ’ αυτήν να ελέγξει το μέγεθος του ανθρώπου, βάζοντας τον Ζαρατούστρα να εξαίρει την σημασία που έχει να τοποθετούμε τις ενέργειες της γνώσης μας πάνω σ’ αυτό που είναι ανθρωπίνως αντιληπτό και απτό. Μας προκαλεί να αναλογιστούμε το εξής ερώτημα: μπορούμε να σκεφτούμε ένα θεό ως όν που είναι τέλειο, ακίνητο και αμετάβλητο; Κάθε φορά που προσπαθούμε να το κάνουμε αυτό προκύπτει μια σκέψη που κάνει στραβό ότι είναι ίσιο και κάνει να περιστρέφεται ότι είναι σταθερό. Ο χρόνος ξαφνικά εξαφανίζεται, αφού διακηρύσσεται ότι είναι ανύπαρκτος, και ότι είναι παροδικό θεωρείται ψέμα. Στην προσπάθεια μας να σκεφτούμε ένα τέτοιο όν μας έρχεται ίλιγγος. Από την άλλη πλευρά ωστόσο το γεγονός αυτό μας παροτρύνει να γίνουμε κάτι περισσότερο και διαφορετικό απ’ ότι είναι ο άνθρωπος. Η δυσκολία έγκειται στο να προσδιοριστεί τι ακριβώς σημαίνει αυτό το «περισσότερο».
Στο 3ο μέρος του προλόγου ο Ζαρατούστρα φτάνει στην κεντρική πλατεία όπου βρίσκει πολύ κόσμο να περιμένει ένα σχοινοβάτη ρωτώντας: «Σας διδάσκω τον υπεράνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί. Τι κάνατε εσείς για να τον ξεπεράσετε;»
Ο Ζαρατούστρα μιλάει στον λαό για το πιο περιφρονητέο ανθρώπινο όν, τον τύπο που χαρακτηρίζει ως «τον τελευταίο άνθρωπο». Είναι ο άνθρωπος που δεν επιθυμεί πια να θέτει ερωτήματα για την ύπαρξη αλλά μένει ευχαριστημένος με την τύχη του στη γη. Η σύγχρονη ανακάλυψη της ευτυχίας ως λύσης στο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης του δίνει την απάντηση που χρειάζεται. Όμως ο Ζαρατούστρα είναι πολύ σκληρός και διδάσκει ότι το μεγαλειώδες στον άνθρωπο είναι η γέφυρα και όχι ο σκοπός, όπως λέει στο 4ο μέρος του προλόγου: « Αγαπώ εκείνον που η ψυχή του είναι βαθιά ακόμη και στον τραυματισμό του και που μπορεί να καταστραφεί από ένα μικρό βίωμα: έτσι περνά πρόθυμα το γεφύρι».
Στόχος της ανθρώπινης ύπαρξης είναι να γίνει κάτι περισσότερο από ανθρώπινη. Ο άνθρωπος είναι «κομμάτι, αίνιγμα και φρικτό τυχαίο»· είναι η πρώτη ύλη για να δουλευτεί. Ο υπεράνθρωπος μπορεί να είναι μόνο το σχέδιο για ένα πείραμα. Ο Νίτσε θέλει να υπερνικήσουμε δύο πράγματα: τις μεταφυσικές ανάγκες μας και τις ζωώδεις βεβαιότητες της ύπαρξης μας.
Επανέρχομαι όμως στο αρχικό μου ερώτημα: Γιατί ο Νίτσε διάλεξε το όνομα του συγκεκριμένου προφήτη για να προβάλει το ιδεώδες του υπεράνθρωπου;
Ο Ιρανός προφήτης Ζαρατούστρα – του οποίου το όνομα είναι η απόδοση του στη Περσική γλώσσα και το οποίο διατηρήθηκε και στη γερμανική, σημαίνει «εκείνος που μπορεί να οδηγεί καμήλες» - στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές γλώσσες σήμερα η μορφή που χρησιμοποιείται προέρχεται από την ελληνική απόδοση του ονόματος Ζωροάστρης – είδε την ύπαρξη ως την αναπόφευκτη πραγμάτωση ενός θεϊκού σχεδίου και προφήτευσε την εκπλήρωση του όταν τα πάντα θα ήταν τέλεια και οριστικά. Ο κόσμος δεν υπάρχει απλώς· έχει και έναν σκοπό – και αυτό μας φέρνει στον νου τον Καζαντζάκη ο οποίος συνήθιζε να ρωτάει, σε κάθε του νέα γνωριμία τον συνομιλητή του: «Ποιος είναι ο σκοπός της ζωής σου;».
Το σύμπαν απεικονίζεται από τον αρχαίο προφήτη – ο οποίος έζησε περί τον 6ο αιώνα π.Χ. στο Ιράν, λίγο πριν την ανάδυση της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών - με έντονα ηθικούς όρους, νοούμενο ως πάλη ανάμεσα σε δύο πνεύματα ενσαρκωμένα σε δυνάμεις που προστατεύουν τον κόσμο και σε δυνάμεις που προσπαθούν να τον υπονομεύσουν. Πρόκειται για τις δυνάμεις του καλού και του κακού – όπως προανέφερα – της δημιουργίας και της καταστροφής (την άσα και την ντρούι). Σύμφωνα με το θεϊκό σχέδιο, θα υπάρξει κάποια εποχή που το «ψέμα» του πνεύματος της φθοράς και του ενεργού κακού θα αφανιστεί και θα επικρατήσει παντού η δημιουργική και καλή θέληση. Ο κόσμος τότε θα απαλλαγεί οριστικά από τις δυνάμεις του χάους. Αυτό στην πραγματικότητα θα σηματοδοτήσει το τέλος του πεπερασμένου χρόνου που μέχρι τώρα περιέχει τον κόσμο και την αρχή της βασιλείας μιας μακάριας αιωνιότητας. Θα συντελεστεί ένας μεγάλος χωρισμός σε αντίθεση με την εποχή της ανάμιξης που έχει επικρατήσει ως τώρα.
Φαίνεται βέβαιο πως ο Νίτσε γνώριζε καλά τις λεπτομέρειες του Ζωροαστρισμού, συμπεριλαμβανομένων των ιερών κειμένων του που είναι γνωστά με το όνομα Αβέστα («επικυρωμένος λόγος»). Το βιβλίο περιέχει πολλές νύξεις για αυτές τις λεπτομέρειες και τις παρωδεί. Το γεγονός ότι το όνομα Ζαρατούστρας μπορεί να σημαίνει «εκείνος που οδηγεί καμήλες» αποτελεί σημαντική πληροφορία για να κατανοήσουμε τη σημασία των μεταμορφώσεων που πρέπει να υποστεί ο Ζαρατούστρα του Νίτσε, μετασχηματίζοντας το μεγάλο βάρος της ύπαρξης σε κάτι υποφερτό που μπορεί να γίνει ελαφρύ και ελεύθερο, όπως αναφέρει και στο 1ο κεφάλαιο του βιβλίου του «Για τις τρεις μεταμορφώσεις» λέγοντας:
«Θα κατονομάσω για σας τις τρεις μεταμορφώσεις του πνεύματος: πως το πνεύμα γίνεται καμήλα, και η καμήλα λιοντάρι, και, τέλος το λιοντάρι παιδί».
Μα για αυτά θα μιλήσουμε αργότερα, καθότι ο πρόλογος χρήζει ακόμα περισσής ανάλυσης.