Η ΛΟΤΑΡΙΑ
Της Shirley Jackson
σε μετάφραση της Φένιας
Α΄μέρος
Το πρωινό της 27ης Ιουνίου ήταν καθάριο και ηλιόλουστο, με τη ζεστή φρεσκάδα του κατακαλόκαιρου. Τα λουλούδια ήταν ολάνθιστα και το γρασίδι καταπράσινο. Οι κάτοικοι του χωριού άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πλατεία, μεταξύ του ταχυδρομείου και της Τράπεζας, κατά τις δέκα. Σε μερικές πόλεις υπήρχε τόσο πολύς κόσμος, που η λοταρία διαρκούσε δύο μέρες. Εδώ όμως, με τους μόλις 300 κατοίκους, όλη η διαδικασία έπαιρνε λιγότερο από δυό ώρες, έτσι ώστε οι άνθρωποι προλάβαιναν να βρίσκονται στα σπίτια τους για το μεσημεριανό γεύμα.
Τα παιδιά συγκεντρώθηκαν πρώτα, φυσικά. Το σχολείο είχε πρόσφατα κλείσει για καλοκαιρινές διακοπές, και ένα απροσδιόριστο αίσθημα ελευθερίας τα είχε κυριεύσει. Εμειναν για λίγο ήσυχα, ύστερα ξέσπασαν σε τρελό παιχνίδι. Οι κουβέντες τους γύριζαν ακόμα στην τάξη και στους δασκάλους, στα βιβλία και στις επιπλήξεις. Ο Μπόμπυ Μάρτιν είχε ήδη γεμίσει τις τσέπες του με πέτρες, σύντομα τα άλλα αγόρια ακολούθησαν το παράδειγμά του, διαλέγοντας τις πιο στρογγυλές και λείες. Ο Μπόμπυ με τον Χάρρυ Τζόουνς, μαζί με τον Ντίκυ Ντελακρουά – οι χωρικοί το πρόφεραν Ντελακρόυ- έφτιαξαν κάποια στιγμή έναν μεγάλο σωρό από πέτρες στην άκρη της πλατείας και το φύλαγαν από τις επιδρομές των άλλων παιδιών. Τα κορίτσια στέκονταν παράμερα, μιλώντας μεταξύ τους, λοξοκοιτώντας πάνω από τους ώμους τους, τα μικρότερα κυλιόντουσαν στο χώμα ή κρέμονταν από τα χέρια των μεγαλύτερων αδελφών τους.
Μετά από λίγο άρχιζαν να μαζεύονται οι άνδρες, επιβλέποντας τα παιδιά τους, συζητώντας για βροχή και σπορά, γεωργικά μηχανήματα και φόρους. Στέκονταν όλοι μαζί, μακριά από τη στοίβα τις πέτρες στη γωνία, τα αστεία τους ήταν μάλλον ήσυχα και περισσότερο χαμογελούσαν παρά ξέσπαγαν σε γέλια. Οι γυναίκες, φορώντας ξεθωριασμένα φορέματα του σπιτιού και ζακέτες ριγμένες στους ώμους, ήρθαν λίγο αργότερα. Χαιρετούσαν η μια την άλλη και αντάλλασσαν κουτσομπολιά καθώς προχωρούσαν να συναντήσουν τους άνδρες. Σύντομα οι γυναίκες, αφού στάθηκε η καθεμιά δίπλα στον άνδρα της, άρχισαν να φωνάζουν τα παιδιά, και εκείνα ήρθαν απρόθυμα, αφού άκουσαν το όνομά τους πέντε- έξι φορές το καθένα. Ο Μπόμπυ Μάρτιν ξέφυγε από τη λαβή της μητέρας του και έτρεξε, γελώντας, πίσω στη στοίβα με τις πέτρες. Ο πατέρας του τον φώναξε αυστηρά, κι εκείνος γύρισε γρήγορα και στάθηκε δίπλα στον πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδελφό του.
Την λοταρία διηύθυνε – όπως και τους χορούς, το πρόγραμμα του Χαλογουήν και τη λέσχη των νέων – ο κ. Σάμμερς, ο οποίος είχε χρόνο και ενέργεια να διοχετεύει σε τέτοιες δραστηριότητες. Ηταν ένας στρογγυλοπρόσωπος, ευχάριστος άνθρωπος και διοικούσε την επιχείρηση κάρβουνου, οι άνθρωποι τον λυπόντουσαν γιατί δεν είχε παιδιά αλλά μόνο μια γκρινιάρα γυναίκα. Όταν έφθασε στην πλατεία, κουβαλώντας το ξύλινο μαύρο κουτί, ακούστηκε ένα μουρμουρητό από το πλήθος, εκείνος χαιρέτησε και φώναξε «άργησα λίγο σήμερα, παιδιά». Τον ακολουθούσε ο κ. Γκρέηβς, ο αρχιταχυδρόμος, μεταφέροντας ένα τρίποδο σκαμνί, το οποίο τοποθέτησε στο κέντρο της πλατείας και ο κ. Σάμερς ακούμπησε πάνω του το μαύρο κουτί. Οι χωρικοί κρατούσαν απόσταση, αφήνοντας κενό ανάμεσα στο σκαμνί και στους ίδιους. Όταν ο κ. Σάμμερς είπε « Θα ήθελαν κάποιοι από σας να μου δώσουν ένα χεράκι?», υπήρξε ένας δισταγμός, ώσπου δύο άνδρες, ο κ. Μάρτιν και ο μεγαλύτερος γιος του, ο Μπάξτερ, ήρθαν μπροστά και κράτησαν το κουτί σταθερό, όσο ο κ. Σάμμερς ανακάτευε τα χαρτιά που βρίσκονταν μέσα σ’ αυτό.
Τα αρχικά εξαρτήματα της λοταρίας είχαν χαθεί εδώ και πολύ καιρό, και το μαύρο κουτί που ακουμπούσε στο σκαμνί πρωτοχρησιμοποιήθηκε πολύ πριν γεννηθεί ο γέρο- Γουώρνερ, ο γεροντότερος άνθρωπος του χωριού. Ο κ. Σάμμερς συζητούσε συχνά με τους συντοπίτες του σχετικά με την κατασκευή ενός νέου κουτιού, αλλά κανένας τους δεν ήθελε να διαταράξει την παράδοση που το παλιό κουτί εκπροσωπούσε. Λεγόταν μια ιστορία, ότι το σημερινό κουτί είχε φτιαχτεί από ξύλο που είχε απομείνει από το πρώτο κουτί, αυτό που είχαν κατασκευάσει οι πρώτοι άνθρωποι που εγκαταστάθηκαν στο χωριό. Κάθε χρόνο, μετά τη λοταρία, ο κ. Σάμμερς άρχιζε ξανά την κουβέντα για καινούριο κουτί, αλλά κάθε φορά το θέμα αφηνόταν να ξεχαστεί χωρίς να γίνει τίποτα. Το μαύρο κουτί γινόταν όλο και πιο εύθραυστο κάθε χρόνο. Τώρα, δεν ήταν πια ολωσδιόλου μαύρο, αλλά όπως ήταν άσχημα γδαρμένο από μια πλευρά, άφηνε το αρχικό χρώμα του ξύλου να φανεί, σε μερικά σημεία ξεθώριαζε και είχε λεκέδες.
Ο κ. Μάρτιν και ο Μπάξτερ κράτησαν το κουτί σταθερά, ώσπου ο κ. Σάμμερς ανακάτεψε καλά τα χαρτάκια με το χέρι του. Επειδή το μεγαλύτερο μέρος της τελετουργίας είχε καταργηθεί ή ξεχαστεί, ο κ. Σάμμερς είχε καταφέρει να αντικαταστήσει με χαρτιά τα παλιά κομμάτια ξύλο που χρησιμοποιούντο εδώ και γενιές. Τα ξυλαράκια ήταν καλά, έλεγε ο κ. Σάμμερς, όταν το χωριό ήταν μικρό, αλλά τώρα που οι κάτοικοί του ήταν περισσότεροι από τριακόσιοι και αυξάνονταν συνεχώς, έπρεπε να χρησιμοποιούν κάτι που θα χωρούσε ευκολότερα στο μαύρο κουτί. Το βράδυ πριν τη λοταρία, ο κ. Σάμμερς και ο κ. Γκρέηβς ετοίμαζαν τα χαρτάκια, τα έβαζαν στο κουτί, το οποίο κλείδωναν στο χρηματοκιβώτιο της εταιρείας κάρβουνου μέχρι την άλλη μέρα. Το υπόλοιπο διάστημα, το κουτί απομακρυνόταν, πότε εδώ και πότε εκεί, στον αχυρώνα του κ. Γκρέηβς ή στο ταχυδρομείο, ή ακόμα και σ’ ένα ράφι στο μπακάλικο του Μάρτιν.
Υπήρχε πολλή δουλειά να γίνει, πριν ο κ. Σάμμερς κηρύξει την έναρξη της λοταρίας. Επρεπε να καταρτιστούν οι λίστες- οι επικεφαλής κάθε οικογένειας, οι αρχηγοί κάθε σπιτικού, τα μέλη καθενός. Υπήρχε η επίσημη ορκωμοσία του κ. Σάμμερς ενώπιον του αρχηγού του ταχυδρομείου, ως εκπροσώπου της λοταρίας. Κάποτε, όπως θυμόντουσαν ορισμένοι, συνηθιζόταν ένα είδος συναυλίας, παρουσιασμένης από τον εκπρόσωπο της λοταρίας, ένα μηχανικό, παράφωνο τραγούδι που το εκτελούσαν σύμφωνα με τους τύπους κάθε χρόνο. Κάποιοι πίστευαν ότι ο εκπρόσωπος της λοταρίας έπρεπε να το τραγουδά όρθιος, άλλοι ότι έπρεπε να περπατά ανάμεσα στο πλήθος, αλλά πριν από πολλά χρόνια το κομμάτι αυτό του εθιμοτυπικού είχε αφεθεί να ξεχαστεί. Υπήρχε, επίσης, ένα είδος χαιρετισμού, ο οποίος έπρεπε να απευθύνεται σε κάθε έναν ψηφοφόρο που ερχόταν να τραβήξει από το κουτί, ώσπου σήμερα ήταν πλέον υποχρεωτικό απλώς ο εκπρόσωπος να χαιρετά κάθε έναν που πλησίαζε το κουτί. Ο κ. Σάμμερς ήταν πολύ καλός σ’ αυτό. Με το καθαρό του, λευκό πουκάμισο και τα μπλου- τζηνς του, με το ένα του χέρι αδιάφορα ακουμπισμένο στο μαύρο κουτί, έδειχνε σοβαρός και καθώς πρέπει, όπως μιλούσε ακατάπαυστα στον κ. Γκρέηβς και στους Μάρτιν.
Τη στιγμή που ο κ. Σάμμερς σταμάτησε να μιλά και στράφηκε στους συγκεντρωμένους χωρικούς, η κυρία Χάτσινσον έφτασε βιαστικά από το δρομάκι στην πλατεία, με τη ζακέτα ριγμένη στους ώμους και γλίστρησε στη θέση της πίσω από το συγκεντρωμένο πλήθος. «Ξέχασα τελείως τι μέρα ήταν», είπε στην κυρία Ντελακρουά, που στεκόταν δίπλα της και χασκογέλασαν και οι δύο. « Ο άντρας μου στεκόταν στην πίσω αυλή και στοίβαζε ξύλα», συνέχισε η κυρία Χάτσινσον, «και μετά κοίταξα απ’ το παράθυρο και τα παιδιά είχαν εξαφανιστεί, και μετά συνειδητοποίησα ότι ήταν 27 του μηνός, και έτρεξα». Σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της και η κυρία Ντελακρουά είπε, «ήρθες στην ώρα σου, όμως. Ακόμα συζητούν εκεί πάνω».
Η κυρία Χάτσινσον τέντωσε το λαιμό της να δει ανάμεσα στο πλήθος, και εντόπισε τον άντρα της και τα παιδιά της να στέκονται μπροστά. Χτύπησε τον ώμο της κυρίας Ντελακρουά σε χαιρετισμό και ξεκίνησε να προχωρά ανάμεσα στο πλήθος. Ο κόσμος της άνοιγε καλοπροαίρετα δρόμο για να περάσει. Δυο- τρεις φωνές ακούστηκαν «έρχεται η κυρά σου, Χάτσινσον» και «Μπιλ, τα κατάφερε, τελικά». Η κυρία Χάτσινσον πλησίασε τον άντρα της και ο κ. Χάτσινσον, που την περίμενε, είπε χαρμόσυνα « Νόμιζα ότι θα έπρεπε να προχωρήσουμε χωρίς εσένα, Τέσσυ». Η κυρία Χάτσινσον απάντησε με έναν μορφασμό « Δε θάθελες ν΄ αφήσω τα πιάτα στο νεροχύτη, έτσι Τζο?» και ένα αδιόρατο γέλιο διέτρεξε το πλήθος, όπως όλοι έπαιρναν ξανά τις θέσεις τους, μετά το πέρασμά της.
«Λοιπόν» είπε σοβαρά ο κ. Σάμμερς, «μάλλον θάπρεπε να ξεκινήσουμε, να τελειώνουμε μ’ αυτό, για να πάμε πίσω στις δουλειές μας. Λείπει κάποιος?».
«Ο Ντάνμπαρ» είπαν πολλοί. « Ο Ντάνμπαρ. Ο Ντάνμπαρ».
Ο κ. Σάμμερς συμβουλεύτηκε τις λίστες του. «Ο Κλάιντ Ντάνμπαρ», είπε. «Σωστά. Εσπασε το πόδι του. Ποιος τραβάει στη θέση του?»
«Εγώ, φαντάζομαι» είπε μια γυναίκα και ο κ. Σάμμερς στράφηκε προς το μέρος της και την κοίταξε. «Η σύζυγος τραβά για τον άντρα της», είπε ο κ. Σάμμερς. «Δεν έχεις ανήλικο αγόρι να τραβήξει στη θέση σου, Τζάνυ?» Αν και ο κ. Σάμμερς και όλοι στο χωριό ήξεραν την απάντηση, ήταν υποχρέωση του επίσημου εκπροσώπου να θέτει τέτοιες ερωτήσεις. Ο κ. Σάμμερς περίμενε με ευγενικό ενδιαφέρον την απάντηση της κυρίας Ντάνμπαρ.
«Ο Οράτιος είναι μόλις δεκάξι» είπε απολογητικά η κυρία Ντάνμπαρ. «Μάλλον πρέπει να πάρω τη θέση του αφεντικού για φέτος».
«Σωστά» είπε ο κ. Σάμμερς. Κράτησε μια σημείωση στα χαρτιά του. Υστερα ρώτησε «ο μικρός Γουάτσον τραβάει φέτος?»
Ένα ψηλό αγόρι σήκωσε το χέρι του. «Παρών» είπε. «Τραβάω για τη μητέρα μου κι εμένα». Ανοιγόκλεισε τα μάτια νευρικά και έσκυψε το κεφάλι, καθώς πολλές φωνές από το πλήθος ακούστηκαν «Μπράβο μικρέ» και «Ευτυχώς η μάνα σου έχει έναν άντρα για τη δουλειά».
«Λοιπόν» είπε ο κ. Σάμμερς «μάλλον είμαστε όλοι εδώ. Ο γέρο- Γουώρνερ τα κατάφερε?»
«Παρών» ακούστηκε μια φωνή και ο κ. Σάμμερς συγκατένευσε.
Μια ξαφνική σιωπή έπεσε στο πλήθος και ο κ. Σάμμερς καθάρισε το λαιμό του και κοίταξε τη λίστα του. «Ολοι έτοιμοι?» φώναξε. «Ξεκινώ να διαβάζω τα ονόματα- τους αρχηγούς κάθε οικογένειας πρώτα- οι άντρες ελάτε να πάρετε κλήρο από το κουτί. Κρατήστε το διπλωμένο, έως ότου πάρουν όλοι, εντάξει?»
Ολοι το είχαν κάνει τόσες φορές, που μισοάκουγαν τις οδηγίες. Οι περισσότεροι ήταν ήσυχοι, έγλυφαν τα χείλη τους, χωρίς να κοιτάζουν γύρω τους. Υστερα ο κ Σάμμερς σήκωσε ένα χέρι ψηλά και φώναξε «Ανταμς». Ενας άντρας ξεπρόβαλλε από το πλήθος και στάθηκε μπροστά του. «Γεια σου, Στηβ» είπε ο κ. Σάμμερς και ο κ. Ανταμς απάντησε «Γεια σου Τζόε». Μόρφασαν άκεφα και νευρικά ο ένας στον άλλο. Υστερα ο κ. Ανταμς πλησίασε το μαύρο κουτί και τράβηξε ένα διπλωμένο χαρτί. Το κράτησε σφιχτά από τη γωνία και βιάστηκε να επιστρέψει στη θέση του, λίγο μακριά από την οικογένειά του, χωρίς να κοιτάζει το χέρι του.
«Αλλεν» φώναξε ο κ. Σάμμερς. «Αντερσον… Βένταμ».
«Σαν να μη μεσολαβεί χρόνος ανάμεσα στις λοταρίες πια», είπε η κυρία Ντελακρουά στον κ. Γκρέηβς, στην πίσω σειρά. «Σαν να τελειώσαμε με την περσινή μόλις την προηγούμενη βδομάδα».
«Ο χρόνος τρέχει» συμφώνησε ο κ. Γκρέηβς.
«Κλάρκ… Ντελακρουά».
«Να κι ο γέρος μου» είπε η κυρία Ντελακρουά. Κράτησε την αναπνοή της, όπως ο άντρας της προχώρησε μπροστά.
«Ντάνμπαρ» φώναξε ο κ. Σάμμερς και η κυρία Ντάνμπαρ προχώρησε σταθερά προς το κουτί , ενώ μια γυναίκα φώναξε «εμπρός, Τζάνυ» και μια άλλη είπε «να την, προχωράει».
«Εμείς είμαστε» είπε η κυρία Γκρέηβς. Παρακολούθησε, καθώς ο κ. Γκρέηβς πλησίασε από το πλάι, χαιρέτησε τον κ. Σάμμερς και τράβηξε ένα κομμάτι χαρτί απ΄ το κουτί. Τώρα πια, παντού έβλεπες άντρες να κρατούν κομμάτια διπλωμένο χαρτί στα μεγάλα τους χέρια, και να τα στριφογυρίζουν νευρικά. Η κυρία Ντάνμπαρ και τα δυό αγόρια της στεκόντουσαν μαζί, η κυρία Ντάνμπαρ κρατούσε το χαρτί.
«Χάρτμπαρ…Χάτσινσον».
«Τρέξε Μπιλ» είπε η κυρία Χάτσινσον και οι άνθρωποι γύρω της γέλασαν.
«Τζόουνς».
«Λένε, είπε ο κ. Ανταμς στον γέρο- Γουώρνερ «ότι στο Βορρά συζητούν να σταματήσουν τη λοταρία».
Ο γερο- Γουώρνερ ρουθούνισε «Χαζοβιόληδες» είπε. «Ακου τους νέους, τίποτε δεν είναι αρκετά καλό γι αυτούς. Σε λίγο θα θέλουν να γυρίσουμε στις σπηλιές, κανένας να μη δουλεύει . Παλιά έλεγαν ‘ Ιούνιο λοταρία, κατόπιν αφθονία΄’ Σε λίγο θα τρώμε όλοι αγριόχορτα και βελανίδια. Πάντα υπήρχε λοταρία», πρόσθεσε εκνευρισμένος. «Τόσο το χειρότερο να βλέπω τον νεαρό Τζο Σάμμερς να χασκογελά με όλους».
«Σε μερικές περιοχές έχουν ήδη εγκαταλείψει τη λοταρία» είπε ο κ. Ανταμς.
«Μόνο μπελά θα τους φέρει αυτό» πείσμωσε ο γέρο- Γουώρνερ. «Χαζοβιόληδες».
«Μάρτιν» και ο Μπόμπυ Μάρτιν παρακολούθησε τον πατέρα του να προχωρά. «Οβερντάικ.. Πέρσυ».
«Μακάρι να κάνουν πιο γρήγορα» είπε η κυρία Ντάνμπαρ στον μεγαλύτερο γιο της. «Εύχομαι να τελειώνουμε».
«Τελειώνουν» είπε ο γιος της.
«Τρέξε να το πεις στον πατέρα σου», είπε η κυρία Ντάνμπαρ.
Ο κ. Σάμμερς φώναξε το όνομά του και κατόπιν προχώρησε μπροστά και διάλεξε ένα χαρτί απ’ το κουτί. Υστερα φώναξε «Γουώρνερ».
«Εβδομηκοστός έβδομος χρόνος που βρίσκομαι στη λοταρία» είπε ο γέρο- Γουώρνερ. «Εβδομηκοστή έβδομη φορά».
«Γουάτσον». Το ψηλό αγόρι προχώρησε διστακτικά ανάμεσα στο πλήθος. Κάποιος είπε «Μη διστάζεις, Τζακ» και ο κ,. Σάμμερς είπε «Με την ησυχία σου, νεαρέ».
«Ζανίνι».
Ακολούθησε μία μεγάλη παύση, όπου όλοι περίμεναν με κομμένη την ανάσα, ώσπου ο κ. Σάμμερς, κρατώντας το χαρτάκι του στον αέρα, είπε «Ετοιμοι , παιδιά». Για μια στιγμή, κανένας δεν κουνήθηκε, ύστερα όλα τα χαρτάκια ξεδιπλώθηκαν. Ξαφνικά, όλες οι γυναίκες άρχισαν να μιλούν ταυτόχρονα. «Ποιός είναι?»», «Ποιος το έχει?», «Είναι οι Ντάνμπαρ?», «Είναι οι Γουάτσον?». Υστερα «Είναι οι Χάτσινσον. Ο Μπιλ», «Ο Μπιλ το έχει».
Της Shirley Jackson
σε μετάφραση της Φένιας
Α΄μέρος
Το πρωινό της 27ης Ιουνίου ήταν καθάριο και ηλιόλουστο, με τη ζεστή φρεσκάδα του κατακαλόκαιρου. Τα λουλούδια ήταν ολάνθιστα και το γρασίδι καταπράσινο. Οι κάτοικοι του χωριού άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πλατεία, μεταξύ του ταχυδρομείου και της Τράπεζας, κατά τις δέκα. Σε μερικές πόλεις υπήρχε τόσο πολύς κόσμος, που η λοταρία διαρκούσε δύο μέρες. Εδώ όμως, με τους μόλις 300 κατοίκους, όλη η διαδικασία έπαιρνε λιγότερο από δυό ώρες, έτσι ώστε οι άνθρωποι προλάβαιναν να βρίσκονται στα σπίτια τους για το μεσημεριανό γεύμα.
Τα παιδιά συγκεντρώθηκαν πρώτα, φυσικά. Το σχολείο είχε πρόσφατα κλείσει για καλοκαιρινές διακοπές, και ένα απροσδιόριστο αίσθημα ελευθερίας τα είχε κυριεύσει. Εμειναν για λίγο ήσυχα, ύστερα ξέσπασαν σε τρελό παιχνίδι. Οι κουβέντες τους γύριζαν ακόμα στην τάξη και στους δασκάλους, στα βιβλία και στις επιπλήξεις. Ο Μπόμπυ Μάρτιν είχε ήδη γεμίσει τις τσέπες του με πέτρες, σύντομα τα άλλα αγόρια ακολούθησαν το παράδειγμά του, διαλέγοντας τις πιο στρογγυλές και λείες. Ο Μπόμπυ με τον Χάρρυ Τζόουνς, μαζί με τον Ντίκυ Ντελακρουά – οι χωρικοί το πρόφεραν Ντελακρόυ- έφτιαξαν κάποια στιγμή έναν μεγάλο σωρό από πέτρες στην άκρη της πλατείας και το φύλαγαν από τις επιδρομές των άλλων παιδιών. Τα κορίτσια στέκονταν παράμερα, μιλώντας μεταξύ τους, λοξοκοιτώντας πάνω από τους ώμους τους, τα μικρότερα κυλιόντουσαν στο χώμα ή κρέμονταν από τα χέρια των μεγαλύτερων αδελφών τους.
Μετά από λίγο άρχιζαν να μαζεύονται οι άνδρες, επιβλέποντας τα παιδιά τους, συζητώντας για βροχή και σπορά, γεωργικά μηχανήματα και φόρους. Στέκονταν όλοι μαζί, μακριά από τη στοίβα τις πέτρες στη γωνία, τα αστεία τους ήταν μάλλον ήσυχα και περισσότερο χαμογελούσαν παρά ξέσπαγαν σε γέλια. Οι γυναίκες, φορώντας ξεθωριασμένα φορέματα του σπιτιού και ζακέτες ριγμένες στους ώμους, ήρθαν λίγο αργότερα. Χαιρετούσαν η μια την άλλη και αντάλλασσαν κουτσομπολιά καθώς προχωρούσαν να συναντήσουν τους άνδρες. Σύντομα οι γυναίκες, αφού στάθηκε η καθεμιά δίπλα στον άνδρα της, άρχισαν να φωνάζουν τα παιδιά, και εκείνα ήρθαν απρόθυμα, αφού άκουσαν το όνομά τους πέντε- έξι φορές το καθένα. Ο Μπόμπυ Μάρτιν ξέφυγε από τη λαβή της μητέρας του και έτρεξε, γελώντας, πίσω στη στοίβα με τις πέτρες. Ο πατέρας του τον φώναξε αυστηρά, κι εκείνος γύρισε γρήγορα και στάθηκε δίπλα στον πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδελφό του.
Την λοταρία διηύθυνε – όπως και τους χορούς, το πρόγραμμα του Χαλογουήν και τη λέσχη των νέων – ο κ. Σάμμερς, ο οποίος είχε χρόνο και ενέργεια να διοχετεύει σε τέτοιες δραστηριότητες. Ηταν ένας στρογγυλοπρόσωπος, ευχάριστος άνθρωπος και διοικούσε την επιχείρηση κάρβουνου, οι άνθρωποι τον λυπόντουσαν γιατί δεν είχε παιδιά αλλά μόνο μια γκρινιάρα γυναίκα. Όταν έφθασε στην πλατεία, κουβαλώντας το ξύλινο μαύρο κουτί, ακούστηκε ένα μουρμουρητό από το πλήθος, εκείνος χαιρέτησε και φώναξε «άργησα λίγο σήμερα, παιδιά». Τον ακολουθούσε ο κ. Γκρέηβς, ο αρχιταχυδρόμος, μεταφέροντας ένα τρίποδο σκαμνί, το οποίο τοποθέτησε στο κέντρο της πλατείας και ο κ. Σάμερς ακούμπησε πάνω του το μαύρο κουτί. Οι χωρικοί κρατούσαν απόσταση, αφήνοντας κενό ανάμεσα στο σκαμνί και στους ίδιους. Όταν ο κ. Σάμμερς είπε « Θα ήθελαν κάποιοι από σας να μου δώσουν ένα χεράκι?», υπήρξε ένας δισταγμός, ώσπου δύο άνδρες, ο κ. Μάρτιν και ο μεγαλύτερος γιος του, ο Μπάξτερ, ήρθαν μπροστά και κράτησαν το κουτί σταθερό, όσο ο κ. Σάμμερς ανακάτευε τα χαρτιά που βρίσκονταν μέσα σ’ αυτό.
Τα αρχικά εξαρτήματα της λοταρίας είχαν χαθεί εδώ και πολύ καιρό, και το μαύρο κουτί που ακουμπούσε στο σκαμνί πρωτοχρησιμοποιήθηκε πολύ πριν γεννηθεί ο γέρο- Γουώρνερ, ο γεροντότερος άνθρωπος του χωριού. Ο κ. Σάμμερς συζητούσε συχνά με τους συντοπίτες του σχετικά με την κατασκευή ενός νέου κουτιού, αλλά κανένας τους δεν ήθελε να διαταράξει την παράδοση που το παλιό κουτί εκπροσωπούσε. Λεγόταν μια ιστορία, ότι το σημερινό κουτί είχε φτιαχτεί από ξύλο που είχε απομείνει από το πρώτο κουτί, αυτό που είχαν κατασκευάσει οι πρώτοι άνθρωποι που εγκαταστάθηκαν στο χωριό. Κάθε χρόνο, μετά τη λοταρία, ο κ. Σάμμερς άρχιζε ξανά την κουβέντα για καινούριο κουτί, αλλά κάθε φορά το θέμα αφηνόταν να ξεχαστεί χωρίς να γίνει τίποτα. Το μαύρο κουτί γινόταν όλο και πιο εύθραυστο κάθε χρόνο. Τώρα, δεν ήταν πια ολωσδιόλου μαύρο, αλλά όπως ήταν άσχημα γδαρμένο από μια πλευρά, άφηνε το αρχικό χρώμα του ξύλου να φανεί, σε μερικά σημεία ξεθώριαζε και είχε λεκέδες.
Ο κ. Μάρτιν και ο Μπάξτερ κράτησαν το κουτί σταθερά, ώσπου ο κ. Σάμμερς ανακάτεψε καλά τα χαρτάκια με το χέρι του. Επειδή το μεγαλύτερο μέρος της τελετουργίας είχε καταργηθεί ή ξεχαστεί, ο κ. Σάμμερς είχε καταφέρει να αντικαταστήσει με χαρτιά τα παλιά κομμάτια ξύλο που χρησιμοποιούντο εδώ και γενιές. Τα ξυλαράκια ήταν καλά, έλεγε ο κ. Σάμμερς, όταν το χωριό ήταν μικρό, αλλά τώρα που οι κάτοικοί του ήταν περισσότεροι από τριακόσιοι και αυξάνονταν συνεχώς, έπρεπε να χρησιμοποιούν κάτι που θα χωρούσε ευκολότερα στο μαύρο κουτί. Το βράδυ πριν τη λοταρία, ο κ. Σάμμερς και ο κ. Γκρέηβς ετοίμαζαν τα χαρτάκια, τα έβαζαν στο κουτί, το οποίο κλείδωναν στο χρηματοκιβώτιο της εταιρείας κάρβουνου μέχρι την άλλη μέρα. Το υπόλοιπο διάστημα, το κουτί απομακρυνόταν, πότε εδώ και πότε εκεί, στον αχυρώνα του κ. Γκρέηβς ή στο ταχυδρομείο, ή ακόμα και σ’ ένα ράφι στο μπακάλικο του Μάρτιν.
Υπήρχε πολλή δουλειά να γίνει, πριν ο κ. Σάμμερς κηρύξει την έναρξη της λοταρίας. Επρεπε να καταρτιστούν οι λίστες- οι επικεφαλής κάθε οικογένειας, οι αρχηγοί κάθε σπιτικού, τα μέλη καθενός. Υπήρχε η επίσημη ορκωμοσία του κ. Σάμμερς ενώπιον του αρχηγού του ταχυδρομείου, ως εκπροσώπου της λοταρίας. Κάποτε, όπως θυμόντουσαν ορισμένοι, συνηθιζόταν ένα είδος συναυλίας, παρουσιασμένης από τον εκπρόσωπο της λοταρίας, ένα μηχανικό, παράφωνο τραγούδι που το εκτελούσαν σύμφωνα με τους τύπους κάθε χρόνο. Κάποιοι πίστευαν ότι ο εκπρόσωπος της λοταρίας έπρεπε να το τραγουδά όρθιος, άλλοι ότι έπρεπε να περπατά ανάμεσα στο πλήθος, αλλά πριν από πολλά χρόνια το κομμάτι αυτό του εθιμοτυπικού είχε αφεθεί να ξεχαστεί. Υπήρχε, επίσης, ένα είδος χαιρετισμού, ο οποίος έπρεπε να απευθύνεται σε κάθε έναν ψηφοφόρο που ερχόταν να τραβήξει από το κουτί, ώσπου σήμερα ήταν πλέον υποχρεωτικό απλώς ο εκπρόσωπος να χαιρετά κάθε έναν που πλησίαζε το κουτί. Ο κ. Σάμμερς ήταν πολύ καλός σ’ αυτό. Με το καθαρό του, λευκό πουκάμισο και τα μπλου- τζηνς του, με το ένα του χέρι αδιάφορα ακουμπισμένο στο μαύρο κουτί, έδειχνε σοβαρός και καθώς πρέπει, όπως μιλούσε ακατάπαυστα στον κ. Γκρέηβς και στους Μάρτιν.
Τη στιγμή που ο κ. Σάμμερς σταμάτησε να μιλά και στράφηκε στους συγκεντρωμένους χωρικούς, η κυρία Χάτσινσον έφτασε βιαστικά από το δρομάκι στην πλατεία, με τη ζακέτα ριγμένη στους ώμους και γλίστρησε στη θέση της πίσω από το συγκεντρωμένο πλήθος. «Ξέχασα τελείως τι μέρα ήταν», είπε στην κυρία Ντελακρουά, που στεκόταν δίπλα της και χασκογέλασαν και οι δύο. « Ο άντρας μου στεκόταν στην πίσω αυλή και στοίβαζε ξύλα», συνέχισε η κυρία Χάτσινσον, «και μετά κοίταξα απ’ το παράθυρο και τα παιδιά είχαν εξαφανιστεί, και μετά συνειδητοποίησα ότι ήταν 27 του μηνός, και έτρεξα». Σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της και η κυρία Ντελακρουά είπε, «ήρθες στην ώρα σου, όμως. Ακόμα συζητούν εκεί πάνω».
Η κυρία Χάτσινσον τέντωσε το λαιμό της να δει ανάμεσα στο πλήθος, και εντόπισε τον άντρα της και τα παιδιά της να στέκονται μπροστά. Χτύπησε τον ώμο της κυρίας Ντελακρουά σε χαιρετισμό και ξεκίνησε να προχωρά ανάμεσα στο πλήθος. Ο κόσμος της άνοιγε καλοπροαίρετα δρόμο για να περάσει. Δυο- τρεις φωνές ακούστηκαν «έρχεται η κυρά σου, Χάτσινσον» και «Μπιλ, τα κατάφερε, τελικά». Η κυρία Χάτσινσον πλησίασε τον άντρα της και ο κ. Χάτσινσον, που την περίμενε, είπε χαρμόσυνα « Νόμιζα ότι θα έπρεπε να προχωρήσουμε χωρίς εσένα, Τέσσυ». Η κυρία Χάτσινσον απάντησε με έναν μορφασμό « Δε θάθελες ν΄ αφήσω τα πιάτα στο νεροχύτη, έτσι Τζο?» και ένα αδιόρατο γέλιο διέτρεξε το πλήθος, όπως όλοι έπαιρναν ξανά τις θέσεις τους, μετά το πέρασμά της.
«Λοιπόν» είπε σοβαρά ο κ. Σάμμερς, «μάλλον θάπρεπε να ξεκινήσουμε, να τελειώνουμε μ’ αυτό, για να πάμε πίσω στις δουλειές μας. Λείπει κάποιος?».
«Ο Ντάνμπαρ» είπαν πολλοί. « Ο Ντάνμπαρ. Ο Ντάνμπαρ».
Ο κ. Σάμμερς συμβουλεύτηκε τις λίστες του. «Ο Κλάιντ Ντάνμπαρ», είπε. «Σωστά. Εσπασε το πόδι του. Ποιος τραβάει στη θέση του?»
«Εγώ, φαντάζομαι» είπε μια γυναίκα και ο κ. Σάμμερς στράφηκε προς το μέρος της και την κοίταξε. «Η σύζυγος τραβά για τον άντρα της», είπε ο κ. Σάμμερς. «Δεν έχεις ανήλικο αγόρι να τραβήξει στη θέση σου, Τζάνυ?» Αν και ο κ. Σάμμερς και όλοι στο χωριό ήξεραν την απάντηση, ήταν υποχρέωση του επίσημου εκπροσώπου να θέτει τέτοιες ερωτήσεις. Ο κ. Σάμμερς περίμενε με ευγενικό ενδιαφέρον την απάντηση της κυρίας Ντάνμπαρ.
«Ο Οράτιος είναι μόλις δεκάξι» είπε απολογητικά η κυρία Ντάνμπαρ. «Μάλλον πρέπει να πάρω τη θέση του αφεντικού για φέτος».
«Σωστά» είπε ο κ. Σάμμερς. Κράτησε μια σημείωση στα χαρτιά του. Υστερα ρώτησε «ο μικρός Γουάτσον τραβάει φέτος?»
Ένα ψηλό αγόρι σήκωσε το χέρι του. «Παρών» είπε. «Τραβάω για τη μητέρα μου κι εμένα». Ανοιγόκλεισε τα μάτια νευρικά και έσκυψε το κεφάλι, καθώς πολλές φωνές από το πλήθος ακούστηκαν «Μπράβο μικρέ» και «Ευτυχώς η μάνα σου έχει έναν άντρα για τη δουλειά».
«Λοιπόν» είπε ο κ. Σάμμερς «μάλλον είμαστε όλοι εδώ. Ο γέρο- Γουώρνερ τα κατάφερε?»
«Παρών» ακούστηκε μια φωνή και ο κ. Σάμμερς συγκατένευσε.
Μια ξαφνική σιωπή έπεσε στο πλήθος και ο κ. Σάμμερς καθάρισε το λαιμό του και κοίταξε τη λίστα του. «Ολοι έτοιμοι?» φώναξε. «Ξεκινώ να διαβάζω τα ονόματα- τους αρχηγούς κάθε οικογένειας πρώτα- οι άντρες ελάτε να πάρετε κλήρο από το κουτί. Κρατήστε το διπλωμένο, έως ότου πάρουν όλοι, εντάξει?»
Ολοι το είχαν κάνει τόσες φορές, που μισοάκουγαν τις οδηγίες. Οι περισσότεροι ήταν ήσυχοι, έγλυφαν τα χείλη τους, χωρίς να κοιτάζουν γύρω τους. Υστερα ο κ Σάμμερς σήκωσε ένα χέρι ψηλά και φώναξε «Ανταμς». Ενας άντρας ξεπρόβαλλε από το πλήθος και στάθηκε μπροστά του. «Γεια σου, Στηβ» είπε ο κ. Σάμμερς και ο κ. Ανταμς απάντησε «Γεια σου Τζόε». Μόρφασαν άκεφα και νευρικά ο ένας στον άλλο. Υστερα ο κ. Ανταμς πλησίασε το μαύρο κουτί και τράβηξε ένα διπλωμένο χαρτί. Το κράτησε σφιχτά από τη γωνία και βιάστηκε να επιστρέψει στη θέση του, λίγο μακριά από την οικογένειά του, χωρίς να κοιτάζει το χέρι του.
«Αλλεν» φώναξε ο κ. Σάμμερς. «Αντερσον… Βένταμ».
«Σαν να μη μεσολαβεί χρόνος ανάμεσα στις λοταρίες πια», είπε η κυρία Ντελακρουά στον κ. Γκρέηβς, στην πίσω σειρά. «Σαν να τελειώσαμε με την περσινή μόλις την προηγούμενη βδομάδα».
«Ο χρόνος τρέχει» συμφώνησε ο κ. Γκρέηβς.
«Κλάρκ… Ντελακρουά».
«Να κι ο γέρος μου» είπε η κυρία Ντελακρουά. Κράτησε την αναπνοή της, όπως ο άντρας της προχώρησε μπροστά.
«Ντάνμπαρ» φώναξε ο κ. Σάμμερς και η κυρία Ντάνμπαρ προχώρησε σταθερά προς το κουτί , ενώ μια γυναίκα φώναξε «εμπρός, Τζάνυ» και μια άλλη είπε «να την, προχωράει».
«Εμείς είμαστε» είπε η κυρία Γκρέηβς. Παρακολούθησε, καθώς ο κ. Γκρέηβς πλησίασε από το πλάι, χαιρέτησε τον κ. Σάμμερς και τράβηξε ένα κομμάτι χαρτί απ΄ το κουτί. Τώρα πια, παντού έβλεπες άντρες να κρατούν κομμάτια διπλωμένο χαρτί στα μεγάλα τους χέρια, και να τα στριφογυρίζουν νευρικά. Η κυρία Ντάνμπαρ και τα δυό αγόρια της στεκόντουσαν μαζί, η κυρία Ντάνμπαρ κρατούσε το χαρτί.
«Χάρτμπαρ…Χάτσινσον».
«Τρέξε Μπιλ» είπε η κυρία Χάτσινσον και οι άνθρωποι γύρω της γέλασαν.
«Τζόουνς».
«Λένε, είπε ο κ. Ανταμς στον γέρο- Γουώρνερ «ότι στο Βορρά συζητούν να σταματήσουν τη λοταρία».
Ο γερο- Γουώρνερ ρουθούνισε «Χαζοβιόληδες» είπε. «Ακου τους νέους, τίποτε δεν είναι αρκετά καλό γι αυτούς. Σε λίγο θα θέλουν να γυρίσουμε στις σπηλιές, κανένας να μη δουλεύει . Παλιά έλεγαν ‘ Ιούνιο λοταρία, κατόπιν αφθονία΄’ Σε λίγο θα τρώμε όλοι αγριόχορτα και βελανίδια. Πάντα υπήρχε λοταρία», πρόσθεσε εκνευρισμένος. «Τόσο το χειρότερο να βλέπω τον νεαρό Τζο Σάμμερς να χασκογελά με όλους».
«Σε μερικές περιοχές έχουν ήδη εγκαταλείψει τη λοταρία» είπε ο κ. Ανταμς.
«Μόνο μπελά θα τους φέρει αυτό» πείσμωσε ο γέρο- Γουώρνερ. «Χαζοβιόληδες».
«Μάρτιν» και ο Μπόμπυ Μάρτιν παρακολούθησε τον πατέρα του να προχωρά. «Οβερντάικ.. Πέρσυ».
«Μακάρι να κάνουν πιο γρήγορα» είπε η κυρία Ντάνμπαρ στον μεγαλύτερο γιο της. «Εύχομαι να τελειώνουμε».
«Τελειώνουν» είπε ο γιος της.
«Τρέξε να το πεις στον πατέρα σου», είπε η κυρία Ντάνμπαρ.
Ο κ. Σάμμερς φώναξε το όνομά του και κατόπιν προχώρησε μπροστά και διάλεξε ένα χαρτί απ’ το κουτί. Υστερα φώναξε «Γουώρνερ».
«Εβδομηκοστός έβδομος χρόνος που βρίσκομαι στη λοταρία» είπε ο γέρο- Γουώρνερ. «Εβδομηκοστή έβδομη φορά».
«Γουάτσον». Το ψηλό αγόρι προχώρησε διστακτικά ανάμεσα στο πλήθος. Κάποιος είπε «Μη διστάζεις, Τζακ» και ο κ,. Σάμμερς είπε «Με την ησυχία σου, νεαρέ».
«Ζανίνι».
Ακολούθησε μία μεγάλη παύση, όπου όλοι περίμεναν με κομμένη την ανάσα, ώσπου ο κ. Σάμμερς, κρατώντας το χαρτάκι του στον αέρα, είπε «Ετοιμοι , παιδιά». Για μια στιγμή, κανένας δεν κουνήθηκε, ύστερα όλα τα χαρτάκια ξεδιπλώθηκαν. Ξαφνικά, όλες οι γυναίκες άρχισαν να μιλούν ταυτόχρονα. «Ποιός είναι?»», «Ποιος το έχει?», «Είναι οι Ντάνμπαρ?», «Είναι οι Γουάτσον?». Υστερα «Είναι οι Χάτσινσον. Ο Μπιλ», «Ο Μπιλ το έχει».