ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟ ΠΑΛΑΤΙ
Από το διήγημα "Η Πτώση Του Οίκου Των Ασερ"
Του Edgar Allan Poe
Σε μετάφραση- διασκευή της Φένιας
Σε γης πράσινο κομμάτι,
από αγγέλους φροντισμένο
υψωνόταν το παλάτι
όμορφα που ήταν χτισμένο.
Στου άρχοντα Νου τη χώρα
τρομερό!
Σεραφείμ δόξαζαν τώρα
κατασκεύασμα λαμπρό
Λάβαρα ένδοξα, χρυσά
κυματίζαν στη σκεπή
(όλα αυτά πολύ παλιά,
την αρχαία εποχή).
Κάθε αγέρα η πνοή
όλη μέρα
θεία σκόρπιζε οσμή
στις επάλξεις, στον αιθέρα.
Της κοιλάδας οι διαβάτες
έβλεπαν μέσα σ’ αυτό
των πνευμάτων τις παράτες
στου λαγούτου το ρυθμό
γύρω από θρόνο, όταν
(μοναχός)
μεγαλόπρεπος καθόταν
του ανακτόρου ο αρχηγός.
Ολο πέρλες και πετράδια
έλαμπε θύρα κλειστή
κι από μέσα της, σα χάδια
ήχοι κύλαγαν ζεστοί,
μελωδίες αρμονικές,
θεικές,
που υμνούσαν του ηγεμόνα
τις σπουδαίες αρετές.
Μα εχθροί σκορπίσαν θλίψη
επιτέθηκαν σκληρά
(το βασίλειο σε σήψη
εγκαταλείφτηκε γοργά)
γύρω, μέσα στο παλάτι
η δόξα που έλαμπε παλιά
αμυδρή θύμηση είναι
τώρα πια.
Τώρα πια οι ταξιδιώτες
Μέσ’ σε κόκκινες φωτιές
Βλέπουν μόνο να κινούνται
κάτι απαίσιες μορφές.
Και σαν γρήγορο ποτάμι
που κυλά
η φρικτή στρατιά μορφάζει
αλλά δεν χαμογελά.
Από το διήγημα "Η Πτώση Του Οίκου Των Ασερ"
Του Edgar Allan Poe
Σε μετάφραση- διασκευή της Φένιας
Σε γης πράσινο κομμάτι,
από αγγέλους φροντισμένο
υψωνόταν το παλάτι
όμορφα που ήταν χτισμένο.
Στου άρχοντα Νου τη χώρα
τρομερό!
Σεραφείμ δόξαζαν τώρα
κατασκεύασμα λαμπρό
Λάβαρα ένδοξα, χρυσά
κυματίζαν στη σκεπή
(όλα αυτά πολύ παλιά,
την αρχαία εποχή).
Κάθε αγέρα η πνοή
όλη μέρα
θεία σκόρπιζε οσμή
στις επάλξεις, στον αιθέρα.
Της κοιλάδας οι διαβάτες
έβλεπαν μέσα σ’ αυτό
των πνευμάτων τις παράτες
στου λαγούτου το ρυθμό
γύρω από θρόνο, όταν
(μοναχός)
μεγαλόπρεπος καθόταν
του ανακτόρου ο αρχηγός.
Ολο πέρλες και πετράδια
έλαμπε θύρα κλειστή
κι από μέσα της, σα χάδια
ήχοι κύλαγαν ζεστοί,
μελωδίες αρμονικές,
θεικές,
που υμνούσαν του ηγεμόνα
τις σπουδαίες αρετές.
Μα εχθροί σκορπίσαν θλίψη
επιτέθηκαν σκληρά
(το βασίλειο σε σήψη
εγκαταλείφτηκε γοργά)
γύρω, μέσα στο παλάτι
η δόξα που έλαμπε παλιά
αμυδρή θύμηση είναι
τώρα πια.
Τώρα πια οι ταξιδιώτες
Μέσ’ σε κόκκινες φωτιές
Βλέπουν μόνο να κινούνται
κάτι απαίσιες μορφές.
Και σαν γρήγορο ποτάμι
που κυλά
η φρικτή στρατιά μορφάζει
αλλά δεν χαμογελά.