Τίτλος: Μπετόν
Τίτλος Πρωτότυπου: Beton
Συγγραφέας: Tόμας Μπέρνχαρντ (Thomas Bernhard)
Μετάφραση: Αλέξανδρος ‘Ισαρης
Εκδόσεις: Εστία
Έτος Έκδοσης: Ιούλιος 2008
Πρώτη Έκδοση: 1982, Γερμανικά
ISBN: 9789600506310
Οι αφηγητές στον Μπερνχαρντ, εν πολλοις κάποιο alter ego του, είναι κατά κανόνα ανυπόφοροι. Χαρακτήρες που στην πραγματική ζωή φαντάζουν αποκρουστικοί, μάλλον κανένα άλλο παιδάκι δεν θα τους έκανε παρέα και πιθανόν με κανέναν άνθρωπο δεν θα μπορούσαν να συμβιώσουν. Ακόμη κι έτσι όμως, ίσως επειδή έτσι, σε μένα ασκεί ακαταμάχητη γοητεία ο Μπερνχαρντ αφηγητής κι ο Μπερνχαρντ συγγραφέας, από το πρώτο βιβλίο του που διάβασα κι εκτοτε με κάθε βιβλίο του που διαβάζω. Μερικές φορές αναλογίζομαι αν έλκομαι από τετοιους συγγραφεις, στριφνους, δυσκίνητους, μονοκόμματους και κάπως νιχιλιστές αλλα η απάντηση είναι όχι κατηγορηματικά. Κάθε φορά εντυπωσιάζομαι και γοητεύομαι έτσι από τον Μπέρνχαρντ και μόνο, ομολογώ όμως ότι διαβάζοντας τον απανωτά, θελω να τον αφηνω στην άκρη, και να επανέρχομαι μετά από καιρό.
Στο Μπετόν, ο ήρωας (Ρουντολφ) είναι ενας ευκατάστατος ερασιτέχνης μουσικόφιλος διανοούμενος με fragile υγεία (ένα κλασικό μοτιβο μπερνχαρντιανου χαρακτήρα) ο οποίος μέσα στα χρόνια εχει καταπιαστεί με την εκπόνηση μελετών που αφορουν διάφορους συνθέτες και σε όλες έχει αποτύχει. Δεν εχει καταφέρει να ολοκληρώσει καμια. Η πιο προσφατη επιθυμία του είναι η συγγραφή μελέτης για τον συνθέτη Μέντελσον Μπάρτονλντυ. Κάπως μακροχρόνιος στόχος μιας και παλεύει με αυτή του την επιθυμια επι μια δεκαετία, έχοντας συγκεντρώσει πολύ υλικο για τον συνθέτη, έχοντας μελετησει παρα πολύ για τον συνθέτη κ.λπ κ.λπ. Ο παρόντας χρόνος φαινεται ο πιο κατάλληλος ώστε να καταπιαστεί επιτέλους με αυτή αφού απαλλάχθηκε από την ενοχλητική παρουσία της αδερφής του η οποία καταφθάνει στο σπίτι του κάθε φορά ακάεστη, χωρις σαφή προσδιορισμό της διάρκειας αυτών των επισκέψεων που κρατουν από λίγες μέρες έως λίγους μήνες κι η οποία πάντα τον αποσπα από την πνευματική του εργασία.
Ο Ρούντολφ, τελών υπο έξαψη, καταφέρεται εναντιον της αδερφής του, μεσα σε εντονο παροξυσμό, η οποία είναι μια επιχειρηματίας με έδρα τη Βιέννη, με πιο τετράγωνο μυαλο από εκείνον και σαφώς πιο αποφασιστική, και διευρύνοντας όσο μπορεί τους συλλογισμούς του, καταφέρεται εναντια σε οτιδήποτε τον περιβάλλει: τους οικείους του, τη χώρα του, τη Βιέννη, τους πολιτικούς, την εκκλησία κ.λπ. ΄
Η μοναδική τεχνική του Μπερνχαρντ εχει το εξης αμιμητο χαρακτηριστικό:
Διατυπώνει σε μια πρόταση, κατά κανόνα αρκετά εκτενη, στην οποία ενσωματώνει σκέψεις του με παρατακτικό τρόπο. Στις σκέψεις του αυτές επανέρχεται είτε διαδοχικα ειτε εκ περιτροπής και με μερική ή ολική επαναληψη της αρχικής διατύπωσης, συμπληρώνει αυτές τις ιδέες του. Ξανά και ξανά, σαν να είναι στο κέντρο μιας δίνης η οποία φυγόκεντρα επεκτείνεται σε κάθε επανάληψη και οπου κάθε επανάληψη περιέχει ένα νέο στοιχείο της σκέψης του μέχρις ότου να μην υπάρχει κάτι άλλο να προστεθει σε αυτήν, μέχρι όλα να εχουν ειπωθει. Δηλαδή, αυτό, ένα θεμα εξαντλείται και (περι)κυκλωνεται μεσω δινων επανάληψης οι οποιες μοιαζουν πανομοιότυπες, αυτιστικές επαναδιατυπώσεις, όμως δεν είναι.
Αυτό ως τεχνική, προφανώς και ξενίζει αρχικά, αλλά πραγματικά είναι αυτή που δινει την μουσικότητα που αποδίδεται στα έργα του και στα κείμενά του. Αν ακολουθησει κάποιος την συχνή παραινεση και διαβάσει μεγαλόφωνα τα κείμενά του, θα το αντιληφθει αμέσως, όπως θα το αντιληφθει κι εδω, στο Μπετόν, από την ανάποδή, όταν φτάσει στις τελευταίες 20-30 σελίδες του βιβλιου, οπου ξαφνικά παραιτείται από αυτή την πρακτική και γράφη στρωτά τελειως. Εκει, εχει πάψει το κειμενο να αφορά στον ιδιο και η αφήγηση καλύπτει την ανακληση ενός παρελθοντικού γεγονότος, το οποιο (και τα εμπλεκομενα πρόσωπα περισσότερο) εχουν γράψει πολύ εντός του, πράγμα δυσεξηγητο.
Πίσω στο βιβλίο τώρα. Ο Ρούντολφ, λοιπόν, τα βάζει με όλους και είναι πικρόχολος. Λεει λέει λέει και εχει αρκετά επιχειρηματα και αρκετά πειστικά επιχειρήματα. Μονίμως προβάλλει προσχήματα για τις ανολοκλήρωτες εργασίες του, για ότιδήποτε του αποσπά την προσοχή από την πνευματική του εργασία κλπ κλπ. Κι αυτή είναι μια λέξη κλειδι γι αυτό το κείμενο. Περισπασμός. Δηλαδή, ψάχνει αφορμή για να μην γράψει. Κι οσο μιλάει γι’ αυτους τους περισπασμούς, μεταθετει το κέντρο βαρους και εφευρισκει νεους περισπασμούς.
Ψαχνει σε ποιον θα επιρρίψει την ευθυνη της δικής του αναβλητικότητας. Κι όσο ψέγει τους αλλους και τους βάζει απέναντι του για να φωτιστει και να αναδειχθει εκεινος ως καλυτερος, οσο μεγαλύτερο κόπο βαζει σε αυτό, τόσο εντονότερες είναι οι δικές του ελλειψεις, ανασφάλειες και φοβίες, πράγμα που αποδεικνυεται ακομη περισσότερο όταν η έξαψή του πια καταλαγιάζει, τα αρνητικα του συναισθηματα αμβλύνονται και σχεδόν ομολογεί ότι αγαπά και θαυμάζει την αδερφή του, αγαπα την Βιέννη ε, μεχρι εκει, μην το παραξηλωσουμε κιολας.
Αυτό που θελω να πω είναι ότι ο Μπερνχαρντ στο Μπετόν μας δουλευει, γκρινιάζει πολύ και όντως δεν αντέχει την αμβλύνοια που τον περιβάλλει, όντως είναι υπεροπτικος αλλά εχει και την ευφυία να βλέπει τον εαυτό του εξωτερικά, να τονίζει την εμφυτη ανθρωπινη αντιφαση και τελικά να σπάει πλάκα σε πολλά σημεία. Εγω αυτό πολύ το απολαμβάνω. Παρουσιάζει έναν ηρωα εντελώς αναξιόπιστο τελικά ο οποιος νομίζω κι ο ίδιος γελάει με τον εαυτό του και με την ίδια του την αναξιοπιστία. Είναι ετοιμος να φύγει για κάποιο ταξιδι που θα κάνει καλό στην υγεία του (σωματικά και πνευματικά), εχει ετοιμάσει τα πάντα και ποτέ δεν εισαι σιγουρος αν φύγει, γιατι κι ο ίδιος αμφιβάλλει για τις αποφασεις που θα παρει ή δεν θα πάρει. Και παρόλο που γράφει σε πρώτο πρόσωπο που το υπερασπίζεται μέχρι κεραιας, το ύφος του (όλα είναι θεμα ύφους τελικα ) δείχνει ότι κι αυτός –σε φασεις- γλεντα τον εαυτό του σαν νούμερο, τον περιγελά και τον ειρωνευεται. Δηλαδή, δεν μπορείς παρά να γελάσεις.
Και με αυτή την επιστημονική κατακλειδα, σταματω.