Με αφορμή μία όμορφη επισήμανση από την Ιωάννα: κόμικ, κόμικς ή κόμιξ;
Εγώ τα βλέπω όλα σωστά. Βλέπω (το) κόμικς, αλλά και (το) κόμικ, βλέπω και (τα) κόμικς· βλέπω το απλουστευμένο και όμορφο κόμιξ, για όλες τις πτώσεις.
Από τα λεξικά διαβάζουμε:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόμικς το [kόmiks] & κόμικ το [kόmik] Ο (άκλ.) : αστείες ή περιπετειώδεις ιστορίες σε σκίτσα, που συνοδεύονται από πολύ σύντομο κείμενο, καθώς και από τους διαλόγους των προσώπων. || περιοδικό με κόμικς. || (ως επίθ.): Σε μορφή κόμικ.
[λόγ. < αγγλ. comic & πληθ. comics]
[Λεξικό Μπαμπινιώτη]
κόμικς κ. κόμιξ (τα) {άκλ.} (συχνά κ. σε εν. κόμικ, το) σειρά από ασπρόμαυρα ή έγχρωμα σχέδια που αφηγούνται ποικίλου περιεχομένου ιστορίες και δημοσιεύονται είτε σε συνέχειες σε εφημερίδες και περιοδικά είτε σε αυτοτελείς εκδόσεις.
[ΕΤΥΜ. Αντιδάν., < αμερ. comics (1915-20), πληθ. τού comic (από συμφυρμό comic s[trips]) < λατ. comicus < αρχ. κωμικός].
κόμικς
< αγγλοαμερ. Comics (στις Η.Π.Α. 1915-20), πληθ. τού ελληνογενούς αγγλ. comic (κυρ. στη φρ. comic strips «κωμικά σχέδια») < λατ. comicus < αρχ. κωμικός (βλ.λ.).
[Λεξικό Ακαδημίας Αθηνών]
κόμικς κό-μικς ουσ. (ουδ.) (τα) {άκλ. │σπανιότ. στον εν. κόμικ} & κόμιξ: σειρά σχεδίων συνήθ. οργανωμένων σε καρέ, τα οποία αφηγούνται μια ιστορία και συχνά περιλαμβάνουν κείμενο σε μορφή διαλόγου ή λεζάντας· συνεκδ. το περιοδικό που τα δημοσιεύει. Πβ. κόμικ στριπ. Βλ. η ένατη τέχνη, καρτούν, κινούμενα σχέδια, συννεφάκι.
[< αμερικ. comic (strip), πληθ. comics]
Εγώ τα βλέπω όλα σωστά. Βλέπω (το) κόμικς, αλλά και (το) κόμικ, βλέπω και (τα) κόμικς· βλέπω το απλουστευμένο και όμορφο κόμιξ, για όλες τις πτώσεις.
Από τα λεξικά διαβάζουμε:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόμικς το [kόmiks] & κόμικ το [kόmik] Ο (άκλ.) : αστείες ή περιπετειώδεις ιστορίες σε σκίτσα, που συνοδεύονται από πολύ σύντομο κείμενο, καθώς και από τους διαλόγους των προσώπων. || περιοδικό με κόμικς. || (ως επίθ.): Σε μορφή κόμικ.
[λόγ. < αγγλ. comic & πληθ. comics]
[Λεξικό Μπαμπινιώτη]
κόμικς κ. κόμιξ (τα) {άκλ.} (συχνά κ. σε εν. κόμικ, το) σειρά από ασπρόμαυρα ή έγχρωμα σχέδια που αφηγούνται ποικίλου περιεχομένου ιστορίες και δημοσιεύονται είτε σε συνέχειες σε εφημερίδες και περιοδικά είτε σε αυτοτελείς εκδόσεις.
[ΕΤΥΜ. Αντιδάν., < αμερ. comics (1915-20), πληθ. τού comic (από συμφυρμό comic s[trips]) < λατ. comicus < αρχ. κωμικός].
κόμικς
< αγγλοαμερ. Comics (στις Η.Π.Α. 1915-20), πληθ. τού ελληνογενούς αγγλ. comic (κυρ. στη φρ. comic strips «κωμικά σχέδια») < λατ. comicus < αρχ. κωμικός (βλ.λ.).
[Λεξικό Ακαδημίας Αθηνών]
κόμικς κό-μικς ουσ. (ουδ.) (τα) {άκλ. │σπανιότ. στον εν. κόμικ} & κόμιξ: σειρά σχεδίων συνήθ. οργανωμένων σε καρέ, τα οποία αφηγούνται μια ιστορία και συχνά περιλαμβάνουν κείμενο σε μορφή διαλόγου ή λεζάντας· συνεκδ. το περιοδικό που τα δημοσιεύει. Πβ. κόμικ στριπ. Βλ. η ένατη τέχνη, καρτούν, κινούμενα σχέδια, συννεφάκι.
[< αμερικ. comic (strip), πληθ. comics]