Χέρμαν Μέλβιλ: Ο Πιερ και οι Αμφισημίες

Βιβλίο Πρώτο

Κεφάλαιο 1

Υπάρχουν κάποια παράξενα καλοκαιρινά πρωινά στην εξοχή, κατά τη διάρκεια των οποίων, οι νεοφερμένοι, από την πόλη, συνηθίζουν να κάνουν τον περίπατό τους, νωρίς το πρωί μέσα στα χωράφια, και να εκστασιάζονται από την σχεδόν υπερβατική ομορφιά, αυτού του πράσινου και χρυσαφένιου κόσμου.

Ούτε ένα λουλούδι δεν κουνιέται. Τα δέντρα λησμονούν να σαλέψουν. Ακόμα και η χλόη μοιάζει σα να έχει πάψει να μεγαλώνει. Ολάκερη η Φύση, που φαντάζει λες και άξαφνα να απέκτησε συνείδηση του μοναδικού, βαθύτατου μυστηρίου της και δεν βρίσκει άλλο καταφύγει πέρα από τη σιωπή, βυθίζεται μέσα σε αυτήν την υπέροχη και απερίγραπτη ανάπαυση.

Έτσι ακριβώς ήταν εκείνο το πρωινό του Ιούλη, όταν, βγαίνοντας από το καλυμμένο με κληματαριές και ψηλά αετώματα, παλιό πατρογονικό του, ο Πιέρ, φρέσκος και αναζωογονημένος από τον ύπνο, πήρε να βαδίζει επάνω στον, σκεπασμένο από φτελιές, δρόμο του χωριού, και σχεδόν ασυνείδητα έστρεψε τα βήματά του προς ένα εξοχικό, που πρόβαλε στο βάθος του ορίζοντα.

Η καταπράσινη θάλασσα απλωνόταν ως πέρα, μακριά. Και τίποτα δεν την διέσχιζε από τις παρδαλόχρωμες αγελάδες, που περιδιάβαιναν ονειρικά μέσα στα βοσκοτόπια τους, τις οποίες συνόδευαν, χωρίς να τις καθοδηγούν κάποια κοκκινομάγουλα, ξυπόλυτα αγόρια.

Συγκινημένος και μαγεμένος από την γλύκα αυτής της σιωπής, ο Πιερ πλησίασε το εξοχικό και σταματώντας απότομα, σήκωσε το βλέμμα του, καρφώνοντας την ματιά του σε ένα από τα ψηλά, ανοιχτά παραθυρόφυλλα.

Τι να είχε άραγε προκαλέσει αυτό το νεανικό, παθιασμένο σταμάτημα; Τι ήταν εκείνο που φλόγιζε τα μάγουλα και τα μάτια του; Επάνω στο περβάζι του παραθυριού αναπαυόταν ένα χιονάτο, αστραφτερό μαξιλάρι και επάνω του, ένας θάμνος είχε αποθέσει ένα μεγάλο, πορφυρό λουλούδι.

Για δες αυτό το μαξιλάρι, ετούτο το ευωδιαστό άνθος, σκέφτηκε ο Πιέρ. Ούτε μια ώρα δε θα έχει περάσει από τη στιγμή που εκείνη ακουμπούσε το δικό της μάγουλο επάνω του.

- Λούσυ!
- Πιέρ!

Οι δυο φωνές έμοιαζαν να συντονίζονται με τον ρυθμό της καρδιάς τους, και για μια στιγμή, μέσα στην αστραφτερή ησυχία του πρωινού, οι δυο νέοι στάθηκαν βουβοί, κοιτάζοντας με φλόγα ο ένας τον άλλο ανταλλάσσοντας ματιές γεμάτες αμοιβαίο θαυμασμό και αγάπη.

- Να ’μαι κι εγώ, είπε τελικά ο Πιερ, γελώντας. Δε θα μου πεις, λοιπόν, μια καλημέρα;

- Αυτό δε θα ήταν αρκετό. Σου στέλνω πολλές καλημέρες, καληνύχτες, καλές εβδομάδες, και καλά χρόνια, Πιέρ, χρυσέ μου, Πιέρ!
Αληθινά, σκέφτηκε ο νέος, κοιτάζοντάς την ακίνητος, πλημμυρισμένος από μια ανείπωτη λατρεία, αληθινά μοιάζει λες και ανοίγουν οι ουρανοί και μας κοιτάζουν οι άγγελοι, από ψηλά.

- Θα σου επιστρέψω τις πολλές καλημέρες, Λούσυ, αλλά δε πιστεύω πως έχεις ανάγκη από τις καληνύχτες. Μάρτυς μου ο θεός, εσύ ανήκεις σε εκείνους τους κόσμους όπου υπάρχει μονάχα αιώνια ημέρα!

- Μα έλα τώρα Πιέρ, γιατί πάντα εσείς τα αγόρια δίνετε τέτοιους όρκους, όταν είστε ερωτευμένοι;

- Γιατί η αγάπη μας είναι βέβηλη, καθώς απλώνουμε τα χέρια, για να φτάσουμε ως τον παράδεισο, δηλαδή σε εσάς!

- Πάλι πας να μου ξεγλιστρήσεις Πιέρ, συνεχώς καταφέρνεις να μου ξεφεύγεις.
Δεν μπορώ να καταλάβω πως εσείς οι άνδρες πετυχαίνετε πάντα, με τόση γλύκα και επιδεξιότητα, να μετατρέπετε όλα τα μικροπράγματα σε σπουδαία κατορθώματα…

- Αυτό δε μπορώ να σου το απαντήσω, είπε ο Πιέρ, αλλά έτσι το συνηθίζαμε από πάντα.

Και ταρακουνώντας τον θάμνο που φύτρωνε πλάι στο παράθυρό της, έκοψε το λουλούδι και το στερέωσε επάνω στο πέτο του σακακιού του.

- Πρέπει να φύγω τώρα Λούσυ! Να βλέπεις; Θέλω να πάω εκεί πέρα μακριά.

- Στο καλό λοιπόν, αγαπημένε μου εξερευνητή!

(συνεχίζεται)
 
Top