Φαίνεται πως η καταξιωμένη λογοτεχνία υποφέρει συχνά από... πολλή μελέτη. Εκεί που ένα έργο κάποτε απλά διαβαζόταν κι αγαπιόταν, με το πέρασμα των χρόνων, ακριβώς λόγω του μεγέθους που απέκτησε, έγινε αντικείμενο μελέτης, πράγμα που δεν είναι μεμπτό βέβαια, και που όμως δυστυχώς, για κάποιον ακαθόριστο λόγο, αυτή η μελέτη πρέπει να φτάσει μέχρι εμάς, τον απλό αναγνώστη, εν είδει προλόγων, παραρτημάτων και υποσημειώσεων, δυστυχώς συχνά υπέρμετρων που, τουλάχιστον στα μάτια τα δικά μου, φτάνουν σε επίπεδο παθογένειας.
Να προλάβω να πω πως γράφω εδώ με καλή προαίρεση και αρκετή διάθεση για χιούμορ. Εκτιμώ καί τον Πατάκη καί τον Εξάντα, εκδόσεις που δίνουν με φανερό μεράκι καλοεπιμελημένα βιβλία, κι εκτιμώ καί τον μεταφραστή Ηλία Ματθαίου, του οποίου έχω αρκετές από τις καλές του μεταφράσεις στην βιβλιοθήκη μου (Λόρκα, Ανθολογία Ισπανικής Ποίησης κτλ.)
Συνεχίζοντας, λοιπόν, ας ομολογήσω πως σίγουρα, μπορώ κι εγώ να εκτιμήσω δυο-τρία σχόλια, καλοζυγισμένα και με φειδώ, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που το πράγμα ξεφεύγει πολύ. Έτσι, κι αφήνοντας στην άκρη για την ώρα, προλόγους και παραρτήματα, θα ήθελα να ρίξουμε μια ματιά σε δυο βιβλία σχολιασμένα με υπέρμετρο ενθουσιασμό.
Το υπέροχο μυθιστόρημα "Λολίτα" του Ναμπόκοβ, λοιπόν, μας έρχεται με 833(!) σχόλια από τις εκδόσεις Πατάκη. Βέβαια, το εξώφυλλο σημειώνει "σχολιασμένη έκδοση" αλλά τουλάχιστον εγώ πιάστηκα απονήρευτος, δίχως να υποπτευθώ το μέγεθος και... το ποιον του σχολιασμού. Όμως αυτό είναι κάτι που τελικά το διαπιστώνουμε ευθύς εξαρχής αφού αντί να αφεθούμε στην καλή μυθοπλασία, πιανόμαστε συνεχώς να ξεφυλλίζουμε μπρος-πίσω για να διαβάσσουμε το κάθε σχετικό και άσχετο, και συχνά φλύαρο, σχόλιο.
Διαβάζουμε για παράδειγμα μέσα στο βιβλίο, στην σελ. 536: "...διέκρινε από μακριά ένα ημίγυμνο νυμφίδιο καθηλωμένο καθώς χτένιζε τα μαλλιά του, που ήταν σαν της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων".
Α! Μια εικόνα ξεκάθαρη για τον καθένα. Σε κάποια ασχολίαστη έκδοση θα ήμασταν ήδη στην επόμενη πρόταση και θα φεύγαμε με την αφήγηση και τις εικόνες του Ναμπόκοβ. Όμως εδώ όχι: πρέπει να πατήσουμε "pause" γιατί στο τέλος της πρότασης υπάρχει παραπομπή στην υποσημείωση 707. Βάζω λοιπόν στην άκρη για λίγο την λογοτεχνία του Ναμπόκοβ και πιάνομαι να ξεφυλλίζω μέχρι να βρω την υποσημείωση 707 στην σελ. 736. Εκεί δεν λέει τίποτα παρά να κοιτάξω την σημείωση 339 όπου μιλάει για τον Λιούις Κάρολ. Ξανά ξεφύλλισμα, προς τα μπρος τώρα, και φτάνω στην σελ. 669 όπου βρίσκεται η σημείωση 339 και εκεί υπάρχουν δύο σελίδες (!) για το τί έχει πει ο Ναμπόκοβ για τον Λιούις Κάρολ, πράγματα ίσως σημαντικά για έναν μελετητή, αλλά εμείς που θελήσαμε να διαβάσουμε το μυθιστόρημα βρισκόμαστε να διαβάζουμε άλλα κι άλλα και να πηγαίνουμε μπρος πίσω κι από την μια παραπομπή στην άλλη, τελείως έξω από την αφήγηση, εγκλωβισμένοι σε κάποιο άλλο εγκάθετο σύστημα ιδεών και εικόνων.
Θα διακόψεις την ανάγνωση για να δεις την σημ. 46; Αυτή θα σε παραπέμψει απλά στις σημ. 156 (η οποία σε παραπέμπει ούτως ή άλλως στην 218) και 218 όπου η 218 θα σε παραπέμψει στις σελ. 179-180, 263, 278-279, 422-424, 492-493, σημ. 156 (η οποία σε παραπέμπει στην σελ. 118 και πίσω στην σημ. 218 αν και από εκεί ήρθες), σημ. 139 (με αναφορές στις σελ. 295, 553, 557 και στην σημ. 14 η οποία έχει αναφορές σε σελ. από ξένες εκδόσεις αλλά και παραπομπή για την σελ. 578 όπου υπάρχει ένας επίλογος, τις σελ. 48-103 του προλόγου και την σημ. 123 (η οποία μας παραπέμπει στην σημ. 14, στις σελ. 48-103 της εισαγωγής, σημ. 380, σε κάποια συμπληρωματικά κείμενα, στην σημ. 262 (η οποία μας παραπέμπει στην σημ. 260 που με την σειρά της μας παραπέμπει στις σημ. 425 (με παραπομπή στην 643 και 260 από όπου ήρθαμε), σημ. 442, σημ. 643 (με παραπομπή πίσω στην 425 και 442) και σημ. 470 (με παραπομπή στην σημ. 106)) και σημ. 147 (παραπ. στις σελ. 73-75 της εισαγωγής)), σημ. 559 (που μας παραπέμπει στην σημ. 123 για έναν κατάλογο αναφορών στον Κίλτυ, αλλά από εκεί περάσαμε ήδη σε αυτόν τον χαοτικό κυκεώνα σημειώσεων), σημ. 410 και 15 (η οποία μας παραπέμπει στις σημειώσεις 238, 321, 475, 490, 515, 556, 639, 698, 758 σχετικά με τον Joyce τις οποίες δεν κάθομαι πια να παρακολουθήσω τί λεν και πού αλλού παραπέμπουν)) και σημ. 557.
Τί είπες; Διάβαζες την Λολίτα; Είχες την εικόνα των μαλλιών που ήταν σαν της Αλίκης στην Χώρα των Θαυμάτων; Αυτή η τελείως απλή και κατανοητή εικόνα έχει εξανεμιστεί, η λογοτεχνία έχει μπαγιατέψει στο "pause", έχει ώρα που αντί να διαβάζεις Ναμπόκοβ, τρέχεις μπρος-πίσω, σαν τον Βέγγο, για να διαβάζεις τεχνικές φλυαρίες... μελετητών, που βρήκαν τρόπο να πάρουν μια θέση δίπλα στο μεγάλο μυθιστόρημα.
Κάποιος μπορεί να προτείνει να παραλείψουμε τις σημειώσεις, αλλά αυτά τα αριθμουλάκια βγάζουν μάτι. Πολλοί είναι ψυχαναγκαστικοί και δεν μπορούν να τα παραλείψουν, άλλοι άμαθοι και απλά πέφτουν στην παγίδα, κι εγώ απλά κάπως νευρικός τύπος όταν με ενοχλούν• κι ενώ, όταν είδα περί τίνος πρόκειται, διάβασα ελάχιστες από περιέργεια και παρέλειψα τις υπόλοιπες, κάθε επόμενο αριθμουλάκι μού προκαλούσε ψυχική αναστάτωση. Γιατί ενώ είχα τον συγγραφέα απέναντί μου, ήταν σαν να υπήρχε κάποιος άσχετος τύπος ανάμεσά μας που πεταγόταν συνεχώς: "Εεε, συγνώμη, να σου πω κάτι τώρα γι' αυτό εδώ το σημείο;"
"Όχι, να βγάλεις τον σκασμό!"
Και στην επόμενη παράγραφο αυτός να επιμένει "Εεεε συγνώμη, κι εδώ κάτι να σχολιάσω!!" και στην επόμενη σελίδα και στην επόμενη και στην επόμενη κι εγώ να προσπαθώ να βρω τεχνικές για να τον αγνοήσω, όπως θα έκανα με μια μύγα που με τριγυρίζει εάν βρισκόμουν έξω στην αυλή....
Να σημειώσουμε πως ο συγκεκριμένος υπερσχολιασμός ανήκει στην αγγλική έκδοση και είμαι σίγουρος πως ο Πατάκης τον υιοθέτησε με μια διάθεση να κάνει το καλύτερο. Οι εκδόσεις Πατάκη είναι προσεγμένες, από κάθε άποψη, αλλά εδώ πιστεύω πως πετυχαίνουν το αντίθετο αποτέλεσμα, όπως μια υπερπροστατευτική μητέρα με τον κανακάρη της. Ή ίσως να είναι μια έκδοση που στοχεύει σε φιλολόγους. Το "σχολιασμένη έκδοση", πάντως, εμένα με έπιασε ανύποπτο τότε που το αγόρασα, πάνε πλέον πολλά χρόνια.
Μια φορά μιλούσα με έναν γνωστό για την Λολίτα και μου είπε πως την ξεκίνησε αλλά την παράτησε νωρίς γιατί "τον κούρασε". Τον ρώτησα εάν διάβαζε και τα σχόλια και μου είπε πως ναι. Του είπα πως είναι ένα πολύ καλό βιβλίο και τον προέτρεψα να ξαναδοκιμάσει δίχως αυτά και κρίμα, διάολε, που δεν θυμάμαι πια ποιος ήταν, για να ελέγξω εάν έπιασε το ξόρκι.
Γιατί δεν απέχει πολύ αυτός ο σχολιασμός από την περίπτωση που πας να δεις μια ταινία κι ο διπλανός σου επιμένει αδιάκοπα να σου εξηγεί χαμηλόφωνα στο αφτί το ένα και το άλλο, τί θέλει να πει εκεί ο σκηνοθέτης, και ποιοι λόγοι τον ώθησαν να στήσει μια σκηνή με τον άλφα τρόπο.
Κι όπως θα ήταν τραγικό και αστείο να εκτίθεται «Η Ζαν Εμπιτέρν με καπέλο και κολιέ» του Μοντιλιάνη γεμάτη πάνω με ποστιτ χαρτάκια μελετητών που μας εξηγούν το ένα και το άλλο, ένα όμοιο αποτέλεσμα πετυχαίνει αυτός ο ασύδοτος υπερσχολιασμός σε ένα λογοτεχνικό έργο.
Και παρότι η Λολίτα από Πατάκη είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα, ας θυμηθούμε άλλη μια περίπτωση, υπερβολική κι αυτή, κατά την γνώμη μου: τον "Δον Κιχώτη" του Θερβάντες όπως εκδόθηκε από τον Εξάντα. Πιστεύω πως κι ο Εξάντας, όπως κι ο Πατάκης, προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο και να δώσουν στον κόσμο επιμελημένες εκδόσεις. Και είναι οι εκδόσεις τους επιμελημένες. Επιτρέποντας όμως την παρεμβολή ενός υπέρμετρου σχολιασμού, επιβαρύνουν την λογοτεχνία καταστρέφοντας την αναγνωστική απόλαυση για μια μερίδα αναγνώστες.
Εδώ τα σχόλια είναι, ευτυχώς, στο κάτω μέρος της σελίδας και δεν έχουν αυτό αναδρομικό τρέξιμο μέσα στις σημειώσεις. Κι εδώ, όμως, τα περισσότερα σχόλια είναι τελείως αχρείαστα και μάλλον παρασιτικά. Βάζει π.χ. ο Θερβάντες τον Σάντσο Πάντσα (Πάνθα) να λέει στον κουρέα (σελ. 270): "Ο κύριός μου κάνει προσκύνημα μετανοίας καταμεσής ετούτου του βουνού, και το βρίσκει πολύ του γούστου του" και πάμε κάτω τα μάτια, γιατί βεβαίως υπάρχει υποσημείωση, και διαβάζουμε: "Απ' τις λίγες φορές που λείπει η ένδειξη "είπε ο Σάντσο" ή "παρατήρησε ο Σάντσο", αναγκαία μάλιστα εδώ, αφού παραλείπεται το υποκείμενο της επόμενης φράσης: και στη συνέχεια, γρήγορα και χωρίς διακοπή, τους διηγήθηκε... κλπ.
Κι ενώ η κουβέντα του Σάντσο ήταν απολύτως κατανοητή, θέλει προσπάθεια να καταλάβεις το σχόλιο, κι αφού το διαβάσεις και το αποκωδικοποιήσεις να αναλογιστείς, γιατί διάολο σε διέκοψε, εκεί που διάβαζες, για να σου πει αυτό το αχρείαστο πράγμα, αφού είναι ξεκάθαρο πως μιλάει ο Σάντσο με τον κουρέα. Πρέπει να διαβάζουμε συνεχώς τις σκέψεις που έκανε κάποιος άγνωστος μελετητής όταν διάβαζε τον Δον Κιχώτη; Δεν μπορούμε να αφεθούμε στις δικές μας; Κι αυτό δεν σταματά. Πίσω στην σελ. 272 γράφει ο Θερβάντες: "Δεν εκτίμησαν και λίγο οι δύο την καλή μνήμη του Σάντσο Πάνθα•..." και μας "εξηγεί" ο σχολιαστής: Προφανώς ο Θ. ειρωνεύεται, με το λεπτό κι αδιόρατο τρόπο του, την αμορφωσιά του Σάντσο, που αυτή κυρίως κι όχι η κακή του μνήμη είναι η αιτία, όχι μόνο να μη θυμάται, μα και να παραμορφώνει τα κάπως δια γραμμάτων λόγια του αφεντικού του.
Καταρχήν, αν είναι προφανές γιατί χρειάζεται να μας το επισημάνει;! Έπειτα, γιατί διάολο μας διέκοψε και πάλι για να μας πει τις όποιες σκεψούλες του; Και στην παγίδα φτάνει να πέφτει και ο μεταφραστής, ο ψημένος στην ισπανική λογοτεχνία Ηλίας Ματθαίου, ο οποίος σημειώνει στην σελ. 296 για κάποια πρόταση: Καλείται ο βιαστικός αναγνώστης να προσέξει τη συναρπαστική υπερβολή της διηγούμενης, ή μάλλον του Θ.
Μα αν είναι βιαστικός από τον χαρακτήρα του, γιατί δεν τον αφήνουμε να τρέξει, όπως το συνηθίζει, και πρέπει να τον βάλουμε να σκοντάψει; Όμως αυτός, ο βιαστικός, μάλλον δεν σκόνταψε και συνέχισε το τρέξιμο κι είναι τα δικά μας μάτια, των προσεκτικών, που θα διακόψουν την ανάγνωση. Και γιατί; για να μάθουμε πως η συγκεκριμένη υπερβολή είναι... συναρπαστική υπερβολή. Μα για εμένα μπορεί να μην είναι συναρπαστική αλλά, ας πούμε, απλοϊκή. Γιατί να παρεμβληθεί η υποκειμενική εκτίμηση κάποιου τρίτου στην δική μου πρόσληψη; Από εκεί και πέρα, γίνεται να μας σταματάει κάποιος στις υπερβολές για να μα πει πως είναι υπερβολές; Με την ίδια λογική θα πρέπει να μας ξανασταματήσει στις ανακρίβειες για να μας πει πως είναι ανακρίβειες, στις μεταφορές για να μας πει πως είναι μεταφορές και στις παρομοιώσεις για να μας υποδείξει πως είναι συναρπαστικές. (Και συγχώρεσέ με κ. Ματθαίου γιατί αλήθεια εκτιμώ τις μεταφράσεις σου και το μεράκι που φανερά βάζεις σε αυτές.)
Έτσι στο κείμενο παρεμβάλλονται ένα σωρό αχρείαστες σημειώσεις, είτε από τον μελετητή, είτε από τον μεταφραστή, είτε από οποιονδήποτε βρέθηκε στον δρόμο μέχρι την έκδοση, πράγματα που δεν μας απασχολούν αλλά που καταλήγουν να μας απασχολήσουν. Μερικά παραδείγματα για όποιον κάνει κέφι: (σελίδα/αριθμός σημ.) 261/14, 280/2, 294/3, 296/6, 299/1, 316/15, 319/2, 318/1, 331/13,331/14, 331/15, 340/3, 343/10¸ 375/8 (κι άλλο "προφανώς"), 405/2 και 3, 409/9 και πάει λέγοντας και πόσα από αυτά χρειάζονταν πραγματικά;
Το κείμενο πήρε σε μάκρος και ώρα να σταματήσω. Θα προτιμούσα οι σημειώσεις να πωλούνταν ξεχωριστά για όποιον ενδιαφέρεται και να βλέπαμε και τί πωλήσεις θα κάναν. Κι η έκδοση να κυκλοφορεί και δίχως τα σχόλια, κι έχουμε εμείς τον τρόπο μας να αντιληφθούμε τις υπερβολές ή, ακόμα καλύτερα, να μην τις αντιληφθούμε γιατί ξεφύγαμε μέσ' στην αφήγηση. Γιατί είμαστε καβάλα στην πλάτη του Ναμπόκοβ ή του Θερβάντες, και τρέχουμε μαζί στις λεωφόρους της Αμερικής και στα χωράφια της Ισπανίας και δεν έχει σημασία τί πίστευε ο Ναμπόκοβ για τον Λιούις Κάρολ ή τί ψήφιζε στις βουλευτικές εκλογές ή πόσο αγαπούσε το τάδε χρώμα και το έβαλε και μέσα στο έργο του.
Γιατί εμείς δεν παρακολουθούμε τον Ναμπόκοβ αλλά τον Χάλερ, κι ούτε παρακολουθούμε τον Θερβάντες, αλλά τον άλλο τον τρελό, που τρέχει με ένα δοχείο ξυρίσματος στο κεφάλι, ντάλα μέσα στο μεσημέρι, και πιάνεται να παλεύει ανύπαρκτους γίγαντες και να κινδυνεύει για μια δεσποσύνη που ούτε τον ξέρει.
Να προλάβω να πω πως γράφω εδώ με καλή προαίρεση και αρκετή διάθεση για χιούμορ. Εκτιμώ καί τον Πατάκη καί τον Εξάντα, εκδόσεις που δίνουν με φανερό μεράκι καλοεπιμελημένα βιβλία, κι εκτιμώ καί τον μεταφραστή Ηλία Ματθαίου, του οποίου έχω αρκετές από τις καλές του μεταφράσεις στην βιβλιοθήκη μου (Λόρκα, Ανθολογία Ισπανικής Ποίησης κτλ.)
Συνεχίζοντας, λοιπόν, ας ομολογήσω πως σίγουρα, μπορώ κι εγώ να εκτιμήσω δυο-τρία σχόλια, καλοζυγισμένα και με φειδώ, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που το πράγμα ξεφεύγει πολύ. Έτσι, κι αφήνοντας στην άκρη για την ώρα, προλόγους και παραρτήματα, θα ήθελα να ρίξουμε μια ματιά σε δυο βιβλία σχολιασμένα με υπέρμετρο ενθουσιασμό.
Το υπέροχο μυθιστόρημα "Λολίτα" του Ναμπόκοβ, λοιπόν, μας έρχεται με 833(!) σχόλια από τις εκδόσεις Πατάκη. Βέβαια, το εξώφυλλο σημειώνει "σχολιασμένη έκδοση" αλλά τουλάχιστον εγώ πιάστηκα απονήρευτος, δίχως να υποπτευθώ το μέγεθος και... το ποιον του σχολιασμού. Όμως αυτό είναι κάτι που τελικά το διαπιστώνουμε ευθύς εξαρχής αφού αντί να αφεθούμε στην καλή μυθοπλασία, πιανόμαστε συνεχώς να ξεφυλλίζουμε μπρος-πίσω για να διαβάσσουμε το κάθε σχετικό και άσχετο, και συχνά φλύαρο, σχόλιο.
Διαβάζουμε για παράδειγμα μέσα στο βιβλίο, στην σελ. 536: "...διέκρινε από μακριά ένα ημίγυμνο νυμφίδιο καθηλωμένο καθώς χτένιζε τα μαλλιά του, που ήταν σαν της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων".
Α! Μια εικόνα ξεκάθαρη για τον καθένα. Σε κάποια ασχολίαστη έκδοση θα ήμασταν ήδη στην επόμενη πρόταση και θα φεύγαμε με την αφήγηση και τις εικόνες του Ναμπόκοβ. Όμως εδώ όχι: πρέπει να πατήσουμε "pause" γιατί στο τέλος της πρότασης υπάρχει παραπομπή στην υποσημείωση 707. Βάζω λοιπόν στην άκρη για λίγο την λογοτεχνία του Ναμπόκοβ και πιάνομαι να ξεφυλλίζω μέχρι να βρω την υποσημείωση 707 στην σελ. 736. Εκεί δεν λέει τίποτα παρά να κοιτάξω την σημείωση 339 όπου μιλάει για τον Λιούις Κάρολ. Ξανά ξεφύλλισμα, προς τα μπρος τώρα, και φτάνω στην σελ. 669 όπου βρίσκεται η σημείωση 339 και εκεί υπάρχουν δύο σελίδες (!) για το τί έχει πει ο Ναμπόκοβ για τον Λιούις Κάρολ, πράγματα ίσως σημαντικά για έναν μελετητή, αλλά εμείς που θελήσαμε να διαβάσουμε το μυθιστόρημα βρισκόμαστε να διαβάζουμε άλλα κι άλλα και να πηγαίνουμε μπρος πίσω κι από την μια παραπομπή στην άλλη, τελείως έξω από την αφήγηση, εγκλωβισμένοι σε κάποιο άλλο εγκάθετο σύστημα ιδεών και εικόνων.
Θα διακόψεις την ανάγνωση για να δεις την σημ. 46; Αυτή θα σε παραπέμψει απλά στις σημ. 156 (η οποία σε παραπέμπει ούτως ή άλλως στην 218) και 218 όπου η 218 θα σε παραπέμψει στις σελ. 179-180, 263, 278-279, 422-424, 492-493, σημ. 156 (η οποία σε παραπέμπει στην σελ. 118 και πίσω στην σημ. 218 αν και από εκεί ήρθες), σημ. 139 (με αναφορές στις σελ. 295, 553, 557 και στην σημ. 14 η οποία έχει αναφορές σε σελ. από ξένες εκδόσεις αλλά και παραπομπή για την σελ. 578 όπου υπάρχει ένας επίλογος, τις σελ. 48-103 του προλόγου και την σημ. 123 (η οποία μας παραπέμπει στην σημ. 14, στις σελ. 48-103 της εισαγωγής, σημ. 380, σε κάποια συμπληρωματικά κείμενα, στην σημ. 262 (η οποία μας παραπέμπει στην σημ. 260 που με την σειρά της μας παραπέμπει στις σημ. 425 (με παραπομπή στην 643 και 260 από όπου ήρθαμε), σημ. 442, σημ. 643 (με παραπομπή πίσω στην 425 και 442) και σημ. 470 (με παραπομπή στην σημ. 106)) και σημ. 147 (παραπ. στις σελ. 73-75 της εισαγωγής)), σημ. 559 (που μας παραπέμπει στην σημ. 123 για έναν κατάλογο αναφορών στον Κίλτυ, αλλά από εκεί περάσαμε ήδη σε αυτόν τον χαοτικό κυκεώνα σημειώσεων), σημ. 410 και 15 (η οποία μας παραπέμπει στις σημειώσεις 238, 321, 475, 490, 515, 556, 639, 698, 758 σχετικά με τον Joyce τις οποίες δεν κάθομαι πια να παρακολουθήσω τί λεν και πού αλλού παραπέμπουν)) και σημ. 557.
Τί είπες; Διάβαζες την Λολίτα; Είχες την εικόνα των μαλλιών που ήταν σαν της Αλίκης στην Χώρα των Θαυμάτων; Αυτή η τελείως απλή και κατανοητή εικόνα έχει εξανεμιστεί, η λογοτεχνία έχει μπαγιατέψει στο "pause", έχει ώρα που αντί να διαβάζεις Ναμπόκοβ, τρέχεις μπρος-πίσω, σαν τον Βέγγο, για να διαβάζεις τεχνικές φλυαρίες... μελετητών, που βρήκαν τρόπο να πάρουν μια θέση δίπλα στο μεγάλο μυθιστόρημα.
Κάποιος μπορεί να προτείνει να παραλείψουμε τις σημειώσεις, αλλά αυτά τα αριθμουλάκια βγάζουν μάτι. Πολλοί είναι ψυχαναγκαστικοί και δεν μπορούν να τα παραλείψουν, άλλοι άμαθοι και απλά πέφτουν στην παγίδα, κι εγώ απλά κάπως νευρικός τύπος όταν με ενοχλούν• κι ενώ, όταν είδα περί τίνος πρόκειται, διάβασα ελάχιστες από περιέργεια και παρέλειψα τις υπόλοιπες, κάθε επόμενο αριθμουλάκι μού προκαλούσε ψυχική αναστάτωση. Γιατί ενώ είχα τον συγγραφέα απέναντί μου, ήταν σαν να υπήρχε κάποιος άσχετος τύπος ανάμεσά μας που πεταγόταν συνεχώς: "Εεε, συγνώμη, να σου πω κάτι τώρα γι' αυτό εδώ το σημείο;"
"Όχι, να βγάλεις τον σκασμό!"
Και στην επόμενη παράγραφο αυτός να επιμένει "Εεεε συγνώμη, κι εδώ κάτι να σχολιάσω!!" και στην επόμενη σελίδα και στην επόμενη και στην επόμενη κι εγώ να προσπαθώ να βρω τεχνικές για να τον αγνοήσω, όπως θα έκανα με μια μύγα που με τριγυρίζει εάν βρισκόμουν έξω στην αυλή....
Να σημειώσουμε πως ο συγκεκριμένος υπερσχολιασμός ανήκει στην αγγλική έκδοση και είμαι σίγουρος πως ο Πατάκης τον υιοθέτησε με μια διάθεση να κάνει το καλύτερο. Οι εκδόσεις Πατάκη είναι προσεγμένες, από κάθε άποψη, αλλά εδώ πιστεύω πως πετυχαίνουν το αντίθετο αποτέλεσμα, όπως μια υπερπροστατευτική μητέρα με τον κανακάρη της. Ή ίσως να είναι μια έκδοση που στοχεύει σε φιλολόγους. Το "σχολιασμένη έκδοση", πάντως, εμένα με έπιασε ανύποπτο τότε που το αγόρασα, πάνε πλέον πολλά χρόνια.
Μια φορά μιλούσα με έναν γνωστό για την Λολίτα και μου είπε πως την ξεκίνησε αλλά την παράτησε νωρίς γιατί "τον κούρασε". Τον ρώτησα εάν διάβαζε και τα σχόλια και μου είπε πως ναι. Του είπα πως είναι ένα πολύ καλό βιβλίο και τον προέτρεψα να ξαναδοκιμάσει δίχως αυτά και κρίμα, διάολε, που δεν θυμάμαι πια ποιος ήταν, για να ελέγξω εάν έπιασε το ξόρκι.
Γιατί δεν απέχει πολύ αυτός ο σχολιασμός από την περίπτωση που πας να δεις μια ταινία κι ο διπλανός σου επιμένει αδιάκοπα να σου εξηγεί χαμηλόφωνα στο αφτί το ένα και το άλλο, τί θέλει να πει εκεί ο σκηνοθέτης, και ποιοι λόγοι τον ώθησαν να στήσει μια σκηνή με τον άλφα τρόπο.
Κι όπως θα ήταν τραγικό και αστείο να εκτίθεται «Η Ζαν Εμπιτέρν με καπέλο και κολιέ» του Μοντιλιάνη γεμάτη πάνω με ποστιτ χαρτάκια μελετητών που μας εξηγούν το ένα και το άλλο, ένα όμοιο αποτέλεσμα πετυχαίνει αυτός ο ασύδοτος υπερσχολιασμός σε ένα λογοτεχνικό έργο.
Και παρότι η Λολίτα από Πατάκη είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα, ας θυμηθούμε άλλη μια περίπτωση, υπερβολική κι αυτή, κατά την γνώμη μου: τον "Δον Κιχώτη" του Θερβάντες όπως εκδόθηκε από τον Εξάντα. Πιστεύω πως κι ο Εξάντας, όπως κι ο Πατάκης, προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο και να δώσουν στον κόσμο επιμελημένες εκδόσεις. Και είναι οι εκδόσεις τους επιμελημένες. Επιτρέποντας όμως την παρεμβολή ενός υπέρμετρου σχολιασμού, επιβαρύνουν την λογοτεχνία καταστρέφοντας την αναγνωστική απόλαυση για μια μερίδα αναγνώστες.
Εδώ τα σχόλια είναι, ευτυχώς, στο κάτω μέρος της σελίδας και δεν έχουν αυτό αναδρομικό τρέξιμο μέσα στις σημειώσεις. Κι εδώ, όμως, τα περισσότερα σχόλια είναι τελείως αχρείαστα και μάλλον παρασιτικά. Βάζει π.χ. ο Θερβάντες τον Σάντσο Πάντσα (Πάνθα) να λέει στον κουρέα (σελ. 270): "Ο κύριός μου κάνει προσκύνημα μετανοίας καταμεσής ετούτου του βουνού, και το βρίσκει πολύ του γούστου του" και πάμε κάτω τα μάτια, γιατί βεβαίως υπάρχει υποσημείωση, και διαβάζουμε: "Απ' τις λίγες φορές που λείπει η ένδειξη "είπε ο Σάντσο" ή "παρατήρησε ο Σάντσο", αναγκαία μάλιστα εδώ, αφού παραλείπεται το υποκείμενο της επόμενης φράσης: και στη συνέχεια, γρήγορα και χωρίς διακοπή, τους διηγήθηκε... κλπ.
Κι ενώ η κουβέντα του Σάντσο ήταν απολύτως κατανοητή, θέλει προσπάθεια να καταλάβεις το σχόλιο, κι αφού το διαβάσεις και το αποκωδικοποιήσεις να αναλογιστείς, γιατί διάολο σε διέκοψε, εκεί που διάβαζες, για να σου πει αυτό το αχρείαστο πράγμα, αφού είναι ξεκάθαρο πως μιλάει ο Σάντσο με τον κουρέα. Πρέπει να διαβάζουμε συνεχώς τις σκέψεις που έκανε κάποιος άγνωστος μελετητής όταν διάβαζε τον Δον Κιχώτη; Δεν μπορούμε να αφεθούμε στις δικές μας; Κι αυτό δεν σταματά. Πίσω στην σελ. 272 γράφει ο Θερβάντες: "Δεν εκτίμησαν και λίγο οι δύο την καλή μνήμη του Σάντσο Πάνθα•..." και μας "εξηγεί" ο σχολιαστής: Προφανώς ο Θ. ειρωνεύεται, με το λεπτό κι αδιόρατο τρόπο του, την αμορφωσιά του Σάντσο, που αυτή κυρίως κι όχι η κακή του μνήμη είναι η αιτία, όχι μόνο να μη θυμάται, μα και να παραμορφώνει τα κάπως δια γραμμάτων λόγια του αφεντικού του.
Καταρχήν, αν είναι προφανές γιατί χρειάζεται να μας το επισημάνει;! Έπειτα, γιατί διάολο μας διέκοψε και πάλι για να μας πει τις όποιες σκεψούλες του; Και στην παγίδα φτάνει να πέφτει και ο μεταφραστής, ο ψημένος στην ισπανική λογοτεχνία Ηλίας Ματθαίου, ο οποίος σημειώνει στην σελ. 296 για κάποια πρόταση: Καλείται ο βιαστικός αναγνώστης να προσέξει τη συναρπαστική υπερβολή της διηγούμενης, ή μάλλον του Θ.
Μα αν είναι βιαστικός από τον χαρακτήρα του, γιατί δεν τον αφήνουμε να τρέξει, όπως το συνηθίζει, και πρέπει να τον βάλουμε να σκοντάψει; Όμως αυτός, ο βιαστικός, μάλλον δεν σκόνταψε και συνέχισε το τρέξιμο κι είναι τα δικά μας μάτια, των προσεκτικών, που θα διακόψουν την ανάγνωση. Και γιατί; για να μάθουμε πως η συγκεκριμένη υπερβολή είναι... συναρπαστική υπερβολή. Μα για εμένα μπορεί να μην είναι συναρπαστική αλλά, ας πούμε, απλοϊκή. Γιατί να παρεμβληθεί η υποκειμενική εκτίμηση κάποιου τρίτου στην δική μου πρόσληψη; Από εκεί και πέρα, γίνεται να μας σταματάει κάποιος στις υπερβολές για να μα πει πως είναι υπερβολές; Με την ίδια λογική θα πρέπει να μας ξανασταματήσει στις ανακρίβειες για να μας πει πως είναι ανακρίβειες, στις μεταφορές για να μας πει πως είναι μεταφορές και στις παρομοιώσεις για να μας υποδείξει πως είναι συναρπαστικές. (Και συγχώρεσέ με κ. Ματθαίου γιατί αλήθεια εκτιμώ τις μεταφράσεις σου και το μεράκι που φανερά βάζεις σε αυτές.)
Έτσι στο κείμενο παρεμβάλλονται ένα σωρό αχρείαστες σημειώσεις, είτε από τον μελετητή, είτε από τον μεταφραστή, είτε από οποιονδήποτε βρέθηκε στον δρόμο μέχρι την έκδοση, πράγματα που δεν μας απασχολούν αλλά που καταλήγουν να μας απασχολήσουν. Μερικά παραδείγματα για όποιον κάνει κέφι: (σελίδα/αριθμός σημ.) 261/14, 280/2, 294/3, 296/6, 299/1, 316/15, 319/2, 318/1, 331/13,331/14, 331/15, 340/3, 343/10¸ 375/8 (κι άλλο "προφανώς"), 405/2 και 3, 409/9 και πάει λέγοντας και πόσα από αυτά χρειάζονταν πραγματικά;
Το κείμενο πήρε σε μάκρος και ώρα να σταματήσω. Θα προτιμούσα οι σημειώσεις να πωλούνταν ξεχωριστά για όποιον ενδιαφέρεται και να βλέπαμε και τί πωλήσεις θα κάναν. Κι η έκδοση να κυκλοφορεί και δίχως τα σχόλια, κι έχουμε εμείς τον τρόπο μας να αντιληφθούμε τις υπερβολές ή, ακόμα καλύτερα, να μην τις αντιληφθούμε γιατί ξεφύγαμε μέσ' στην αφήγηση. Γιατί είμαστε καβάλα στην πλάτη του Ναμπόκοβ ή του Θερβάντες, και τρέχουμε μαζί στις λεωφόρους της Αμερικής και στα χωράφια της Ισπανίας και δεν έχει σημασία τί πίστευε ο Ναμπόκοβ για τον Λιούις Κάρολ ή τί ψήφιζε στις βουλευτικές εκλογές ή πόσο αγαπούσε το τάδε χρώμα και το έβαλε και μέσα στο έργο του.
Γιατί εμείς δεν παρακολουθούμε τον Ναμπόκοβ αλλά τον Χάλερ, κι ούτε παρακολουθούμε τον Θερβάντες, αλλά τον άλλο τον τρελό, που τρέχει με ένα δοχείο ξυρίσματος στο κεφάλι, ντάλα μέσα στο μεσημέρι, και πιάνεται να παλεύει ανύπαρκτους γίγαντες και να κινδυνεύει για μια δεσποσύνη που ούτε τον ξέρει.
Last edited: