Αυτές τις μέρες, κατά το αγαπημένο μου συνήθειο, έχω ξεκινήσει να διαβάζω δυο βιβλία ταυτόχρονα, τα οποία - πώς το έφερε η τύχη! - είναι γραμμένα στο πρώτο πρόσωπο. Και εδώ τελειώνουν οι ομοιότητες. Το ένα ("Η πείνα" του Κνουτ Χάμσουν) σε ταράζει συθέμελα όσο παρακολουθείς τον αγώνα του πρωταγωνιστή ανάμεσα στην αξιοπρέπεια και την εξαθλίωση. Το άλλο (ούτε καν θα αναφερθώ ονομαστικά σ' αυτό, αρκεί να πω ότι ανήκει στη "νεανική λογοτεχνία", το γνωστό είδος Young Adult δηλαδή) με έκανε για πολλοστή φορά να απορήσω με τον εαυτό μου που επιμένει να επαναλαμβάνει το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά, ελπίζοντας σε διαφορετικό αποτέλεσμα.
Η διαφορά στα συναισθήματα που μου προκάλεσαν αυτά τα δυο βιβλία ήταν τόσο έντονη που με έκανε να αναρωτηθώ αν τελικά μου αρέσει η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο ή όχι, και αν τη θεωρώ προτιμότερη από την αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο.
Στην πρώτη περίπτωση τα πράγματα όχι μόνο συμβαίνουν στον πρωταγωνιστή, αλλά φιλτράρονται μέσα από τη δική του οπτική γωνία. Κάτι που θα ήταν πολύ ωραίο αν είχαμε να κάνουμε με έναν ξεχωριστό, περίπλοκο, ολοκληρωμένο χαρακτήρα με πλούσιο εσωτερικό κόσμο. Αν όμως έχουμε να κάνουμε με εναν επιπόλαιο και αδιάφορο χαρακτήρα, του οποίου τα αισθήματα εύκολα θα μπορούσαν να συνοψιστούν με smilies, τότε το διάβασμα από απόλαυση καταντά αγγαρεία. Κάπου είχα διαβάσει για το τεστ του ασανσέρ: Θα άντεχες κλεισμένος για έξι ώρες μέσα σε ένα ασανσέρ με το άτομο για το οποίο διαβάζεις; Αν τείνεις να απαντήσεις όχι, τότε μάλλον αυτό το βιβλίο δεν είναι για σένα. Και οπωσδήποτε δεν εννοώ ότι το εν λόγω άτομο πρέπει να σου είναι καν συμπαθές - μερικοί "κακοί" των βιβλίων
είναι από τους πιο συναρπαστικούς και ολοκληρωμένους χαρακτήρες της λογοτεχνίας.
Στην αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο πάλι έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τα συμβάντα, αλλά λιγότερη γνώση για τα αισθήματα των πρωταγωνιστών - από τα γεγονότα και από τις πράξεις των ηρώων πρέπει να συμπεράνουμε ποια είναι τα κίνητρα ή τα αισθήματά τους. Εκεί κρίνεται η μαεστρία του συγγραφέα - να βρει αφενός το σωστό μέτρο ώστε να μην φανεί υπερβολικά "παντογνώστης", αλλά να μας δείξει αφετέρου τα αισθήματα των ηρώων του (και όχι να μας τα πει).
Φαντάζομαι πως για βιβλία συναισθηματικής, δραματικής ή εφηβικής λογοτεχνίας το πρώτο πρόσωπο στην αφήγηση είναι προτιμότερο, καθώς σ' αυτά τα αισθήματα των πρωταγωνιστών παίζουν σημαντικό ρόλο στην υπόθεση. Αλλά μερικές φορές ορισμένοι χαρακτήρες με φέρνουν στα όρια της νευρικής παράκρουσης με το μόνιμο "εγώ εγώ εγώ", ενώ στην πραγματικότητα δεν έχουν να μου πουν τίποτα άλλο, ούτε είναι σε θέση να με συγκινήσουν με την ρηχή εσωτερική ζωούλα τους.
Οπότε μάλλον θα έλεγα ότι προτιμώ το τρίτο πρόσωπο. Εσείς;
Η διαφορά στα συναισθήματα που μου προκάλεσαν αυτά τα δυο βιβλία ήταν τόσο έντονη που με έκανε να αναρωτηθώ αν τελικά μου αρέσει η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο ή όχι, και αν τη θεωρώ προτιμότερη από την αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο.
Στην πρώτη περίπτωση τα πράγματα όχι μόνο συμβαίνουν στον πρωταγωνιστή, αλλά φιλτράρονται μέσα από τη δική του οπτική γωνία. Κάτι που θα ήταν πολύ ωραίο αν είχαμε να κάνουμε με έναν ξεχωριστό, περίπλοκο, ολοκληρωμένο χαρακτήρα με πλούσιο εσωτερικό κόσμο. Αν όμως έχουμε να κάνουμε με εναν επιπόλαιο και αδιάφορο χαρακτήρα, του οποίου τα αισθήματα εύκολα θα μπορούσαν να συνοψιστούν με smilies, τότε το διάβασμα από απόλαυση καταντά αγγαρεία. Κάπου είχα διαβάσει για το τεστ του ασανσέρ: Θα άντεχες κλεισμένος για έξι ώρες μέσα σε ένα ασανσέρ με το άτομο για το οποίο διαβάζεις; Αν τείνεις να απαντήσεις όχι, τότε μάλλον αυτό το βιβλίο δεν είναι για σένα. Και οπωσδήποτε δεν εννοώ ότι το εν λόγω άτομο πρέπει να σου είναι καν συμπαθές - μερικοί "κακοί" των βιβλίων
είναι από τους πιο συναρπαστικούς και ολοκληρωμένους χαρακτήρες της λογοτεχνίας.
Στην αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο πάλι έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τα συμβάντα, αλλά λιγότερη γνώση για τα αισθήματα των πρωταγωνιστών - από τα γεγονότα και από τις πράξεις των ηρώων πρέπει να συμπεράνουμε ποια είναι τα κίνητρα ή τα αισθήματά τους. Εκεί κρίνεται η μαεστρία του συγγραφέα - να βρει αφενός το σωστό μέτρο ώστε να μην φανεί υπερβολικά "παντογνώστης", αλλά να μας δείξει αφετέρου τα αισθήματα των ηρώων του (και όχι να μας τα πει).
Φαντάζομαι πως για βιβλία συναισθηματικής, δραματικής ή εφηβικής λογοτεχνίας το πρώτο πρόσωπο στην αφήγηση είναι προτιμότερο, καθώς σ' αυτά τα αισθήματα των πρωταγωνιστών παίζουν σημαντικό ρόλο στην υπόθεση. Αλλά μερικές φορές ορισμένοι χαρακτήρες με φέρνουν στα όρια της νευρικής παράκρουσης με το μόνιμο "εγώ εγώ εγώ", ενώ στην πραγματικότητα δεν έχουν να μου πουν τίποτα άλλο, ούτε είναι σε θέση να με συγκινήσουν με την ρηχή εσωτερική ζωούλα τους.
Οπότε μάλλον θα έλεγα ότι προτιμώ το τρίτο πρόσωπο. Εσείς;