Διευκρίνιση: Όσοι θέλουν να διαβάσουν μια σωστή και καλοδουλεμένη μετάφραση του «Βρικόλακα, παρακαλώ να αναζητήσουν τις αξιόπιστες μεταφράσεις της Λίλιαν Stead – Δασκαλοπούλου και του Θάνου Σακκέτα (ή κάποιου άλλου, αν υπάρχει). Εδώ απλώς κάνω μια προσπάθεια για εξάσκηση. Τα αγγλικά του 19ου αιώνα είναι πολύ δύσκολα. Το πρωτότυπο κείμενο είναι public domain.
Όλα συνέβησαν στη μέση της χειμερινής κοσμικής σεζόν, στο Λονδίνο. Τότε, έκανε την εμφάνισή του, στις διάφορες συγκεντρώσεις της υψηλής κοινωνίας, ένας ευγενής, ο οποίος ξεχώριζε περισσότερο λόγω των ιδιορρυθμιών του παρά εξαιτίας του τίτλου του. Παρατηρούσε με προσοχή την εύθυμη ατμόσφαιρα που τον περιτριγύριζε κι έμοιαζε σα να μη μπορούσε ο ίδιος να διασκεδάσει μαζί με τους άλλους. Προφανώς, τα σιγανά γελάκια των παρευρισκομένων, του αποσπούσαν την προσοχή και μπορούσε με ένα και μόνο βλέμμα του, να τα καταπνίξει, σκορπίζοντας τον φόβο στις καρδιές των πιο απερίσκεπτων. Εκείνοι που βίωναν αυτό το αίσθημα δέους , αδυνατούσαν να εξηγήσουν την αιτία που το προκαλούσε. Κάποιοι το απέδιδαν στα νεκρά, γκρίζα μάτια του, που, όταν καρφώνονταν επάνω στο αντικείμενο της παρατήρησής τους, έμοιαζαν αδιαπέραστα, ενώ με ένα του βλέμμα μπορούσε να φτάσει ως τα μύχια της ψυχής του καθενός. Έμοιαζε καλυμμένος πίσω από το γκρίζο, περίβλημα του προσώπου του, πρου τον καθιστούσε απροσπέλαστο. Ωστόσο, αυτές οι παραξενιές ήταν που του εξασφάλιζαν τις προσκλήσεις σε όλα τα σπίτια. Όλοι επιθυμούσαν να τον δουν κι όσοι ήταν μαθημένοι σε διάφορες βίαιες συγκινήσεις, και τώρα λύγιζαν κάτω από το βάρος της πλήξης, απολάμβαναν να βλέπουν κάτι που τους κέντριζε το ενδιαφέρον. Παραβλέποντας τη νεκρική απόχρωση του προσώπου του, που ποτέ δεν έπαιρνε έναν ζωηρότερο τόνο, ποτέ δεν κοκκίνιζε ούτε από συστολή ούτε από την ένταση κάποιου δυνατού συναισθήματος, παρόλο που σε γενικές γραμμές θα μπορούσε να θεωρηθεί όμορφος, πολλές από τις πιο τολμηρές κυρίες, προσπάθησαν να κερδίσουν την προσοχή του και πραγματικά, ως ένα βαθμό εισέπραξαν κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τρυφερότητα. Η λαίδη Μέρσερ, την οποία ειρωνεύονταν όλοι οι κακοπροαίρετοι του καλού κόσμου, από τότε που παντρεύτηκε, του ριχνόταν απροκάλυπτα κι έκανε το παν προκειμένου να της δώσει λίγη σημασία. Βέβαια οι προσπάθειές της δεν είχαν και κανένα σπουδαίο αποτέλεσμα, γιατί, όταν εκείνη στεκόταν εμπρός του, παρόλο που εκείνος την κάρφωνε ολοφάνερα με τα μάτια του, έμοιαζε ταυτόχρονα να την αγνοεί. Όλες οι αδιάντροπες προκλήσεις της έπεσαν στο κενό κι έτσι αναγκάστηκε να τα παρατήσει. Αλλά παρόλο που αγνοούσε επιδεικτικά τις κοινές μοιχαλίδες, δεν αδιαφορούσε ολότελα για τις γυναικείες παρουσίες που τον περιτριγύριζαν. Απλά μιλούσε με τέτοια διακριτικότητα στις ενάρετες συζύγους και τις αγνές κόρες που λίγοι τον έπαιρναν είδηση. Μάλιστα είχε τη φήμη του δεινού ομιλητή. Ίσως αυτή να ήταν και η αιτία που οι κυρίες παρέβλεπαν την αποστροφή τους για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, ή πιθανώς να εκτιμούσαν την προφανή αγάπη του για την αρετή. Πάντως, τελικά, εκείνος κατάφερνε να βρίσκεται συχνά ανάμεσα στις γυναίκες, τόσο σε εκείνες που αποτελούσαν καύχημα αρετής, όσο και σε εκείνες που ήταν βουτηγμένες στον βούρκο της ακολασίας.
Την ίδια περίπου εποχή, ήρθε στο Λονδίνο ένας νεαρός ευγενής ονόματι Ώμπρεϋ. Ήταν ορφανός, είχε μονάχα μια αδερφή και είχε κληρονομήσει πολλά χρήματα από τους γονείς του, οι οποίοι είχαν πεθάνει, όταν εκείνος ήταν ακόμα παιδί. Οι κηδεμόνες του, τον είχαν παρατήσει στην τύχη του, φροντίζοντας μονάχα για την περιουσία του αφήνοντας την πνευματική του κατάρτιση στα χέρια αδαών παιδαγωγών, με αποτέλεσμα να καλλιεργήσει ο νέος περισσότερο την φαντασία του παρά την κριτική του ικανότητα. Έτσι κατέληξε να έχει σε μεγάλο βαθμό όλα εκείνα τα ρομαντικά αισθήματα περί τιμής και ειλικρίνειας, τα οποία καθημερινά καταστρέφουν τους νεόκοπους ανθρώπους του χρήματος. Πίστευε πως όλοι προτιμούν την αρετή και νόμιζε πως η φαυλότητα είδε δοθεί από την θεία πρόνοια απλώς για να εμπλουτίσει την εικόνα του κόσμου, όπως ακριβώς βλέπουμε να συμβαίνει και στα ρομάντζα. Θεωρούσε πως η δυστυχία όσων ζούσαν σε φτωχοκάλυβα φαινόταν στις ταπεινές τους φορεσιές, οι οποίες μπορεί μεν να ήταν αρκούντως ζεστές, αλλά την ομορφιά τους μπορούσε να συλλάβει καλύτερα το μάτι του ζωγράφου, που ήξερε πώς να απεικονίσει τις ακανόνιστες πτυχώσεις και τα πολύχρωμα μπαλώματά τους. Έτσι ο νέος κατέληξε να πιστεύει πως τα οράματα των ποιητών αποτελούσαν την πραγματικότητα της ζωής. Ήταν ωραίος, ειλικρινής και πλούσιος. Αυτοί ήταν και οι λόγοι που, μόλις έκανε την εμφάνισή του στους κοσμικούς κύκλους, τον πολιόρκησαν πολλές μητέρες οι οποίες πάσχιζαν να παραφουσκώσουν τα προτερήματα των συνεσταλμένων ή υπερβολικά εύθυμων κοριτσιών τους. Από την άλλη πλευρά, οι κόρες, που έλαμπαν ολάκερες κάθε φορά που εκείνος πλησίαζε και του έριχναν αστραποβόλα βλέμματα μόλις άνοιγε τα χείλη του, σύντομα τον οδήγησαν σε μια εσφαλμένη εικόνα, σχετικά με τα ταλέντα και τα προτερήματά του. Κι έτσι, καθώς ήταν προσκολλημένος στον ρομαντισμό της μοναχικής του ύπαρξης, ανακάλυψε με έκπληξη πως, πέρα από τις φλόγες των κεριών που τρεμόπαιζαν, όχι εξαιτίας κάποιου φαντάσματος, αλλά από τις ανασαιμιές των ανθρώπων, δεν υπήρχε θέση στην πραγματική ζωή για όλες εκείνες τις αισθαντικές εικόνες και περιγραφές, οι οποίες περιέχονταν στα βιβλία που είχε διαβάσει παλιότερα. Βρίσκοντας, ωστόσο, κάποια παρηγοριά μέσα σε όλα όσα τόνωναν τη ματαιοδοξία του, ήταν έτοιμος να αποποιηθεί τα όνειρά του, όταν, το έφερε η μοίρα, να συναπαντήσει τον παράξενο άνδρα που περιγράψαμε προηγουμένως.
Τον παρατηρούσε. Και καθώς ο άλλος απέφευγε να έχει μαζί του την παραμικρή επαφή, δεν μπορούσε να σχηματίσει την ελάχιστη ιδέα για τον χαρακτήρα αυτού του άνδρα που φαινόταν εντελώς απορροφημένος από τον εαυτό του, που δεν έδινε και πολύ μεγάλη σημασία στα διάφορα εξωτερικά ερεθίσματα, παρόλο που τα αντιλαμβανόταν. Έτσι άφησε τη φαντασία του να πλάθει όλα όσα τροφοδοτούσαν την ροπή του προς τις παρατραβηγμένες ιδέες και σύντομα άρχισε να τον βλέπει σαν ήρωα ρομάντζου, δηλαδή όπως ήθελε να είναι και όχι όπως ήταν στην πραγματικότητα. Φρόντισε λοιπόν να τον γνωρίσει, του έκανε μεγάλες ρεβεράντζες και κατάφερε σταδιακά, να κάνει αισθητή την παρουσία του. Στην πορεία έμαθε πως ο Λόρδος Ρούθβεν είχε κάποιες υποθέσεις να διευθετήσει και στη συνέχεια πληροφορήθηκε πως ετοίμαζε τα χαρτιά του προκειμένου να ταξιδέψει. Φλεγόμενος από επιθυμία να συγκεντρώσει περισσότερα στοιχεία σχετικά με αυτόν τον μοναδικό χαρακτήρα, ο οποίος ως τώρα του είχε εξάψει την περιέργεια, εξήγησε στους κηδεμόνες του πως ήταν πλέον καιρός να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι, σαν κι εκείνα που εδώ και κάμποσες γενιές συνηθίζουν να κάνουν οι νέοι, προκειμένου να δουν και την άσχημη πλευρά της ζωής, ώστε να αποκτήσουν κι εκείνοι με τη σειρά τους κάποιες εμπειρίες σε σχέση με τους μεγαλύτερούς τους και να μη πέφτουν από τα σύννεφα κάθε φορά που μαθαίνουν την επιτέλεση κάποιας σκανδαλώδους πράξης, από εκείνες που προκαλούν τη θυμηδία ή και τον εγκωμιασμό, ανάλογα με τον βαθμό της αριστοτεχνικής τους εκτέλεσης. Οι κηδεμόνες του έδωσαν την έγκρισή τους. Ο Ώμπρεϋ έσπευσε να ανακοινώσει τις προσθέσεις του στον Λόρδο Ρούθβεν και προς μεγάλη του έκπληξη εκείνος του πρότεινε να συνταξιδέψουν. Ο νεαρός εξέλαβε την πρόσκληση ως δείγμα εκτίμησης και αισθάνθηκε ολωσδιόλου ξεχωριστός, οπότε δέχτηκε με χαρά και μετά από λίγες ημέρες διέσχιζαν τα εγχώρια ύδατα.
Ως εκείνη τη στιγμή ο Ώμπρεϋ δεν είχε την ευκαιρία να μελετήσει τον χαρακτήρα του Λόρδου Ρούθβεν και τώρα διαπίστωνε πως παρόλο που είχε πλέον τη δυνατότητα να παρακολουθεί τη δράση του Λόρδου, τα πεπραγμένα του, ωστόσο, επιδέχονταν ποικίλες ερμηνείες πέρα από τα όποια προφανή κίνητρά του. Ο σύντροφός του σκορπούσε χρήματα αφειδώς. Οι αργόσχολοι, οι αλήτες και οι ζητιάνοι λάμβαναν από το χέρι περισσότερα χρήματα από όσα χρειάζονταν, για να ανακουφίσουν τις άμεσες ανάγκες τους. Όμως ο Ώμπρεϋ διαπίστωσε πως ο Λόρδος δε μοίραζε με την ίδια ευκολία τις ελεημοσύνες του σε εκείνους τους έντιμους ανθρώπους που από κάποια αναποδιά της τύχης είχαν καταλήξει πένητες. Αυτούς, τους έντιμους ανθρώπους, όταν χτυπούσαν την πόρτα του, τους έδιωχνε σχεδόν κακήν κακώς. Μα, κάθε φορά που κάποιος ανήθικος ερχόταν για να του ζητήσει κάτι, όχι για να ανακουφίσει τις ανάγκες του, αλλά για να μπορέσει να κυλιστεί μες στις ασέλγειες ή να βουλιάξει ακόμα βαθύτερα στις ανομίες του, αυτός, έφευγε πάντα γεμάτος με πλούσιες φιλανθρωπίες. Αυτό βέβαια ο Ώμπρεϋ, το απέδιδε στη μεγαλύτερη επιδεξιότητα των κακών, οι οποίοι ήταν περισσότερο επίμονοι από τους υπόλοιπους, τους διστακτικούς και σεμνούς απόρους. Μάλιστα υπήρχε και κάτι άλλο σχετικό με τις φιλανθρωπίες του Λόρδου, που του έκανε ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση: όλοι εκείνοι που δέχτηκαν τα χρήματά του, μοιραία διαπίστωσαν πως αυτά τα λεφτά ήταν καταραμένα και είτε κατέληξαν στο ικρίωμα είτε βυθίστηκαν στην πιο απόλυτη αθλιότητα. Στις Βρυξέλλες και στις άλλες πόλεις από όπου πέρασαν, ο Ώμπρεϋ, έμεινε έκπληκτος με τον φανερό ζήλο που έδειχνε ο συνταξιδιώτης του για όλα τα καταγώγια του συρμού. Μάλιστα αφέθηκε να παρασυρθεί από το πνεύμα της χαρτοπαιξίας. Στοιχημάτιζε και πόνταρε με μεγάλη επιτυχία εκτός από τις περιπτώσεις που ο αντίπαλός ήταν κάποιος σεσημασμένος χαρτοκλέφτης. Τότε φρόντιζε να χάνει περισσότερα από όσα είχε προηγουμένως κερδίσει. Και πάντα διατηρούσε το ίδιο ανέκφραστο πρόσωπο, με το οποίο κοίταζε τον κόσμου που τον περιέβαλε.
Ωστόσο δε συμπεριφερόταν το ίδιο, όταν τύχαινε να συναντήσει κάποιο άγουρο κι αθώο παιδαρέλι ή κάποιον ατυχή πατέρα πολυπληθούς οικογένειας. Τότε πάντα τους νικούσε, έμοιαζε απόλυτα συγκεντρωμένος στο παιχνίδι και τα μάτια του πετούσαν σπίθες, σαν γάτα που παίζει με ένα μισοπεθαμένο ποντίκι. Σε κάθε πόλη φρόντιζε να αφήνει τους εύπορους νέους, που είχαν δεχτεί τη φιλία του, εντελώς κατεστραμμένους, χωρισμένους από όσους αγαπούσαν, μέσα σε ένα υγρό κελί, να αναθεματίζουν την ώρα και τη στιγμή που τον γνώρισαν. Επίσης πολλοί πατεράδες που τον συναπάντησαν κατέληξαν να κοιτάζουν με απόγνωση τα βουβά πεινασμένα παιδιά τους, βλέποντας όλη την περιουσία τους εξανεμισμένη, σε σημείο που να μην έχουν λεφτά, ούτε για να καλύψουν τις βασικότερες ανάγκες του σπιτιού τους. Ποτέ δε σηκωνόταν από τραπέζι της χαρτοπαιξίας με χρήματα στις τσέπες του. Όσα είχε προηγουμένως κερδίσει από τα αθώα θύματά του, φρόντιζε να τα χάνει αμέσως, ως την τελευταία δεκάρα. Ίσως βέβαια, αυτό να οφειλόταν στο ότι, καίτοι ήταν γνώστης του παιχνιδιού, υπήρχαν ωστόσο κάποια άλλοι περισσότεροι ικανοί και έμπειροι. Ο Ώμπρεϋ θέλησε πολλές φορές να το συζητήσει αυτό με τον φίλο του και να τον ικετεύσει να σταματήσει τις φιλανθρωπίες και τις διασκεδάσεις εκείνες που σκορπούσαν γύρω του τον ολοθρεμό και του απέφεραν ελάχιστο κέρδος. Αλλά το ανέβαλε διαρκώς, γιατί κάθε μέρα που περνούσε, έλπιζε πως ο φίλος του θα του έδινε κάποια αφορμή, ώστε να του μιλήσει με ειλικρίνεια και ευθύτητα. Δυστυχώς αυτό δε συνέβη ποτέ. Ο Λόρδος Ρούθβεν μέσα στην άμαξά του, προσπερνούσε τα άγρια και πλούσια τοπία που συναντούσαν στην πορεία τους πάντα με τον ίδιο τρόπο: Τα μάτια του μιλούσαν λιγότερο από τα χείλη του. Έτσι, παρόλο που ο Ώμπρεϋ βρισκόταν κοντά στο αντικείμενο της περιέργειάς του, παρέμενε ανικανοποίητος και η μόνη ευχαρίστηση που εισέπραττε είχε να κάνει με τη μάταιη επιθυμία του να ρίξει φως σε αυτό το μυστήριο, το οποίο είχε εξάψει τη φαντασία του και τον έκανε να πιστεύει πως πίσω από όλα αυτά κρυβόταν κάτι το υπερφυσικό.
Μετά από λίγο καιρό έφτασαν στη Ρώμη, και για ένα διάστημα, ο Ώμπρεϋ, έχασε τα ίχνη του συνταξιδιώτη του. Ο Λόρδος τον άφησε στις φροντίδες μιας Ιταλίδας κοντέσας κι ο ίδιος πήγε να εξερευνήσει τα μνημεία μιας σχεδόν ερειπωμένης πόλης. Κι ενώ ο Ώμπρεϋ περνούσε έτσι τον καιρό του, έφτασε η αλληλογραφία του από την Αγγλία, την οποία άνοιξε με μεγάλη ανυπομονησία. Το πρώτο γράμμα ήταν από την αδερφή του, η οποία του έστελνε απλώς την αγάπη της. Τα υπόλοιπα όμως, ήταν από τους κηδεμόνες του και τα όσα του έγραφαν τον άφησαν κατάπληκτο. Ως τώρα μονάχα με τη φαντασία του υποψιαζόταν πως ο σύντροφός του διακατεχόταν από κάποια διαβολική δύναμη, πλέον όμως, αυτές οι επιστολές μετέτρεψαν την υποψία σε βεβαιότητα. Οι κηδεμόνες του επέμεναν να εγκαταλείψει αμέσως τον φίλο του και τόνιζαν πως ο χαρακτήρας του ήταν φριχτά ακόλαστος και γι’ αυτό, η ικανότητά του να αποπλανεί, έκανε τις έκφυλες έξεις του, ακόμα πιο επικίνδυνες για την κοινωνία. Είχε αποκαλυφθεί πως η αδιαφορία του για εκείνη την μοιχαλίδα κοσμική κυρία δεν προερχόταν από την περιφρόνησή του για τον χαρακτήρα της. Πως προκειμένου να ενισχύσει τις ακόρεστες ορέξεις του, απαιτούσε από τα θύματά του, τις συνένοχους του στην ακολασία, να εκπέσουν από τα ύψη της αρετής τους και να συρθούν στον βόρβορο της πιο επαίσχυντης ατιμίας και υποβάθμισης. Έτσι όλες εκείνες οι γυναίκες που συναναστρεφόταν, υποτίθεται για την αρετή τους, είχαν, μετά την αναχώρησή του, ρίξει τις μάσκες και δεν ντρέπονταν πλέον να εκθέσουν τα απεχθή τους βίτσια σε κοινή θέα.
Ο Ώμπρεϋ αποφάσισε να φύγει μακριά από έναν τέτοιον άνθρωπο, του οποίου ο χαρακτήρας δεν είχε φανερώσει ως τώρα το παραμικρό φωτεινό σημαδάκι, έστω κάτι, για να αναπαυθεί επάνω του το βλέμμα. Αποφάσισε να σκαρφιστεί κάποια αληθοφανή δικαιολογία και τον παρατήσει αμέσως, αλλά, στο μεταξύ, σκόπευε να έχει το νου του και μην αφήσει τίποτα να περάσει απαρατήρητο. Φρόντισε να μπει στο κύκλο του Λόρδου και σύντομα διαπίστωσε πως ο Λόρδος προσπαθούσε να αποπλανήσει την άδολη κόρη μιας κυρίας, την οποίας το σπίτι επισκεπτόταν πολύ συχνά. Στην Ιταλία σπάνια απαντάται μια ανύπαντρη νέα μέσα σε κοσμικούς κύκλους. Συνεπώς ο Λόρδος έπρεπε να εκτελέσει τα σχέδιά του εν κρυπτώ. Ο Ώμπρεϋ επέμενε να τον παρακολουθεί στενά και σύντομα ανακάλυψε πως ο Λόρδος σχεδίαζε μια δολοφονία η οποία σχεδόν σίγουρα θα είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή ενός αθώου, αλλά απερίσκεπτου κοριτσιού. Χωρίς να χάνει καιρό, ο Ώμπρεϋ μπήκε στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Λόρδου Ρούθβεν και τον ρώτησε ευθέως για τις προθέσεις του σχετικά με τη δεσποινίδα, ενημερώνοντάς τον παράλληλα, πως γνώριζε ότι επρόκειτο να τη συναντήσει απόψε κιόλας, τη νύχτα. Ο Λόρδος Ρούθβεν είπε πως οι προθέσεις του δεν διέφεραν από εκείνες που ο καθένας θα είχε στην προκειμένη περίπτωση. Κι όταν ο Ώμπρεϋ τον πίεσε για να μάθει αν σκόπευε να παντρευτεί τη νέα, εκείνος απλά γέλασε. Ο Ώμπρεϋ αποχώρησε και αμέσως έγραψε ένα σημείωμα στο οποίο ανέφερε πως αδυνατούσε να συνοδεύσει τη αυτού εξοχότητα στο υπόλοιπο του ταξιδιού του, διέταξε τον υπηρέτη του να του βρει άλλο κατάλυμα και ειδοποίησε την μητέρα της νέας, πληροφορώντας την για όλα όσα ήξερε, όχι μόνο σχετικά με την κόρη της αλλά και σχετικά με τον χαρακτήρα του Λόρδου. Έτσι η συνάντηση αποτράπηκε. Ο Λόρδος Ρούθβεν έστειλε απλώς, την επομένη, τον υπηρέτη του, για να δηλώσει τη συγκατάθεσή του, σχετικά με την αποχώρηση. Αλλά δεν έκανε νύξη για την παρέμβαση του Ώμπρεϋ στα σκοτεινά σχέδιά του.
Μόλις άφησε τη Ρώμη, ο Ώμπρεϋ κατευθύνθηκε προς την Ελλάδα και διασχίζοντας την χερσόνησο έφτασε σύντομα ως την Αθήνα.(συνεχίζεται)
Όλα συνέβησαν στη μέση της χειμερινής κοσμικής σεζόν, στο Λονδίνο. Τότε, έκανε την εμφάνισή του, στις διάφορες συγκεντρώσεις της υψηλής κοινωνίας, ένας ευγενής, ο οποίος ξεχώριζε περισσότερο λόγω των ιδιορρυθμιών του παρά εξαιτίας του τίτλου του. Παρατηρούσε με προσοχή την εύθυμη ατμόσφαιρα που τον περιτριγύριζε κι έμοιαζε σα να μη μπορούσε ο ίδιος να διασκεδάσει μαζί με τους άλλους. Προφανώς, τα σιγανά γελάκια των παρευρισκομένων, του αποσπούσαν την προσοχή και μπορούσε με ένα και μόνο βλέμμα του, να τα καταπνίξει, σκορπίζοντας τον φόβο στις καρδιές των πιο απερίσκεπτων. Εκείνοι που βίωναν αυτό το αίσθημα δέους , αδυνατούσαν να εξηγήσουν την αιτία που το προκαλούσε. Κάποιοι το απέδιδαν στα νεκρά, γκρίζα μάτια του, που, όταν καρφώνονταν επάνω στο αντικείμενο της παρατήρησής τους, έμοιαζαν αδιαπέραστα, ενώ με ένα του βλέμμα μπορούσε να φτάσει ως τα μύχια της ψυχής του καθενός. Έμοιαζε καλυμμένος πίσω από το γκρίζο, περίβλημα του προσώπου του, πρου τον καθιστούσε απροσπέλαστο. Ωστόσο, αυτές οι παραξενιές ήταν που του εξασφάλιζαν τις προσκλήσεις σε όλα τα σπίτια. Όλοι επιθυμούσαν να τον δουν κι όσοι ήταν μαθημένοι σε διάφορες βίαιες συγκινήσεις, και τώρα λύγιζαν κάτω από το βάρος της πλήξης, απολάμβαναν να βλέπουν κάτι που τους κέντριζε το ενδιαφέρον. Παραβλέποντας τη νεκρική απόχρωση του προσώπου του, που ποτέ δεν έπαιρνε έναν ζωηρότερο τόνο, ποτέ δεν κοκκίνιζε ούτε από συστολή ούτε από την ένταση κάποιου δυνατού συναισθήματος, παρόλο που σε γενικές γραμμές θα μπορούσε να θεωρηθεί όμορφος, πολλές από τις πιο τολμηρές κυρίες, προσπάθησαν να κερδίσουν την προσοχή του και πραγματικά, ως ένα βαθμό εισέπραξαν κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τρυφερότητα. Η λαίδη Μέρσερ, την οποία ειρωνεύονταν όλοι οι κακοπροαίρετοι του καλού κόσμου, από τότε που παντρεύτηκε, του ριχνόταν απροκάλυπτα κι έκανε το παν προκειμένου να της δώσει λίγη σημασία. Βέβαια οι προσπάθειές της δεν είχαν και κανένα σπουδαίο αποτέλεσμα, γιατί, όταν εκείνη στεκόταν εμπρός του, παρόλο που εκείνος την κάρφωνε ολοφάνερα με τα μάτια του, έμοιαζε ταυτόχρονα να την αγνοεί. Όλες οι αδιάντροπες προκλήσεις της έπεσαν στο κενό κι έτσι αναγκάστηκε να τα παρατήσει. Αλλά παρόλο που αγνοούσε επιδεικτικά τις κοινές μοιχαλίδες, δεν αδιαφορούσε ολότελα για τις γυναικείες παρουσίες που τον περιτριγύριζαν. Απλά μιλούσε με τέτοια διακριτικότητα στις ενάρετες συζύγους και τις αγνές κόρες που λίγοι τον έπαιρναν είδηση. Μάλιστα είχε τη φήμη του δεινού ομιλητή. Ίσως αυτή να ήταν και η αιτία που οι κυρίες παρέβλεπαν την αποστροφή τους για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, ή πιθανώς να εκτιμούσαν την προφανή αγάπη του για την αρετή. Πάντως, τελικά, εκείνος κατάφερνε να βρίσκεται συχνά ανάμεσα στις γυναίκες, τόσο σε εκείνες που αποτελούσαν καύχημα αρετής, όσο και σε εκείνες που ήταν βουτηγμένες στον βούρκο της ακολασίας.
Την ίδια περίπου εποχή, ήρθε στο Λονδίνο ένας νεαρός ευγενής ονόματι Ώμπρεϋ. Ήταν ορφανός, είχε μονάχα μια αδερφή και είχε κληρονομήσει πολλά χρήματα από τους γονείς του, οι οποίοι είχαν πεθάνει, όταν εκείνος ήταν ακόμα παιδί. Οι κηδεμόνες του, τον είχαν παρατήσει στην τύχη του, φροντίζοντας μονάχα για την περιουσία του αφήνοντας την πνευματική του κατάρτιση στα χέρια αδαών παιδαγωγών, με αποτέλεσμα να καλλιεργήσει ο νέος περισσότερο την φαντασία του παρά την κριτική του ικανότητα. Έτσι κατέληξε να έχει σε μεγάλο βαθμό όλα εκείνα τα ρομαντικά αισθήματα περί τιμής και ειλικρίνειας, τα οποία καθημερινά καταστρέφουν τους νεόκοπους ανθρώπους του χρήματος. Πίστευε πως όλοι προτιμούν την αρετή και νόμιζε πως η φαυλότητα είδε δοθεί από την θεία πρόνοια απλώς για να εμπλουτίσει την εικόνα του κόσμου, όπως ακριβώς βλέπουμε να συμβαίνει και στα ρομάντζα. Θεωρούσε πως η δυστυχία όσων ζούσαν σε φτωχοκάλυβα φαινόταν στις ταπεινές τους φορεσιές, οι οποίες μπορεί μεν να ήταν αρκούντως ζεστές, αλλά την ομορφιά τους μπορούσε να συλλάβει καλύτερα το μάτι του ζωγράφου, που ήξερε πώς να απεικονίσει τις ακανόνιστες πτυχώσεις και τα πολύχρωμα μπαλώματά τους. Έτσι ο νέος κατέληξε να πιστεύει πως τα οράματα των ποιητών αποτελούσαν την πραγματικότητα της ζωής. Ήταν ωραίος, ειλικρινής και πλούσιος. Αυτοί ήταν και οι λόγοι που, μόλις έκανε την εμφάνισή του στους κοσμικούς κύκλους, τον πολιόρκησαν πολλές μητέρες οι οποίες πάσχιζαν να παραφουσκώσουν τα προτερήματα των συνεσταλμένων ή υπερβολικά εύθυμων κοριτσιών τους. Από την άλλη πλευρά, οι κόρες, που έλαμπαν ολάκερες κάθε φορά που εκείνος πλησίαζε και του έριχναν αστραποβόλα βλέμματα μόλις άνοιγε τα χείλη του, σύντομα τον οδήγησαν σε μια εσφαλμένη εικόνα, σχετικά με τα ταλέντα και τα προτερήματά του. Κι έτσι, καθώς ήταν προσκολλημένος στον ρομαντισμό της μοναχικής του ύπαρξης, ανακάλυψε με έκπληξη πως, πέρα από τις φλόγες των κεριών που τρεμόπαιζαν, όχι εξαιτίας κάποιου φαντάσματος, αλλά από τις ανασαιμιές των ανθρώπων, δεν υπήρχε θέση στην πραγματική ζωή για όλες εκείνες τις αισθαντικές εικόνες και περιγραφές, οι οποίες περιέχονταν στα βιβλία που είχε διαβάσει παλιότερα. Βρίσκοντας, ωστόσο, κάποια παρηγοριά μέσα σε όλα όσα τόνωναν τη ματαιοδοξία του, ήταν έτοιμος να αποποιηθεί τα όνειρά του, όταν, το έφερε η μοίρα, να συναπαντήσει τον παράξενο άνδρα που περιγράψαμε προηγουμένως.
Τον παρατηρούσε. Και καθώς ο άλλος απέφευγε να έχει μαζί του την παραμικρή επαφή, δεν μπορούσε να σχηματίσει την ελάχιστη ιδέα για τον χαρακτήρα αυτού του άνδρα που φαινόταν εντελώς απορροφημένος από τον εαυτό του, που δεν έδινε και πολύ μεγάλη σημασία στα διάφορα εξωτερικά ερεθίσματα, παρόλο που τα αντιλαμβανόταν. Έτσι άφησε τη φαντασία του να πλάθει όλα όσα τροφοδοτούσαν την ροπή του προς τις παρατραβηγμένες ιδέες και σύντομα άρχισε να τον βλέπει σαν ήρωα ρομάντζου, δηλαδή όπως ήθελε να είναι και όχι όπως ήταν στην πραγματικότητα. Φρόντισε λοιπόν να τον γνωρίσει, του έκανε μεγάλες ρεβεράντζες και κατάφερε σταδιακά, να κάνει αισθητή την παρουσία του. Στην πορεία έμαθε πως ο Λόρδος Ρούθβεν είχε κάποιες υποθέσεις να διευθετήσει και στη συνέχεια πληροφορήθηκε πως ετοίμαζε τα χαρτιά του προκειμένου να ταξιδέψει. Φλεγόμενος από επιθυμία να συγκεντρώσει περισσότερα στοιχεία σχετικά με αυτόν τον μοναδικό χαρακτήρα, ο οποίος ως τώρα του είχε εξάψει την περιέργεια, εξήγησε στους κηδεμόνες του πως ήταν πλέον καιρός να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι, σαν κι εκείνα που εδώ και κάμποσες γενιές συνηθίζουν να κάνουν οι νέοι, προκειμένου να δουν και την άσχημη πλευρά της ζωής, ώστε να αποκτήσουν κι εκείνοι με τη σειρά τους κάποιες εμπειρίες σε σχέση με τους μεγαλύτερούς τους και να μη πέφτουν από τα σύννεφα κάθε φορά που μαθαίνουν την επιτέλεση κάποιας σκανδαλώδους πράξης, από εκείνες που προκαλούν τη θυμηδία ή και τον εγκωμιασμό, ανάλογα με τον βαθμό της αριστοτεχνικής τους εκτέλεσης. Οι κηδεμόνες του έδωσαν την έγκρισή τους. Ο Ώμπρεϋ έσπευσε να ανακοινώσει τις προσθέσεις του στον Λόρδο Ρούθβεν και προς μεγάλη του έκπληξη εκείνος του πρότεινε να συνταξιδέψουν. Ο νεαρός εξέλαβε την πρόσκληση ως δείγμα εκτίμησης και αισθάνθηκε ολωσδιόλου ξεχωριστός, οπότε δέχτηκε με χαρά και μετά από λίγες ημέρες διέσχιζαν τα εγχώρια ύδατα.
Ως εκείνη τη στιγμή ο Ώμπρεϋ δεν είχε την ευκαιρία να μελετήσει τον χαρακτήρα του Λόρδου Ρούθβεν και τώρα διαπίστωνε πως παρόλο που είχε πλέον τη δυνατότητα να παρακολουθεί τη δράση του Λόρδου, τα πεπραγμένα του, ωστόσο, επιδέχονταν ποικίλες ερμηνείες πέρα από τα όποια προφανή κίνητρά του. Ο σύντροφός του σκορπούσε χρήματα αφειδώς. Οι αργόσχολοι, οι αλήτες και οι ζητιάνοι λάμβαναν από το χέρι περισσότερα χρήματα από όσα χρειάζονταν, για να ανακουφίσουν τις άμεσες ανάγκες τους. Όμως ο Ώμπρεϋ διαπίστωσε πως ο Λόρδος δε μοίραζε με την ίδια ευκολία τις ελεημοσύνες του σε εκείνους τους έντιμους ανθρώπους που από κάποια αναποδιά της τύχης είχαν καταλήξει πένητες. Αυτούς, τους έντιμους ανθρώπους, όταν χτυπούσαν την πόρτα του, τους έδιωχνε σχεδόν κακήν κακώς. Μα, κάθε φορά που κάποιος ανήθικος ερχόταν για να του ζητήσει κάτι, όχι για να ανακουφίσει τις ανάγκες του, αλλά για να μπορέσει να κυλιστεί μες στις ασέλγειες ή να βουλιάξει ακόμα βαθύτερα στις ανομίες του, αυτός, έφευγε πάντα γεμάτος με πλούσιες φιλανθρωπίες. Αυτό βέβαια ο Ώμπρεϋ, το απέδιδε στη μεγαλύτερη επιδεξιότητα των κακών, οι οποίοι ήταν περισσότερο επίμονοι από τους υπόλοιπους, τους διστακτικούς και σεμνούς απόρους. Μάλιστα υπήρχε και κάτι άλλο σχετικό με τις φιλανθρωπίες του Λόρδου, που του έκανε ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση: όλοι εκείνοι που δέχτηκαν τα χρήματά του, μοιραία διαπίστωσαν πως αυτά τα λεφτά ήταν καταραμένα και είτε κατέληξαν στο ικρίωμα είτε βυθίστηκαν στην πιο απόλυτη αθλιότητα. Στις Βρυξέλλες και στις άλλες πόλεις από όπου πέρασαν, ο Ώμπρεϋ, έμεινε έκπληκτος με τον φανερό ζήλο που έδειχνε ο συνταξιδιώτης του για όλα τα καταγώγια του συρμού. Μάλιστα αφέθηκε να παρασυρθεί από το πνεύμα της χαρτοπαιξίας. Στοιχημάτιζε και πόνταρε με μεγάλη επιτυχία εκτός από τις περιπτώσεις που ο αντίπαλός ήταν κάποιος σεσημασμένος χαρτοκλέφτης. Τότε φρόντιζε να χάνει περισσότερα από όσα είχε προηγουμένως κερδίσει. Και πάντα διατηρούσε το ίδιο ανέκφραστο πρόσωπο, με το οποίο κοίταζε τον κόσμου που τον περιέβαλε.
Ωστόσο δε συμπεριφερόταν το ίδιο, όταν τύχαινε να συναντήσει κάποιο άγουρο κι αθώο παιδαρέλι ή κάποιον ατυχή πατέρα πολυπληθούς οικογένειας. Τότε πάντα τους νικούσε, έμοιαζε απόλυτα συγκεντρωμένος στο παιχνίδι και τα μάτια του πετούσαν σπίθες, σαν γάτα που παίζει με ένα μισοπεθαμένο ποντίκι. Σε κάθε πόλη φρόντιζε να αφήνει τους εύπορους νέους, που είχαν δεχτεί τη φιλία του, εντελώς κατεστραμμένους, χωρισμένους από όσους αγαπούσαν, μέσα σε ένα υγρό κελί, να αναθεματίζουν την ώρα και τη στιγμή που τον γνώρισαν. Επίσης πολλοί πατεράδες που τον συναπάντησαν κατέληξαν να κοιτάζουν με απόγνωση τα βουβά πεινασμένα παιδιά τους, βλέποντας όλη την περιουσία τους εξανεμισμένη, σε σημείο που να μην έχουν λεφτά, ούτε για να καλύψουν τις βασικότερες ανάγκες του σπιτιού τους. Ποτέ δε σηκωνόταν από τραπέζι της χαρτοπαιξίας με χρήματα στις τσέπες του. Όσα είχε προηγουμένως κερδίσει από τα αθώα θύματά του, φρόντιζε να τα χάνει αμέσως, ως την τελευταία δεκάρα. Ίσως βέβαια, αυτό να οφειλόταν στο ότι, καίτοι ήταν γνώστης του παιχνιδιού, υπήρχαν ωστόσο κάποια άλλοι περισσότεροι ικανοί και έμπειροι. Ο Ώμπρεϋ θέλησε πολλές φορές να το συζητήσει αυτό με τον φίλο του και να τον ικετεύσει να σταματήσει τις φιλανθρωπίες και τις διασκεδάσεις εκείνες που σκορπούσαν γύρω του τον ολοθρεμό και του απέφεραν ελάχιστο κέρδος. Αλλά το ανέβαλε διαρκώς, γιατί κάθε μέρα που περνούσε, έλπιζε πως ο φίλος του θα του έδινε κάποια αφορμή, ώστε να του μιλήσει με ειλικρίνεια και ευθύτητα. Δυστυχώς αυτό δε συνέβη ποτέ. Ο Λόρδος Ρούθβεν μέσα στην άμαξά του, προσπερνούσε τα άγρια και πλούσια τοπία που συναντούσαν στην πορεία τους πάντα με τον ίδιο τρόπο: Τα μάτια του μιλούσαν λιγότερο από τα χείλη του. Έτσι, παρόλο που ο Ώμπρεϋ βρισκόταν κοντά στο αντικείμενο της περιέργειάς του, παρέμενε ανικανοποίητος και η μόνη ευχαρίστηση που εισέπραττε είχε να κάνει με τη μάταιη επιθυμία του να ρίξει φως σε αυτό το μυστήριο, το οποίο είχε εξάψει τη φαντασία του και τον έκανε να πιστεύει πως πίσω από όλα αυτά κρυβόταν κάτι το υπερφυσικό.
Μετά από λίγο καιρό έφτασαν στη Ρώμη, και για ένα διάστημα, ο Ώμπρεϋ, έχασε τα ίχνη του συνταξιδιώτη του. Ο Λόρδος τον άφησε στις φροντίδες μιας Ιταλίδας κοντέσας κι ο ίδιος πήγε να εξερευνήσει τα μνημεία μιας σχεδόν ερειπωμένης πόλης. Κι ενώ ο Ώμπρεϋ περνούσε έτσι τον καιρό του, έφτασε η αλληλογραφία του από την Αγγλία, την οποία άνοιξε με μεγάλη ανυπομονησία. Το πρώτο γράμμα ήταν από την αδερφή του, η οποία του έστελνε απλώς την αγάπη της. Τα υπόλοιπα όμως, ήταν από τους κηδεμόνες του και τα όσα του έγραφαν τον άφησαν κατάπληκτο. Ως τώρα μονάχα με τη φαντασία του υποψιαζόταν πως ο σύντροφός του διακατεχόταν από κάποια διαβολική δύναμη, πλέον όμως, αυτές οι επιστολές μετέτρεψαν την υποψία σε βεβαιότητα. Οι κηδεμόνες του επέμεναν να εγκαταλείψει αμέσως τον φίλο του και τόνιζαν πως ο χαρακτήρας του ήταν φριχτά ακόλαστος και γι’ αυτό, η ικανότητά του να αποπλανεί, έκανε τις έκφυλες έξεις του, ακόμα πιο επικίνδυνες για την κοινωνία. Είχε αποκαλυφθεί πως η αδιαφορία του για εκείνη την μοιχαλίδα κοσμική κυρία δεν προερχόταν από την περιφρόνησή του για τον χαρακτήρα της. Πως προκειμένου να ενισχύσει τις ακόρεστες ορέξεις του, απαιτούσε από τα θύματά του, τις συνένοχους του στην ακολασία, να εκπέσουν από τα ύψη της αρετής τους και να συρθούν στον βόρβορο της πιο επαίσχυντης ατιμίας και υποβάθμισης. Έτσι όλες εκείνες οι γυναίκες που συναναστρεφόταν, υποτίθεται για την αρετή τους, είχαν, μετά την αναχώρησή του, ρίξει τις μάσκες και δεν ντρέπονταν πλέον να εκθέσουν τα απεχθή τους βίτσια σε κοινή θέα.
Ο Ώμπρεϋ αποφάσισε να φύγει μακριά από έναν τέτοιον άνθρωπο, του οποίου ο χαρακτήρας δεν είχε φανερώσει ως τώρα το παραμικρό φωτεινό σημαδάκι, έστω κάτι, για να αναπαυθεί επάνω του το βλέμμα. Αποφάσισε να σκαρφιστεί κάποια αληθοφανή δικαιολογία και τον παρατήσει αμέσως, αλλά, στο μεταξύ, σκόπευε να έχει το νου του και μην αφήσει τίποτα να περάσει απαρατήρητο. Φρόντισε να μπει στο κύκλο του Λόρδου και σύντομα διαπίστωσε πως ο Λόρδος προσπαθούσε να αποπλανήσει την άδολη κόρη μιας κυρίας, την οποίας το σπίτι επισκεπτόταν πολύ συχνά. Στην Ιταλία σπάνια απαντάται μια ανύπαντρη νέα μέσα σε κοσμικούς κύκλους. Συνεπώς ο Λόρδος έπρεπε να εκτελέσει τα σχέδιά του εν κρυπτώ. Ο Ώμπρεϋ επέμενε να τον παρακολουθεί στενά και σύντομα ανακάλυψε πως ο Λόρδος σχεδίαζε μια δολοφονία η οποία σχεδόν σίγουρα θα είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή ενός αθώου, αλλά απερίσκεπτου κοριτσιού. Χωρίς να χάνει καιρό, ο Ώμπρεϋ μπήκε στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Λόρδου Ρούθβεν και τον ρώτησε ευθέως για τις προθέσεις του σχετικά με τη δεσποινίδα, ενημερώνοντάς τον παράλληλα, πως γνώριζε ότι επρόκειτο να τη συναντήσει απόψε κιόλας, τη νύχτα. Ο Λόρδος Ρούθβεν είπε πως οι προθέσεις του δεν διέφεραν από εκείνες που ο καθένας θα είχε στην προκειμένη περίπτωση. Κι όταν ο Ώμπρεϋ τον πίεσε για να μάθει αν σκόπευε να παντρευτεί τη νέα, εκείνος απλά γέλασε. Ο Ώμπρεϋ αποχώρησε και αμέσως έγραψε ένα σημείωμα στο οποίο ανέφερε πως αδυνατούσε να συνοδεύσει τη αυτού εξοχότητα στο υπόλοιπο του ταξιδιού του, διέταξε τον υπηρέτη του να του βρει άλλο κατάλυμα και ειδοποίησε την μητέρα της νέας, πληροφορώντας την για όλα όσα ήξερε, όχι μόνο σχετικά με την κόρη της αλλά και σχετικά με τον χαρακτήρα του Λόρδου. Έτσι η συνάντηση αποτράπηκε. Ο Λόρδος Ρούθβεν έστειλε απλώς, την επομένη, τον υπηρέτη του, για να δηλώσει τη συγκατάθεσή του, σχετικά με την αποχώρηση. Αλλά δεν έκανε νύξη για την παρέμβαση του Ώμπρεϋ στα σκοτεινά σχέδιά του.
Μόλις άφησε τη Ρώμη, ο Ώμπρεϋ κατευθύνθηκε προς την Ελλάδα και διασχίζοντας την χερσόνησο έφτασε σύντομα ως την Αθήνα.(συνεχίζεται)