Τα πιο όμορφα κι αγαπημένα ποιήματα

Νίκος Καββαδίας:
Κοσμά του Ινδικοπλεύστη


Τριγυριστής της Ινδικής στα νιάτα του ο Κοσμάς,
πίστεψε στα γεράματα πως θα καλογερέψει.
Κυρά θαλασσοθάνατη, στα χέρια του έχεις ρέψει,
που στα στερνά τα μάρανε το αλέτρι κι ο κασμάς.

Όπου έφτασες, κάθε χρονιά θερίζουν τρεις φορές.
Την Ταπροβάνη εδιάλεξες κι είχες καιρό ποδίσει.
Τώρα μασάς αμύγδαλα και προσφορές ξερές,
και το λιβάνι οσμίζεσαι που μοιάζει με χασίσι.

Εκεί, Ταμίλες χαμηλές που εμύριζαν βαριά,
Σιγκαλινές με στήθη ορθά τριγύρω σου λεφούσια.
Εδώ λυγίζεις το κορμί με τ’ αχαμνά μεριά
και προσκυνάς τη Δέσποινα τη Γαλακτοτροφούσα.

Πήγες εκεί που εδίδασκε το πράσινο πουλί,
όπου της μάγισσας ο γιος θ’ αντάμωνε το στόλο.
Έλυνε εκείνος με σπαθί όσα η γραφή διαλεί.
Μα εσύ ξηγάς τα αινίγματα καινούργιων Αποστόλων.

Μπροστά στου τρεις ελέφαντες ντυμένοι στα χρυσά,
Όξω απ’ του Βούδα τη σπηλιά, ψηλά στην Κουρνεβάλα.
Τώρα σκοντάφτεις, Γέροντα, στου δρόμου τα μισά
και πας για να λειτουργηθείς σε γάιδαρο καβάλα.

Μαζεύει ο ναύτης τον παρά κουκί με το κουκί
και πολεμά σε ψήλωμα να στήσει το αγκωνάρι.
Άλλοι σαλπάρουν Αύγουστο για Νότιο Σινική
και το γλεντάν στο Βοθνικό, Δεκέμβρη και Γενάρη.

Όταν πιστεύω θάλασσα μονάχα και βυθό
και προσκυνάω για κόνισμα έναν παλιό αστρολάβο,
πες μου, στην άγια πίστη σου, πως να προσευχηθώ;
σε ποιον να ξομολογηθώ και που να μεταλάβω;

Ο Θεός είναι πανάγαθος, Κοσμά, και συχωρά,
Όμως γδικιέται αμείλιχτος ο γέρο Ποσεοδώνας.
Το `δανε λένε βουτηχτές: του σαλαχιού η ουρά
να γαργαλάει στα χαμηλά, τα χείλια της στρειδώνας.
 
Μοντερνισμός σε σφηνάκι = ποιηματάκι χωρίς ρηματάκι.


Σ'έναν σταθμό του Μετρό

The apparition of these faces in the crowd;
Petals on a wet, black bough.

Τ'όραμα εκείνων των προσώπων μες στο πλήθος
Πέταλα σε υγρό, σκούρο κλωνάρι


-Έζρα Πάουντ.
 
Βρόχος

Τώρα που σ'έχω διαγράψει απ'την καρδιά μου,
ξαναγυρνάς όλο και πιο πολύ επίμονα,
όλο και πιο πολύ τυραννικά.
Δεν έχουν έλεος τα μάτια σου για μένα,
δεν έχουν τρυφερότητα τα λόγια σου,
τα δάχτυλά σου έγιναν τώρα πιο σκληρά,
έγιναν πιο κατάλληλα για το λαιμό μου.

Ντίνος Χριστιανόπουλος
 
"Interior" by Dorothy Parker

Her mind lives in a quiet room,
A narrow room, and tall,
With pretty lamps to quench the gloom
And mottoes on the wall.

There all the things are waxen neat,
And set in decorous lines,
And there are posies, round and sweet,
And little, straightened vines.

Her mind lives tidily, apart
From cold and noise and pain,
And bolts the door against her heart,
Out wailing in the rain.
 
Συγγνώμη που αναρτώ ποιήματα στα αγγλικά, αλλά όσα έχω διαβάσει στα ελληνικά "χάνουν" πολύ.

~Έμιλυ Ντίκινσον

I took my power in my hand
And went against the world;
’Twas not so much as David had,
But I was twice as bold.

I aimed my pebble, but myself
Was all the one that fell.
Was it Goliath was too large,
Or only I too small?

###

I felt a cleavage in my mind
As if my brain had split;
I tried to match it, seam by seam,
But could not make them fit.

The thought behind I strove to join
Unto the thought before,
But sequence ravelled out of reach
Like balls upon a floor.

###

I felt a funeral in my brain,
And mourners, to and fro,
Kept treading, treading, till it seemed
That sense was breaking through.

And when they all were seated,
A service like a drum
Kept beating, beating, till I thought
My mind was going numb.

And then I heard them lift a box,
And creak across my soul
With those same boots of lead, again,
Then space began to toll

As all the heavens were a bell,
And Being but an ear,
And I and silence some strange race,
Wrecked, solitary, here.

*And then a plank in reason, broke,
And I dropped down and down-
And hit a world at every plunge,
And finished knowing-then-


(*Η τελευταία στροφή του τελευταίου ποιήματος λείπει από την συλλογή "My life had stood a loaded gun")
 
Θάνατοι, Κ.Γ Καρυωτάκης

Χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
κι απ’ τη χαρά ζεστά των φιλημάτων,
χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
χτυπήσατε τις πόρτες των θανάτων·

ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
και διψασμένα εμείνατε ποτήρια,
ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
κι εμείνατε κλεισμένα παραθύρια·

ω, που’ χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
κι ο λόγος σας εδιάλεξε για τάφο,
ω, που’ χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
και τον καημό δεν είπατε που γράφω·

μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου
μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον Πόνο των Πραγμάτων και του Ανθρώπου



Απο την πρώτη του ποιητική συλλογή '' Ο πόνος των ανθρώπου και των πραγμάτων'', η οποία εκδόθηκε το 1919.
 
Last edited:
(Παίρνω σκυτάλη από Στιλλ)

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Mαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
H ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα' ναι
ζήτημα ύψους.

Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Aμάλθειο κέρας.

(Tαπεινή τέχνη δίχως ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα' ρθώ κοντά σου
κατακορύφως.

Oι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.

Ά! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.


—Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο, Κώστας Καρυωτάκης.
 
Χάρη σε έναν χρήστη του γουδριντς που γράφει υπέροχες κριτικές, μου ήρθε στο μυαλό (πάλι) η θρυλική κασέτα που μου είχε γράψει η φιλόλογός μου, μόνο που αυτή την φορά θυμήθηκα πως στην κασέτα αυτή υπήρχε ένα ποίημα που τότε μ'άρεσε πολύ. (Ψάχνοντας για μέρες στο youtube βρήκα και την ηχογράφηση, η Εύα Κοταμανίδου είναι λες και γεννήθηκε για να απαγγέλει.)

Ένας ήλιος αόρατος κι αδιάκοπος με ξυπνά
Κάθε φορά που τον θάνατο πάω να ονειρευτώ
Μια φλόγα που δεν ανάβει με καίει μυστικά
Κι ακουμπώ στη συνείδησή μου για να πάρω φως
Όταν δεν μ'αγαπάνε οι άνθρωποι κάποτε απελπίζομαι
Κάποτε τους αγαπώ εγώ κι ας μη με αγαπάνε
Έτσι δεν μου χρειάζονται δέντρα για να πλαγιάσω
Δεν μου χρειάζονται φύλλα χόρτα ή λουλούδια
Φτάνει να βλέπω στον άνθρωπο τον εαυτό μου
Να νιώθω γαλάζιο τον εαυτό μου κι ας μη το βλέπω


—Ένας ήλιος αόρατος, Γιώργος Σαραντάρης
 
ΘΡΗΝΟΣ

Τί κρίμα αὐτὸς ὁ θάνατος!
Τί πανάρχαιος!..
Ὁ ἀδελφός μου εἶναι πεθαμένος
καὶ τὸν θρηνῶ.
(Πότε θὰ πῇ τὸ στόμα ἐκεῖνο
μὲ τὴ γλυκύτατη φωνή:
Λάζαρε, δεῦρο ἔξω!..)

Γιὰ τὴν ἀνάσταση πεθαίνουμε ὅλοι
κι ὁ ἀδελφός μου κεῖται δῶ
καὶ περιμένει ἄταφος,
καθισμένος σὲ μιὰ καρέκλα καφενείου,
ἀνάμεσα σὲ καπνοὺς
καὶ χτύπους ἀπὸ τραπουλόχαρτα!..


Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου

[Ανθολογία της Νεοελληνικής Γραμματείας, η Ποίηση / Η.Ῥ.Η.Σ Αποστολίδη σελ. 593]
 
ΑΝΑΜΟΝΗ

Σε περιμένω. Μη ρωτάς γιατί.
Μη ρωτάς γιατί περιμένει κείνος
που δέν έχει τί να περιμένει
και όμως περιμένει.

Γιατί σαν πάψει να περιμένει
είναι σα να παύει να βλέπει
σα να παύει να κοιτά τον ουρανό,
να παύει να ελπίζει,
σα να παύει να ζει.

Αβάσταχτο είναι... Πικρό είναι
Να σιμώνεις αργά στ'ακρογιάλι
χωρίς να είσαι ναυαγός
ούτε σωτήρας
παρά ναυάγιο.

Μενέλαος Λουντέμης
 
Η πιο ωραία θάλασσα :
αυτή που ακόμα δεν ταξιδέψαμε.
Οι πιο ωραίες μέρες μας :
αυτές που ακόμα δε ζήσαμε.
Ναζίμ Χικμέτ , Τα ποιήματα των 9-10μ.μ.
εκδόσεις Θεμέλιο
Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν από τον Χικμέτ για την γυναίκα του Πιραγιέ που ήταν στην Κωνσταντινούπολη , καθώς εκείνος ήταν φυλακισμένος στις φυλακές της Προύσας.
(τέλη 1945)
 
Υπάρχει ένα συγκεκριμένο στιχάκι από κάποιο ποίημα του Σολωμού που μου κόλλησε από τότε που το πρωτοάκουσα στο σχολείο


Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.
Ένα υπέροχο τετραστιχο είναι και το ακολουθω του καρυωτακη
Μικραν μικραν καταπτυστον
ψυχή έχουν αι μαζαι
ιδιοτελή καρδιαν
Και παρειαν αναίσθητον εις τους κολαφους
 
Last edited by a moderator:
Mereces un amor que te quiera despeinada,
incluso con las razones que te levantan de prisa
y con todo y los demonios que no te dejan dormir.
Mereces un amor que te haga sentir segura,
que pueda comerse al mundo si camina de tu mano,
que sienta que tus abrazos van perfectos con su piel.
Mereces un amor que quiera bailar contigo,
que visite el paraíso cada vez que ve tus ojos
y que no se aburra nunca de leer tus expresiones.
Mereces un amor que te escuche cuando cantas,
que te apoye en tus ridículos,
que respete que eres libre,
que te acompañe en tu vuelo,
que no le asuste caer.
Mereces un amor que se lleve las mentiras,
que te traiga la ilusión,
el café
y la poesía
.

Η Φρίντα η Κάλο.
 
ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Άντρας:
Όταν σε κοιτώ, θυμάμαι τη Γη.
Τότε στον Κήπο.
Τότε που,
καθρεφτάκια κρέμονταν στα δέντρα,
μικρές λάμψεις η απουσία σου,
το μεγάλο μήλο, το μικρό φίδι,
ήμασταν άραγε ποτέ τόσο αθώοι,
τόσο επιμελημένα ένοχοι;
Θυμάσαι;

Γυναίκα:
Δεν θυμάμαι τίποτε.
Όταν μιλάς, δεν καταλαβαίνω.
Μία ρωγμή χωρίζει το φύλο μου
στη μέση.
Όσον αφορά εμένα,
ουδέποτε υπήρξε Κήπος ή Θεός.
Μονάχη πορευόμουνα τότε
και τώρα μόνη.

Άντρας:
Και όμως,
υπήρξαμε εραστές.
Αυτό που οι πολλοί λεν
"αγγίζω".

Γυναίκα:
Θυμάμαι μόνο μια λίμνη,
στην άκρη ενός τίποτα,
στην πλάτη ενός βατράχου που τρέχει.
Θυμάμαι την ομίχλη
και στη μέση μια βάρκα με κουπιά.
Έφευγα μόνη
και μόνο μια μέλισσα
βόμβιζε στο κενό.

Άντρας:
Κι όμως υπήρξαμε εραστές.
Στην άγνωστη γλώσσα των χαμένων πουλιών,
"σ' αγαπώ" σημαίνει "επιστρέφω".

Γυναίκα:
Άκου -
Μια κουκουβάγια μαχαιρώνει τη σιωπή.
Για μένα "σ' αγαπώ" σημαίνει
άγριο δάσος,
ουρλιαχτό,
φεγγάρι από αίμα.

Άντρας:
Μ' αγάπησες ποτέ στ' αλήθεια;

Γυναίκα:
Λίγο τσάι ακόμα;
Τα απογεύματα στην εξοχή
είναι φέτες λεμονιού,
ξινά και ανεπαίσθητα ανούσια.
Αλήθεια, πώς μπερδεύεται η αλήθεια
μες στο παλιό σαμοβάρι, με το ψέμα.
Λίγη ζάχαρη ή γάλα;

Χλόη Κουτσουμπέλη
-Η Λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια-

{Ρολοι πληρως ανταλλάξιμοι και διαρκώς εναλλάξιμοι
Νομίζω, αν ειχα κορη, θα τη φώναζα Χλόη με την ελπίδα να εβρισκε τον Δαφνη της.}
 
Top