Παραμονές Χριστουγέννων ήταν που η μάνα άφησε το σπίτι της για τελευταία φορά, ανέγνωρη της τελευταίας φοράς που τ’ άφηνε. Πέντε μήνες μετά γύρισα να το κάνω όπως εκείνη θα ήθελε, Πασχαλινό και καθαρό, αφαιρώντας τα χριστουγεννιάτικα πλουμίδια που σκονίζονταν τόσο καιρό και δυστυχώς ξέκανα και τα αγαπημένα κηπάριά της μπρος και πίσω στα μπαλκόνια, ακόμα μας ρωτά αν τα ποτίζουμε να μην ξεραθούν -εδώ ξεκάνουμε εμάς, τα φυτά πού χρόνος να κοιταχτούνε; μαράθηκαν! δεν θα το μάθει ποτέ αυτό- “διάβασα” πόντο-πόντο τις κινήσεις της πριν το αφήσει, την αγωνία της σωματικής αδυναμίας, το μεράκι της ομορφιάς στα πληθωρικά στολιδάκια (το σπίτι με τα εκατό κάτασπρα και κολλαριστά δαντελάκια) εδώ κι εκεί, ένα σωρό φωτογραφίες διεσπαρμένες παντού, την απροσμέτρητη αγάπη της, σ’ εμάς, στους συγγενείς, στον τελευταίο άντρα που αγάπησε και χώρισε, σκηνές απ’ τη ζωή τους, το σκυλί τους, τα ρούχα της και τα ραψίματά της πάνω τους, τα πισωγάζια και τα καρικώματα, με τα κουρασμένα χεράκια που στον ύπνο παντού, στο σπίτι ή στα νοσοκομεία, κάνουν ασυναίσθητα, αντί για παραμιλητό, την κίνηση της ραφής πάνω στο ρούχο...
άτιμο πράγμα η μοίρα...μου’λαχε ο ρόλος της μάνας της μάνας μου...εγώ ν’ αποφασίζω πια γι’ αυτή...Θεέ μου τι τιμωρία μου’δωσες...υπογράφω εδώ γι’ αυτή, υπογράφω εκεί γι’ αυτήν, εγώ γι’ αυτήν για όλη της την ύπαρξη...μην το δώσει αυτό ούτε για τον εχθρό μου...μακάρια τα παιδιά που οι γονιοί τους φεύγουν σαν γονείς κι όχι σαν παιδιά των παιδιών τους...κι αυτή τη νύχτα που έλιωσα στον ύπνο πάνω στην ξερή πολυθρόνα μου με μια ακόμα στομαχική παλινδρόμηση ενός κουλουριού Θεσσαλονίκης που είχα το θράσος να φάω γύρω στις έντεκα κουρασμένη και θλιμένη όσο τίποτα...ξύπνησα τώρα και συλλογίστηκα αυτό το απόσπασμα απ΄το ποίημα του Μιχάλη Γκανά, στη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του...και το’φερα στη σκέψη μου με μια μεταφορά στα μέτρα μου. Λέω να γίνω μάνα της μάνας μου, μια μάνα που της έτυχε σιωπηλό και δύστροπο παιδί και να της πω μια ιστορία για να την πάρει ο ύπνος. Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, πάρε και τη μαμά μου...
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα...
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
στις πλάτες του ν’ αχνίζει.
Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
πως είναι πεθαμένη.
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δούν πως μεγαλώσαμε
να παρηγορηθούνε.