Πριν πάμε στα σύνθετα, ας δούμε τα βασικά: Τι σημαίνει η λέξη δημοκρατία. Ας δούμε επίσης και το Σύνταγμα της Ελλάδας.
[ Σημ. επειδή βλέπω σε ποιο νήμα γράφω και επειδή δεν έχει νόημα να παίζουμε τις κουμπάρες. Εδώ μπορούμε να καταθέσουμε γνώμες, σκέψεις, αντιρρήσεις (πέρα από κομματικά ανέκδοτα), μπορούμε να δούμε όλες τις πλευρές, από το πολίτευμα που έχουμε τώρα μέχρι Κίναιδους και Εθνική κάθαρση.]
[Λεξικό Μπαμπινιώτη]
δημοκρατία (η) {δημοκρατιών} ΠΟΛΙΤ. 1. (α) πολίτευμα με διαφορετικές μορφές κατά κοινωνίες και ιστορικές περιόδους, σύμφωνα με το οποίο η πολιτική εξουσία πηγάζει από τον λαό και ασκείται προς όφελός του, βασικές δε αρχές του αποτελούν η ισονομία, η ισοπολιτεία, η κατοχύρωση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αρχή τής πλειονοψηφίας κ.λπ.: αρχές / όρια / υπονόμευση / ανατροπή / σεβασμός / στήριξη / εδραίωση τής ~ ‖ ζηλωτής / υπέρμαχος / αγωνιστής τής ~ ΑΝΤ. τυραννία, απολυταρχία, ολιγαρχία, μοναρχία, δεσποτισμός, δικτατορία, φασισμός (β) άμεση δημοκρατία το πολιτικό σύστημα κατά το οποίο οι αποφάσεις λαμβάνονται απευθείας από τους πολίτες, χωρίς τη μεσολάβηση αντιπροσώπων (όπως λ.χ. στην αρχαία Αθήνα), κατ' αντιδιαστολή προς την έμμεση, την κοινοβουλευτική δημοκρατία (γ) έμμεση / αντιπροσωπευτική δημοκρατία η συνηθέστερη μορφή σύγχρονου δημοκρατικού πολιτεύματος, κατά την οποία η πολιτική εξουσία ασκείται από τον λαό έμμεσα, μέσω αιρετικών αντιπροσώπων κατά το Σύνταγμα (δ) μικτή δημοκρατία δημοκρατικό πολίτευμα αντιπροσωπευτικού τύπου, στο οποίο υπάρχουν θεσμοί που επιτρέπουν στον λαό να ασκεί απευθείας πολιτική εξουσία σε ορισμένες περιστάσεις (ε) βασιλευομένη δημοκρατία το δημοκρατικό πολίτευμα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας είναι ο βασιλιάς, κατ' αντιδιαστολή προς την προεδρευομένη δημοκρατία (στ) αβασίλευτη δημοκρατία δημοκρατικό πολίτευμα, κατά το οποίο ο ανώτατος άρχοντας (πρόεδρος τής Δημοκρατίας) εκλέγεται από τον λαό είτε άμεσα είτε έμμεσα (δηλαδή από τους αντιπροσώπους του) (ζ) προεδρική δημοκρατία κοινοβουλευτικό δημοκρατικό πολίτευμα, στο οποίο ο πρόεδρος τής Δημοκρατίας εκλέγεται απευθείας από τον λαό και είναι το κεντρικό όργανο τής εκτελεστικής εξουσίας: ~ είναι το πολίτευμα των Η.Π.Α. Και τής Γαλλίας (η) προεδρευομένη δημοκρατία η μορφή κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, στο οποίο κεντρικό όργανο τής εκτελεστικής εξουσίας είναι η κυβέρνηση που εξαρτάται από την εμπιστοσύνη τής Βουλής, ενώ ο πρόεδρος τής Δημοκρατίας εκλέγεται από τη Βουλή και δεν ασκεί ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες: το πολίτευμα τής Ελλάδας είναι ~ (θ) λαϊκή δημοκρατία το καθεστώς των χωρών, στις οποίες, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, κυβερνούσε το κομουνιστικό κόμμα (ι) δημοκρατία τής μπανάνας η μπανανία (βλ.λ.) 2. (συνεκδ.) (α) έθνος ή κράτος που κυβερνάται με δημοκρατικό πολίτευμα: η Κύπρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη ~ ‖ η Γαλλική / η Ελληνική / η Ισπανική ~ (β) ομοσπονδιακή δημοκρατία κρατικός οργανισμός που αποτελείται από περισσότερες τής μίας δημοκρατικές πολιτείες, τις οποίες διοικεί κεντρική (ομοσπονδιακή) κυβέρνηση όπως λ.χ. στη Γερμανία 3. (σε φρ. όπως Α', Β' κ.λπ. Δημοκρατία) η περίοδος δημοκρατικής διακυβέρνησης που αρχίζει από την ψήφιση ή αναθεώρηση ενός Συντάγματος: ο Ντε Γκωλ υπήρξε πρόεδρος τής Ε' Γαλλικής Δημοκρατίας. ΣΧΟΛΙΟ λ. δημοκράτης.
[ΕΤΥΜ. αρχ. < δῆμος + -κρατία < κράτος. Ορισμένοι πολιτικοί όροι είναι μεταφρ. Δάνεια, λ.χ. λαϊκή / ομοσπονδιακή δημοκρατία (πβ. γαλλ. republique populaire / federale)].
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημοκρατία η [δimokratia] : 1. πολιτικό σύστημα που στηρίζεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και που λειτουργεί με βάση τη βούληση της πλειοψηφίας των πολιτών: Aγωνίζομαι για τη ~. Ενισχύω / καταλύω / αποκαθιστώ / τραυματίζω / υπονομεύω τη ~. Aστική / σοσιαλιστική ~. Άμεση / έμμεση / αντιπροσωπευτική / μεικτή ~. H ~ γεννήθηκε στην Ελλάδα. Λαϊκή* ~. 2. το συνταγματικό πολίτευμα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας είναι αιρετός: Προεδρική / προεδρευόμενη / αβασίλευτη ~. || Bασιλευόμενη ~,όπου ο ανώτατος άρχοντας (ο βασιλιάς) είναι κληρονομικός. 3. κράτος με δημοκρατικό πολίτευμα:Ελληνική ~. Ο Πρόεδρος της (Ελληνικής) Δημοκρατίας. Οι δημοκρατίες του βορρά / της Bαλτικής. ΦΡ ~ της μπανάνας*.
[λόγ. < αρχ. δημοκρατία `άμεση δημοκρατία΄ & γαλλ. democratie < αρχ. δημοκρατία]
[Λεξικό Κριαρά]
δημοκρατία η. Πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία:
εχάλασεν η βασιλεία των ρηγάδων και έγινε δημοκρατία (Βακτ. αρχιερ. 209).
[αρχ. ουσ. δημοκρατία. Η λ. και σήμ.]
Σύνταγμα της Ελλάδας
[ Σημ. επειδή βλέπω σε ποιο νήμα γράφω και επειδή δεν έχει νόημα να παίζουμε τις κουμπάρες. Εδώ μπορούμε να καταθέσουμε γνώμες, σκέψεις, αντιρρήσεις (πέρα από κομματικά ανέκδοτα), μπορούμε να δούμε όλες τις πλευρές, από το πολίτευμα που έχουμε τώρα μέχρι Κίναιδους και Εθνική κάθαρση.]
[Λεξικό Μπαμπινιώτη]
δημοκρατία (η) {δημοκρατιών} ΠΟΛΙΤ. 1. (α) πολίτευμα με διαφορετικές μορφές κατά κοινωνίες και ιστορικές περιόδους, σύμφωνα με το οποίο η πολιτική εξουσία πηγάζει από τον λαό και ασκείται προς όφελός του, βασικές δε αρχές του αποτελούν η ισονομία, η ισοπολιτεία, η κατοχύρωση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αρχή τής πλειονοψηφίας κ.λπ.: αρχές / όρια / υπονόμευση / ανατροπή / σεβασμός / στήριξη / εδραίωση τής ~ ‖ ζηλωτής / υπέρμαχος / αγωνιστής τής ~ ΑΝΤ. τυραννία, απολυταρχία, ολιγαρχία, μοναρχία, δεσποτισμός, δικτατορία, φασισμός (β) άμεση δημοκρατία το πολιτικό σύστημα κατά το οποίο οι αποφάσεις λαμβάνονται απευθείας από τους πολίτες, χωρίς τη μεσολάβηση αντιπροσώπων (όπως λ.χ. στην αρχαία Αθήνα), κατ' αντιδιαστολή προς την έμμεση, την κοινοβουλευτική δημοκρατία (γ) έμμεση / αντιπροσωπευτική δημοκρατία η συνηθέστερη μορφή σύγχρονου δημοκρατικού πολιτεύματος, κατά την οποία η πολιτική εξουσία ασκείται από τον λαό έμμεσα, μέσω αιρετικών αντιπροσώπων κατά το Σύνταγμα (δ) μικτή δημοκρατία δημοκρατικό πολίτευμα αντιπροσωπευτικού τύπου, στο οποίο υπάρχουν θεσμοί που επιτρέπουν στον λαό να ασκεί απευθείας πολιτική εξουσία σε ορισμένες περιστάσεις (ε) βασιλευομένη δημοκρατία το δημοκρατικό πολίτευμα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας είναι ο βασιλιάς, κατ' αντιδιαστολή προς την προεδρευομένη δημοκρατία (στ) αβασίλευτη δημοκρατία δημοκρατικό πολίτευμα, κατά το οποίο ο ανώτατος άρχοντας (πρόεδρος τής Δημοκρατίας) εκλέγεται από τον λαό είτε άμεσα είτε έμμεσα (δηλαδή από τους αντιπροσώπους του) (ζ) προεδρική δημοκρατία κοινοβουλευτικό δημοκρατικό πολίτευμα, στο οποίο ο πρόεδρος τής Δημοκρατίας εκλέγεται απευθείας από τον λαό και είναι το κεντρικό όργανο τής εκτελεστικής εξουσίας: ~ είναι το πολίτευμα των Η.Π.Α. Και τής Γαλλίας (η) προεδρευομένη δημοκρατία η μορφή κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, στο οποίο κεντρικό όργανο τής εκτελεστικής εξουσίας είναι η κυβέρνηση που εξαρτάται από την εμπιστοσύνη τής Βουλής, ενώ ο πρόεδρος τής Δημοκρατίας εκλέγεται από τη Βουλή και δεν ασκεί ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες: το πολίτευμα τής Ελλάδας είναι ~ (θ) λαϊκή δημοκρατία το καθεστώς των χωρών, στις οποίες, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, κυβερνούσε το κομουνιστικό κόμμα (ι) δημοκρατία τής μπανάνας η μπανανία (βλ.λ.) 2. (συνεκδ.) (α) έθνος ή κράτος που κυβερνάται με δημοκρατικό πολίτευμα: η Κύπρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη ~ ‖ η Γαλλική / η Ελληνική / η Ισπανική ~ (β) ομοσπονδιακή δημοκρατία κρατικός οργανισμός που αποτελείται από περισσότερες τής μίας δημοκρατικές πολιτείες, τις οποίες διοικεί κεντρική (ομοσπονδιακή) κυβέρνηση όπως λ.χ. στη Γερμανία 3. (σε φρ. όπως Α', Β' κ.λπ. Δημοκρατία) η περίοδος δημοκρατικής διακυβέρνησης που αρχίζει από την ψήφιση ή αναθεώρηση ενός Συντάγματος: ο Ντε Γκωλ υπήρξε πρόεδρος τής Ε' Γαλλικής Δημοκρατίας. ΣΧΟΛΙΟ λ. δημοκράτης.
[ΕΤΥΜ. αρχ. < δῆμος + -κρατία < κράτος. Ορισμένοι πολιτικοί όροι είναι μεταφρ. Δάνεια, λ.χ. λαϊκή / ομοσπονδιακή δημοκρατία (πβ. γαλλ. republique populaire / federale)].
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημοκρατία η [δimokratia] : 1. πολιτικό σύστημα που στηρίζεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και που λειτουργεί με βάση τη βούληση της πλειοψηφίας των πολιτών: Aγωνίζομαι για τη ~. Ενισχύω / καταλύω / αποκαθιστώ / τραυματίζω / υπονομεύω τη ~. Aστική / σοσιαλιστική ~. Άμεση / έμμεση / αντιπροσωπευτική / μεικτή ~. H ~ γεννήθηκε στην Ελλάδα. Λαϊκή* ~. 2. το συνταγματικό πολίτευμα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας είναι αιρετός: Προεδρική / προεδρευόμενη / αβασίλευτη ~. || Bασιλευόμενη ~,όπου ο ανώτατος άρχοντας (ο βασιλιάς) είναι κληρονομικός. 3. κράτος με δημοκρατικό πολίτευμα:Ελληνική ~. Ο Πρόεδρος της (Ελληνικής) Δημοκρατίας. Οι δημοκρατίες του βορρά / της Bαλτικής. ΦΡ ~ της μπανάνας*.
[λόγ. < αρχ. δημοκρατία `άμεση δημοκρατία΄ & γαλλ. democratie < αρχ. δημοκρατία]
[Λεξικό Κριαρά]
δημοκρατία η. Πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία:
εχάλασεν η βασιλεία των ρηγάδων και έγινε δημοκρατία (Βακτ. αρχιερ. 209).
[αρχ. ουσ. δημοκρατία. Η λ. και σήμ.]
Σύνταγμα της Ελλάδας