Ε, εντάξει, ας τα κάνουμε ένα τα δυο τελευταία μέρη, αν και δεν προχωρώ τόσο καλά. Όταν αρχίσαμε διάβασα πολύ και κράτησα σημειώσεις, αλλά δεν μπορούσα να σχολιάσω, διότι είχα ατύχημα και ήμουν πρώτα στο νοσοκομείο και μετά στο σπίτι στη Θεσσαλονίκη για να αναρρώσω, όπου δεν είχα τους κωδικούς. ΑΥτή τη βδομάδα όμως δεν κατάφερα να διαβάσω παρά ελάχιστα.
@Διχασμένη περαστικά εύχομαι από καρδιάς. Ελπίζω ειλικρινά να μην είναι τίποτε σοβαρό και να επιστρέψεις σύντομα στους ρυθμούς σου.
Καθυστερημένος, ως συνήθως...Ομολογώ ότι, επειδή οι προηγούμενες δυο εβδομάδες ήταν κουραστικές και αγχώδεις, έχασα τον αναγνωστικό μου ειρμό και ξέχασα, λίγο ως πολύ, όχι μόνο τις σκέψεις που ήθελα να μοιραστώ σ'αυτό το νήμα της συνανάγνωσης, αλλά και αυτά που έγραψε ο Σέμπαλντ. Γι΄αυτό πήρα το βιβλίο πάλι απ'την αρχή.
Είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων για τα όσα γράψατε. Αποκαλύπτουν επίπεδα του κειμένου μη ορατά με την πρώτη ματιά, αν και πρέπει να παραδεχτώ πως πολλές φορές, ειδικά φτάνοντας στο ορόσημο που σηματοδοτεί το τέλος της 2ης φάσης της συνανάγνωσης, δηλαδή τη σελίδα 123, αναρωτήθηκα αν ο Σέμπαλντ είχε πράγματι σκοπό να θίξει τα όσα παρατηρήσατε, ή αν απλώς αυτές οι παρατηρήσεις προέκυψαν κατά κάποιο αβίαστο τρόπο, ως συνέπεια των αρχικών του σκέψεων. Αυτές οι τελευταίες μου φάνηκαν πολύ αλήτισσες, να είμαι ειλικρινής, υπό την έννοια ότι μου δόσαν την εντύπωση πως ξεπηδούσαν από το κεφάλι του Σέμπαλντ και παίρναν τη θέση τους στο χαρτί χωρίς κάποιο συγκεκριμένο αρχικό σχέδιο. Σαν να ξεκινούσε από μια ιδέα και αφήνονταν να κατακλυστεί, "φλυαρόντας" επικαλούμενος έναν θαυμαστό όγκο (ανα)γνώσεων -που συχνά φαίνονται εντελώς περιττές, παράταιρες και τόσο σκανδαλωδώς ευκαιριακές, που εγείρουν την απορία αν ήταν αυτές τελικά που έδωσαν την έμπνευση στον Σέμπαλντ να γράψει τον Άουστερλιτς, ωστόσο υφαίνονται τόσο αριστοτεχνικά και μαγευτικά που δεν σε νοιάζει πια (τυχαία αναφέρω το άρθρο της εφημερίδας για την αυτοκτονία με τη γκιλοτίνα)- επί παντός επιστητού: από τη φυσιολογία των σκόρων, των πεταλούδων, των παπαγάλων, βυθισμένες πόλεις και τοπία της Ουαλίας, αρχιτεκτονικά κοσμήματα, τη μάχη του Άουστερλιτς, μέχρι τα ουράνια νεφελώματα και τη ζωγραφική του Τέρνερ.
Πριν αναφερθώ στη ροή της διήγησης, η οποία από την πρώτη μου γνωριμία με τον Σέμπαλντ στους Δακτύλιους με καθηλώνει, οφείλω να επισημάνω με τη σειρά μου αυτό:
Επίσης διαφαίνεται μια επικριτική στάση του συγγραφέα απέναντι στον σύγχρονο τρόπο ζωής και τις επιδράσεις του στο περιβάλλον αλλά και την ζωή των ανθρώπων.
Ευστοχη παρατηρηση. Γενικά, θεματοποιειται ο δυτικος πολιτισμος κι ο καπιταλισμος σε αντιδιαστολή με τις βιαιες περιστάσεις στις οποιες αυτός ανθιζει κι επεκτείνεται, τόσο σε αυτο το μυθιστόρημα (βλεπε τα κτιρια που ανεφερες κι εσυ, τη διαρκη συσσωρευση γνωσης, το γκρεμισμα του παλιου για την ανεγερση κάτι νεου, μεγαλυτερου, πιο συγχρονου) όσο και σε αλλο εργο του.
Εισπράττω μια νοσταλγία, περισσότερο, παρά μια διαμαρτυρία για τον δυτικό πολιτισμό και τον καπιταλισμό. Και νιώθω περισσότερο πως είναι η αφήγηση μιας δύσκολης ενηλικίωσης, η οποία υποπτεύομαι σχετίζεται με τον Σέμπαλντ και κρύβεται πίσω από τη φιγούρα του Άουστερλιτς, ενός παραπόνου, κατά κάποιο τρόπο, για πράγματα που -μοιραία- παρέρχονται, πράγματα που συνέθεταν τον μαγεμένο κόσμο της παιδικής ηλικίας και έδιναν ένα αίσθημα ασφάλειας, μια στερεότητα και μια σιγουριά και των οποίων η συνέχιση της ύπαρξης θα πρόσφερε την ευκαιρία στον ενηλίκα πια Άουστερλιτς (ή τον οποιοδήποτε σε τελική ανάλυση) να επιστρέφει σ'ένα νοητικό-συναισθηματικό safe house για να νιώσει ασφαλής απέναντι στην κακοήθεια του κόσμου και (εικάζω) στο αμείλικτο πέρασμα του χρόνου (ας θυμηθούμε ότι ο Άουστερλιτς δεν χρησιμοποίησε ποτέ ρολόγια) που προϋποθέτει την αναπόφευκτη απώλεια: ανθρώπων, πραγμάτων κλπ.
Αυτή η νοσταλγία προκύπτει, κατά την ανάγνωσή μου, από τη λησμονιά αυτού που λέγεται the old ways, δομές και μορφές ζωής πιο συγκροτημένες, πιο ανθρώπινες, πιο καταδεκτικές και ανοιχτές προς τη φύση, με τους ρυθμούς και τα μυστήριά της. Ως προς αυτό, βρήκα πολύ χαρακτηριστικό το δίπολο του θείου Ήβλυν και του θείου Αλφόνσο: είναι φιγούρες που ανήκουν οριστικά σε μια άλλη εποχή -δεν χωράνε στη δική μας- οι οποίες συνυπήρχαν σε έναν κόσμο και με έναν κόσμο που έφτιαξαν οι προπαππούδες του Τζέραλντ συλλέγοντας και εκθέτοντας λογιών ενθύμια, τα οποία με τη σειρά τους εξυπηρετούν (αν δεν αποτελούν από μόνα τους τον κορμό) στην αφήγηση της οικογένειας Φιτζπάτρικ (το ίδιο, νομίζω, συμβαίνει και με την αίθουσα του μπιλιάρδου στο Αιβερ Γκρόουβ). Η απώλεια των δυο θείων είναι μεταιχμιακή, σηματοδοτεί την πώληση της Ανδρομέδας, όπως ο θάνατος της Γκουέντολυν (άλλη μια απώλεια) σηματοδότησε την πτώση του Ελίας, που είχε ως αποτέλεσμα την έξοδο του Άουστερλιτς στον κόσμο.
Έχω την αίσθηση (όχι όμως τη βεβαιότητα) ότι η αναφορά στον πίνακα του Τέρνερ δεν είναι άσχετη: [...] χρονολογεῖται τὸ 1841, τὴν ἐποχὴ δηλαδὴ ποὺ ὁ Τέρνερ δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ταξιδέψει, τὸν ἀπασχολοῦσε ὅλο καὶ περισσότερο ἡ σκέψη τοῦ θανάτου του καὶ ἴσως γι΄αὐτὸ τὸ λόγο, ὅταν κάτι ἀναδυόταν μέσα ἀπὸ τὴ μνήμη το, ὅπως αὐτὴ ἡ μικρὴ νεκρικὴ πομπὴ στὴ Λωζάννη, προσπαθοῦσε νὰ συγκρατήσει βιαστικὰ μὲ τὸ πινέλο του τὶς εἰκόνες ποὺ ἐξαϋλώνονταν πάλι ὕστερα ἀπὸ λίγο.
Ο πίνακας συνδέεται και με την τελευταία βόλτα του Άουστερλιτς με τον Τζέραλντ, η απώλεια του οποίου μάλλον (κατά τον Άουστερλιτς) υπήρξε η αρχή της πτώσης του.
Αντιπαραβολές: η διαδρομή με το ταξί που χρειάστηκε μια ώρα, αν και ήταν μικρότερη από 3 μίλια (σελ. 118), σε αντιπαραβολή με τις πεζοπορίες του Σέμπαλντ. Ο μπάρμαν του Γκρέητ Ήστερν, ο διευθυντής Περεϊρα, ο Τζεήμς Άσμαν που αδυνατεί να συντηρήσει το Αιβερ Γκρόουβ, τα αεροπλάνα που πηγαίνουν προς το Χήθροου, ο ιάπωνας επισκέπτης στο Βασιλικό Παρατηρητήριο που έριξε μια βιαστική ματιά στα εκθέματα, η φωτογραφία του μικρού κοριτσιού από το Βέρνουι, η νυχτερινή πτήση πάνω από το Καίμπριτζ. Υπάρχει, κατά την ανάγνωσή μου, ένα ευτυχισμένο πριν κι ένα αναπόφευκτο μετά, μια νοσταλγία, ένα παράπονο για όσα χάθηκαν.
Θα επιμείνω να μην αποκαλύψω (όχι ακόμα) μια υποψία που συνδέεται με τα ανωτέρω -που θα απορριφθεί ή θα επιβεβαιωθεί όταν ολοκληρώσω το βιβλίο- και που αφορά την προβολή (έτσι νομίζω) που κάνει ο Σέμπαλντ πάνω στον χαρακτήρα του Άουστερλιτς, και θα περιοριστώ στη ροή της αφήγησης: βρίσκω εκπληκτικό το πώς ο Σέμπαλντ ελίσσεται ανάμεσα από τα πιο ετερόκλητα θέματα για να παραδώσει μια αφήγηση που είναι υπερβολικά φορτωμένη με μύρια όσα στιγμιότυπα, ωστόσο διατηρεί μια αξιοθαύμαστη συνοχή, και στην οποία, μάλιστα, παρεμβάλλονται εξίσου ετερόκλητοι χαρακτήρες (ο τσέχος οφθαλμίατρος και ο βοηθός του, το προσωπικό του ξενοδοχείου, οι πελάτες του Γκρέητ Ήστερν) που ξέρεις ότι είναι εμβόλιμοι, ωστόσο νιώθεις ότι συμβάλλουν στο προχώρημα της ιστορίας. Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω επίθετα όπως αξιοθαύμαστο, υπέροχο, μαγικό κλπ κλπ για να περιγράψω την αναγνωστική μου εμπειρία. Θα αναφέρω απλά και λιτά ότι με τον Σέμπαλντ αγαπώ το διάβασμα περισσότερο και ωθούμαι να αναζητώ (μια σκέψη που πέρασε κι απόψε απ'το μυαλό μου καθώς ολοκλήρωνα το κομμάτι της συνανάγνωσης για το οποίο έπρεπε να σχολιάσω το προηγούμενο ΣΚ) αναγνώσματα άσχετα με τα ενδιαφέροντά μου, απλώς επειδή ζηλεύω αφόρητα τον τρόπο με τον οποίον ο Σέμπαλντ κατορθώνει να υφαίνει τόσο αβίαστα και τόσο αρμονικά τόσο ασυνάρτητες και ασύνδετες πληροφορίες σε μια ενιαία διήγηση.
@Διχασμένη περαστικά. Ελπίζω να ειναι κάτι γρήγορο και να μην ταλαιπωρησαι. @ΜιΛάμπρος εχεις εντυπωσιακά διεισδυτική ματια. Διαβασα πολύ προσεκτικά τις παρατηρησεις και τις επισημάνσεις σου και οι λεπτομέρειες τις οποιες you jot down ειναι σημεια (οχι όλες) που παρατηρησα επίσης.
Για αρχή:
τα διπολα των θειων οι οποιοι, περα απο φιγουρες αλλοτινές οπως πολύ ωραια ανεδειξες, μοιαζουν να ειναι ενα προσωπο, να ειναι δυο σωματα-χαρακτηρες που ο ένας ειναι το αλλο μισό του άλλου και μαζι αποτελουν ενα. Ολόκληρο. Μοιραια πεθαινουν με μια μερα διαφορα.
η εμβολιμη αναφορά στον πίνακα του Τερνερ: (i) ο πίνακας επεισερχεται στην προσοχή του λιγο καιρό πριν απο τον χρόνο της διήγησης και (ii) αναφυτευεται στη σκηνή της κηδειας των δυο θειων, το 1957, (iii) μιας και οι εικόνες ειναι σχεδόν πανομοιότυπες -νεκρική πομπή με την απαποφευκτη σκεψη στον θανατο-
εδω θα μου επιστρέψεις μια δική μου προσθηκη παρελθοντικής καταχώρισης, με αφορμη τον επιτελικο ρόλο της φωτογραφίας στις ζωές των ανθρώπων, καταληγω να πιστεψω οτι τελικα με απωθεί αυτη η ταρίχευση -ζωντανού ή νεκρου- αυτη η ταρίχευση, λοιπον, αυτο το αψυχο αποτυπωμα στην εικόνα.
και (iv) η συνδεση που κάνει μαζί της ο Άουστερλιτς τόσο με τον Τζεραλντ όσο και με την Αντελα, η οποια ειναι μια πολύ τρυφερή φιγουρα στη ζωή του, νομιζω αισθανεται ασφαλής μαζί της
τις αντιπαραβολές που κάνεις με τις διαδρομές που περιγράφονται. Θυμίσου επιπλέον και τη διαδρομή στο ταξι, προς τον οδοντίατρο που τραβα κανα δυο σελίδες.
Alderney Street – East End
H επόμενη συνάντηση πραγματοποιειται τρεις μηνες αργότερα, στην οικία του Άουστερλιτς, στο Λονδίνο, με τον αφηγητή να δηλωνει ότι περιμενε από τον Ζακ μια προσκληση που φαινόταν να μην ερχεται, να αργει, ενώ, ερμηνευοντας εκ των υστέρων (κι εδώ είναι μια φραση κλειδι για να ξεκλειδώσει κανείς, στο μέτρο του εφικτου*, τον χαρακτήρα, Αουστερλιτς) δηλώνει ότι θα καταλαβαινε ότι θα επρεπε να περιμένει «αν ειχε συνειδητοποιησει τότε ότι για τον Αουστερλιτς υπήρχαν στιγμές χωρίς αρχή και τέλος» και «καμια φορά η ζωή του ολοκληρη του φαινόταν σαν τυφλό σημείο».
Λέγοντας εφικτό*, παραπάνω εννοω ότι πλέον νομίζω εχει καταστεί σαφές ότι, όσο προχωρά η εξιστόρηση της ζωής και του παρελθοντος του, κάποιος θα περιμενε ότι πλησιάζει εγγύτερα στον Ζακ. Όμως, δεν είναι ετσι, αυτό είναι μια πλάνη. Ισως πλησιάζουμε την ιστορία του, τον πυρήνα αυτης, όχι τον ίδιο. Κι αυτό, είναι σκοπιμότητα, πιστευω ακράδαντα, εκ μέρους του Ζεμπαλντ, η οποια εκτελειται από τη μια με τις διαρκείς παρεκτροπές της αφήγησης, από την άλλη με την παράδοξη εκταση που μπορεί να καταλαμβανει η περιγραφή μιας ημέρας και μόνο ή ενός συμβάντος ενώ την ίδια στιγμη, ετη πολλά να συμπυκνωνονται σε 2-3 αράδες κι από την τρίτη από την παρεισφρηση περισσότερων φωνων, στο ρυθμο «ανέφερε ο ΧΧΧΧ, ειπε ο Άουστερλιτς», με μοιραίο αποτέλεσμα, ο αναγνωστης να χρειαστει να ξεκαθαρίσει ποιος μιλάει, ποιου το νημα διηγησης ακολουθει, σε ποια στιγμη του παρελθοντος. [Οι ασπιρίνες δικές μου, για τον πονοκέφαλο που προκάλεσα]. Τη στιγμή που συμβαινει; Τη στιγμή που τη διηγείται στον διαδιβαστή; Τη στιγμή που ο διαβιβαστής τη μεταφέρει στον συγγραφέα;
Συνεχίζοντας, μετα κι από τη δική μου παρέκβαση, ο αφηγητής καταφτάνει στο σπιτι του, έναν χώρο στον οποιο φιλοδοξουσε να γράψει ένα βιβλίο, το υλικο για το οποιο συγκέντρωνε αρχισε να του φαινεται αχρηστο, χαοτικο, διχως οργάνωση και στη προσπάθειά του να το ταξινομήσει στοιχειωδώς, σταδιακα τον καταλάμβανε «ένα αίσθημα αποστροφης και αηδίας» το γράψικο –άλλοτε αγαπημένη ασχολία- του φαινόταν βαρύ και δυσκολο και το αποτέλεσμα όποιας προσπάθειας, κακόγουστο. Πολύ όμορφη λέξη. Πολύ κατάλληλη, συμπεριληπτική. Εχει ήδη αναγνωρίσει τα σημάδια επικείμενης κατάρρευσης και «κατάπτωσης της προσωπικότητας», όπως πολύ ευστοχα περιγράφει, και αντιλαμβάνεται τον ευατό του «με άνθρωπο που λόγω μιας μακρόχρονης απουσιάς δεν μπορεί να βρει το δρόμο του σ’ αυτό το συνονθύλευμα, δεν ξερει σε τι χρησιμεύει μια στάση λεωφορείου […]». Η απώλεια της γλωσσας (αδυναμία να γράψει, ενας ανθρωπος που μιλαει αρκετες γλώσσες) και της εκφρασης (αδυναμία της εκφρασης) ερχεται σε ευθεια αναλογία με την απωλεια (για την ακριβεια, δεν ειχε ποτέ) της ταυτότητας και του παρελθοντος του. Η καταληξη αυτου του αισθηματος frustration είναι να θάψει οτιδήποτε είναι γραμμένο με το χέρι του, να απομονωθεί ήδη από τις τυπικές σχεσεις που συντηρούσε και να αρχισει την περιπλάνησή του στο Λονδίνο, προκειμένου να καταπολεμήσει τις αϋπνίες του, για πάνω από έναν χρόνο. Μεσα σε αυτές τις βόλτες, τελων σε διαρκή κινηση, που ξεκινουν μολις πέφτει το σκοτάδι και διαρκουν με το πρώτο φως της μέρας, οι μορφες που αντικρυζει, επισης σε διαρκή κίνηση, γινονται φασματικές, χανοντας υλικη υπόσταση κι οι προσλαμβάνουσες γινονται παραισθητικές, φερνοντας στο νου τις ιστορίες φαντασμάτων του Ηβάν «…για πεθαμένους που η μοίρα τους είχε χτυπήσει σε ακατάλληλη στιγμή, που ένιωθαν αδικημένοι κι αγωνίζονταν να ερθουν πίσω στη ζωη […] και «ότι από τον άλλο κόσμο δεν μας χωρίζει παρά ένα τετοιο μεταξωτό πεπλο» (σελ 58 και 59)
Καπού εδώ, ενα δικό μου συμπερασμα, με αφορμη και βιβλίο που διαβασα πριν κι άλλο που διαβάζω τώρα. Αυτό το λυκόφως/λυκαυγές, το υποφως, κι όχι ημιφως, είναι μια τεράστια ομοιότητα που εχει με τον Καφκα. Αυτή και τα ζώα, αλλά αυτά σε άλλο νήμα. Κι εδώ, επεισερχεται το μοιραίο, με την επιστροφή ξανά και ξανά του Άουστερλιτς στον σταθμο της Liverpool Street, χωρίς να μπορεί να αντισταθει. Η σταθμομανία για την οποια κάνει λόγο, σελίδα 38.
Liverpool Street Station
Ο σταθμος της Λιβερπουλ Στρήτ, όπως περιγράφει κι ο Άουστελιτς, ήταν «από τα πιο ζοφερά κι ανοικεια μέρη του Λονδίνου», σταθμος που αναμορφώθηκε τη δεκαετία του ογδόντα, μια είσοδος στον κάτω κόσμο, όπως χαρακτηριστικά λεει. Ένας χώρος άλλοτε ελώδης, όπου μεχρι τον 17ο αιώνα στεγάζοταν ένα μοναστήρι καθώς και ένα ασυλο, ένα ψυχιατρείο που ανήκε στην εκκλησία ενώ αργότερα μετατράπηκε σε νεκρόταφειο, γιατι –πια- δεν επαρκούσε ο χώρος. Πού πάει, άραγε, όλος αυτός ο πόνος και η θλιψη; Αυτό αναρωτιεται. Αυτό κι αν τελικά μενει το αποτύπωμά τους, στοιχειώνοντας τους χωρους που τους εχουν φιλοξενησει, κάποτε «σαν ένα κρύο ρεύμα γυρω από το μέτωπο που νόμιζα ότι ενιωθα καμιά φορα». Η επέκταση των πολεων, που γίνεται πάνω σε νεκροταφεία κι οι νεκροι να θαβονται πάνω από άλλους νεκρους, γιατι απλως δεν χωράνε πια και σκεπτόμενος αυτους, είναι σαν να επιστρέφουν «οι νεκροι από την απουσία τους και να γεμιζαν το λυκόφως γύρω μου με την αλλοκοτα αργή ανησυχη κινησή τους», παρομοιάζοντας με φαντασμα τον οδοκαθαριστή με το λευκο τουρμπάνι, στον σταθμο και τον οποιο καταληγει να ακολουθει σε ένα ειδος –όπως μοιαζει αργότερα- πεπρωμένου, σε ένα σημειο καμπης: «εξαλλου, για όλα τα αποφαστικά βήματα στη ζωή μας υπάρχει ένα αδιευκρίνιστο εσωτερικο κινητρο.»
Και πράγματι, οδηγειται σε έναν χώρο, την Αιθουσα Αναμονής Κυριών, όπου εκει συντελείται το πρώτο ορόσημο που οδηγει τελικά στην καταρρευση και τον κλονισμο. Εκει ακριβως, σε έναν χώρο που μοιαζει διαρκως να διαστελλεται και να επιστρεφει στον εαυτό του, ανικανος να κινηθει, βασανιζόμενος από την απορία αν βρισκεται αναμεσα σε ερειπια ή σε οικοδομή, σε μια συμπλοκή μνημης, αρχιζουν και αναδυονται καταπιεσμένες μνημες από διαφορετικές χρονικές στιγμές, «από όλες τις ώρες του παρελθοντος» είδε το αγόρι που παρελαβε η οικογένεια Ελιας 50 χρόνια πριν. Αναγνώρισε τον εαυτό του μέσα σε ένα ένα αισθημα συνδυασμου πονου, ντροπής και θλιψης. Οι σελιδες 140-146 είναι από τις συγκλονιστικότερες σελιδες του βιβλίου, γιατι το περιεχόμενο των αποκαλύψεων –για τον Αουστερλιτς- εντάσσονται πάλι μεσα σε υποφως, σε διαθλάσεις, βλεποντας τον εαυτό του εξω από αυτόν, αρχίζοντας σταδιακά να αναγνωρίζει τις ακουσιες και ασυνειδες προσπαθειες που κατέβαλε όλα αυτά τα χρόνια προκειμένου να ΜΗΝ θυμαται τιποτε σχετικό με την καταγωγή του, αντιλαμβανόμενος στο ΠΑΡΟΝ, τώρα στο τοτε –στο σημειο καμπης, στη Λιβερπουλ Στρητ- ότι ο χρόνος για εκεινον ειχε σταματησει στο τελος του 19ου αιωνα, αγνοώντας οτιδηποτε ειχε να κανει με την «καταληψη της Ευρωπης από τους Γερμανους, για το κρατος δουλων που ειχαν ιδρύσει» κι ολη η γνωση που συσσωρευε όλα αυτά τα χρονια του «χρησιμευε ως υποκαταστατη, αντισταθμιστική μνήμη» (και μονο που τα γραφω ή τα μεταφερω από το κείμενο, είναι κατι που με ζορίζει πολύ και μου προκαλει σφιξιμο στην καρδια και δάκρυα), καταβαλλοντας ολοένα και μεγαλυτερη προσπάθεια να αυτολογοκρινει και να καταπιέζει τη σκέψη του, να απωθει τις αναμνησεις του οι οποιες εξηγουν τα πάντα για τη ζωή του Άουστερλιτζ. Στoν σταθμο, λοιπόν, παρελθόν, το παρόν και το μέλλον αναμειγνύονται όλα ταυτοχρονα και συμβαινουν την ιδια στιγμη, μη ακολουθωντας ένα ρεύμα που να κινείται προς μια κατεύθυνση.
Συνερχόμενος από την αναποφευκτη κατάρρευση και –καμποσο αργότερα, το 1993- ευρισκόμενος σε ένα παλαιοβιβλιοπωλειο χαζευοντας, ακουει στο ραδιοφωνο την ιστορία δυο γυναικών που είχαν ταξιδέψει στην Αγγλία ως παιδιά το καλοκαίρι του 1939. Καθώς συζητούσαν τη διαδρομή που έκαναν μέσω Γερμανίας και Ολλανδίας με το πλοίο της Πράγας προς Αγγλία, ο Αουστερλιτς ξερει βαθια μεσα του, το ξερει, το γνωρίζει, το αισθανεται, το νιωθει, ότι εχει κάνει το ίδιο ταξίδι ως παιδι, ότι οι αναμνησεις που περιγραφονται είναι και δικές του, ότι κι ο ιδιος ειχε ταξιδεψει με πλοιο από την Ολλανδία –ξαφνικά ανακαλει θραυσματικές εικόνες συνταξιδιωτών του που ονειρευοταν σε επαναληψη, μεσα στα χρόνια- κι με το ακουσμα του ονοματος Πραγα, ηξερε ότι πρεπει να επιστρεψει εκεί. Και κάπως ετσι, το παιδικο τραυμα και τα ενηλικα συμπτώματα αδυναμίας κατανόησης της γλωσσας, εχουν νόημα.
Για την ιστορία, η μετάβαση του Άουστερλιτς στην Αγγλια εγινε μεσα στα πλαίσια της επιχείρησης διάσωσης (Kindertransport) -της βρετανίας- εβραιων προσφύγων, μετά τo πογκρομ της Νυχτας των Κρυστάλλων, μια επιχειρηση που κρατησε περιπου 9 μηνες και μεσω της οποιας διασωθηκαν περιπου 10000 παιδια από τη Γερμανία, την Αυστρία, την Τσεχοσλοβακία, την Πολωνία κι εληξε λιγο πριν το ξεσπασμα του ΒΠΠ.
Liverpool Street Station
Friedrichstrasse train station – Βερολίνο
Mala Strana - Šporkova 12 – Prague
Μεταβαινοντας στην Πράγα, ο Άουστερλιτς απευθυνεται στα αρχεια του κράτους προκειμενου να αντλησει οτιδήποτε για τους κατοικους της πολης κατά την περίοδο 1934-1939 και παίρνοντας τις καταλληλες πληροφορίες, ο Άουστερλίτς ερχεται vis-à-vis με τον άνθρωπο που τον μεγάλωσε, τη Βιερα Ρυσανοβα.
«Jacquot, est-ce que c’est vraiment toi?”
Η Βερα τον βοηθα να ανασυντάξει το παζλ της ζωης του και μαθαινουμε ότι οι γονεις του λεγονταν Άγκατα (ηθοποιος), μια ανοιχτομυαλη και ιδεαλίστρια γυναικα, «ενίοτε σχεδόν αφελής», που αγαπουσε τη γαλλική κουλτούρα και Μαξιμίλιαν (ρεπουμπλικανος και μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος), πιο διορατικος εξαιτιας των συχνων επισκέψεών του σε Γερμανία και Αυστρια, μάρτυρας της προθυμίας των Γερμανων να αφοσιωθουν στο Τρίτο Ράιχ, μέχρι που φευγει για το Παρίσι, μονος, μια μερα πριν την καταληψη της Πράγας από τους Γερμανους. Σε αντιθεση με την Αγκατα η οποια δεν πιστευει οτι τα πράγματα θα οδηγηθούν σε ακροτητες ο, Μαξιμιλιαν «δεν πίστευε κατά κανένα τρόπο ότο τον γερμανικό λαό τον είχαν παρασύρει στη συμφορά του· κατά την άποψή του, είχε μάλλον ξανασμιλευτεί, από μόνος του και απ΄το μηδέν, από τους ευσεβείς πόθους του καθενός και ξεχωριστά και από τα αισθηματα που καλλιεργούνταν μέσα στις οικογένειες, είχε πάρει αυτη τη διεστραμμένη μορφή κι έπειτα ειχε παραγάγει, ως χαρακτηριστικά δειγματα της εσωτερικής του ταραχης, τους αρχιναζί, που ο Μαξιμίλιαν τους θεωρούσε όλους ανεξαιρέτως τρελους και τεμπέληδες»
Εδώ, αναμφίβολα, τον λογο πια εχει ο ίδιος ο Ζεμπαλντ και είναι η οξύτατη κριτική που ασκουσε πάντοτε στους συντοπίτες του, τονίζοντας και υπογραμμίζοντας την ατομική ευθυνη η οποια είναι μεγαλύτερη από τη συλλογική (προφανως, αυτή χτιζεται από τις επιμέρους) και νομίζω οι πολύ συγκεκριμένες λέξεις που χρησιμοποιεί (παρασύρει, ξανασμιλεμα, από μονος του, οικογένεια, διεστραμμενη μορφή) ειναι ενδεικτικες του πώς νιωθει ο ιδιος για τους Γερμανούς.
Ολες οι διηγησεις που αφορουν τα χρονια της Πραγας, της παιδικής ηλικίας του και της περιρρεουσας ατμόσφαιρας, γινονται πάλι με διαστρωματωμενες αφηγησεις που η μια φαινεται να εγκολπώνει την άλλη. Ο Ζακ περνα καποιες μερες με τη Βερα και μετακινειται στην πόλη, ακολουθώντας προς τα πισω τον παιδικό εαυτό του, προσπαθωντας να ανασυστήσει τη μνημη του, το παρελθον του και τον ίδιο τον εαυτό του.
Μετα την κατάληψη της Πραγας, ακολουθει η περιγραφή της μεταστροφής των ζωων τους, τον περιορισμο των ελευθεριών που ειχαν οι εβραίοι κάτοικοι –κάτι που που η Αγκτατα αδυνατουσε να συλλάβει- τη μεταφορα του Ζακ στην Αγγλία (με την ελπίδα να επανενωθουν στο Παρισι, με τον Μαξιμίλιαν) και την υποχρεωτική μεταφορά της Αγκατα αρχικά στο Εκθεσιακο Κεντρο (σήμερα στεγάζει την Εθνική Πινακοθηκη), στο Χολεσοβίτσε, από όπου και θα ξεκινήσει η μεταγωγή τους και η μετεγκατάσταση τους, ενας ευφημισμός για την εκκενωση και γκετοποίηση.
Ο Ζεμπαλντ απο την αρχη, πλησιάζει το Ολοκαυτωμα, με τρόπο έμμεσο. Με εμμεσο τροπο, το βιωσε και ο Αουστερλιτς και προσπαθει να καταλαβει μια ζωή που δεν έζησε, τις πιθανες εναλλακτικές κατευθυνσεις που θα ειχε πάρει αυτή, αν η οικογένεια του ειχε παραμεινει ενωμένη ή ειχε καταφερει να επανενωθει κάποτε. Ή, αν οι γονείς του ειχαν επιβιώσει, τελος παντων.
Η επισκεψη στο Τερεζιν, στην επομενη ενότητα, γιατι δενει καλύτερα.
Στη συνέχεια της ιστορίας ο Αουστερλιτς μετά από κάποιες συμπτώσεις που του υπενθυμίζουν το παρελθόν αποφασίζει να ψάξει για την καταγωγή του και την οικογένειά του. Φαίνεται πως ο αφηγητής πιστεύει στο «πεπρωμένον φυγείν αδύνατον», μια ιδέα που προέρχεται από την αρχαία ελληνική τραγωδία. Έτσι ο Ζακ παρόλο που όλη του την ζωή απέφευγε να αντιμετωπίσει το παρελθόν του, καταλήγει στην αναζήτηση του, καθώς οι συμπτώσεις δεν του αφήνουν άλλη επιλογή. Φτάνει λοιπόν στην γενέτειρά του, την Τσεχία. Εκεί συναντά την παλιά φίλη της μητέρας του, την Βιερα, η οποία τον πρόσεχε όταν ήταν παιδί. Μέσα από τις συζητήσεις τους ο Αουστερλιτς αρχίζει να θυμάται το παρελθόν του και καταλαβαίνει ακόμα και την μητρική του γλώσσα. Άλλη μια ιδέα που φαίνεται εδώ είναι ότι οι αναμνήσεις δεν διαγράφονται οριστικά αλλά μένουν καταπιεσμενες και κρυφές από την συνείδηση μας, έως ότου κάποιο γεγονός τις φέρει στην επιφάνεια. Αυτό που δεν καταφέρνει να αναγνωρίσει ο Ζακ είναι η ανάμνηση του εαυτού σε μια φωτογραφία που είχε ληφθεί λιγο πριν φύγει από την Πράγα. Στη συνέχεια σε μια επίσκεψη του σε ένα παλαιοπωλειο του Τερεζιν κάνει το εξής σχόλιο: "τόσο πολύ εκτός χρόνου ήταν όλα τα αντικείμενα που είχαν καταλήξει στο παλαιοπωλειο του Τερεζιν, τα μπιμπελο, τα κουζινικα και τα αναμνηστικά, που λόγο ανεξερεύνητων συγκυριων είχαν επιζήσει των πάλαι ποτέ ιδιοκτητών τους και είχαν αντέξει στη διαδικασία της φθοράς, ώστε ανάμεσά τους διέκρινα, αμυδρό και αγνώριστο σχεδόν, το δικό μου είδωλο." Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση αυτό το σχόλιο. Τοποθετεί τον εαυτό ανάμεσα σε άψυχα αντικείμενα που ως τέτοια δεν είναι θνητά και η αντοχή τους στον χρόνο είναι απροσδιοριστη. Είναι "παγωμένα" στο "τώρα", δεν ακολουθούν την ροή του χρόνου και έτσι βρίσκονται "εκτός χρονου".
Καλύψατε διεξοδικά την ύλη που είχαμε και διάβασα με ενδιαφέρον τις αναρτήσεις σας. Ο θάνατος των θείων (του φίλου του, που αναφέρατε, όπως έπειτα και των γονιών του) σηματοδοτεί με έναν τρόπο την προσωπική του απώλεια. Στο εξοχικό σπίτι των διακοπών του έχτισε μέσα του αναμνήσεις οικογενειακών στιγμών, "δανεικών" αλλά τόσο πολύτιμων για εκείνων.
~ ~ ~Νιώθω τον χρόνο μέσα μου να λυγίζει προς τα πίσω~ ~ ~
Όταν χάθηκε αυτό το στέρεο έδαφος, αντίκρισε ξανά την άβυσσο μέσα του που τον επηρέαζε με κρίσεις πανικού, να μην μπορεί να δημιουργήσει, να ζει σε ένα σπίτι γκρίζο χωρίς χρώμα, χωρίς χαρά. Όμως δεν άφησε την άβυσσο να τον κρατήσει μέσα της, γιατί η ανάγκη του να μάθει ποιος είναι ήταν πιο δυνατή.
Για εκείνον τα πάντα είχαν να κάνουν με το παρελθόν, οι γνώσεις που μάζευε είχαν τον ρόλο της μνήμης, στις φωτογραφίες που τράβαγε αποτύπωνε το παρελθόν του, τα όνειρά του είχαν ξεχασμένα ψήγματα πραγματικότητας, αλλά και το αντίθετο.
Όσο προχωράει η εξιστόρηση και μαθαίνουμε την προσωπική του ιστορία, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η εσωτερική ανασκόπηση των συναισθημάτων του. Οι αϋπνίες που τον ώθησαν να εξερευνήσει την σκοτεινή πόλη που ζούσε έμοιαζε σαν μια απέλπιδα προσπάθεια να εξερευνήσει τον ίδιο. Όλο του το είναι, όλη του η ζωή είχε σημαδευτεί, από την στιγμή που βρέθηκε μόνος, ένα μικρό παιδί σε εκείνον τον σταθμό στην Αγγλία, όταν η μητέρα του, του έσωσε την ζωή και τον έστειλε μακριά, καθώς η Πράγα όπου ζούσε τελούσε υπό γερμανική κατοχή.
"..δεν είχα ζήσει ποτέ πραγματικά ή ότι γεννιόμουν μόλις τώρα, την παραμονή του θανάτου μου, κατά κάποιον τρόπο"
Και ήρθε η στιγμή που το παρελθόν του -επιτέλους- παρουσιάστηκε στο παρόν του, όσο επίπονο και να ήταν και φαντάζομαι ότι ίσως του φέρει την λύτρωση που αποζητούσε και ίσως καταφέρει κάποτε να μπουν οι χρόνοι στην σωστή σειρά.
Καταφέρνει και βρίσκει την νταντά του και μέσα από την εξιστόρησή της μαθαίνει για τους γονείς του και εμείς μαζί του τις θηριωδίες που έζησαν οι δικοί του γονείς στην κατοχή.
Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκαναν οι περιγραφές με τις ληστείες των Εβραίων και την εκμηδένιση της ύπαρξής τους που τις πραγματοποιούσαν τόσο οι απλοί πολίτες, όσο και οι στρατιωτικοί. Ήθελα να ρωτήσω, στην σελίδα 174 που αναφέρει "οι Γερμανοί μη μπορώντας να ξεπεράσουν την ταπείνωσή τους, ανέπτυσσαν τώρα την ιδέα ότι ήταν ο επίλεκτος λαός για την σωτηρία του κόσμου", αναφέρεται σε συγκεκριμένο περιστατικό ή στην γενικότερη κατάσταση της ύφεσης;
Όσο διάβαζα τις περιγραφές της κατοχής, θυμήθηκα την ταινία "Λευκή κορδέλα" του Χάνεκε, που αν και δεν αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα, κινηματογραφεί από τα μέσα την γέννηση της βίας την εποχή πριν τον Ά παγκόσμιο πόλεμο.
που αναφέρει "οι Γερμανοί μη μπορώντας να ξεπεράσουν την ταπείνωσή τους, ανέπτυσσαν τώρα την ιδέα ότι ήταν ο επίλεκτος λαός για την σωτηρία του κόσμου", αναφέρεται σε συγκεκριμένο περιστατικό ή στην γενικότερη κατάσταση της ύφεσης;
@Πεταλούδα, θεωρώ οτι αναφερεται στην ήττα της Γερμανίας στον ΑΠΠ. Μην ξεχνάς ότι, εκτός απο τα εδάφη που αναγκάστηκε να παραχωρήσει, υπέστη οικονομικές αλλά και στρατιωτικές κυρώσεις, με τη μειωση και των δυνάμεών της. Επιπλέον, ουσιαστικά αναγκάστηκε να επωμιστει ολες της ευθυνες του πολέμου με αποτέλεσμα οι υπερογκες αποζημιώσεις που της επεβληθησαν. Αν θυμαμαι σωστά, αρχικα η συνθηκολόγηση της ηταν ανευ όρων και μετά ακολουθησε η Συνθηκη των Βερσαλλιών, με την οποια προσπαθουσαν να αποτρεψουν δυνητική ανακαμψη της Γερμανιας.
Φυσικα, το ναζιστικό μορφωμα δεν ξεπηδησε μονο απο την οικονομική υφεση αλλά και απο την εθνική ταπεινωση της χωρας το '18-'19.
Επιτρέψτε μου να αναφέρω αρχικά ότι: (α) διάβασα ολόκληρο το βιβλίο και (β) θα σχολιάσω εδώ μέχρι τη σελίδα 202 (που προβλεπόταν στον αρχικό καταμερισμό της συνανάγνωσης), αφήνοντας την επίσκεψη στο Τερέζιν, μαζί με τα υπόλοιπα, για τον επόμενο -τελευταίο γι΄αυτό το νήμα- σχολιασμό.
Καταρχάς, μου λύθηκαν δυο απορίες:
α) ποιο ήταν το παιδάκι στη φωτογραφία του εξωφύλλου - ο ίδιος ο Άουστερλιτς
β) ποιο ήταν το κίνητρο να γράψει ο Ζέμπαλντ τον Άουστερλιτς - θα μου επιτρέψετε να το κρατήσω για το τέλος, αν και η @Έλλη Μ έδωσε ήδη κάποιες απαντήσεις. Η υποψία που είχα εξαρχής (και στην οποία έχω αναφερθεί και στα προηγούμενα), η οποία σχετίζεται με το (β) μάλλον επιβεβαιώνεται -θα μου επιτρέψετε να κρατήσω και αυτήν για το τέλος.
Ένα ερωτηματικό που έχω αφορά στα κτίρια. Δεν έχω καταλήξει αν η παρουσία τους στο κείμενο είναι αλληγορική ή έχει κάποιον άλλο ρόλο -λειτουργικό ή μη.
Σ'αυτό το κομμάτι της συνανάγνωσης, λοιπόν, έχω την αίσθηση ότι η αφήγηση γίνεται περισσότερο γραμμική, με την έννοια ότι ακολουθεί μια κάπως ταξινομημένη και ορθολογική σειρά, όντας αφήγηση της Βιέρας, από γεγονός σε γεγονός. Δεν είναι εκείνο το είδος αφήγησης όπου προετοιμαζόσουν (και απολάμβανες!) να πεταχτείς από το ένα θέμα στο άλλο (συχνά με την παραμικρή και πιο άσχετη αφορμή) που είδαμε στο πρώτο μέρος της συνανάγνωσης.
Νιώθω, όμως, ότι εδώ υπάρχουν κάποια πιο προσωπικά στοιχεία του Ζέμπαλντ. Βρήκα ορισμένα στοιχεία, τα οποία υποδεικνύουν έναν βαθιά ευαίσθητο άνθρωπο, ο οποίος -με τον έναν ή τον άλλον τρόπο- παλεύει να αντισταθεί στην κακοήθεια, την υπερβολική ταχύτητα των καινοφανών (χάρη στη ξέφρενη πρόοδο) ρυθμών ζωής, στον εξοβελισμό της φύσης και της φυσιολατρίας, στην καταστροφή της πολιτισμικής κληρονομιάς κάθε είδους -όλα εκείνα που ανέφερα στο προηγούμενο σχόλιο.
Ενδεικτικά ως προς αυτό μου φαίνονται ότι είναι:
α) η άρνηση του Άουστερλιτς να χρησιμοποιεί ρολόγια: ο χρόνος, είπε ο Άουστερλιτς μέσα στο αστεροσκοπείο του Γκρήνουιτς, είναι μακράν η πιο ψεύτικη απ΄όλες τις εφευρέσεις μας [...] τα ρολόγια μου φαινόντουσαν πάντοτε γελοία, κάτι το εντελώς ψευδές, ίσως γιατί από κάποιο εσωτερικό κίνητρο που κι εγώ ο ίδιος δεν το κατανόησα ποτέ αντιστεκόμουν πάντοτε στη δύναμη του χρόνου [...]
β) η στάση του απέναντι στην "πρόοδο" που κατήντησε τους ανθρώπους ακόμα πιο πολύ χαζούς, παρά τις ομολογουμένως βολικές και εξυπηρετικές για την ανθρώπινη ζωή προσφορές της: βγήκα σε προώρη σύνταξη, εν μέρει, είπε ο Άουστερλιτς, λόγω της βλακείας που εξαπλώνεται όλο και περισσότερο, ακόμη και στα πανεπιστήμια [...]
γ) η "πάλη" με τις λέξεις, τις ιδέες και τη γνώση (θα επανέλθω παρακάτω), χαρακτηριστικό ευφυών και ευαίσθητων ανθρώπων που συχνά νιώθουν ματαίωση και απελπισία, καθώς το βάρος των γνώσεων τους πλακώνει και ο αριθμός αύξησης της επιστημονικής βιβλιογραφίας, δυσανάλογος με τον ρυθμό αύξησης της ποιότητάς της, τους ξεπερνά και τους θλίβει. Και πρέπει να σημειωθεί πόσο πολύ αυτές οι σελίδες θυμίζουν τον Βίτγκενσταϊν, που πάλευε κυριολεκτικά να γράψει ένα βιβλίο -επανέρχεται εδώ, έπειτα από το βλέμμα του και το σακίδιό του στις αρχές: ήδη από το Παρίσι είχα αρχίσει να παίζω με την ιδέα να συνοψίσω τις μελέτες μου σε ένα βιβλίο, στη συνέχεια ωστόσο όλο και ανέβαλλα το γράψιμο [...] από την πρώτη κιόλας φορά που ξεφύλισσα τα χαρτιά που είχα φέρει από το ινστιτούτο εδώ στην οδό Ώλντερνυ αποδείχθηκε ότι επρόκειτο κατά μεγάλο μέρος για σχεδιάσματα που τώρα μου φαινόνταν άχρηστα, λανθασμένα και κακοφτιαγμένα [...] όταν κάποτε κατάφερνα, μέσα από ένα είδος αυταπάτης, να θεωρήσω ότι η μέρα μου είχε αποδώσει καρπούς, το επόμενο πρωί, μόλις έριχνα το πρώτο βλέμμα στο χαρτί, μου φαινόταν πως ήταν γεμάτο με τα χειρότερα λάθη, με ασυναρτησίες και παρεκβάσεις [...] οι ανεξάντλητες δυνατότητες της γλώσσας, στις οποίες παλιότερα αφηνόμουν με σιγουριά, συρρικνώνονταν σε ένα συνονθύλευμα κακόγουστων φράσεων, ώσπου φτάνει να τα πετάξει στον κήπο του και να τα σκεπάσει με κοπριά, σάπια φύλλα και μερικές φτυαριές χώμα.
Όλα αυτά, κατά την ανάγνωσή μου, φαίνονται πως οδηγούν σε μια εσωστρέφεια, σε μια ηθελημένη "φυγή" από τον κόσμο, όπως είναι σήμερα, και την τάση του να "θάβει" με κάθε τρόπο το παρελθόν. Απομόνωση: καταλάβαινα σιγά σιγά πόσο απομονωμένος ήμουν τώρα και ανέκαθεν, τόσο ανάμεσα στους Ουαλούς όσο και στους Άγγλους και στους Γάλλους. Αγνοώ αν αυτή η εσωστρέφεια συνδέεται με τον Ζέμπαλντ -όντας, εικάζω, ο ίδιος ιδιαίτερα ευαίσθητη φύση- συνδέεται πάντως (μου φαίνεται) με τον Άουστερλιτς, λειτουργώντας σαν επίπτωση της άγνοιας που έχει για το παρελθόν του: το θάψιμο των σημειώσεων (=σκέψεις, αναζητήσεις, προβληματισμοί μιας ζωής) τον κάνει να πιστεύει ότι απαλλάχθηκε από το φορτίο της ζωής του: όταν πια συνηθίσεις να περπατάς μόνος και στις διαδρομές σου να συναντάς μόνο φαντάσματα της νύχτας, τότε αρχίζει να σου κάνει εντύπωση ότι παντού, μέσα στα αμέτρητα σπίτια [...] Λονδρέζοι κάθε ηλικίας, προφανώς λόγω μιας συμφωνίας από καιρό κλεισμένης, είναι στα κρεβάτια τους, σκεπασμένοι και, όπως νομίζουν, κάτω από την ασφάλεια της στέγης τους [...] Επίφαση ασφάλειας, επίφαση ζωής, ίσως; Ο Άουστερλιτς συμπυκνώνει εδώ αυτή την επιφανειακά συναρπαστική αλλά τόσο θλιβερή ζωή της πόλης σε λίγες φράσεις, βλέποντας τα πρόσωπα των επιβατών του υπογείου, όλες τις έρημες ψυχές που συρρέουν αυτή την ώρα πάλι από την περιφέρεια στο κέντρο, και που ο Ζέμπαλντ νωρίτερα και άκρως σκωπτικά είχε χαρακτηρίσει ως αυτό το είδος ζώου που δεν περιγράφεται σε καμία ζωολογία (σ. 43).
Σταθμομανία: οι σταθμοί είναι μεταβατικά σημεία, πύλες μέσα απ'τις οποίες μεταφέρονται οι χαρακτήρες στο κείμενο και στις διαδρομές της μνήμης. Σε σταθμό ο Ζέμπαλντ γνωρίζει τον Άουστερλιτς -μάλιστα σε σταθμό που χτίστηκε για να εκφράσει το μεγαλείο μιας εύρωστης, αλλά ματωμένης, οικονομίας που διεκδικούσε τη θέση της στο σύγχρονο κόσμο. Στον σταθμό της Μποούνστρητ -και σε συνέχεια της αποστροφής της έννοιας της "πόλης" όπως διαμορφώθηκε στο σύγχρονο κόσμο και με τις επιπτώσεις που έχει για τη ζωή και τη μνήμη- περιπλανιέται ο Άουστερλιτς: πάνω από αυτό το στρώμα χώματος και παραχωμένων πτωμάτων επεκτάθηκε η πόλη κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, ένας όλο και πιο περίπλοκος κυκεώνας από μουχλιασμένα δρομάκια και σπίτια συναρμολογημένα από σανίδια, λάσπη και κάθε άλλο υλικό που είχαν στη διάθεσή τους οι φτωχότεροι κάτοικοι του Λονδίνου. Γύρω στο 1860 και το 1870, πριν αρχίσουν οι εργασίες ανέγερσης των δυο βορειοανατολικών σταθμών, αυτές οι εξαθλιωμένες γειτονιές εκκενώθηκαν βιαίως, ανασκάφθηκαν, και τεράστιες ποσότητες χώματος απομακρύνθηκαν μαζί με τους θαμμένους, ώστε να μπορούν να φτάσουν μέχρι τις παρυφές του Σίτυ οι σιδηροδρομικές γραμμές, που στα σχέδια των μηχανικών απλώνονται σαν μυϊκοί ή νευρικοί ιστοί σε άτλαντα ανατομίας.
Ο αστικός ιστός ζωντανεύει και σταδιακά σβήνει τη μνήμη. Ίσως έτσι εξηγείται και η εμμονή του Άουστερλιτς -αλλά και του Ζέμπαλντ- για τις φωτογραφίες (έχεις την εντύπωση ότι κάτι κουνιέται μέσα τους, λες και ακούς μικρούς αναστεναγμούς απελπισίας, gemissements de desespoir, έτσι είπε, είπε ο Άουστερλιτς, λες κι έχουν μνήμη και οι ίδιες οι εικόνες και μας θυμούνται, θυμούνται πώς ήματαν παλιά εμείς, οι επιζώντες, και αυτοί που δεν είναι πια ανάμεσά μας).
Χώρος παραχωρείται στο παρόν και στην πρόοδο, το παρελθόν εκριζώνεται, η τιμή για τους νεκρούς λησμονείται για χάρη της ευημερίας (?) των ζωντανών. Μαζί με τους νεκρούς αποβάλλονται από τη συλλογική μνήμη και οι φρενοβλαβείς του Μπέντλαμ, οι λιμασμένοι της Έηντζελ Άλλευ...Ο σταθμός του Λίβερπουλ σηματοδοτεί την προσπάθεια του Άουστερλιτς να ανακαλύψει ποιος είναι τελικά, αυτός (ο Άουστερλιτς) που ήθελε να μην θυμάμαι απολύτως τίποτα, ει δυνατόν, και να αποφεύγω οτιδήποτε έχει να κάνει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με την άγνωστη καταγωγή μου [...] αυτολογοκρισία της σκέψης, διαρκής αναπομπή κάθε ανάμνησης που με πλησίαζε. Στον σταθμό Ουίλσον, στην Πράγα, θα προσπαθήσει να θυμηθεί πώς ήταν να βρίσκεται στην αγκαλιά της μητέρας του.
Φοβόταν να μάθει, να αντιμετωπίσει την αλήθεια; Εδώ και δεκαετίες ήμουν διαρκώς απασχολημένος με τη συσσώρευση γνώσης, η οποία μου χρησίμευε ως υποκατάστατη, αντισταθμιστική μνήμη, κι αν παρ΄όλ΄αυτά τύχαινε -δεν θα μπορούσε εξάλλου να γίνει κι αλλιώς- να φτάσει στ΄αυτιά μου κάποια επικίνδυνη είδηση παρά τα μέτρα ασφαλείας, τότε προφανώς κατάφερνα να κάνω τον τυφλό και τον κουφό, με δυό λόγια να ξεχάσω το θέμα [...] Για κάποιο λόγο αυτή η πρόταση μου θυμίζει τον Ζέμπαλντ, την υποψία που έχω, παρά τη γνώση του κινήτρου του -πια- για τη συγγραφή του Άουστερλιτς. Υπάρχει ένα τραύμα. Είναι του Άουστερλιτς; Είναι του Ζέμπαλντ;
Κι εγώ το εχω ολοκληρώσει, @ΜιΛάμπρος (ελπίζω να σου άρεσε), αλλά προβλεπω να το ξαναδιαβαζω. Νομιζω, συνολικά, σε αυτή τη συναναγνωση το διαβασα ηδη αλλες 2,5 φορες, πόσο γραφική...
β) ποιο ήταν το κίνητρο να γράψει ο Ζέμπαλντ τον Άουστερλιτς - θα μου επιτρέψετε να το κρατήσω για το τέλος, αν και η @Έλλη Μ έδωσε ήδη κάποιες απαντήσεις. Η υποψία που είχα εξαρχής (και στην οποία έχω αναφερθεί και στα προηγούμενα), η οποία σχετίζεται με το (β) μάλλον επιβεβαιώνεται -θα μου επιτρέψετε να κρατήσω και αυτήν για το τέλος.
Ξερεις τι πιστευω; Τα κτιρια, ο περιβάλλοντας χώρος, η εξοχή, πρωταγωνιστουν, ελλείψει αλλων εμβιων οντων. Πρωταγωνιστουν στη ζωή του ιστορικου, sociopath Άουστερλιτς, πρωταγωνιστουν και στο μυθιστόρημα
Σ'αυτό το κομμάτι της συνανάγνωσης, λοιπόν, έχω την αίσθηση ότι η αφήγηση γίνεται περισσότερο γραμμική,
Νομίζω οτι ετσι ακριβως παει εως το τελος. Συμφωνείς;
Νιώθω, όμως, ότι εδώ υπάρχουν κάποια πιο προσωπικά στοιχεία του Ζέμπαλντ.
Ενδεικτικά ως προς αυτό μου φαίνονται ότι είναι:λόγω της βλακείας που εξαπλώνεται όλο και περισσότερο, ακόμη και στα πανεπιστήμια
Οταν πρωτογνώρισα τον Ζέμπαλντ και διαβασα τα βιβλία του, διαβασα πολύ και για τον ίδιο, διαβασα συνεντευξεις του, ειδα βιντεακια και μου άρεσε πολύ το φυζικ του, πολυ ευγενική φυσιογνωμια. Χωρίς να μπορω να στοιχειοθετήσω αυτο που θα γράψω, τον συμπαθησα πάρα πάρα πολυ και στο μυαλο μου του εχω αποδώσει διαφορες ευαισθησιες και χαρακτηριστικά. Μια απο αυτες τις μερες της συνανάγνωσης, ονειρευτηκα να του δινω ενα τρυφερο φιλί στο μάγουλο, ξερεις, εντελώς εντελώς κάτι που θα έκανε μια γυναικα μονο στον πατέρα της. Και ξυπνωντας, αναθυμούμενη τη φευγαλεα αυτή, ενυπνια, στιγμή, συγκινηθηκα πολυ.
Αυτο ειναι πράγματι πάρα πολύ προσωπικο και ειναι πράγματι αποψη του ιδιου του συγγραφεα, ειναι βεβαιο.
Σταθμομανία: οι σταθμοί είναι μεταβατικά σημεία, πύλες μέσα απ'τις οποίες μεταφέρονται οι χαρακτήρες στο κείμενο και στις διαδρομές της μνήμης.
Θα συμφωνησω απόλυτα, λυπάμαι που θα επαναλάβω το ίδιο πράγμα, αλλά ειναι interwoven της διήγησης και του κειμένου: τα τρένα ήταν το μεσο διανομής των εξοστρακισμένων πληθυσμών απο όλη την επικράτεια του Ράιχ. (Τον ίδιο ρόλο παίζουν και τα οχυρα. Μπρεεντονκ, Τερεζιν.) Οι σταθμοί των τρένων ειναι σταθμοι στην ίδια του τη ζωη, δηλαδή ο Ζακ δεν αξιώθηκε ποτέ ανθρωπους σταθμους στη ζωή του, ουτε καν -ως φαινεται- ως θεσεις σταθμευσης. Και δεν αναφερομαι μόνο στην απωλεια των γονιων του. Δεν φαινεται να δημιουργεί δεσμους, εικάζω δεν ξερει πώς να το κάνει, δεν του εχουν μάθει να το κάνει. Ακομη και με τη Μαρί.
Σημειώνω πως η γειτονιά που διάλεξε ο Αούστερλιτς να αγοράσει το σπίτι στο Λονδίνο, το Ηστ Εντ, είναι το πιο φτωχό μέρος της πόλης, εκεί όπου ο Τζακ Λόντον καταθέτει τη δική του μοναδική μαρτυρία στο Οι άνθρωποι της Αβύσσου, επιλογή σχετική με τον σχεδόν ασκητικό τρόπο ζωής του ήρωα μας.
Για τον σταθμό στο Liverpool street, ο αφηγητής σε προγενέστερο χρόνο είχε κάνει σχεδόν ταυτόσημα σχόλια με τον Αούστερλιτς, όχι μόνο για τον ίδιο το σταθμό μα και για την ψυχική του υγεία:
Σελ. 39, ο αφηγητής το 1996 καθοδόν για τον οφθαλμίατρο όπου διαγνώστηκε με μάλλον παροδική βλάβη - εξάπλωση της ωχράς κηλίδας, διηγείται : «…ανησυχούσα για το πώς θα συνέχιζα τη δουλειά μου, ταυτόχρονα όμως με κατέκλυζε , αν μπορώ να το πω έτσι, ένα όραμα λύτρωσης, κατά το οποίο, απελευθερωμένος από την αιώνια υποχρέωση να γράφω και να διαβάζω, έβλεπα τον εαυτό μου σε μια ψάθινη πολυθρόνα σε έναν κήπο, μέσα σε ένα κόσμο χωρίς περιγράμματα , που τον αντιλαμβανόνουν μόνο από τα αχνά του χρώματα… Πιο πολύ με φοβίζει το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής, όταν το τρένο, λίγο πριν μπει στο σταθμό της Λίβερπουλ Στρητ, αφήνει πίσω του πολλές διακλαδώσεις της σιδηροτροχιάς και στρίβει μέσα σε ένα στενό πέρασμα, όπου οι πλίνθινοι τοίχοι που υψώνονται εκατέρωθεν των γραμμών, μαυρισμένοι από τον καπνό και το ντίζελ, με τις στρογγυλές αψίδες, τις κολόνες και τις κόγχες, εκείνο το πρωινό μου θύμισαν κατακόμβες...»
Συνεχίζω γιατί έχει ενδιαφέρον να τα θυμηθούμε, μετά την επίσκεψη στον οφθαλμίατρο, την ίδια μέρα συναντά στο Great Eastern τον Αούστερλιτς, όπου συνεχίζοντας λέει «ενώ παλαιότερα τον έκανα καμιά δεκαετία μεγαλύτερο, τώρα μου φαίνονταν δέκα χρόνια νεότερός μου» Στη συνέχεια στη σελ. 48 συνεχίζει ο αφηγητής και αναφέρει ότι είπε ο Αούστερλιτς « ότι έπρεπε σύντομα να βρει ακροατή για την ιστορία του, την οποία είχε γνωρίσει ακολουθώντας το νήμα της τα τελευταία μόλις χρόνια, έναν ακροατή όπως εμένα εκείνο τον καιρό στην Αμβέρσα, τη Λιέγη και το Ζέεμπρουχε. Κι αν με συνάντησε εδώ , στο μπαρ του ξενοδοχείου Γκρέητ Ήστερν, όπου δεν είχε ξαναπατήσει ποτέ στη ζωή του, τότε αυτό, ενάντια σε κάθε στατιστική πιθανότητα, υπάκουε σε μια θαυμαστή, σχεδόν επικτακτική εσωτερική λογική»
Η κατάρρευση της γλωσσικής ικανότητας του ήρωα μας , προάγγελος της γενικής, μοιάζει να είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας του καταπιεσμένου παρελθόντος να βγει προς τα έξω, εξαλείφοντας κάθε τι μεταγενέστερο αυτού, συμπεριλαμβανομένης και της δεύτερης γλώσσας που χρησιμοποιούσε ως πρώτη. Ουσιαστικά το παρελθόν του δεν τον αφήνει να ζήσει το παρόν, και μέσω μη λογικών διεργασιών όπως η ενόραση, τον οδηγεί στο ίδιο (στο παρελθόν). Για εμένα αυτή είναι η ιδιαιτερότητα του ήρωα, καθώς πολλά τέτοια παιδιά και τότε και μετά, ακόμα και μετά το τέλος του πολέμου έχουν παρόμοιες ιστορίες. (Ψάξτε το εξαιρετικό ντοκυμαντέρ "Children of chaos, what became of WW2 orphants" νομίζω το είχα δει στο ertflix με τίτλο "1945 τα παιδιά του πολέμου" τώρα όμως δεν υπάρχει). Ο Αούστερλιτς διέφερε σε τούτο. Χωρίς να το θέλει, δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς να μάθει το ποιος είναι, και ίσως όλη του η ζωή να τον προετοίμαζε για αυτό. Απαραίτητη προϋπόθεση, ο θάνατος του παλαιού εαυτού για την αναγέννηση. Υπέροχα μοναδικός ο τρόπος προσέγγισης του παρελθόντος του ήρωα μας από τον Sebald.
Μου άρεσε πολύ η διασύνδεση παρελθόντος – παρών με τα «είπε η Βιέρα, η Αγκάτα έλεγε» κλπ, μου φάνηκαν σαν στοιχεία διασύνδεσης και εξισορρόπησης μεταξύ του τότε και του τώρα. Μέχρι πριν υπήρχε μόνο τότε ή μόνο τώρα.
Ιδιαίτερα πρόδηλη η Καφκική ατμόσφαιρα σε αυτήν την ενότητα, όπως έχει ήδη αναφερθεί.
Τέλεια η φωτογραφία του μικρού Ζακ, έχουμε το πιο ωραίο εξώφυλλο.
Ασπάζομαι απολύτως τις σκέψεις του συγγραφέα μέσα από τα λόγια του Μαξιμίλιαν για τους Ναζί .
Νομίζω συναρμολογώ σιγά σιγά τα κομμάτια του παζλ, πάρα πολλές οι σκέψεις και οι υποθέσεις που με κατακλύζουν, τις κρατώ όμως για τον εαυτό μου προς το παρόν. Και είμαι σίγουρος πως σε κανονικό εκτός συνανάγνωσης ρυθμό, οπότε και χωρίς την εμβάθυνση και των δικών σας σχολίων και της κουβέντας γενικά, δεν θα υποψιαζόμουν καν την ύπαρξη του παζλ. Αγαπώ συνανάγνωση!
Όπως και να το κάνεις όμως
Στην ενδοχώρα των μητροπόλεων
Ακόμα διασώζονται σκελετοί κτιρίων
Και υπόγεια κτίσματα οικούνται νυσταγμένα
Καταφύγια των επικηρυγμένων
Το ιδιώνυμο τους έγκλημα
Η μνήμη
Που αθόρυβα διπλώνεται σε παλιόχαρτα
Για να επιδοθεί στις σβησμένες παλάμες
Όσων ακόμα ενθυμούνται
Από το ποίημα ΕΝΑΣ ΜΙΛΗΤΙΚΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ συλλογή ΕΚΠΝΟΕΣ του Γιάννη Αντιόχου.
Θα μπορούσε να το έχει διατυπώσει και ο Αούστερλιτς αν ήταν ποιητής.
@Αδριανός Ζωγράφος φοβερή η παρατήρησή σου για την ομοιότητα των σχολιων αφηγητή και αφηγούμενου, περιμενα να φτάσουμε στο τέλος για να γραψω κι εγω με τη σειρά μου ότι o ενας συνομιλεί με τον άλλο, ψέματα, ό ενας μιλά κι ο άλλος ακούει. Ο αφηγητης είναι απών στη διήγηση του Ζακ, δεν επεμβαινει, δεν σχολιάζει, είναι μάρτυρας, δεν συναλλάσσονται μεταξύ τους ποτέ. Από την άλλη, οποια προσωπικα σχόλια προκύπτουν από αυτόν, οποιο αγχος και αισθημα ιλιγγου τον καταλαμβάνει, στη ροή και την κατ’ επίφαση πλοκή του κειμένου, δεν είναι τιποτε άλλο παρα συμπαρομαρτουντα του Άουστερλιτς και της δικής του κατάστασης. Οπως και στην εναρξη του βιβλιου, στο Νυχτόραμα. Αυτή την αισθηση εχω.
Teresin – Theresienstadt – Theresienbad
Ο Άουστερλιτς, φευγοντας από την Πράγα, επισκέπτεται το Τερεζιν, στο οποιο θα επιστρεψει κι αργότερα, υπο διαφορετικο πρίσμα, αυτή τη φορά. To Τερεζιν δεν είναι τίποτε άλλο από ένα πρώην φρούριο, αντιστοιχης αστεροειδους ή καρκινοειδούς μορφής με το φρούριο που επισκεφτηκε στην αρχη του βιβλιου ο αφηγητης. Αν και η πόλη αναμορφώθηκε μετά το τελος το υπολέμου, ο Ζακ αντικρύζει μια πολη άδεια, μια πόλη ερειπωμένη, μια πολη φαντασμα. Αδειοι δρόμοι, σφραγισμένα παράθυρα, πόρτες που σε κρατάν σε απόσταση και δεν φαντάζουν να κρύβουν ζωή από πίσω τους, παρά μόνο σκοτάδι. Ηδη, στην τρίτη αράδα της σελίδας 199, ο Άουστερλιτς προοικονομει τη δεύτερη επίσκεψή του. Οι φωτογραφίες που –και εμένα- τραβαν την προσοχή είναι αυτές που τράβηξε στεκούμενος μπροστά από τη βιτρίνα του παλαιοπωλειου Antikos Bazar, με διάφορα αντικειμενα παλιακά, πολυκαιρισμένα, σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος μέσα εκεί, προσπαθωντας να αποκωδικοποιήσει τα μυστικά που κρύβουν αυτά τα αντικείμενα και τους προηγούμενους κατόχους τους. Παρατηρώντας ένα σκιουράκι, ξεπετάγεται από το μυαλό του και η τσέχικη ονομασία του –veverka.
Κι ακολουθει, η επίσκεψη στο Μουσείο του Γκέτο.Το Τερεζιν δεν ηταν άλλο παρά ενας ενδιάμεσος σταθμός για τους Εβραίους, προτού διοχετευθούν πολλοί από αυτούς στα στρατόπεδα εξόντωσης. Θυμάμαι μέσα στην τελευταία τριετία-τετραετία, ένα βραδυ, να παρακολουθώ ένα ντοκιμαντέρ σχετικο με τον ΒΠΠ. Οσο προχωρούσε η θέαση, το ντοκιμαντέρ έκανε λόγο για έναν χώρο που φιλοξενούσε χιλιάδες εκτοπισμένους ανθρώπους στους οποίους αναλογούσε παρα ελάχιστος χώρος και οι οποίοι εργάζονταν σε εργοστάσια αλλά και αλλού, υπο εξοντωτικές συνθηκες. Οσοι έφταναν εκεί, αν δεν πεθαιναν στο δρόμο, πεθαιναν από ασιτία ή από εξάντληση. Ένα φρικιαστικο γεγονός ήταν ο τρόπος και η προπαγάνδα που χρησιμοποιούσαν οι Ναζί για να «πείσουν» τους μεταφερόμενους, αρκετους ηλικιωμενους, λιγο πριν από τη σύνταξη, ότι επανατοποθετούνται σε ένα θερετρο για να απολαύσουν την συνταξιοδότησή τους. Συνέτασσαν συμβόλαια αγοράς σπιτιών και τους επειθαν να τα αγοράσουν ουσιαστικά συναινώντας στη μεταγωγή τους σε έναν τόπο ομορφο, με κηπους, ένα θερετρο, μια άλλη λουτρόπολη, για να φτάσει ενας χώρος ενός τετραγωνικου χιλιομέτρου να φιλοξενει εως και 60.000 ανθρωπους, από τους επιφανέστερους της εβραϊκής κοινότητας.
.
Το επόμενο, φρικιαστικό, φρικιαστικότερο ίσως, είναι οι αλλαγές που έγιναν στο χώρο, με αφορμή την επίσκεψη του Διεθνους Ερυθρου Σταυρού, το 1944, προκειμένου να διαπιστώσει αν η μετοικηση του πληθυσμου γινόταν πράγματι έχοντας their best interest at heart και αν οι συνθηκες διαβιωσης ηταν κατάλληλες. Θυμαμαι να παρακολουθώ ό,τι ακολούθησε αποσβολωμένη και με μια βεβαιότητα ότι ήξερα τι θα αντικρυσω, χωρις να μπορώ να θυμηθω από πού. Νομίζω επαθα ‘Αουστερλιτς’. Αυτό, λοιπόν, που έγινε εκεί, αυτά που περιγράφει και ο διασωθεις Αντλερ, το βιβλιο του οποίου διαβασε ο Ζακ και, κατοπιν, ξαναεπισκέφτηκε το Τερεζιν, ήταν η αναδιαμόρφωση και εξυγίανση του γκέτο με την οποία ο χώρος καλλωπίστηκε, φτιάχτηκαν βρεφονηπιακοί σταθμοι, αίσθουσα συναυλιών, μονοπάτια για περιπάτους, ανοιξαν λογής καταστήματα, από φούρνους εως καταστήματα ένδυσης. Εν ολίγοις, στήθηκε ένα κινηματογραφικό σκηνικό, ένα στουντιο, για να δοθει εκει μια παράσταση. Ο Ζεμπαλντ χρησιμοποιεί τον εύστοχο όρο «ποτεμκινικό Ελντοράντο», όπου του επίθετο προέρχεται από έναν ρώσο στρατιωτικο, τον Γκριγκόρι Ποτέμνκιν, πρώην εραστη και ευνοούμενο της Αικατερινης της Μεγάλης, ο οποίος, για να την εντυπωσιάσει, λέγεται (οι ιστορικοι δεν εχουν καταλήξει για την αληθεια αυτών των ιστοριών) ότι τοποθετουσε θελκτικές προσοψεις κτιρίων κατά μηκος του Δνειπερου, ως προσομοιωση του πώς θα εμοιαζε στο κοντινο μέλλον η περιοχή που ο ιδιος ειχε αναλαβει να αναδιαμορφώσει. Ανεξάρτητα από την ιστορική αληθεια, ο όρος παρεμεινε και η κατάσταση στο Τερεζιν δεν απεχει καθολου από τον πολιτικο όρο του ποτεμκινικου χωριού.
Ένα τετοιο σκηνικο ονειρευτηκα κι εγώ τις προάλλες, τοποθετώντας εμένα αλλά και διαφορες φιγουρες να κάνουν βολτες, ανεμελα, στα πλακοστρωτα μονοπάτια, μεσα σε μακάρια άγνοια, χωρις βεβαιως να εχω καταδικάσει κάποιον σε αφανισμό.
Οι σελίδες που περιγράφουν το Τερεζίν είναι ασθματικές και διαβαζονται με μιαν ανάσα, νομιζω τελεία μπαινει καπου εννιά σελίδες μετα, με πληροφορίες που παίρνει από τον Άντλερ αλλά και αυτου που σημειώνει λιγο προτου την έναρξη αυτής της πρότασης (σελ 240): «…τότε έπρεπε, συνέχισε, να κταβάλλω εξισου μεγάλη προσπάθεια για να εντάξω τη σημασία που υπέθεσα πως είχα καταλάβει στην εκάστοτε πρόταση και στο ευρυτερο νόημα, το οποιο απειλουσε συνεχώς να μου διαφύγει, αφενός γιατι συχνα καθομουν ως τα μεσάνυχτα πάνω από μια σελίδα και μ΄αυτή την καθυστερηση έχανα πολλά, αφετέρου γιατι το συστυμα του γκετο, με τη μελλοντολογική του παραμόρφωση της κοινωνικής ζωης, είχε για μενα κάτι το εξωπραγματικο, μολονότι ο Αντλερ το περιγράφει ακριβώς όπως ήταν και μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια», αποτυπώνοντας τόσο την οργανωτικότητα των Γερμανών και τη συστηματοποιηση που είχαν στα πάντα όσο και αυτό το σχεδιο εξαπάτησης που εμπνευστηκαν ποια ιθύνοντα μυαλα;!;! δηλαδή την συγκέντρωση επιφανών εβραιων, καλλιτεχνων, επιχειρηματιών, δικηγόρων, μετατρέποντας τους σε μαριονέτες σε μια παράσταση που στηθηκε για να κινηματογραφηθουν στιγμές της καινουριας ζωης τους, ώστε όλα να μοιαζουν ίδια με την προηγούμενη, για να εξαπατηθει η κοινή γνωμη. Ενας τοπος που θυμιζει πραγαμτικά υπερωκεανιο. Θυμαμαι ακόμη το ντοκιμαντέρ αυτό και θυμάμαι να το διηγούμαι την επομενη σε κάποιον, με την ίδια εκπληξη και αδυναμία να χωνέψω και θυμάμαι επίσης, την προηγούμενη φορά που διαβασα τον Αουστερλιτς, σαν τον Αουστερλιτς κι εγω, να αντιλαμβάνομαι γιατι ειχα την (ορθη) αισθηση πως ό,τι εβλεπα και θα έβλεπα, το ήξερα ήδη. Όμως, και πάλι, το απιστευτο, ακομη κι αν το γνωριζεις, εξακολουθει να είναι απίστευτο, δεν μπορεί (εγώ, δηλαδή) να το επεξεργαστει με ευκολία καποιος, αδυνατεί να το χωνέψει, μαλλον το μηρυκάζει ξανα και ξανά, εως ότου το συνηθισουν οι σιαγόνες του, κάποιες από τις αισθησεις του ίσως, αλλά και πάλι, δεν ξέρω, νομιζω είναι η άρνηση που λεγαμε και (πολύ) παραπανω. Ο Αουστερλιτς, στο βιβλιο, προσπαθει να πάρει αντιγραφο της ταινίας που ειχε κινηματογραφηθει κατά τη διάρκεια της επισκεψης του Ερυθρού Σταυρου.
Απολογούμαι για το κατεβατο και τα δικά μου, πανασχετα, σχόλια εντος. Το Ολοκαυτωμα και ο Ναζισμος είναι από τα πράγματα που με αφήνουν ενεή, κάθε οποτε διαβαζω ή ξαναδιαβαζω ή παρακολουθω γι΄αυτά, πάντοτε σχεδόν με ματια καθαρή, σαν να μην τα εχω επαναλάβει στο παρελθον. Με αφηνουν ενεή και με ταράζουν πάρα πολύ συναισθηματικά, όσο λίγα πράγματα μπορουν να με αγγιξουν.
Αυτά.
Νυρεμβέργη – Μαριενμπαντ – και πάλι Πράγα
Αναχωρώντας από την Πράγα, ο Άουστερλιτς αποφασίζει να κάνει τη διαδρομή εως το Λονδίνο με τρένο και προτου φυγει, μαθαινει για το ταξιδι που ειχαν κανει, μικρός, προς το Μαριενμπαντ, φευγοντας από τον σταθμο Ουιλσον, από τον ίδιο σταθμο που εφυγε κι αυτός έναν χρόνο αργότερα, για την Αγγλία, από τον σταθμο που φευγει και τώρα για να επιστρέψει στο Λονδίνο, αρκετά αποπροσανατολισμένος. Στο ακουσμα της εκδρομης στο Μάριενμπαντ, o Αουστερλιτς αναθυμάται την εκδρομή που ειχε κανει εκει με την Μαρι το 1972, [διαμένοντας στο ιδιο ξενοδοχείο που ειχε καταλύσει με τους γονείς του και τη Βιερα, το 1938], μια γυναικα για την οποία πολύ ειλικρινα και τρυφερά παραδεχεται αργότερα «Όλα όσα σημαινε εκτοτε για μένα η Μαρι, είπε ο Άουστερλιτς, ήταν κλεισμένα σ’ αυτήν την ιστορία για τον νερόμυλο, μέσω της οποίας μου άνοιξε τον ψυχικό της κόσμο χωρις να μιλάει για τον εαυτό της.»^^και με την οποια, πάρα τις προσπάθειες που εκανε για να τον πλησιάσει, ο Αουστερλιτς δεν καταφερε να απαλλαγει από την πεποιθηση ότι είναι καταδικασμένος να είναι μονος, ακόμη και κατά της διάρκειας της διαμονης τους εκει, τα αισθηματα που τον πλημμυριζουν είναι αντιφατικά: από τη μία αντιλαμβανεται κοντά της το τέλος μιας χρόνιας νόσου και την αρχή της ίασης, από την άλλη αδυνατεί να ξεφυγει από μια ταραχή της οποιας τη φυση δεν μπορει να καταλάβει, μονο ότι κάπου έκανε κάποιο λάθος και «τώρα ειμαι σε λάθος ζωή» και ότι «παντου γύρω του υπήρχαν μυστικά και σημάδια». Έπρεπε να συναντησει το προπαρελθον του για να συνειδητοποιησει τους λογους που τον απετρεπαν, στο παρελθον του, από το να συνδεθει με τη Μαρι, εκεί, στο Μαριενμπαντ.
Στο ταξίδι του προς το Λονδινο, αξιομνημόνευτη είναι η αναφορά στη Νυρεμβέργη, όπου αποφασιζει να κατέβει, πατώντας, ουσιαστικά, πρώτη φορά σε γερμανικο εδαφος. Νομιζω η επιλογή αυτης της πολης δεν είναι τυχαία, ο κόσμος που περιγράφει να πηγαινοέρχεται, η ομοιομορφία στον ρουχισμο, αυτές «οι μάζες μέσα στην πόλη», σε μενα, εφεραν στο μυαλό τις συναθροίσεις και τις παρελάσεις του Ναζιστικου Κομματος στην Νυρεμβέργη, εκδηλώσεις δύναμης του κόμματος και της ισχύος αυτου και του Φυρερ από τη μια και τόνωσης του φρονήματος, με χιλιάδες κόσμου να παρίσταται και να συμμετέχει στις εκδηλωσεις προπαγάνδας.
H συνεχεια του ταξιδιου του, στα χναρια του ταξιδιου που έκανε το 1939, «το πρωτότυπο των εικόνων που με κατέτρεχαν όλα αυτά τα χρονια» είναι ταυτόχρονα αποκαλυπτικο και δυσαρεστο, οπου το πρώτο ταξιδι μπλέκεται με αυτό και οι εικόνες αλληλοδιαδεχονται στο παρον και στο παρελθον. Οι δυο τους τωρα, κινουμενοι προς ένα νεκροταφείο, φτανουν στην κλινικη Σαιν Κλεμεντ και ο Άουστερλιτς επιστρεφει την αφηγηση στο πιο πρόσφατο παρελθον, την επιστροφη του από την Πράγα έχοντας συσσωρευσει γνώση που χρειαζεται να διαχειριστει, οδηγειται σε ακομη μια κατάρρευση και νοσηλευεται στη κλινικη αυτή. Εκει είναι που αποφασιζει να ασχοληθει με την κηπουρική ως έναν τρόπο να ηρεμήσει, εκει αρχισε η μελέτη και του εργου του Άντλερ, η επισκεψη ξανά στο Τερεζιν, η απόκτηση της 14λεπτης ταινίας με τίτλο «Ο Φυρερ χαρίζει μια πόλη στους Εβραιους», στην οποία, μάταια, προσπαθει να εντοπίσει την Αγκατα, παρακολουθώντας την ξανά και ξανά, σε αργη κινηση τετοια που οι φιγουρες μοιαζουν να σέρνονται και να αιωρούνται σαν φαντάσματα, ο ήχος –εξαιτίας της επιβραδυμένης μορφής- μετατρέπεται από ευθυμο κομμάτι σε «πένθιμο εμβατήριο». Ο Ζακ δεν καταφερνει, παρά τη λαχταρα του, να εντοπίσει πουθενα την Αγκατα, αλλά όταν επιστρεφει για δευτερη φορά στην Πράγα, βρισκει καποια φωτογραφία της που την παραδίδει στον αφηγητή, μαζι με αρκετό υλικο, αναχωρώντας ο ίδιος για το Παρίσι, να εντοπισει ίχνη από το πέρασμα του Μαξιμίλιαν εκεί.
Είναι εκπληκτικό ότι, στην προσπάθειά του να ανακαλύψει τι απέγινε ο πατέρας του, νοικιάζει ένα σπίτι στην τελευταία γνωστη διευθυνση που ξερει γι’ αυτόν και περιφερεται στην πόλη, διχως σχέδιο, από την μια, με την πίστη, «ενάντια σε κάθε λογική» ότι θα τον συναντούσε, από την άλλη, τοποθετώντας τον σε διάφορες διώξεις Εβραιων που έλαβαν χώρα στο Παρίσι ή τον ίδιο, πάλι, να εγκαταλειπει εγκαιρως την πόλη, πρίν την καταληψη του 1940. Προσπαθει να συγκεράσει, άλλη μια φορά, παρόν και παρελθον, νοστο και απουσία, και αναρωτιεται πολύ συγκινητικά, ρε παιδιαα, «Δεν θα γινόταν άραγε, συνέχισε ο Άουστερλιτς, να διναμε ραντεβού στο παρελθόν, σ’ αυτά που έχουν ή δ η γινει και τα περισσότερα έχουν πια σβηστεί, και να ψαχναμε εκει τόπους και ανθρώπους που, σαν εκτός χρόνου, συνδέονται κατά κάποιον τρόπο μαζί μας;»Καποιες τετοιες μοναχικές σκεψεις του ‘Αουστερλιτς, που αποπνεουν παράπονο, με συγκινουν βαθυτατα.
Στο Παρισι, ο Ζακ επισκέπτεται τακτικά την Εθνική Βιβλιοθηκη, εκει γνωριζεται με την Μαρί και στην πρώτη συνάντηση – περίπατο του διηγειται μια ιστορία για έναν νερομυλο χαρτοποιειου και αυτή η απλη εξιστόρηση^^ χαράσσεται βαθια στο μυαλό του με τον πιο απλό κι ανεπιτήδευτο τρόπο. Μαζι, περπατουν την πολη κι όταν εκεινη απουσιάζει, ο Άουστερλιτς εξερευνει πιο απομακρυσμένα σημεία της. Μετα από μια επισκεψη σε ένα μουσείο κτηνιατρικής, με τα ιδια συμπρωματα που ειχε μετα την επίσκεψή του στο Τερεζιν, καταρρέει εκ νέου και λιποθυμά κατά την επιστροφή του, αδυνατώντας να θυμηθει τι ειχε συμβει ή τι ειχει δει στο μουσειο. Νομιζω από τα ομορφότερα σημεια του βιβλίου είναι η επισκεψη στο Τσίρκο Μπαστιάνι όταν, στο άκουσμα ήχων και μουσικής που επαιζαν οι άνθρωποι του τσιρκου, βιώνει μια γνησια στιγμή συγκίνησης και ευτυχίας.
Στο ενδιάμεσο, η Εθνική Βιβλιοθήκη εχει μετεγκατασταθει σε ένα νέο κτίριο επισης δαιδαλώδες και τεράστιο, απιστευτης γραφειοκρατίας και περιπλοκότητας να προσανατολιστεί ο αναγνωστης, ένα μερος με διαρκώς μεγαλυτερη διαθεσιμη πληροφορία και αυξανομενο βαθμο δυσκολίας να αποκτήσει κανεις προσβαση σε αυτή: «…σε κάθε σχέδιο που συλλαμβάνουε και αναπτυσσουμε, καθοριστικοι παράγοντες είναι η τάξη μεγέθους και ο βαθμος πολυπλοκόττητας των συστημάτων πληροφόρησης και διαχειρισης που είναι εγγεγραμμένα μέσα του, και άρα η καθολική και απόλυτη τελειότητα της σύλληψης μπορει να συμβαδίζει στην πράξη, συμβαδιζει μάλιστα αναγκαστικά με τη χρόνια δυσλειτουργία και εγγενή αστάθεια.»Κι ο ίδιος, απογοητευμενος από τον περιπλοκο μηχανισμο λειτουργιας της βιβλιοθηκης, καταληγει να διαβαζει την Ανθρώπικη κωμωδία του Μπαλζακ και να συζητα με έναν υπάλληλο της βιβλιοθήκης για το εκτρωματικο κτίριο και μαθαινει από αυτόν ότι εκει, καποτε, υπήρχε μια μεγάλη αποθηκη οπου οι Γερμανοι συγκέντρωσαν όσα αντικειμενα ειχαν απαλλοτριωσει από τις εβραϊκές κατοικίες του παρισιου, ενας αριθμος που ξεπερνουσε τις 40000.Προτου αναχωρησουν αμφότεροι από το Παρισι, ο ενας για το Λονδίνο, ο άλλος για το Αουσβιτς, ο Ζακ μαθαινει ότι ο πατερας του μεταφερθηκε το 1942 στο στρατοπεδο Γκυρ και μαλλον από κει, εσταλη σε καποιο στρατόπεδο συγκεντρωσης όπου και δολοφονηθηκε. Ο αφηγητής επιστρέφει στην Αμβέρσα, στο Νυκτόραμα και το Φρούριο Μπρεεντονκ, έκει από όπου ξεκίνησε ενώ ο Άουστερλιτς, όσο αθορυβα εμφανιστηκε, εξισου αθορυβα αποχωρει, από τον σταθμο με τον οποιο μοιράζεται το ίδιο όνομα.
Ο Άουστερλιτς δεν μου εγινε ένα οικειο πρόσωπο, κατανοητο, για τον οποιο μπορώ με σιγουρια να καταλήξω σε ένα-δυο ασφαλή συμπεράσματα για τον χαρακτήρα του. Όχι. Είναι κι ο ίδιος καλυμμένος με ημιδιαφανη πέπλα, τόσα πολλά όσα κι αυτά της ζεμπαλντιανης γραφής, που παραμένει απομακρος. Αυτό, όμως που μπορώ να πω με σιγουρια είναι ότι προσπαθει να διασώσει τους νεκρους, αυτό κάνει διαρκώς, αυτό κανει στα νεκροταφεια που επισκέπτεται, στα φρουρια-γκέτο που επισκέπτεται, αυτό προσπαθει στα ονειρα που βλέπει, αυτό προσπαθει στις παραισθητικές του στιγμές, αυτό προσπαθει βλέποντας ξανα και ξανα το φιλμακι από το Τερεζιν, αυτό κανει μπροστά στη βιτρίνα του Antikos Bazaar, αυτό κάνει στο μουσειο κτηνιατρικής, αυτό είναι που τον κλονιζει και τον συγκλονίζει.
Τελείωσε ο Άουστερλιτς. Κάποια συμπεράσματα στο τέλος. Προς το παρόν, αρχίζω με την υποψία, για την οποία σας τα έπρηζα συναναγνώστες σε προηγούμενες αναρτήσεις, η οποία εν τέλει φαίνεται να επιβεβαιώνεται από ένα hint που έδωσε η @Έλλη Μ, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να δω μερικά βίντεα για τον Ζέμπαλντ και να καταλάβω καλύτερα κάποια πραγματάκια.
Η συνωμοσία της σιωπής λοιπόν:
Είχα εξ αρχής την υποψία ότι ο Άουστερλιτς (τόσο ο χαρακτήρας, όσο και το σύνολο της ιστορίας) ήταν ένα όχημα για να εκφράσει ο Ζέμπαλντ το τραύμα που άφησε στους Γερμανούς ο ναζισμός, οι φρικαλεότητες και εκείνη η κλινική, ψυχρή, φρικτή μεθοδικότητα στο σχεδιασμό και την εκτέλεση του θανατικού: Μίλησαν για λίγο με χαμηλόφωνες φωνές στην Αγκάτα και της παρέδωσαν ένα πάκο έγγραφα, όπου ήταν όλα καταγεγραμμένα με λεπτομέρειες (σελ. 182) / με τερατώδη σχολαστικότητα, άλλοτε αυτοσχεδιάζοντας και άλλοτε βάσει λεπτομερούς σχεδίου (σελ. 203) / το σύστημα του γκέτο, με τη μελλοντολογική παραμόρφωση της κοινωνικής ζωής, είχε για μένα κάτι το εξωπραγματικό, μολονότι ο Άντλερ το περιγράφει ακριβώς όπως ήταν και μέχρι την παραμικρή του λεπτομέρεια (σελ. 240).
Αυτό, όμως που μπορώ να πω με σιγουρια είναι ότι προσπαθει να διασώσει τους νεκρους, αυτό κάνει διαρκώς, αυτό κανει στα νεκροταφεια που επισκέπτεται, στα φρουρια-γκέτο που επισκέπτεται, αυτό προσπαθει στα ονειρα που βλέπει, αυτό προσπαθει στις παραισθητικές του στιγμές, αυτό προσπαθει βλέποντας ξανα και ξανα το φιλμακι από το Τερεζιν, αυτό κανει μπροστά στη βιτρίνα του Antikos Bazaar, αυτό κάνει στο μουσειο κτηνιατρικής, αυτό είναι που τον κλονιζει και τον συγκλονίζει.
Φτάνουμε στο ίδιο συμπέρασμα. Ο Ζέμπαλντ διασώζει ιστορίες που δεν ειπώθηκαν, που αποκρύφτηκαν (γιατί άραγε;), φέρνει στο φως ανθρώπους, στιγμές, αναμνήσεις, μιλάει για ό,τι κανείς δεν μιλούσε, για ό,τι πολλοί προσπάθησαν να ξεχάσουν: πόσο λίγα μπορούμε να συγκρατήσουμε, πόσων λογιών και πόσα πολλά πράγματα περνάνε διαρκώς στη λήθη, με κάθε ζωή που σβήνει, πώς ο κόσμος αδειάζει, σαν να λέμε, από μόνος του, καθώς κανένας δεν ακούει, δεν ζωγραφίζει και δεν διηγείται τις ιστορίες που μένουν πάνω σε αμέτρητους τόπους και αντικείμενα, που από μόνα τους δεν έχουν τη δυνατότητα της μνήμης.
Ο Άουστερλιτς υπήρξε ποτέ;
Δεν ξέρω. Μπορεί ναι, μπορεί όχι. Μέσα απ' αυτόν όμως περιγράφει το δράμα, το παράπονο και εν τέλει την τραγωδία ενός από τα παιδιά της επιχείρησης kindertransport:
Για την ιστορία, η μετάβαση του Άουστερλιτς στην Αγγλια εγινε μεσα στα πλαίσια της επιχείρησης διάσωσης (Kindertransport) -της βρετανίας- εβραιων προσφύγων, μετά τo πογκρομ της Νυχτας των Κρυστάλλων, μια επιχειρηση που κρατησε περιπου 9 μηνες και μεσω της οποιας διασωθηκαν περιπου 10000 παιδια από τη Γερμανία, την Αυστρία, την Τσεχοσλοβακία, την Πολωνία κι εληξε λιγο πριν το ξεσπασμα του ΒΠΠ.
Δεν υπήρξε ο ίδιος θύμα -κατάφερε να σωθεί από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης χάρη στον Ελίας, που τον υιοθέτησε. Είναι όμως θύμα, ζει διαρκώς σε έναν φασματικό κόσμο, ξένος, άπατρις, αποξενωμένος, χωρίς ρίζες. -ζεις μεσα στο σακίδιό σου, του λέει η Μαρί, το σακίδιο που θυμίζει εκείνο του Βιττγκενσταϊν, η οικογένεια του οποίου πλήρωσε αδρά για να σωθεί από τη λαίλαπα του ναζισμού. -η λογική δεν μπορούσε να παλέψει με το αίσθημα που πάντοτε το καταπίεζα και τώρα ξεσπούσε βίαια μέσα μου, ότι με είχαν διώξει και με είχαν ξεγράψει
-καταγόμουν από το πουθενά
Είναι χειρότερο να ζεις αγνοώντας ποιος είσαι κι από που έρχεσαι;
Το ερώτημα είναι προφανώς ρητορικό και επαφίεται στον καθένα να αποφασίσει αν θα βάλει στη ζυγαριά το οριστικό τέλος των στρατοπέδων συγκέντρωσης από τη μια. Τη μοίρα του (κάθε) Άουστερλιτς, από την άλλη. Από τη στιγμή που μια τυχαία στιγμή, σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στο Λονδίνο, δίνει το έναυσμα για την αναζήτησή του, ο Άουστερλιτς ξέρει πως κατά κάποιον τρόπο κοιτάζει την άβυσσο, την ίδια άβυσσο που κοιτάζει και ο Τζέηκομπσον: η άβυσσος όπου δεν φτάνουν οι αχτίδες του ήλιου ήταν η εικόνα που είχε ο Τζεήκομπσον για το βυθισμένο παρελθόν της οικογένειας και του λαού του, το οποίο, όπως ήξερε, δεν γινόταν να το ανασύρεις πια από κει κάτω. Ο Άουστερλιτς (υποθέτω) γνωρίζει πως δεν μπορεί να ανασύρει το παρελθόν. Ωστόσο ψάχνει και εύχεται: δεν θα γινόταν άραγε, να δίναμε ραντεβού στο παρελθόν, σ'αυτά που έχουν ήδη γίνει και τα περισσότερα έχουν πια σβηστεί, και να ψάχναμε εκεί τόπους και ανθρώπους που, σαν εκτός χρόνου, συνδέονται κατά κάποιο τρόπο μαζί μας;
Οριστικό τέλος ή η τραγωδία ενός παρόντος χωρίς παρελθόν;
Πόσο συντριπτικό να'ναι άραγε για τον Άουστερλιτς (και για κάθε Άουστερλιτς με την ίδια μοίρα) να μην μοιράζεται κάποιο παρελθόν με τους γονείς του; Πόσο εμμονικά έψαχνε στο φιλμάκι για τη μητέρα του (δεν έβλεπα πουθενά την Αγκάτα); Προσπαθώ να μπω στη θέση του, σε μια σκοτεινή καμπίνα προβολής να βλέπει ένα κακογυρισμένο, υπερπιξελιασμένο φιλμ και να προσδοκά να ανασυστήσει ό,τι μπορεί μες στα δεκατέσσερα λεπτά που διαρκεί το φιλμ.
-Πόσο πολύ την λαχταρά; Φανταζόμουν ότι την έβλεπα στο δρόμο, μ΄ένα καλοκαιρινό φόρεμα και μια ελαφριά καμπαρντίνα: είναι μόνη της μέσα σε μια ομάδα κατοίκων του γκέτο που κάνουν τη βόλτα τους, έρχεται ίσια καταπάνω μου, πλησιάζει βήμα βήμα, μέχρι που στο τέλος, έτσι νόμιζα, βγαίνει από την ταινία και έρχεται κοντά μου.
-Πόσο πολύ την περιμένει; μέχρι ν'ακούσω το αμάξι που την έφερνε πίσω από τον άλλο κόσμο να σταματάει στην πόρτα, κι εκείνη να μπει επιτέλους στο δωμάτιο και να καθίσει δίπλα μου,
Ώστε, πάει στο Παρίσι για να ερευνήσει τι απέγινε ο πατέρας του και για να μεταφερθεί πίσω στην εποχή που ζούσε κι ο ίδιος εκεί, αφενός απελευθερωμένος τώρα από την ψεύτικη αγγλική ζωή του, αφετέρου με το πνιγμένο συναίσθημα ότι δεν ανήκε ούτε σε αυτή την πόλη, την ξένη αρχικά προς αυτόν, αλλά ούτε και πουθενά αλλού, παρόλα αυτά πάντοτε με την ελπίδα, ενάντια σε κάθε λογική, ότι θα συναντούσα τον πατέρα μου ή ότι θα έβγαινε από μια είσοδο πολυκατοικίας.
~~~
Έχω την εντύπωση ότι το η βιβλιοθήκη στο Παρίσι είναι μια digression, όπου ο Ζέμπαλντ προβάλλει τον εαυτό του. Bibliotheque Nationale de France. Παρομοιάζεται με ζωνταντό οργανισμό: κατά μήκος των νευρώνων/οι ερευνητές συνδεδεμένοι όλοι με τον οργανισμό της Βιβλιοθήκης, συγκροτούν ένα ιδιαιτέρως περίπλοκο όν. Νιώθω ότι ο Ζέμπαλντ εδώ, μέσω της βιβλιοθήκης, αντιδρά και διαμαρτύρεται για τις παντοειδείς πρωτοβουλίες και αλλαγές που φιλοδοξούν να καλυτερέψουν τη ζωή ή την εμπειρία των ανθρώπων: αν δεν θέλεις να πάρεις αυτά τα ακυβέρνητα τρένα που τα οδηγεί μια απόκοσμη φωνή [...] μνημειώδες κτίριο, αποκρουστικό [...] εξωτερικά λόγω διαστάσεων και εσωτερικά λόγω της διαρρύθμισής του, και εκ των προτέρων εντελώς αντίθετο προς τις ανάγκες κάθε πραγματικού αναγνώστη.
Νομίζω κάτι τέτοιο τον εμποδίζει περισσότερο να ακούσει προσεκτικότερα και να εμβαθύνει έτι περισσότερο στις ιστορίες που θέλει να αναδείξει: καρκινική εξάπλωση της πληροφορικής, που προχωράει χέρι χέρι με την απώλεια της ικανότητας μνήμης εκ μέρους μας, και για την επερχόμενη ολική κατάρρευση [...] επίσημο μανιφέστο της ολοένα και επιτακτικότερα προβαλλόμενης ανάγκης να δοθεί τέλος σε οτιδήποτε έχει ακόμη ζωή στο παρελθόν.
Ανάμικτα συναισθήματα.
Πρωτίστως για το βιβλίο, το οποίο ήταν φανταστικό με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, που μόνο κάποιος που βρίσκει και εκτιμά στον Ζέμπαλντ ένα μεράκι και μια γλωσσική κι αισθητική ψιλοδουλειά, μπορεί να αγαπήσει ειλικρινά. Είναι, νομίζω, αυτή η δυνατότητά του να αφηγείται ακατάπαυστα και εμμονικά λεπτομερώς ιστορίες για πράγματα άσχετα, ετερόκλητα και λαμβάνοντας αφορμή από ερεθίσματα εντελώς αναπάντεχα, τα οποία έχουν όμως τόση πολλή σημασία. Μια τέτοια δυνατότητα με φέρνει πολύ κοντά του, με γοητεύει και με αναπαύει.
Δευτερευόντως, ήταν η πρώτη μου συνανάγνωση ως μέλος της Λέσχης σε βιβλίο ενός συγγραφέα που αγάπησα μέσα από τους Δακτύλιους. Πρώτη φορά διαβάζω με τέτοιο τρόπο ένα μη-επιστημονικό βιβλίο, πρώτη φορά φτάνω τόσο βαθειά και παρατηρώ λεπτομέρειες, κρατώ εκτενείς σημειώσεις, κάνω σκέψεις και συνειρμούς. Αυτή η συνανάγνωση, πέρα από το ότι με ωφέλησε, άφησε 3 εκκρεμότητες, οι δυο εύκολες, η τελευταία δύσκολη:
1) Να ξαναδιαβάσω τους Δακτύλιους με τον τρόπο που διάβασα τον Άουστερλιτς,
2) Να διαβάσω τα υπόλοιπα του Ζέμπαλντ,
3) Να προσπαθήσω να διαβάζω εφεξής με τον τρόπο που διάβασα τον Άουστερλιτς.
Αισθάνομαι ότι όλοι όσοι διάβασαν τον Άουστερλιτς ειδικά (συν-αναγνώστες ή μη) και τον Ζέμπαλντ ειδικά, κάτι έχουν πάρει, κάπως έχουν αλλάξει και κάπως η θέασή τους των πραγμάτων επανατοποθετήθηκε (δεν είναι και πολύ σωστή αυτή η λέξη, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη τώρα), και παρόλο που δεν θέλουν να μοιραστούν την/τις αλλαγή/αλλαγές, προσδιορίζοντάς τες με όση περισσότερη ακρίβεια είναι δυνατόν, υποθέτω ότι υποψιάζονται πως δεν διαφέρουν και πολύ από τις αντίστοιχες των υπολοίπων (κι όποιος κατάλαβε τι έγραψα μόλις, κατάλαβε )
Εγω καταλαβα. Μαλλον
Την πρωτη φορα που διαβασα τον Άουστερλιτς, δεκα χρόνια πίσω (σημείωσε οτι ειμαι γρήγορος αναγνωστης, με ο,τι αρνητικο αυτό συνεπάγεται, και γινομαι ακόμη γρηγγορότερος με ό,τι με συνεπαίρνει) θυμάμαι να με συνταράζει η αποκάλυψη μιας ψευτικης ζωής και η αναζήτηση της αλήθειας. Αυτό θυμομουν μονάχα απο το βιβλίο. Η επανατοποθετηση, η επανανακάλυψη, η συνειδητοποιση οτι ζούμε τυχαία και βασιζομενοι στη σιγουρια που μας εμποτιζουν οι οικειοι μας. Προσπαθώντας να μπω στη θέση του ήρωα, γιατι αυτό νομιζω οτι ειναι η ενσυναισθηση, δυσκολευομουν και ζοριζόμουν πάρα πολύ, δεν μπορουσα να διανοηθω τι δυναμη και σθενος χρειαζεται να ζει κανεις σε τετοια ανασφάλεια κι αβεβαιότητα, ουσιαστικα να πλεει μονος και στο αγνωστο. Υπαρξιακά και μονο κρίνοντάς. σε μενα φαντάζει δυσθεώρητο.
Είχα εξ αρχής την υποψία ότι ο Άουστερλιτς (τόσο ο χαρακτήρας, όσο και το σύνολο της ιστορίας) ήταν ένα όχημα για να εκφράσει ο Ζέμπαλντ το τραύμα που άφησε στους Γερμανούς ο ναζισμός, οι φρικαλεότητες και εκείνη η κλινική, ψυχρή, φρικτή μεθοδικότητα στο σχεδιασμό και την εκτέλεση του θανατικού:
Αν πιασεις να διαβασεις τη φυσικη ιστορία της καταστροφής, θα το δεις και δοκιμιακα. Αυτό εκανε, αδιαφορώντας για την απήχηση ή όχι του εργου του, αδιαφορώντας αν γινει αρεστος.
Μια τέτοια δυνατότητα με φέρνει πολύ κοντά του, με γοητεύει και με αναπαύει.
Ευστοχη επιλογή του τελευταιου ρήματος, κι εγω οπως εχεις καταλαβει εχω τετοιους δεσμους με τον συγγραφέα ( με αυτόν και με καποιους ακομη) κι ευτυχώς που υπάρχει το fiction να μιλάει εντός μας πολυ ειλικρινα και δυνατα, όταν τα υπολοιπα ισως υπολειπονται.
σε μια επαφη με τον Σινιοσογλου, όταν μιλούσε για τον καρπό του, κάπου λοιπόν στο βιβλιο, when he gets more personal, γράφει μεσες ακρες οτι συχνά πυκνά εμπιστευεται πιοτερο τα βιβλία παρά τους ανθρώπους, και κάποιος τον ρωτησε σχετικά με αυτο το σημειο, και θυμαμαι να λεει ότι ισως να μην επρεπε να συμπεριλαβει κατι τετοιο στο κειμενο. Και νομιζω, αυτή ηταν η αφορμη να του απευθυνθώ πρώτη φορά λεγοντας οτι κατέγραψε κάτι με το οποιο ειμαστε κάμποσοι που συχνά πυκνα σκεφτόμαστε και με το οποιο ταυτιζόμαστε και εφόσον ειναι δικη του αληθεια, η οποια συμπιπτει και με μιαν απο τις αληθειες του αναγνωστη -αλλωστε, δεν γραφει για να αγαπηθει ή να κερδισει αποδοχή, κακώς νιωθει οτι τετοια σκεψη δεν επρεπε να ειχε εξωτερικευθει.
Εγω θελω να σας ευχαριστησω πολυ που συμμετειχατε σε αυτή τη συναναγνωση, ενος βιβλιου που θεωρώ μοναδικο και σπουδαιο, αν αναζητησετε τα αλλα κείμενά του, μονο κερδισμένοι -θεωρω- θα ειστε. Αν τα συγκρινετε με τον Αουστερλιτς και τους Δακτυλιους, θα τα αδικήσετε, αλλα και πάλι, αυτό το κάνουμε παντα, όλοι, ασυνειδα
Προσπαθώντας να προσεγγίσω την ψυχή του Αούστερλιτς.
σελ. 220, Μαρίενμπαντ
"Αύριο, είπε (η Μαρί), μόλις ξυπνήσουμε, θα σου ευχηθώ χρόνια πολλά και θα είναι σαν να εύχομαι καλή λειτουργία σε μια μηχανή που δεν ξέρω το μηχανισμό της"
ίδια σελίδα πιο κάτω
"ότι μου φαίνονταν μάλιστα πως οι βουβές προσόψεις των σπιτιών ήξεραν κάτι κακό για μένα και ότι πίστευα συνεχώς πως έπρεπε να μείνω μόνος μου, και μάλιστα πιο έντονα από ποτέ, παρά τη λαχτάρα μου για εκείνη. Εσύ μόνος σου προκαλείς το φόβο σου, δεν ξέρω όμως τι φοβάσαι. Πάντοτε κρατούσες μία απόσταση, το έβλεπα βέβαια, αλλά τώρα είναι λες και στέκεσαι μπροστά σε ένα κατώφλι που δεν τολμάς να διαβείς. Τότε δεν κατάφερα να παραδεχτώ πόσο δίκιο είχε η Μαρί σε όλα, σήμερα όμως καταλαβαίνω γιατί απομακρυνόμουν όταν με πλησίαζε κάποιος, και βλέπω ότι θεωρούσα πως με την απομάκρυνση αυτή σώζομαι, και ταυτόχρονα είχα την εντύπωση ότι ήμουν άνθρωπος απρόσιτος, αποτρόπαιος μέχρι τρόμου"
εδώ διακρίνουμε τον ψυχολογικό μηχανισμό ενοχοποίησης του θύματος, που κατηγορεί τον εαυτό του.
σελ.234
"Προφανώς δε με βοηθούσε και πολύ που είχα ανακαλύψει την πηγή της ενόχλησης μου, που μπορούσα πολύ καθαρά να δω τον εαυτό μου όλα αυτά τα περασμένα χρόνια, ένα παιδί που το είχαν ξεκόψει από τη μια μέρα στην άλλη από τη ζωή που ήξερε: η λογική δεν μπορούσε να παλέψει με το αίσθημα που πάντοτε το καταπίεζα και τώρα ξεσπούσε βίαια μέσα μου, ότι με είχαν διώξει και με είχαν ξεγράψει. Αυτός ο τρομαχτικός φόβος με έπιανε την ώρα που εκτελούσα τις απλούστερες ενέργειες..."
όπου διαφαίνεται καθαρά πως το μεγαλύτερο από τα τραύματα είναι αυτό της εγκατάλειψης.
Θα μπορούσα να πω πως διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, καταδύθηκα στα βάθη των πιο μύχιων σκέψεων και συναισθημάτων ενός θύματος που στην ηλικία των τριάμισι ετών τον έστειλαν με μια αποστολή σε έναν ξένο τόπο, ένα μεγάλο νησί, και σε ξένους ανθρώπους, οι οποίοι ποτέ δεν το αγάπησαν πραγματικά. Αυτό που δεν μπορεί να κατανοήσει το παιδικό μυαλό, ίσως και το ενήλικο, είναι το γιατί δεν έφυγαν όλοι μαζί. Η δε ηλικία μεταξύ των τριών και των τεσσάρων χρονών είναι αυτή που εντυπώνονται οι πρώτες μνήμες και ιδιαίτερα αυτές που είναι συναισθηματικά φορτισμένες.
Ο ήρωας μας χαιρετά τον αφηγητή λέγοντας του πως συνεχίσει θα ψάχνει τον πατέρα του και τη Μαρί. (για τον πατέρα του νομίζω ότι μέχρι τότε το μόνο που κατάφερε να βρει είναι πως στα τέλη του 1942 μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Γκυρ, στους πρόποδες των Πυρηναίων , οροσειράς στα σύνορα Γαλλίας Ισπανίας και το οποίο δεν κατάφερα να εντοπίσω). Θα ψάξει για τον πατέρα του γιατί θέλει να τελειώσει ότι έχει αρχίσει, να μάθει όσα πιο πολλά μπορεί από την ιστορία του, ενώ όσον αφορά τη Μαρί νομίζω ότι νιώθει πως της οφείλει μια εξήγηση, και ίσως έχει ακόμα και μετά από τόσα χρόνια την ανάγκη να νιώσει τη συγχώρεση της. Όπως διεξοδικά είδαμε, όλη αυτή η διαδικασία είναι πολύ επίπονη για τον Αούστερλιτς και θυμίζω τί είχε πει κάποτε σε ανύποπτο χρόνο, μέσα από τον αφηγητή όπως πάντα : "ακόμα και σήμερα εύχεται να είχε πεθάνει στην Ανδρομέδα".
Όσον αφορά τη σχέση του με τον αφηγητή, ήθελε έναν τέτοιο ακροατή (ότι έπρεπε σύντομα να βρει ακροατή για την ιστορία του...). Τι ακροατή; Κάποιον που τον αφουγκράζεται με ενσυναίσθηση, χωρίς να τον κρίνει, χωρίς καν να σχολιάζει; Είναι γιατί γνωρίζει πως έτσι θα τη σώσει από τη λήθη; Γιατί σύντομα; Ίσως γιατί οι ανακαλύψεις για το παρελθόν του σύντομα φτάνουν στο τέλος τους και θα θέλει να ξαναγυρίσει στο παρόν, ή μήπως στον κόσμο των νεκρών όπου νιώθει τόσο οικεία και άνετα. Του δίνει τα κλειδιά του σπιτιού του στο Ηστ Εντ γιατί γνωρίζει πως έλαβαν τέλος οι συναντήσεις τους; Γιατί τον προτρέπει να επισκεφτεί το γειτονικό νεκροταφείο; Γιατί ο αφηγητής περιήλθε σε εκείνη την ψυχοσωματική κατάσταση όταν επισκέφτηκε τον οφθαλμίατρο; Τους συνδέει κάτι περισσότερο; Γιατί ο ήρωας μας έχει την αίσθηση πως έχει ένα δίδυμο αδερφό; Νιώθει έτσι για τους ομοίους του, δηλ. όσους είναι κι εκείνοι θύματα με τον ίδιο τρόπο; Είναι ένας μηχανισμός άμυνας, ένα τρικ για να μη νιώθει μόνος του;
Όπως και να έχει, ο τρόπος που ο Sebald αναπτύσσει όλες τις εκφάνσεις του ναζισμού είναι αριστοτεχνικός, η γραφή του μοναδική, υπέροχη η τεράστια πρόταση συγκλονιστική. Όπως προείπατε και εσείς, ειδικά δίνει ένα έναυσμα για τη μη λήθη και τη συζήτηση γύρω από το θέμα του ολοκληρωτισμού και γενικά προτείνει μια νέα οπτική που όλα τα φαινομενικά ασύνδετα συνδέονται. Είναι πεποίθηση μου πως για να λειτουργήσει κάποιος έτσι πρέπει να έχει καλή παρατήρηση, οξύνοια και γνώση για να αναγνωρίζει τι παρατηρεί, και ανεπτυγμένη - μη καταπιεσμένη - κάποια μορφή ενστίκτου όταν δεν επαρκούν τα προηγούμενα. Και χαίρομαι ιδιαίτερα που γνώρισα τον συγγραφέα μέσα από τη λέσχη, θυμάμαι έντονα το αναγνωστικό σοκ με το "Εκ του φυσικού", ενώ ήδη νιώθω την ανάγκη να μάθω για αυτόν και για τη ζωή του, και πραγματικά απόλαυσα τη συνανάγνωση. Όλα αυτό ενισχύει την πεποίθηση μου πως οι ομάδες είναι ένα όχημα που λειτουργεί και που μας πηγαίνει πιο μπροστά.
"Καμιά φορά, στη θέα ἑνὸς σκόρου που ἔχει πεθάνει ἔτσι μέσα στο σπίτι μου, ἀναρωτιέμαι τί άγωνία καὶ τί πόνο πρέπει νὰ νιώθουν τὴν ὥρα ποὺ χάνουν τὸ δρόμο τους"
Τώρα πια θα έλεγα ότι για το παραπάνω νιώθει μια ταύτιση, άρα και κατανόηση, αφού και ο ίδιος είχε νιώσει πως είναι να χάνεις το δρόμο και να μην μπορείς να ξαναγυρίσεις.
@ΜιΛάμπρος προσυπογράφω κάθε πρόταση από το υπέροχο τελευταίο ποστ σου!
Εγώ δεν έχω να προσθέσω κάτι για το βιβλίο. Διάβασα κάποιες σκέψεις μου στα δικά σας σχόλια. Ίσως μόνο το ότι έπρεπε να ολοκληρώσω την ανάγνωση για να καταλάβω το βιβλίο. Είναι ένα έργο που θέλει τον χρόνο του και την ανάλογη θέληση να μπεις στον κόσμο του Ζεμπαλντ. Θα ήταν καλύτερα να το διάβαζα σε μια καλύτερα στιγμή αλλά δεν ήθελα να χάσω την συνανάγνωση από την οποία έμαθα αρκετά. Ευχαριστώ για την συνανάγνωση και ελπίζω σε άλλη μία μελλοντικά.
Οι αναρτήσεις σας για το τελευταίο μέρος της συνανάγνωσης, η ματιά σας και τα συμπερασματικά σας σχόλια με έχουν καλύψει σε πολλά.
Συμφωνώ επίσης με τα σχόλια σας ότι ήταν σε γενικές γραμμές δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ του αφηγητή και του Άουστερλιτς και ίσως ο πρωταγωνιστής ήταν το όχημα και η συνάντηση των δύο ο τρόπος του συγγραφέα να μας πει την ιστορία του.
Το βιβλίο είναι μια εσωτερική ενδοσκόπηση στα τραύματα που άφησε το Ολοκαύτωμα στον κόσμο. Ο μικρόκοσμος του παιδιού που χωρίζεται από τους γονείς του, είναι η ιστορία του κάθε ανθρώπου που σημαδεύτηκε τότε, τα γεγονότα αλλάζουν, αλλά ο τρόπος που έχουν γραφτεί μέσα τους είναι στην ουσία κοινός.
Δεν έζησε κανένα ξέγνοιαστο καλοκαίρι ο πρωταγωνιστής σε όλους του χρόνους της αφήγησης. Το μόνο που μου έμοιασε με ευτυχία ήταν μια μικρή σε διάρκεια άνοιξη, στα σχολικά τα χρόνια και συγκεκριμένα το διάστημα των διακοπών, εκεί όπου το εξοχικό σπίτι του φίλου του, του άφησε μέσα του όμορφες αναμνήσεις οικογενειακών στιγμών.
~ ~ ~ Με την απομάκρυνση αυτή σώζομαι~ ~ ~
(φωτογραφία από την ταινία "L'Année dernière à Marienbad")
Η ψυχοσύνθεση του έχει διαμορφωθεί από τον διωγμό, τον δικό του που έζησε ως παιδί, αλλά και των γονιών του, που την άγνωστη ιστορία τους κουβαλούσε μέσα του και έψαχνε με κάθε τρόπο να την μάθει, αυτές οι λεπτομέρειες της αφάνισής τους θα τους έφερνε για λίγο κοντά του. Την εμμονή που είχε σε ένα από τα ταξίδια της εξερεύνησης, ότι ταξίδευε με έναν δίδυμο αδερφό του, το είδα σαν μια προσπάθεια να μεταθέσει τον πόνο που είχε μέσα του. Ήταν αποκομμένος από την ζωή, καταδικασμένος να μην μπορεί να συνάψει καμία συναισθηματική σχέση, δεν κατάφερε να σχετιστεί με την Μαρί, ακόμα και με τον αφηγητή για πολλά χρόνια βρισκόντουσαν τυχαία.
Η υστερική επιληψία που έπασχε, είχε ψυχολογικό αίτιο και οφείλονταν σε όλα αυτά τα δυσβάσχαστα που μάθαινε για το τότε, όπου οι περιγραφές του μουσείου κτηνιατρικής επιστήμης που επισκέφτηκε ήταν νομίζω ένας έμμεσος τρόπος να μας δείξει την φρίκη που έζησαν οι άνθρωποι τότε (ένα μέρος της φρίκης, η κλειστοφοβική αποτύπωση μέσα σε όλα τα άλλα, έχει αποδοθεί στην ταινία "Ο γιος του Σαούλ" του 2015).
Κατάφερε και έμαθε για το τέλος των δικών του, όχι ακριβώς, αλλά την διαδρομή που ακολούθησαν προς τον βέβαιο θάνατό τους. Συνειδητοποίησε ότι τα σκοτεινά δάση που στοίχειωναν τα όνειρά του, ήταν αυτά που είχε διασχίσει μικρός, οι φόβοι του έβγαιναν πλέον στο φως και ίσως κάποια στιγμή καταφέρει να τους ξορκίσει.
Αυτό θέλω να σκέφτομαι για εκείνον αφού τελείωσε το βιβλίο, ότι μετά το επίπονο ταξίδι της αναζήτησης, θα καταφέρει να ξεκινήσει ένα άλλο ταξίδι, αυτό της γιατρειάς.
Σας ευχαριστώ πολύ για αυτό το όμορφο ταξίδι της συνανάγνωσης!