Ο Νίκος Σαραντάκος έχει μια έντονη παρουσία στο διαδίκτυο σχετικά με γλωσσικά θέματα. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια έχει τον δικό του ιστότοπο αλλά από τον Φεβρουάριο του 2009 έχει μεταφέρει την κινητικότητά του στο ιστολόγιό του όπου διεξάγεται μια συνεχής συζήτηση πάνω στην γλώσσα από θαμώνες και περαστικούς.
Έχει εκδώσει μεταξύ άλλων διηγήματα, βιβλία για το μπριτζ καθώς και βιβλία για την ελληνική γλώσσα με πιο σημαντικά το “Γλώσσα μετ’ Εμποδίων” (2007) και το “Οι Λέξεις Έχουν τη Δική τους Ιστορία” (2009).
Η ακόλουθη συνέντευξη δόθηκε στον Φαροφύλακα τον Αύγουστο τού 2010 μέσω ηλεταχυδρομείου, για να δημοσιευτεί στην Λέσχη τού Βιβλίου.
Φ: Νίκο, ζεις στο Λουξεμβούργο κι εργάζεσαι στο μεταφραστικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τί μεταφράζεις εκεί;
ΝΣ: Κάθε λογής κοινοβουλευτικά έγγραφα (εκθέσεις, τροπολογίες, κτλ.), με εξαίρεση τα πρακτικά των συζητήσεων στο Κοινοβούλιο.
Φ: Σε ποιες γλώσσες;
ΝΣ: Από τα αγγλικά και τα γαλλικά κυρίως· δευτερευόντως, γερμανικά, ιταλικά και ισπανικά. Πολλά κείμενά μας είναι σε δύο ή και περισσότερες γλώσσες.
Φ: Έχεις όμως μεταφράσει και βιβλία, έτσι;
ΝΣ: Παλιότερα, ναι· και λογοτεχνικά, και τεχνικά. Θα ξεχωρίσω «Το γεράκι της Μάλτας» και τον «Κόκκινο θερισμό» του Ντάσιελ Χάμετ.
Φ: Για να τα ξεχωρίζεις μάλλον σου αρέσει ο Χάμετ, έτσι; Σε έχω δει άλλωστε να αναφέρεσαι κι αλλού σε αυτόν.
ΝΣ: Πράγματι, όχι μόνο σαν συγγραφέας αλλά και σαν στάση ζωής.
Φ: Φαντάζομαι πως το να σου αρέσει το έργο βοηθάει και στο να δώσει μια καλύτερη μετάφραση. Ποιοι είναι οι πιο σημαντικοί παράγοντες για μια καλή μετάφραση κατά την γνώμη σου;
ΝΣ: Να ξέρεις όσο το δυνατόν καλύτερα τις δύο γλώσσες, να ξέρεις να χρησιμοποιείς τις πηγές, να σου αρέσει το έργο που μεταφράζεις και να μπορείς να αποστασιοποιηθείς από το γραφτό σου για να το δεις με το μάτι του αναγνώστη.
Φ: Πώς ξεκίνησε το ενδιαφέρον σου για την γλώσσα, και πιο συγκεκριμένα, τις λέξεις;
ΝΣ: Το ενδιαφέρον για τη γλώσσα νιώθω πως υπήρχε πάντα· για τα ταξίδια των λέξεων, όταν συνειδητοποίησα μερικά εντυπωσιακά γλωσσικά δάνεια και αντιδάνεια.
Φ: Στο βιβλίο σου “Οι Λέξεις Έχουν τη Δική τους Ιστορία” παρουσιάζεις την ιστορική διαδρομή κάποιων λέξεων, πώς περνούν από την μια γλώσσα στην άλλη και πώς μέσα στους αιώνες αλλάζει η μορφή αλλά και το νόημά τους. Τελικά τί συμβαίνει με τις λέξεις; Είναι πράγματι τόσο πολυταξιδεμένες;
ΝΣ: Ναι, είναι. Όπως λέω στο βιβλίο μου, Γιατί δεν έχουν ιστορία μόνο οι άνθρωποι, έχουν κι οι λέξεις τη δική τους ιστορία. Γεννιούνται, μεγαλώνουν, μεταναστεύουν σε άλλες χώρες. Καθώς ενηλικιώνονται, οι λέξεις πολλές φορές αλλάζουν σημασία. Κάποτε, πεθαίνουν. Μόνο που, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, οι λέξεις μπορεί και να ανασταίνονται –αν και όχι πάντοτε με επιτυχία. Πολλές από τις λέξεις που τις έχουν αναστήσει λεξιλάγνοι λόγιοι παραμένουν νεκροζώντανα ζόμπι, αν και άλλες, όταν καταφέρνουν να προσληφθούν στο δημόσιο, έχουν την ευκαιρία για δεύτερη ευδόκιμη υπηρεσία –στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαμε επίσης να μιλάμε για μετενσάρκωση.
Φ: Είναι λοιπόν η δουλειά που κάνεις, μια δουλειά για ντεντέκτιβ;
ΝΣ: Καλή παρομοίωση για τον ετυμολόγο. Ναι, γιατί πρέπει να σκαλίσεις παλιά κιτάπια για να βρεις πότε πρωτοεμφανίζεται σε κείμενα η λέξη που σε ενδιαφέρει, να ξεσκεπάσεις τις μεταμφιέσεις της, να μην αφήσεις σε παραπλανητικά ίχνη να σε οδηγήσουν σε λάθος στράτα, να εξετάσεις αν η λέξη έχει «άλλοθι». Ένα παράδειγμα για το τελευταίο: η λέξη «γκόμενα» αποκλείεται να ετυμολογείται από την αργεντίνικη μπριγιαντίνη μάρκας gomina, όπως γράφεται κάπου, διότι η μπριγιαντίνη αυτή κυκλοφόρησε το 1935, ενώ η λέξη έχει καταγραφεί τουλάχιστον από το 1925. Έχει άλλοθι.
Φ: Ποιο είναι το έναυσμα να ξεκινήσεις με κάποια αναζήτηση; Ποιος σου αναθέτει, ας πούμε, την δουλειά.
ΝΣ: Κοίταξε, στη στήλη που έχω την πρώτη Κυριακή κάθε μήνα στην εφημερίδα Αυγή, το θέμα μου είναι παρμένο από την επικαιρότητα: στις αρχές Αυγούστου ήταν ο καύσωνας, ας πούμε· παλιότερα ήταν το ταμείο, η λέξεις σφάλμα και ασφάλεια (με το ασφαλιστικό νομοσχέδιο), και ούτω καθεξής. Στο ιστολόγιο, μπορεί να γράψω για μια λέξη που διάβασα στην εφημερίδα, που προς στιγμήν ακούστηκε σε μια συζήτηση στην τηλεόραση, ή που αναδείχτηκε σε κάποια κουβέντα μεταξύ των επισκεπτών του ιστολογίου. Κι εσύ μπορείς να μου αναθέσεις δουλειά –όπως και κάθε φίλος του ιστολογίου- αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα ανταποκριθώ!
Φ: Και ποια είναι η μέθοδος που ακολουθείς στην έρευνά σου;
ΝΣ: Δεν υπάρχει μια δεδομένη μέθοδος γιατί κάθε λέξη έχει τα δικά της προβλήματα. Πάντως, πρέπει να κοιτάξεις τα λεξικά, τόσο τα σύγχρονα όσο και τα παλιότερα, αλλά και οπωσδήποτε να ερευνήσεις τα σώματα κειμένων.
Φ: Πράγμα που σήμερα, στην ηλεκτρονική εποχή, είναι πολύ πιο εύκολο από κάποτε, βέβαια.
ΝΣ: Χωρίς αμφιβολία. Εγώ χρησιμοποιώ πολύ τα σώματα κειμένων των ελληνικών εφημερίδων που υπάρχουν στο Διαδίκτυο (π.χ. στην Εθνική Βιβλιοθήκη ή τη Βιβλιοθήκη της Βουλής), όσο κι αν τα ψαχτήρια τους δεν είναι απολύτως αξιόπιστα. Επίσης, το γκουγκλ, όσο κι αν η αξιοπιστία του έχει νοθευτεί μεταξύ άλλων από την προσπάθειά του να βγάλει πάση θυσία όλο και περισσότερα «χτυπήματα», παραμένει αναντικατάστατο.
Φ: Υπάρχει σασπένς; Έχουν υπάρξει στιγμές που έχεις βρεθεί μπρος σε κάποια απρόσμενη ανακάλυψη;
ΝΣ: Σασπένς υπάρχει πάντοτε, διότι η γλώσσα είναι πράγμα απέραντο και κανείς δεν έχει πλήρη εποπτεία της. Για να φέρω ένα πρόσφατο παράδειγμα, θα νόμιζε κανείς ότι η φράση «καινούργιο φρούτο», με τη μεταφορική σημασία μιας καινοφανούς εξέλιξης που ξενίζει, είναι σχετικά καινούργια, π.χ. μεταπολεμική, κι όμως την έχει ο Μακρυγιάννης!
Φ: Τί σημασία μπορεί να έχει το να γνωρίζουμε την ετυμολογία μιας λέξης;
ΝΣ: Εγώ δεν θα πω ότι αν ξέρουμε την ετυμολογία καταλαβαίνουμε καλύτερα τη σημασία, όπως υποστήριξε πρόσφατα ο κ. Μπαμπινιώτης στην τηλεόραση, διότι υπάρχουν άφθονα αντιπαραδείγματα. Το να γνωρίζουμε όμως την ετυμολογία μας βοηθάει να νιώσουμε καλύτερα τον μηχανισμό της γλώσσας και τη νοοτροπία των ομιλητών της. Επίσης, είναι κάτι που εγώ τουλάχιστον το βρίσκω εξαιρετικά τερπνό.
Φ: Σήμερα έχει γεμίσει ο τόπος με παρετυμολόγους δηλ. με κόσμο που εύκολα ανάγει κάθε λέξη σε κάποιο ελληνικό έτυμο βγάζοντάς την -είναι δεν είναι- ελληνική. Γιατί έχεις ονομάσει το φαινόμενο αυτό "Πορτοκάλος";
ΝΣ: Δανείστηκα το όνομα από τον Γκας Πορτοκάλος, τον πατέρα της πρωταγωνίστριας στην κωμωδία «Γάμος αλά ελληνικά», ο οποίος, περιφρονημένος μετανάστης στην Αμερική, έβρισκε παρηγοριά στο να βγάζει ελληνικές όλες τις λέξεις. Βέβαια, οι σύγχρονοι τσαρλατάνοι δεν έχουν κανένα από τα ελαφρυντικά του συμπαθέστατου κ. Πορτοκάλος –και είναι συνήθως αχώνευτοι.
Φ: Ποια είναι η αιτία τού φαινομένου Πορτοκάλος;
ΝΣ: Στις μέρες μας, είναι βιάγκρα για το εθνικό φρόνημα, και ταυτόχρονα δίνει σε μερικούς την ευκαιρία να φανούν επαΐοντες ενώ είναι ντενεκέδες. Πρέπει βέβαια να πούμε ότι υπάρχει και αντικειμενική βάση: πάρα πολλές ξένες λέξεις είναι ελληνικής προέλευσης και μάλιστα όχι μόνο όσες φαίνονται καθαρά.
Φ: Υπάρχει κάτι το κακό στο να βγάζεις όλες τις λέξεις ελληνικές;
ΝΣ: Εξαρτάται για ποιο λόγο το κάνεις αυτό και τι άλλο επιδιώκεις. Πάντως, ο κόντες είχε πει ότι εθνικό είναι ό,τι είναι αληθινό, έτσι;
Φ: Υπάρχει τρόπος να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο Πορτοκάλος;
ΝΣ: Όλοι οι μύθοι, επειδή είναι ευχάριστοι, δύσκολα ξεριζώνονται. Αλλά οι ελληνοκεντρικές ετυμολογίες αντιμετωπίζονται, αν έχεις ένα καλό ετυμολογικό λεξικό και υπομονή. Αρκεί βέβαια ο συνομιλητής σου να είναι καλόπιστος.
Φ: Στο βιβλίο σου “Γλώσσα μετ’ Εμποδίων” κατακρίνεις αυτούς που αρέσκονται να... κατακρίνουν τους χρήστες τής γλώσσας και παντού να βρίσκουν λάθη και να τα βροντοφωνάζουν. Ανήκει τάχα κι η λαθοθηρία στην εθνική παθολογία μας;
ΝΣ: Κοίταξε, ο πρώτος διάσημος λαθοθήρας ήταν ο Φρύνιχος, ένας γραμματικός του 2ου αιώνα μ.Χ., που έχει μείνει στην ιστορία γιατί έγραψε το πρώτο σύγγραμμα για το «πώς να γράφετε σωστά ελληνικά» και στο οποίο καταδικάζει ένα σωρό λέξεις της καθομιλουμένης της εποχής του (κράββατος, νηρόν ύδωρ, μαγειρείον, οπωροπώλης, μονόφθαλμος κτλ.) που βέβαια σήμερα έχουν επικρατήσει απόλυτα.
Φ: Τί ωθεί κάποιον να γίνει λαθοθήρας;
ΝΣ: Σήμερα, η επιθυμία να ξεχωρίσει από την πλέμπα, να φανεί ανώτερος από τους πολλούς. Βέβαια, δεν είναι λαθοθήρας οποιοσδήποτε επισημαίνει λάθη, και βέβαια δεν συγκαταλέγω στους λαθοθήρες τους καλόπιστους χρήστες που αιφνιδιάζονται από μια γλωσσική μεταβολή ή δυσανασχετούν ακούγοντας μια αποκλίνουσα χρήση.
Φ: Πάντα υπάρχουν κάποιοι που διαμαρτύρονται για γλωσσική φτώχεια πως δηλ. σήμερα οι περισσότεροι, κι ειδικά οι νέοι, δεν μιλούν καλά την γλώσσα μας. Συμμερίζεσαι αυτήν την άποψη; Τί πιστεύεις για την κατάσταση τής Ελληνικής γλώσσας σήμερα;
ΝΣ: Η συζήτηση για τη φθορά και τη φτώχεια της γλώσσας έχει ξεκινήσει από τον Φρύνιχο, πριν από 1800 χρόνια. Η κατάσταση της ελληνικής γλώσσας σήμερα πιστεύω ότι είναι καλύτερη από τη γενική κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας. Φυσικά, το θέμα είναι τεράστιο και θα μπορούσαμε να συζητάμε ώρες.
Φ: Και ποια η εκτίμησή σου για το μέλλον τής γλώσσας μας;
ΝΣ: Μου φαίνεται βέβαιο ότι θα συνεχίσει να μιλιέται στο προβλέψιμο μέλλον –εκτός αν μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι, δηλαδή.
Φ: Να περιμένουμε κάποιο νέο βιβλίο από εσένα; Έχεις κάποια νέα δουλειά στα σκαριά;
ΝΣ: Και όχι μόνο μία, κάμποσα βιβλία προχωράνε παράλληλα. Μια δουλειά είναι λεξικογραφική, ένα άλλο βιβλίο συγκεντρώνει τα έργα ενός ξεχασμένου συγγραφέα του 1920, ένα τρίτο θα το κρατήσω για έκπληξη!
Φ: Περιμένουμε με ενδιαφέρον. Ευχαριστούμε πολύ για τον χρόνο σου.
ΝΣ: Κι εγώ σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας.
Έχει εκδώσει μεταξύ άλλων διηγήματα, βιβλία για το μπριτζ καθώς και βιβλία για την ελληνική γλώσσα με πιο σημαντικά το “Γλώσσα μετ’ Εμποδίων” (2007) και το “Οι Λέξεις Έχουν τη Δική τους Ιστορία” (2009).
Η ακόλουθη συνέντευξη δόθηκε στον Φαροφύλακα τον Αύγουστο τού 2010 μέσω ηλεταχυδρομείου, για να δημοσιευτεί στην Λέσχη τού Βιβλίου.
Φ: Νίκο, ζεις στο Λουξεμβούργο κι εργάζεσαι στο μεταφραστικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τί μεταφράζεις εκεί;
ΝΣ: Κάθε λογής κοινοβουλευτικά έγγραφα (εκθέσεις, τροπολογίες, κτλ.), με εξαίρεση τα πρακτικά των συζητήσεων στο Κοινοβούλιο.
Φ: Σε ποιες γλώσσες;
ΝΣ: Από τα αγγλικά και τα γαλλικά κυρίως· δευτερευόντως, γερμανικά, ιταλικά και ισπανικά. Πολλά κείμενά μας είναι σε δύο ή και περισσότερες γλώσσες.
Φ: Έχεις όμως μεταφράσει και βιβλία, έτσι;
ΝΣ: Παλιότερα, ναι· και λογοτεχνικά, και τεχνικά. Θα ξεχωρίσω «Το γεράκι της Μάλτας» και τον «Κόκκινο θερισμό» του Ντάσιελ Χάμετ.
Φ: Για να τα ξεχωρίζεις μάλλον σου αρέσει ο Χάμετ, έτσι; Σε έχω δει άλλωστε να αναφέρεσαι κι αλλού σε αυτόν.
ΝΣ: Πράγματι, όχι μόνο σαν συγγραφέας αλλά και σαν στάση ζωής.
Φ: Φαντάζομαι πως το να σου αρέσει το έργο βοηθάει και στο να δώσει μια καλύτερη μετάφραση. Ποιοι είναι οι πιο σημαντικοί παράγοντες για μια καλή μετάφραση κατά την γνώμη σου;
ΝΣ: Να ξέρεις όσο το δυνατόν καλύτερα τις δύο γλώσσες, να ξέρεις να χρησιμοποιείς τις πηγές, να σου αρέσει το έργο που μεταφράζεις και να μπορείς να αποστασιοποιηθείς από το γραφτό σου για να το δεις με το μάτι του αναγνώστη.
Φ: Πώς ξεκίνησε το ενδιαφέρον σου για την γλώσσα, και πιο συγκεκριμένα, τις λέξεις;
ΝΣ: Το ενδιαφέρον για τη γλώσσα νιώθω πως υπήρχε πάντα· για τα ταξίδια των λέξεων, όταν συνειδητοποίησα μερικά εντυπωσιακά γλωσσικά δάνεια και αντιδάνεια.
Φ: Στο βιβλίο σου “Οι Λέξεις Έχουν τη Δική τους Ιστορία” παρουσιάζεις την ιστορική διαδρομή κάποιων λέξεων, πώς περνούν από την μια γλώσσα στην άλλη και πώς μέσα στους αιώνες αλλάζει η μορφή αλλά και το νόημά τους. Τελικά τί συμβαίνει με τις λέξεις; Είναι πράγματι τόσο πολυταξιδεμένες;
ΝΣ: Ναι, είναι. Όπως λέω στο βιβλίο μου, Γιατί δεν έχουν ιστορία μόνο οι άνθρωποι, έχουν κι οι λέξεις τη δική τους ιστορία. Γεννιούνται, μεγαλώνουν, μεταναστεύουν σε άλλες χώρες. Καθώς ενηλικιώνονται, οι λέξεις πολλές φορές αλλάζουν σημασία. Κάποτε, πεθαίνουν. Μόνο που, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, οι λέξεις μπορεί και να ανασταίνονται –αν και όχι πάντοτε με επιτυχία. Πολλές από τις λέξεις που τις έχουν αναστήσει λεξιλάγνοι λόγιοι παραμένουν νεκροζώντανα ζόμπι, αν και άλλες, όταν καταφέρνουν να προσληφθούν στο δημόσιο, έχουν την ευκαιρία για δεύτερη ευδόκιμη υπηρεσία –στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαμε επίσης να μιλάμε για μετενσάρκωση.
Φ: Είναι λοιπόν η δουλειά που κάνεις, μια δουλειά για ντεντέκτιβ;
ΝΣ: Καλή παρομοίωση για τον ετυμολόγο. Ναι, γιατί πρέπει να σκαλίσεις παλιά κιτάπια για να βρεις πότε πρωτοεμφανίζεται σε κείμενα η λέξη που σε ενδιαφέρει, να ξεσκεπάσεις τις μεταμφιέσεις της, να μην αφήσεις σε παραπλανητικά ίχνη να σε οδηγήσουν σε λάθος στράτα, να εξετάσεις αν η λέξη έχει «άλλοθι». Ένα παράδειγμα για το τελευταίο: η λέξη «γκόμενα» αποκλείεται να ετυμολογείται από την αργεντίνικη μπριγιαντίνη μάρκας gomina, όπως γράφεται κάπου, διότι η μπριγιαντίνη αυτή κυκλοφόρησε το 1935, ενώ η λέξη έχει καταγραφεί τουλάχιστον από το 1925. Έχει άλλοθι.
Φ: Ποιο είναι το έναυσμα να ξεκινήσεις με κάποια αναζήτηση; Ποιος σου αναθέτει, ας πούμε, την δουλειά.
ΝΣ: Κοίταξε, στη στήλη που έχω την πρώτη Κυριακή κάθε μήνα στην εφημερίδα Αυγή, το θέμα μου είναι παρμένο από την επικαιρότητα: στις αρχές Αυγούστου ήταν ο καύσωνας, ας πούμε· παλιότερα ήταν το ταμείο, η λέξεις σφάλμα και ασφάλεια (με το ασφαλιστικό νομοσχέδιο), και ούτω καθεξής. Στο ιστολόγιο, μπορεί να γράψω για μια λέξη που διάβασα στην εφημερίδα, που προς στιγμήν ακούστηκε σε μια συζήτηση στην τηλεόραση, ή που αναδείχτηκε σε κάποια κουβέντα μεταξύ των επισκεπτών του ιστολογίου. Κι εσύ μπορείς να μου αναθέσεις δουλειά –όπως και κάθε φίλος του ιστολογίου- αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα ανταποκριθώ!
Φ: Και ποια είναι η μέθοδος που ακολουθείς στην έρευνά σου;
ΝΣ: Δεν υπάρχει μια δεδομένη μέθοδος γιατί κάθε λέξη έχει τα δικά της προβλήματα. Πάντως, πρέπει να κοιτάξεις τα λεξικά, τόσο τα σύγχρονα όσο και τα παλιότερα, αλλά και οπωσδήποτε να ερευνήσεις τα σώματα κειμένων.
Φ: Πράγμα που σήμερα, στην ηλεκτρονική εποχή, είναι πολύ πιο εύκολο από κάποτε, βέβαια.
ΝΣ: Χωρίς αμφιβολία. Εγώ χρησιμοποιώ πολύ τα σώματα κειμένων των ελληνικών εφημερίδων που υπάρχουν στο Διαδίκτυο (π.χ. στην Εθνική Βιβλιοθήκη ή τη Βιβλιοθήκη της Βουλής), όσο κι αν τα ψαχτήρια τους δεν είναι απολύτως αξιόπιστα. Επίσης, το γκουγκλ, όσο κι αν η αξιοπιστία του έχει νοθευτεί μεταξύ άλλων από την προσπάθειά του να βγάλει πάση θυσία όλο και περισσότερα «χτυπήματα», παραμένει αναντικατάστατο.
Φ: Υπάρχει σασπένς; Έχουν υπάρξει στιγμές που έχεις βρεθεί μπρος σε κάποια απρόσμενη ανακάλυψη;
ΝΣ: Σασπένς υπάρχει πάντοτε, διότι η γλώσσα είναι πράγμα απέραντο και κανείς δεν έχει πλήρη εποπτεία της. Για να φέρω ένα πρόσφατο παράδειγμα, θα νόμιζε κανείς ότι η φράση «καινούργιο φρούτο», με τη μεταφορική σημασία μιας καινοφανούς εξέλιξης που ξενίζει, είναι σχετικά καινούργια, π.χ. μεταπολεμική, κι όμως την έχει ο Μακρυγιάννης!
Φ: Τί σημασία μπορεί να έχει το να γνωρίζουμε την ετυμολογία μιας λέξης;
ΝΣ: Εγώ δεν θα πω ότι αν ξέρουμε την ετυμολογία καταλαβαίνουμε καλύτερα τη σημασία, όπως υποστήριξε πρόσφατα ο κ. Μπαμπινιώτης στην τηλεόραση, διότι υπάρχουν άφθονα αντιπαραδείγματα. Το να γνωρίζουμε όμως την ετυμολογία μας βοηθάει να νιώσουμε καλύτερα τον μηχανισμό της γλώσσας και τη νοοτροπία των ομιλητών της. Επίσης, είναι κάτι που εγώ τουλάχιστον το βρίσκω εξαιρετικά τερπνό.
Φ: Σήμερα έχει γεμίσει ο τόπος με παρετυμολόγους δηλ. με κόσμο που εύκολα ανάγει κάθε λέξη σε κάποιο ελληνικό έτυμο βγάζοντάς την -είναι δεν είναι- ελληνική. Γιατί έχεις ονομάσει το φαινόμενο αυτό "Πορτοκάλος";
ΝΣ: Δανείστηκα το όνομα από τον Γκας Πορτοκάλος, τον πατέρα της πρωταγωνίστριας στην κωμωδία «Γάμος αλά ελληνικά», ο οποίος, περιφρονημένος μετανάστης στην Αμερική, έβρισκε παρηγοριά στο να βγάζει ελληνικές όλες τις λέξεις. Βέβαια, οι σύγχρονοι τσαρλατάνοι δεν έχουν κανένα από τα ελαφρυντικά του συμπαθέστατου κ. Πορτοκάλος –και είναι συνήθως αχώνευτοι.
Φ: Ποια είναι η αιτία τού φαινομένου Πορτοκάλος;
ΝΣ: Στις μέρες μας, είναι βιάγκρα για το εθνικό φρόνημα, και ταυτόχρονα δίνει σε μερικούς την ευκαιρία να φανούν επαΐοντες ενώ είναι ντενεκέδες. Πρέπει βέβαια να πούμε ότι υπάρχει και αντικειμενική βάση: πάρα πολλές ξένες λέξεις είναι ελληνικής προέλευσης και μάλιστα όχι μόνο όσες φαίνονται καθαρά.
Φ: Υπάρχει κάτι το κακό στο να βγάζεις όλες τις λέξεις ελληνικές;
ΝΣ: Εξαρτάται για ποιο λόγο το κάνεις αυτό και τι άλλο επιδιώκεις. Πάντως, ο κόντες είχε πει ότι εθνικό είναι ό,τι είναι αληθινό, έτσι;
Φ: Υπάρχει τρόπος να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο Πορτοκάλος;
ΝΣ: Όλοι οι μύθοι, επειδή είναι ευχάριστοι, δύσκολα ξεριζώνονται. Αλλά οι ελληνοκεντρικές ετυμολογίες αντιμετωπίζονται, αν έχεις ένα καλό ετυμολογικό λεξικό και υπομονή. Αρκεί βέβαια ο συνομιλητής σου να είναι καλόπιστος.
Φ: Στο βιβλίο σου “Γλώσσα μετ’ Εμποδίων” κατακρίνεις αυτούς που αρέσκονται να... κατακρίνουν τους χρήστες τής γλώσσας και παντού να βρίσκουν λάθη και να τα βροντοφωνάζουν. Ανήκει τάχα κι η λαθοθηρία στην εθνική παθολογία μας;
ΝΣ: Κοίταξε, ο πρώτος διάσημος λαθοθήρας ήταν ο Φρύνιχος, ένας γραμματικός του 2ου αιώνα μ.Χ., που έχει μείνει στην ιστορία γιατί έγραψε το πρώτο σύγγραμμα για το «πώς να γράφετε σωστά ελληνικά» και στο οποίο καταδικάζει ένα σωρό λέξεις της καθομιλουμένης της εποχής του (κράββατος, νηρόν ύδωρ, μαγειρείον, οπωροπώλης, μονόφθαλμος κτλ.) που βέβαια σήμερα έχουν επικρατήσει απόλυτα.
Φ: Τί ωθεί κάποιον να γίνει λαθοθήρας;
ΝΣ: Σήμερα, η επιθυμία να ξεχωρίσει από την πλέμπα, να φανεί ανώτερος από τους πολλούς. Βέβαια, δεν είναι λαθοθήρας οποιοσδήποτε επισημαίνει λάθη, και βέβαια δεν συγκαταλέγω στους λαθοθήρες τους καλόπιστους χρήστες που αιφνιδιάζονται από μια γλωσσική μεταβολή ή δυσανασχετούν ακούγοντας μια αποκλίνουσα χρήση.
Φ: Πάντα υπάρχουν κάποιοι που διαμαρτύρονται για γλωσσική φτώχεια πως δηλ. σήμερα οι περισσότεροι, κι ειδικά οι νέοι, δεν μιλούν καλά την γλώσσα μας. Συμμερίζεσαι αυτήν την άποψη; Τί πιστεύεις για την κατάσταση τής Ελληνικής γλώσσας σήμερα;
ΝΣ: Η συζήτηση για τη φθορά και τη φτώχεια της γλώσσας έχει ξεκινήσει από τον Φρύνιχο, πριν από 1800 χρόνια. Η κατάσταση της ελληνικής γλώσσας σήμερα πιστεύω ότι είναι καλύτερη από τη γενική κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας. Φυσικά, το θέμα είναι τεράστιο και θα μπορούσαμε να συζητάμε ώρες.
Φ: Και ποια η εκτίμησή σου για το μέλλον τής γλώσσας μας;
ΝΣ: Μου φαίνεται βέβαιο ότι θα συνεχίσει να μιλιέται στο προβλέψιμο μέλλον –εκτός αν μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι, δηλαδή.
Φ: Να περιμένουμε κάποιο νέο βιβλίο από εσένα; Έχεις κάποια νέα δουλειά στα σκαριά;
ΝΣ: Και όχι μόνο μία, κάμποσα βιβλία προχωράνε παράλληλα. Μια δουλειά είναι λεξικογραφική, ένα άλλο βιβλίο συγκεντρώνει τα έργα ενός ξεχασμένου συγγραφέα του 1920, ένα τρίτο θα το κρατήσω για έκπληξη!
Φ: Περιμένουμε με ενδιαφέρον. Ευχαριστούμε πολύ για τον χρόνο σου.
ΝΣ: Κι εγώ σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας.
Last edited: