
Τίτλος: Ο κόσμος του Χθες ή μια έξοχη αναφορά στη δύναμη του πολιτισμού
Συγγραφέας: Στέφαν Τσβάιχ (Stefan Zweig)
Μετάφραση: Αλεξία Καλανταρίδου, Τατιάνα Λιάνη
Εκδόσεις: Printa
Έτος έκδοσης: 2006
Αριθμός σελίδων: 587
Αρχική τιμή εκδότη: 31,80
Την έκδοση αυτή την παραθέτω μόνο ενδεικτικά - δεν την έχω διαβάσει, καθώς το δικό μου αντίτυπο είναι της δεκαετίας του 50 από τις διεθνείς εκδόσεις και έτσι δεν μπορώ να μετεφέρω κάποια άποψη για την αξία της μετάφρασης. Δυο παρατηρήσεις μόνο. Στις παλιές εκδόσεις που έχω, ο τίτλος είναι "Ο χθεσινός κόσμος", γερμανομαθής φίλος επιμένει ότι ο τίτλος "Ο κόσμος του Χθές" είναι πιο δόκιμος και η αλήθεια είναι, ότι έχει και μια κάποια απόχρωση νοσταλγίας εντονότερη, που ταιριάζει καλύτερα με το περιεχόμενο του βιβλίου. Ο υπότιτλος τώρα "Οι αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου" είναι πιθανότατα προσθήκη των σημερινών εκδοτών και κατά την ταπεινή μου γνώμη, μια πολύ πεζή παραπομπή στο περιεχόμενο. Για λόγους εμπορικότητας, προφανώς.
Ο Στέφαν Τσβάιχ (1881-1942), είναι γνωστός στη λέσχη και ο λόγος που ασχολούμαι με το συγκεκριμένο βιβλίο είναι γιατί προσωπικά το θεωρώ ένα σύμβολο για την αξία του πολιτισμού και την Ευρωπαική ιστορία. Για τους λίγους πουν πιθανά δεν το γνωρίζουν, να πω ότι πρόκειται ουσιαστικά για μια αυτοβιογραφία, που αρχίζει από τα παιδικά χρόνια του Τσβάιχ και καταλήγει στα χειρότερα χρόνια του πολέμου (το βιβλίο γράφτηκε λίγο πριν ο Τσβάιχ αυτοκτονήσει μαζί με την γυναίκα του στη Βραζιλία, το 1942, όπου κατέληξε διωκόμενος από το ναζιστικό καθεστώς).
Όταν φλερτάρω με την μελαγχολία ή όταν η κυριαρχία της αγένειας και της ρηχότητας με κατακλύζει, επιστρέφω πάντα στις σελίδες αυτού του βιβλίου και ιδιαίτερα εκεί όπου ο Τσβάιχ αναφέρεται στην αγάπη και στην ενασχόληση της κοινωνίας της Βιέννης με τον πολιτισμό, το βιβλίο, τη μουσική, τη ζωγραφική. Μέσα από αυτές τις γραμμές κατάλαβα για πρώτη φορά, γιατί οι κοινωνίες και τα κράτη δεν καταστρέφονται ποτέ οριστικά από τις οικονομικές κρίσεις ή τις κρίσεις βίας, όσο έχουν ενσωματωμένες στα γονίδιά τους πλήθος από πολιτιστικές αναφορές. Η Βιέννη των Αψβούργων, της τυπολατρείας, της αυστηρότητας, πιθανά και της μοναρχικής καταπίεσης, αλλά ταυτόχρονα και πάνω από όλα η Βιέννη του Στράους, του αγώνα για πρωτιά των συγγραφέων και των ποιητών, των εφήβων που δεν χορταίνουν τα βιβλία, τις εφημερίδες, τη γνώση. Η αφήγηση του Τσβάιχ είναι εκπληκτική και κάθε πεζή αναφορά δική μου την αδικεί πολύ. Το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι ένας ύμνος για τον πολιτισμό τόσο παθιασμένος (και ερωτεύσιμος) που τα πολλά ιστορικά στοιχεία υποχωρούν και η τελική γεύση που μένει είναι δροσιά, νιάτα, ευγένεια, αξίες και μάχη για φως, περισσότερο φως (το βιβλίο αρχίζει με κείμενο του Γκαίτε).
Το βιβλίο είναι μια συνεχής εναλλαγή ανάμεσα στο φως των γραμμάτων και τη σκοτεινιά της βίας-στις σελίδες του αντηχούν τα υπέροχα βιεννέζικα βαλς αλλά και η σφαίρα στο Σεράγεβο, η αλληλογραφία και γνωριμία με Ρίλκε, Ρολλάν, Φρόυντ, αλλά και τα πρώτα σύννεφα του ναζισμού πάνω από την Αυστρία. Μπορεί να διαβαστεί και σαν μια μικρή ιστορία μιας χρονικής περιόδου της Ευρώπης, αλλά εκείνοι που πραγματικά αγαπούν την πραγματική λογοτεχνία και την κοινωνική της επίδραση θα γοητευθούν από άλλα πράγματα.
Κατά τραγική ειρωνία η φωτογραφία που βλέπω στο εξώφυλο της σύγχρονης έκδοσης, καταδείχνει μια φυσική ομοιότητα του Τσβάιχ με τον μεγάλο του διώκτη. Ίσως έτσι, καταδεικνύεται και σε συμβολικό επίπεδο, ότι οι δρόμοι που θα περπατήσει κανείς, δεν έχουν να κάνουν με τη μορφή και την υλική υπόσταση, αλλά με το πνεύμα, την ανατροφή, τις αξίες και την επιμονή στο ότι μόνο η λογοτεχνία και η Τέχνη γράφουν ιστορία και όλα τα υπόλοιπα, απλά αποτελούν τις αφορμές για να εκδηλωθεί ο πλούτος και η ποικιλία της έκφρασής τους.
Δεν ακολουθώ συνήθως της πεπατημένη σε μια παρουσίαση βιβλίου, δεν μου αρέσουν ιδιαίτερα οι στεγνές, ρηχές και εμπορικές αναφορές στα οπισθόφυλλα. Είναι πιθανόν όσοι φίλοι δεν το έχουν διαβάσει ακόμη, να μην ενθουσιαστούν και ιδιαίτερα - όμως ο Τσβάιχ είναι σαν τον Σολωμό ή τον Παλαμά, ελάχιστοι τους έχουν διαβάσει στο σύνολο, όμως η επιρροή τους είναι στέρεα και διαχέεται σ όλη την πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης.
Κλείνω (επιτέλους) με την τελευταία παράγραφο του βιβλίου, βασισμένη στη μετάφραση του δικού μου αντιτύπου. Όσοι δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο ας μην πατήσουν το κουμπί της πλοκής. Δεν έχει βέβαια ιδιαίτερη σημασία, δεν πρόκειται για μυθιστόρημα, αλλά τουλάχιστον για μένα ο τρόπος που επιλέγει ένας συγγραφέας να εγκαταλείψει το πνευματικό του τέκνο, έχει πάντοτε μια γοητεία...αυτές οι τελευταίες σειρές (τόσο σκοτεινές και τόσο αντίθετες με την περιγραφή των πρώτων φωτεινών χρόνων του συγγραφέα), μάλλον προαναγγέλουν και την απόφασή του να εγκαταλείψει τούτο τον κόσμο, πολύ ώριμος πια για να πιστέψει πια ότι ο δρόμος της κτηνωδίας και της ευτέλειας έχει επιστροφή...
Ο ήλιος έλαμπε ζωηρός και ολοστρόγγυλος. Καθώς γύριζα, είδα μπροστά μου τη σκιά μου, όπως είχα ιδή και τη σκιά του άλλου πολέμου, πίσω από τον σημερινό πόλεμο. Αυτή η σκιά δεν μ εγκατέλειψε ποτέ σ όλα αυτά τα χρόνια, σκέπαζε με πένθος τη σκέψη μου, μέρα και νύχτα.
Ίσως η σκοτεινή σιλουέττα της να παρουσιάζεται σε πολλές σελίδες αυτού εδώ του βιβλίου. Αλλά κάθε σκιά, στο κάτω-κάτω, είναι κόρη του φωτός. Και μονάχα όποιος γνώρισε τη διάυγεια και τα σκοτάδια, τον πόλεμο και την ειρήνη, το μεγαλείο και την παρακμή, μονάχα αυτός έζησε στ' αλήθεια.
Ίσως η σκοτεινή σιλουέττα της να παρουσιάζεται σε πολλές σελίδες αυτού εδώ του βιβλίου. Αλλά κάθε σκιά, στο κάτω-κάτω, είναι κόρη του φωτός. Και μονάχα όποιος γνώρισε τη διάυγεια και τα σκοτάδια, τον πόλεμο και την ειρήνη, το μεγαλείο και την παρακμή, μονάχα αυτός έζησε στ' αλήθεια.
Last edited by a moderator: