...βρίσκω πως το ζενίθ μου κυβερνιέται
από 'να άστρο ευτυχισμένο
που τώρα αν εγώ τη δράση του δεν καλοπιάσω
μα την παραμελήσω, τότε η τύχη μου
ολοένα θα ξεπέφτει...
...I finde my Zenith doth depend vpon
A most auspitious starre, whose influence
If now I court not, but omit; my fortunes
Will euer after droope...
Σαίξπηρ, Η Τρικυμία.
***
ΕΔΓΑΡ Τι έπαθες, Εδμόνδε αδελφέ μου; Σε ποιες βαθιές σκέψεις είσαι βυθισμένος;
ΕΔΜΟΝΔΟΣ. Συλλογίζομαι, αδελφέ, μια πρόβλεψη που διάβασα προχθές,
το ποια πράγματα αυτές τις εκλείψεις θ' ακ'λουθήσουν.
ΕΔΓΑΡ Με αυτά τα πράγματα ασχολείσαι;
ΕΔΜ. Σε βεβαιώνω ότι αυτά που γράφει να ακολουθούν είν' όλα δυστυχία: μαλώματα
μεταξύ γονέων και παιδιών, θάνατος, πείνα, διαλύσεις παλαιών φιλιών,
διχόνοιες μέσα στο κράτος, φοβέρες και κατάρες εναντίον βασιλέων και αρχόντων,
δυσπιστίες χωρίς λόγο, εξορίες φίλων, διασπορά στρατευμάτων, χαλάσματα γάμων,
και δεν ξέρω γω τί άλλο!
ΕΔΓΑΡ Από πότε καταγίνεσαι με την μελέτη της αστρολογίας;
Edgar. How now, brother Edmund? What serious contemplation are you
in?
Edmund. I am thinking, brother, of a prediction I read this other day,
what should follow these eclipses.
Edgar. Do you busy yourself with that?
Edmund. I promise you, the effects he writes of succeed unhappily: as
of unnaturalness between the child and the parent; death,
dearth, dissolutions of ancient amities; divisions in state,
menaces and maledictions against king and nobles; needless
diffidences, banishment of friends, dissipation of cohorts,
nuptial breaches, and I know not what.
Edgar. How long have you been a sectary astronomical?
Ο Λεονάτος, κυβερνήτης της Μεσσήνης, μιλά με τον αδερφό του Αντώνιο για την μοναχοκόρη του Ηρώ.
Τα υπόλοιπα στο βιβλίο, περιεργόπουλο!
Λεονάτος: Παρακαλώ σε, σταμάτα τις συμβουλές σου,
που ανώφελα περνάνε απ' τ' αυτιά μου
σαν το νερό που περνάει από κόσκινο'
να μην έρθει κανείς να με παρηγορήσει
εκτός κι αν είναι ένας που έπαθε τα ίδια με εμένα.
Φέρε μου έναν πατέρα που τόσο υπερβολικά ν' αγάπησε την κόρη του,
που η χαρά του από αυτήν να χάθηκε σαν τη δική μου
και να μου μιλήσει αυτός για υπομονή'
μέτρα τον θρήνο του στο μήκος και στο πλάτος του δικού μου
η άκρη με άκρη να συμπέσει,
εκείνου η θλίψη με τη θλίψη μου,
σε κάθε γραμμή, σε κάθε κοψιά, μορφή και σχήμα:
Αν ένας τέτοιος, χαμογελώντας και τη γενειάδα του χαϊδεύοντας [όπως τώρα εσύ]
μου έλεγε τη θλίψη ν' αποδιώξω,
βγάζοντας λόγους ενώ θά 'πρεπε μαζί μου να θρηνεί,
με παροιμίες μπαλώνοντας τη θλίψη,
ζαλίζοντας την ατυχία μου με αμπελοφιλοσοφίες,
τότε φέρ' τον μου κι από αυτόν εγώ θ' αντλήσω υπομονή.
Μα τέτοιος άνθρωπος δεν υπάρχει, γιατί, αδερφέ μου, οι άνθρωποι μπορούν να συμβουλεύουν και να παρηγορούν για κείνη τη θλίψη
που οι ίδιοι τους δεν νιώθουν, μα, σαν τη γευτούν,
οι συμβουλές τους μετατρέπονται σε πόνο, ενώ πιο πριν
με αυτές γιατρεύαν την οργή,
δέναν την τρέλα με μεταξωτή κλωστή,
γήτευαν τον πόνο και την αγωνία με αερολογίες.
Όχι, όχι, όλοι το νιώθουν καθήκον να μιλούν για υπομονή
σε όσους λυγίζουν κάτω από το βάρος της θλίψης,
όμως κανείς δεν έχει ούτε την αρετή ούτε την δύναμη
και το σθένος να αντέξει όταν αυτός θα πρέπει
το ίδιο φορτίο να σηκώσει. Γι΄αυτό, όχι συμβουλές:
Η θλίψη μου θρηνεί πιο δυνατά απ' τις κουβέντες σου.
Leonato. I pray thee, cease thy counsel,
Which falls into mine ears as profitless
As water in a sieve: give not me counsel;
Nor let no comforter delight mine ear
But such a one whose wrongs do suit with mine.
Bring me a father that so loved his child,
Whose joy of her is overwhelm'd like mine,
And bid him speak of patience;
Measure his woe the length and breadth of mine
And let it answer every strain for strain,
As thus for thus and such a grief for such,
In every lineament, branch, shape, and form:
If such a one will smile and stroke his beard,
Bid sorrow wag, cry 'hem!' when he should groan,
Patch grief with proverbs, make misfortune drunk
With candle-wasters; bring him yet to me,
And I of him will gather patience.
But there is no such man: for, brother, men
Can counsel and speak comfort to that grief
Which they themselves not feel; but, tasting it,
Their counsel turns to passion, which before
Would give preceptial medicine to rage,
Fetter strong madness in a silken thread,
Charm ache with air and agony with words:
No, no; 'tis all men's office to speak patience
To those that wring under the load of sorrow,
But no man's virtue nor sufficiency
To be so moral when he shall endure
The like himself. Therefore give me no counsel:
My griefs cry louder than advertisement.
Πολύ Κακό για Τίποτα, 5.1
Ίσως θα ήταν καλή ιδέα όσα νήματα έχω ανοίξει με μεταφράσεις εδώ του Σαίξπηρ να συγκεντρωθούν σ αυτό το νήμα.
Νομίζω το προσέγγισες πολύ όμορφα. Παρότι δεν μου αρέσει να διαβάζω Shakespeare από μετάφραση πρέπει να σου πω ένα μεγάλο μπράβο γιατί το ένιωσες όταν το μετέφραζες και αυτό φαίνεται.
Από όσο θυμάμαι, έτσι το μεταφράζει κι ο Γρυπάρης αν και τελικά στην γλώσσα μας καθιερώθηκε η γνωστή απόδοση τού Ρώτα: "Να ζει κανείς ή να μην ζει, ιδού η απορία."
Ευχαριστώ Εστέλλα για τα καλά σου λόγια. Σε κάθε μετάφραση χάνονται πάρα πολλά. Π.χ.
Don Pedro. Now, pray thee, come;
Or, if thou wilt hold longer argument,
Do it in notes.
Balthasar. Note this before my notes;
There's not a note of mine that's worth the noting.
Don Pedro. Why, these are very crotchets that he speaks;
Note, notes, forsooth, and nothing.
(noting και nothing ήταν ομόηχα)
Βασίλης Ρώτας (1937):
Πέτρος. Όχι, έλα, σε παρακαλώ, ή, αν θες το θέμα σου
να συνεχίσεις, τότε κάμε το με τόνους.
Βαλτάσαρ. Μα σ' το τονίζω, πριν τους τόνους μου τονίσω,
ούτ' ένας τόνος μου δε θά' ναι μες τον τόνο.
Πέτρος. Με τόνο μας φορτώνεις μ' έναν τόνο τόνους,
άλλαξε τόνο, μόνο λέγε και γλιτώνεις.
Φαροφύλακα, κι ο Ιάκωβος Πολυλάς το ίδιο χρησιμοποιεί κι εγώ έκλινα και προτίμησα την ίδια άποψη. Για τη ίδια φράση που κι εσύ σημειώνεις, ο Πολυλάς επιχειρηματολογεί υπέρ του "είναι" και κατά του "ζει":
Κοίτα, δεν χρειάζεται να γίνει τόσο φιλοσοφικό το θέμα η πιο κοντινή απόδοση είναι "είναι" αφού στα Αγγλικά έχουμε "to be" και όχι "to live". Προσωπικά δεν είμαι κατά των ελεύθερων μεταφράσεων αν και η προτίμησή μου στο συγκεκριμένο χωρίο πηγαίνει στην απόδοση του Γρυπάρη αφού συμπτωματικά αυτήν διάβασα πρώτη, όντας παιδί, αποστηθίζοντας το συγκεκριμένο χωρίο.
και Αγαπημένο μου Απόσπασμα, αλλά το παραθέτω εδώ μιας και επιχειρώ μιαν απόπειρα πολύ ελεύθερης μετάφρασης:
Ο Γκρατιάνο προς τον μελαγχολικό Αντόνιο:
GRATIANO.
Let me play the fool.
With mirth and laughter let old wrinkles come.
And let my liver rather heat with wine
Than my heart cool with mortifying groans.
Why should a man whose blood is warm within
Sit like his grandsire cut in alabaster,
Sleep when he wakes, and creep into the jaundice
By being peevish? I tell thee what, Antonio—
I love thee, and ’tis my love that speaks—
There are a sort of men whose visages
Do cream and mantle like a standing pond,
And do a willful stillness entertain
With purpose to be dressed in an opinion
Of wisdom, gravity, profound conceit,
As who should say, “I am Sir Oracle,
And when I ope my lips, let no dog bark!”
O my Antonio, I do know of these
That therefore only are reputed wise
For saying nothing, when I am very sure
If they should speak, would almost damn those ears
Which, hearing them, would call their brothers fools.
***
Άσε με μένα να παίζω τον χαρούμενο τρελό
και με τα γέλια και με τη χαρά η φάτσα μου με ρυτίδες ας γεμίσει.
Κάλλιο το σηκώτι μου να το ζεσταίνω με μπόλικο κρασί
παρά ν' αφήνω την καρδιά μου να παγώνει με βογγητά κηδείας.
Γιατί να πρέπει κάποιος που μέσα του το αίμα του βράζει
να στέκεται σαν κολώνα από αλάβαστρο,
να κοιμάται ενώ 'ναι ξυπνητός, και να παθαίνει ίκτερο
απ' την πολλήν ευαισθησία; Να σου πω, Αντόνιο -
σ' αγαπάω κι είν' η αγάπη μου αυτή που τώρα σου μιλάει -
υπάρχουν άνθρωποι που πάντοτε στέκουν σοβαροί
κι η φάτσες τους στέκουν ακίνητες σα νά ταν λίμνες στάσιμες γεμάτες με σ****,
Και στέκουν βλοσυροί και σιωπηλοί
Βάζοντας στόχο να φαίνονται έτσι σοφοί, σα νά' χουν πράγματα να πουν σημαντικά,
σαν κάποιοι που θα λέγαν, “Είμαι ο κύριος Μαντείο των Δελφών
κι όταν το στόμα μου εγώ τ ανοίξω ούτ ένας σκύλος μη γαυγίσει!”
Καλέ μου Αντόνιο, ξέρω πολλούς που είναι κάπως έτσι
και που περνιώνται για σοφοί επειδή ακριβώς δεν λένε τίποτα,
ενώ, είμαι πάρα βέβαιος, πως έτσι και το στόμα τους τ΄ανοίξουν
θά ταν σαν νάπεφτε κατάρα στ αυτιά που θα τους άκουγαν
και θά νιωθαν πόσοι ηλίθιοι είναι τούτοι.
Ο Έμπορος της Βενετίας
κι Αγαπημένο Απόσπασμα:
Ο Αντόνιο στον φίλο του Μπασσάνιο:
ANTONIO
Mark you this, Bassanio,
The devil can cite Scripture for his purpose.
An evil soul producing holy witness
Is like a villain with a smiling cheek,
A goodly apple rotten at the heart.
Oh, what a goodly outside falsehood hath!
Πρόσεξτο αυτό, Μπασσάνιο:
Ο Διάολος μπορεί να σου απαγγείλει την Αγιά Γραφή για να πετύχει το σκοπό του.
Μια αχρεία ψυχή που κάνει χρήση μιας άγιας ιστορίας
είναι σαν τον αχρείο που σου χαμογελά,
σαν ένα νόστιμο απ' έξω μήλο που είναι σάπιο στην καρδιά.
Αχ, πόσο όμορφο είν' το απ' έξω της κακουργίας!
Αριστερά: Aντόνιο, δεξιά: Μπασσάνιο
PORTIA
If to do were as easy as to know what were good to do,
chapels had been churches and poor men’s cottages princes' palaces.
Πόρσια Αν το να κάνεις το καλό ήταν τόσο εύκολο όσο το να το ξέρεις,
τα ξωκλήσια τότε θά 'ταν εκκλησίες και οι καλύβες των φτωχών πριγκηπικά παλάτια.
Αριστερά Πόρσια, δεξιά Νερίσσα
Ο Έμπορος της Βενετίας
Κάποιες μεταφράσεις Παρωνύμιε που είχαν ως τίτλο νήματος συγκεκριμένα έργα του Σαίξπηρ, τα είχα αφήσει άθικτα σε περίπτωση που ήθελες να τα έχεις ξεχωριστά. Αφού το ζήτησες όμως, τα συγχώνευσα.
Όπου ο Τζάκης (Jaques) διηγείται στο Δούκα και τη συντροφιά του την συνάντησή του με τον Ασημόπετρα (Touchstone)
Jaques (lord). A fool, a fool! I met a fool i' th' forest,
A motley fool. A miserable world!
As I do live by food, I met a fool,
Who laid him down and bask'd him in the sun,
And rail'd on Lady Fortune in good terms, 910
In good set terms- and yet a motley fool.
'Good morrow, fool,' quoth I; 'No, sir,' quoth he,
'Call me not fool till heaven hath sent me fortune.'
And then he drew a dial from his poke,
And, looking on it with lack-lustre eye, 915
Says very wisely, 'It is ten o'clock;
Thus we may see,' quoth he, 'how the world wags;
'Tis but an hour ago since it was nine;
And after one hour more 'twill be eleven;
And so, from hour* to hour, we ripe and ripe, 920
And then, from hour to hour, we rot and rot;
And thereby hangs a tale.' When I did hear
The motley fool thus moral on the time,
My lungs began to crow like chanticleer
That fools should be so deep contemplative; 925
And I did laugh sans intermission
An hour by his dial. O noble fool!
A worthy fool! Motley's the only wear.
Mια απόπειρα:
Έναν τρελό, έναν τρελό! Συνάντησα έναν τρελό μέσα στο δάσος,
έναν παρδαλό τρελό. Μίζερε κόσμε!
Ενώ εγώ ζω με το φαί, συνάντησα έναν τρελό
που ήταν χάμω ξαπλωμένος και λιαζότανε,
και την Κυρά Μοίρα να κατσαδιάζει με τρόπο καλόγνωμο,
Με τρόπον καλό' παρ' όλα αυτά, ένας παρδαλός τρελός.
“Καλή μέρα σου, τρελέ,” του λέω γω. "Όχι, κύριε," μου λέει αυτός,
"Μη με λες τρελό πριν ο ουρανός μου στείλει τύχη."
Κι έπειτα βγάζει ένα ρολόι απ' την τσέπη του,
και, βλέποντάς το με μάτι θαμπό,
"Είναι δέκα ακριβώς," λέει με τρόπο σοβαρό.
"Έτσι μπορούμε να νιώσουμε," λέει αυτός, "τον κόσμο να γυρίζει.
"Είναι μόλις μια ώρα που πριν ήταν εννιά
"Και θα πάει έντεκα μια ώρα πιο μετά.
"Και έτσι, απ' ώρα σ' ώρα ολοένα κι ωριμάζουμε,
"κι έπειτα, απ' ώρα σ' ώρα ολοένα και σαπίζουμε
"και κρέμεται από κει μια ιστορία." Όταν άκουσα
όταν παρδαλό τρελό έτσι πάνω στο χρόνο να φιλοσοφεί,
τα πλεμόνια μου άρχισαν να κακαρίζουν σα κόκκορας
έτσι που τόσο βαθιά στοχαστικοί μπορούν να είναι οι τρελοί.
Και ξέσπασα σε ασταμάτητα γέλια,
Με το ρολόι του μιαν ώρα. Ευγενικέ τρελέ!
Ένας άξιος τρελός! Με τα μοναδικά τα παρδαλά του τα κουρέλια.
, Όπως Αγαπάτε, 2.7
* προφορά whore και διπλο το νόημα, σύνηθες παιχνίδι του Σαίξπηρ (βλ. και εδώ στο 08:11 κ.ε.)
First Witch: When shall we three meet again
In thunder, lightning, or in rain?
Second Witch: When the hurlyburly's done,
When the battle's lost and won.
*
* *
A' Mάγισσα: Πότε εμείς οι τρεις θα βρεθούμε και πάλι;
Με κεραυνούς, αστραπές ή με βροχή;
Β' Μάγισσα: Όταν κοπάσει αυτή η πάλη,
όταν η μάχη έχει χαθεί και κερδηθεί.
Σαίξπηρ, Μακμπέθ, 1.1.1-4
*
* *
Rosalind: A traveller! By my faith, you have great reason to be
sad. I fear you have sold your own lands to see other men's; then
to have seen much and to have nothing is to have rich eyes and
poor hands.
Ροζαλίντα: Ταξιδιώτης! Μα την πίστη μου, έχεις σοβαρό λόγο νά 'σαι
θλιμμένος. Φοβάμαι πως πούλησες τα δικά σου εδάφη για να δεις των άλλων. Έτσι,
το νά 'χεις δει πολλά και να μην έχεις τίποτα είναι σαν νά 'χεις μάτια γιομάτα πλούτη και
χέρια άδεια.