Σαίξπηρ - Μεταφράσεις Αποσπασμάτων

άπειρα. να ένα:

Shylock. To bait fish withal: if it will feed nothing else,
it will feed my revenge. He hath disgraced me, and
hindered me half a million; laughed at my losses,
mocked at my gains, scorned my nation, thwarted my 1290
bargains, cooled my friends, heated mine
enemies; and what's his reason? I am a Jew. Hath
not a Jew eyes? hath not a Jew hands, organs,
dimensions, senses, affections, passions? fed with
the same food, hurt with the same weapons, subject 1295
to the same diseases, healed by the same means,
warmed and cooled by the same winter and summer, as
a Christian is? If you prick us, do we not bleed?
if you tickle us, do we not laugh? if you poison
us, do we not die? and if you wrong us, shall we not 1300
revenge? If we are like you in the rest, we will
resemble you in that. If a Jew wrong a Christian,
what is his humility? Revenge. If a Christian
wrong a Jew, what should his sufferance be by
Christian example? Why, revenge. The villany you 1305
teach me, I will execute, and it shall go hard but I
will better the instruction.

http://youtu.be/reIaLP1qY0M
Δόλωμα για ψάρια! Αν τίποτ' άλλο δεν ταίσει
θα ταίσει την εκδίκησή μου! Μ' ατίμωσε, μου
στέρησε μισό μίλλιο (δουκάτα), γέλασε με τις ζημιές μου,
τα κέρδη μου χλεύασε, καταφρόνεσε το έθνος μου,
χάλασε τις δουλειές μου, κρύωσε τους φίλους μου κι
άναψε τους εχθρούς μου. Και ποιος ο λόγος;
Επειδή είμαι Εβραίος. Δεν έχει μάτια ο Εβραίος;
Δεν έχει χέρια, όργανα, διαστάσεις, αισθήσεις, πάθη;
Το ίδιο φαί δεν τρώει, δεν πληγώνεται από τα ίδια όπλα,
δεν παθαίνει τίς ίδιες αρρώστιες και δεν γιατρεύεται από τα ίδια φάρμακα
δεν ζεσταίνεται και δεν κρυώνει από το ίδιο καλοκαίρι και τον ίδιο χειμώνα
όπως κι ο Χριστιανός; Αν μας τρυπήσετε, δεν ματώνουμε;
Αν μας γαργαλήσετε, δεν γελάμε; Αν μας δηλητηριάσετε,
δεν πεθαίνουμε; και αν μας αδικήσετε, να μην πάρουμε εκδίκηση;!
Αν όμοιοι είμαστε σε όλα τ' άλλα, και σ' αυτό θα σας μοιάσουμε!
Αν ο Εβραίος αδικήσει Χριστιανό, ποια είναι η ταπείνωσή του;
Η εκδίκηση!
Κι αν ο Χριστιανός αδικήσει Εβραίο, ποιος πρέπει νά ΄ναι
ο πόνος του σύμφωνα με το χριστιανικό παράδειγμα;
Λοιπόν, η εκδίκηση! Την κακουργία που μου μαθαίνετε
εγώ θα τηνε κάνω, κι όσο δύσκολο κι αν είναι,
θα την καλυτερέψω γω τη διδαχή!

(κάτι γρήγορο και πρόχειρο,
έβαλα μερικά "!" για να τονίσω τη δραματική διάσταση)

επεξεργασία: η Υπόθεση του έργου εδώ

το αυθεντικό κείμενο εδώ
ελληνική ηχητική θεατρική παράσταση του 1968 από εδώ
ηχητικό βιβλίο με το αυθεντικό κείμενο εδώ σε online mp3 player
 
Last edited:
We are accounted poor citizens, the patricians good.
What authority surfeits on would relieve us: if they
would yield us but the superfluity, while it were
wholesome, we might guess they relieved us humanely;
but they think we are too dear: the leanness that
afflicts us, the object of our misery, is as an
inventory to particularise their abundance; our
sufferance is a gain to them Let us revenge this with
our pikes, ere we become rakes: for the gods know I
speak this in hunger for bread, not in thirst for revenge.

Λογιόμαστε φτωχοί πληβείοι, οι πατρίκιοι πλούσιοι
Αυτά που η εξουσία μας στερεί θα μας ανακούφιζαν.
Και μόνο το περίσσευμα να μας έδιναν, όσο ακόμα ήταν
ολάκερο, θα νομίζαμε πως μας αντιμετωπίζουν ανθρωπινά
αλλά αυτοί νομίζουν πως είμαστε πολύ δυσάρεστοι. Η ανέχεια
που μας παιδεύει, ο λόγος της μιζέριας μας, είναι για αυτούς
ένα κατάστιχο για να υπολογίζουν πιο καλά την αφθονία τους. Όσα
τραβάμε εμείς κέρδος δικό τους είναι! Εκδίκηση ας πάρουμε
με τα δόρατά μας προτού γίνουμε τσουγκράνες. Γιατί ξέρουν οι θεοί πως
αυτά τα λέω πεινασμένος για ψωμί κι όχι διψώντας για εκδίκηση.

Σαίξπηρ, Κοριολανός, Πράξη 1, Σκηνή 1
 
Σαίξπηρ, Κοριολανός

Από τον Κοριολανό (Coriolanus) του Σαίξπηρ,
Πράξη 1η, Σκηνή 1η.


Ο Κοριολανός, Ρωμαίος πατρίκιος και "σκυλί του πολέμου", συναντά τον φίλο του Μενένιο Αγρίππα
που συζητά με μια ομάδα εξαγριωμένων πληβείων,
απλών πεινασμένων πολιτών της Ρώμης, που ξεσηκώθηκαν από την
πείνα που τους μαστίζει. Στο εδάφιο τους απευθύνεται κι εκφράζει την "φιλολαϊκή" του στάση κι άποψη.


Το κείμενο:

Coriolanus. He that will give good words to thee will flatter
Beneath abhorring. What would you have, you curs,
That like nor peace nor war? the one affrights you, 170
The other makes you proud. He that trusts to you,
Where he should find you lions, finds you hares;
Where foxes, geese: you are no surer, no,
Than is the coal of fire upon the ice,
Or hailstone in the sun. Your virtue is 175
To make him worthy whose offence subdues him
And curse that justice did it.
Who deserves greatness
Deserves your hate; and your affections are
A sick man's appetite, who desires most that 180
Which would increase his evil. He that depends
Upon your favours swims with fins of lead
And hews down oaks with rushes. Hang ye! Trust Ye?
With every minute you do change a mind,
And call him noble that was now your hate, 185
Him vile that was your garland. What's the matter,
That in these several places of the city
You cry against the noble senate, who,
Under the gods, keep you in awe, which else
Would feed on one another? What's their seeking? 190

Menenius Agrippa. For corn at their own rates; whereof, they say,
The city is well stored.


Μια απόπειρα:


ΚΟΡΙΟΛΑΝΟΣ. Όποιος όμορφα λόγια θα σας πει κόλακας θάναι
μέχρι απέχθειας. Τι θέτε μωρέ κοπρόσκυλα,
πού 'τε η ειρήνη ούτε ο πόλεμος σας κάνει; το ένα σας τρομοκρατεί,
το άλλο σας γιομίζει περηφάνεια. Όποιος εσάς εμπιστευτεί
λαγούς σας βρίσκει αντί για λεοντάρια,
και χήνες αντί για αλεπούδες! Όχι, πιο σίγουροι δεν είστε, όχι
από κάρβουνο π' ανάβει πα' στον πάγο,
ή από χαλάζι που πέφτει με τον ήλιο. Η αρετή σας;
Άξιον να κάνετε αυτόν που το κρίμα του κάτω τον ρίχνει
και καταριέστε έπειτα πως η δικαιοσύνη τό 'κανε.
Όποιος αξίζει μεγαλεία
το μίσος σας βλέπει. Κι οι επιθυμίες σας
σαν την όρεξη τ' αρρώστου που πιο πολύ επιθυμεί
αυτά που το κακό του θα τ' αυξήσουν.
Στις χάρες σας κολυμπά με πτέρυγα από μολύβι
και να κόψει βελανιδιές ζητά με σπρωξίματα. Κρεμάλα! Εσάς να εμπιστευτεί;
Κάθε στιγμή αλλάζουν τα μυαλά σας
κι ευγενή λογάτε αυτόν που πρώτα τον μισούσατε,
αχρείον αυτόν που πριν τον στεφανώνατε. Τι έγινε και
μες την πόλη εδώ κι εκεί
φωνάζετε ενάντια στη Γερουσία την ευγενική
που, κατ' απ' το βλέμμα των θεών, αν δεν σας βάσταγε με φόβο και με σέβας
θα τρώγατε ο ένας τις σάρκες τ' αλλουνού! Τι θέλουν;


ΜΕΝΕΝΙΟΣ ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Καλαμπόκι με τη δικιά τους τιμή, που
είναι καλά προμηθευμένη η πόλη, καθώς λένε.
 
Εξορισμένος από την πατρίδα του τη Ρώμη, απογοητευμένος από την αχαριστία των συμπατριωτών του και πικραμένος από την κακή τους στάση απέναντί του ο Κοριολανός βρίσκεται στο Άντιο, έξω από το σπίτι του ορκισμένου του εχθρού, του Τούλου Αουφίδιου, του άρχοντα-πολεμιστή των Βόλσκων, με τον οποίο πολέμησε πολλές φορές και τόσες τον είχε νικήσει.

Το κείμενο:

Πράξη 4η, Σκηνή 4η

Coriolanus. Thank you, sir: farewell.
[Exit Citizen]
O world, thy slippery turns! Friends now fast sworn,
Whose double bosoms seem to wear one heart,
Whose house, whose bed, whose meal, and exercise, 2735
Are still together, who twin, as 'twere, in love
Unseparable, shall within this hour,
On a dissension of a doit, break out
To bitterest enmity: so, fellest foes,
Whose passions and whose plots have broke their sleep, 2740
To take the one the other, by some chance,
Some trick not worth an egg, shall grow dear friends
And interjoin their issues. So with me:
My birth-place hate I, and my love's upon
This enemy town. I'll enter: if he slay me, 2745
He does fair justice; if he give me way,
I'll do his country service.

Μια απόπειρα:


Κοριολανός. Σ' ευχαριστώ, κύριε: Έχε γεια.
[Βγαίνει ο πολίτης]
Αχ, κόσμε, με τα γλιστερά σου τα γυρίσματα ! Φίλοι που τώρα είναι ορκισμένοι,
Που τα διπλά τους στήθια την ίδια καρδιά φορούν,
Που τα σπίτια τους, τα κρεβάτια τους, το φαγητό τους και οι δουλειές τους
Είναι μαζί ακόμα, που σαν νά 'ταν δίδυμοι, στην αγάπη
Αχώριστοι, πάνω στην στιγμή,
Στο γύρισμα ενός κέρματος θα χωριστούν
Με την πιο πικρή εχθρότητα: έτσι κι οι χειρότεροι εχθροί,
Που τα πάθη και οι πλεκτάνες τους τον ύπνο τους χαλάσαν
ο ένας τον άλλον για να πιάσει, σαν από γύρισμα της τύχης,
σαν από κάποιο κόλπο που δεν αξίζει ούτ' ένα αβγό, φίλοι αγαπημένοι γίνονται
και συνταιριάζουν τις δουλειές τους. Έτσι και με μένα:
Μισώ την πόλη τη γενέτειρα* κι η αγάπη μου είναι σ΄ αυτήν
Την πόλη** του εχθρού. Θα μπω: Αν αυτός*** με σφάξει
Με δίκιο καλό θα τό' χει κάνει. Αν με δεχθεί,
Θα γίνω υπηρέτης της πατρίδας του.


* Τη Ρώμη
** Το Άντιο
*** Ο Τούλος Αουφίδιος
 
Last edited:
Κοριολανός: Αχ, κόσμε, με τα γλιστερά σου τα γυρίσματα ! Φίλοι που τώρα είναι ορκισμένοι,
Που τα διπλά τους στήθια την ίδια καρδιά φορούν,
Που τα σπίτια τους, τα κρεβάτια τους, το φαγητό τους και οι δουλειές τους
Είναι μαζί ακόμα, που σαν νά 'ταν δίδυμοι, στην αγάπη
Αχώριστοι, πάνω στην στιγμή,
Στο γύρισμα ενός κέρματος θα χωριστούν
Με την πιο πικρή εχθρότητα: έτσι κι οι χειρότεροι εχθροί,
Που τα πάθη και οι πλεκτάνες τους τον ύπνο τους χαλάσαν
ο ένας τον άλλον για να πιάσει, σαν από γύρισμα της τύχης,
σαν από κάποιο κόλπο που δεν αξίζει ούτ' ένα αβγό, φίλοι αγαπημένοι γίνονται
και συνταιριάζουν τις δουλειές τους. Έτσι και με μένα:
Μισώ την πόλη τη γενέτειρα κι η αγάπη μου είναι σ΄ αυτήν
Την πόλη του εχθρού. Θα μπω: Αν αυτός με σφάξει
Με δίκιο καλό θα τό' χει κάνει. Αν με δεχθεί,
Θα γίνω υπηρέτης της πατρίδας του.

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Κοριολανός, Πράξη 4η, Σκηνή 4η
 
CORIOLANUS

Come, leave your tears: a brief farewell: the beast
With many heads butts me away. Nay, mother,
Where is your ancient courage? you were used
To say extremity was the trier of spirits;
That common chances common men could bear;
That when the sea was calm all boats alike
Show'd mastership in floating; fortune's blows,
When most struck home, being gentle wounded, craves
A noble cunning: you were used to load me
With precepts that would make invincible
The heart that conn'd them.


Μια απόπειρα:
Κοριολανός.

Λοιπόν, όχι πια δάκρυα' ένα σύντομο "έχε γεια":
το τέρας με τα κεφάλια τα πολλά με διώχνει μακριά.
Έϊ, μάνα, πού ΄ν' το αρχαίο σου κουράγιο; Συνήθιζες να λες
ότι η ακρότητα είναι που το πνεύμα δοκιμάζει'
ότι την τύχη την κοινή μόνον άνθρωποι κοινοί
μπορούν να την αντέξουν
' ότι
σαν η θάλασσα είναι λάδι όλα τα πλεούμενα
δείχνουν την ίδια αξιοσύνη
' της Μοίρας τα χτυπήματα
για νά 'ναι ο πόνος ευγενής, για ικανότητα ευγενική
διψάνε' συνήθιζες να με φορτώνεις μ' αντιλήψεις που
ανίκητη θα έκαναν κάθε καρδιά που θα τις γνώριζε.

Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Κοριολανός, Πράξη 4η, Σκηνή 1η
 
CORIOLANUS. Come, leave your tears: a brief farewell: the beast
With many heads butts me away. Nay, mother,
Where is your ancient courage? you were used
To say extremity was the trier of spirits;
That common chances common men could bear;
That when the sea was calm all boats alike
Show'd mastership in floating; fortune's blows,
When most struck home, being gentle wounded, craves
A noble cunning: you were used to load me
With precepts that would make invincible
The heart that conn'd them.


Μια απόπειρα:

Κοριολανός. Λοιπόν, όχι πια δάκρυα' ένα σύντομο "έχε γεια":
το τέρας με τα κεφάλια τα πολλά με διώχνει μακριά.
Έϊ, μάνα, πού ΄ν' το αρχαίο σου κουράγιο; Συνήθιζες να λες
ότι η ακρότητα είναι που το πνεύμα δοκιμάζει'
ότι την τύχη την κοινή μόνον άνθρωποι κοινοί
μπορούν να την αντέξουν' ότι
σαν η θάλασσα είναι λάδι όλα τα πλεούμενα
δείχνουν την ίδια αξιοσύνη' της Μοίρας τα χτυπήματα
για νά 'ναι ο πόνος ευγενής, για ικανότητα ευγενική
διψάνε' συνήθιζες να με φορτώνεις μ' αντιλήψεις που
ανίκητη θα έκαναν κάθε καρδιά που θα τις γνώριζε.


Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Κοριολανός, Πράξη 4η, Σκηνή 1η
 
Last edited:
Ο Κοριολανός, πικραμένος, γεμάτος μίσος για τους συμπατριώτες του Ρωμαίους που τον εξόρισαν, ντυμένος φτωχικά, έτσι που το αριστοκρατικό του ύφος να κρύβεται, εμφανίζεται στο Άντιο, πόλη των εχθρών της Ρώμης και μάλιστα στο σπίτι του ορκισμένου αντιπάλου του κι εχθρού, του Τούλου Αουφίδιου, άρχοντα και στρατηγού των Βόλσκων. Στο απόσπασμα οι δυο αντίπαλοι αναγνωρίζονται κι ο Κοριολανός εξηγεί τους λόγους της επίσκεψής του. Αλήθεια, τί ζητά αυτός από τον πιο μισητό ως τώρα εχθρό του; Ας τον ακούσουμε...

To κείμενο:

Tullus Aufidius. I know thee not: thy name?

Coriolanus. My name is Caius CORIOLANUS, who hath done 2830
To thee particularly and to all the Volsces
Great hurt and mischief; thereto witness may
My surname, Coriolanus: the painful service,
The extreme dangers and the drops of blood
Shed for my thankless country are requited 2835
But with that surname; a good memory,
And witness of the malice and displeasure
Which thou shouldst bear me: only that name remains;
The cruelty and envy of the people,
Permitted by our dastard nobles, who 2840
Have all forsook me, hath devour'd the rest;
And suffer'd me by the voice of slaves to be
Whoop'd out of Rome. Now this extremity
Hath brought me to thy hearth; not out of hope—
Mistake me not—to save my life, for if 2845
I had fear'd death, of all the men i' the world
I would have 'voided thee, but in mere spite,
To be full quit of those my banishers,
Stand I before thee here. Then if thou hast
A heart of wreak in thee, that wilt revenge 2850
Thine own particular wrongs and stop those maims
Of shame seen through thy country, speed
thee straight,
And make my misery serve thy turn: so use it
That my revengeful services may prove 2855
As benefits to thee, for I will fight
Against my canker'd country with the spleen
Of all the under fiends. But if so be
Thou darest not this and that to prove more fortunes
Thou'rt tired, then, in a word, I also am 2860
Longer to live most weary, and present
My throat to thee and to thy ancient malice;
Which not to cut would show thee but a fool,
Since I have ever follow'd thee with hate,
Drawn tuns of blood out of thy country's breast, 2865
And cannot live but to thy shame, unless
It be to do thee service.

Μια απόπειρα:

Αουφίδιος: Δεν σε ξέρω: τ' όνομά σου;
Κοριολανός. Με λένε Γάιο ΚΟΡΙΟΛΑΝΟ, πού 'χω κάνει
σε σένα ιδιαίτερα και σ' όλους τους Βόλσκους
μεγάλο πλήγμα και κακό' μάρτυς μου γι' αυτό
το παρωνύμιό μου, "Κοριολανός": η οδυνηρή μου υπηρεσία,
οι κίνδυνοι οι ακραίοι και το αίμα
πού 'χυσα για την αχάριστή τη χώρα μου
για αυτό το παρωνύμιο' θύμηση καλή
και πειστήριο της κακίας και της δυσαρέσκειας
που τώρα είμαι φορτωμένος: μόνον αυτό το όνομα μ” απέμεινε'
η σκληρότητα και ο φθόνος του λαού,
που οι θρασύδειλοι αρχόντοι μας επιτρέψαν,
που όλοι αυτοί μ' έχουν εγκαταλείψει, κατασπαράξαν τα υπόλοιπα'
κι αντέξανε των σκλάβων η φωνή
από τη Ρώμη να με διώξει. Αυτό το ακραίο είναι τώρα που
μ' έφερε στο σπιτικό σου' όχι χωρίς ελπίδα -
μη με παρεξηγείς - τη ζωή μου για να σώσω,
γιατί άμα τον θάνατο φοβόμουν, από όλους του κόσμου τους ανθρώπους
εσένα θα σ' απέφευγα, αλλά από σκέτο πείσμα,
για να εκδικηθώ αυτούς που μ' εξορίσαν,
στέκομαι εδώ μπρος σου. Έτσι, αν έχεις
μέσα σου καρδιά που να εκδικηθεί ζητά
για το κακό που σού 'γινε και τέλος να βάλεις
στο αίσχος που 'ναι γιομάτη η χώρα σου, βιάσου
και κάνε τη μιζέρια μου υπηρέτη σου: χρησιμοποίησέ την
έτσι που οι εκδικητικές μου υπηρεσίες
να βγουν προς όφελός σου, γιατί θα πολεμήσω
ενάντια στην γιομάτη γάγγραινα πατρίδα μου με τη μανία
όλων των υποχθόνιων δαιμόνων. Μα αν είναι και
αυτό δεν το τολμάς κι είσαι κουρασμένος για πιότερες επιτυχίες
τότε, με μια λέξη, επίσης είμαι κουρασμένος
για να ζήσω περισσότερο και προσφέρω
το λαιμό μου σε σένα και στο αρχαίο σου μίσος΄
που αν δεν τον κόψεις θα αποδειχνόσουνα τρελός
μιας και πάντα εγώ με μίσος σε καταδίωκα κι έχω χύσει
ποτάμια το αίμα από το στήθος της πατρίδας σου
και δεν μπορώ να ζω με τη ντροπή σου, εκτός κι αν
σου προσφέρω υπηρεσία.

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Κοριολανός, Πράξη 4η, Σκηνή 5η.
 
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Όπως Αγαπάτε, Πράξη 2η, Σκηνή 7η

JAQUES. All the world’s a stage,
And all the men and women merely players.
They have their exits and their entrances,
And one man in his time plays many parts,
His acts being seven ages. At first the infant,
Mewling and puking in the nurse’s arms.
Then the whining schoolboy with his satchel
And shining morning face, creeping like snail
Unwillingly to school. And then the lover,
Sighing like furnace, with a woeful ballad
Made to his mistress' eyebrow. Then a soldier,
Full of strange oaths and bearded like the pard,
Jealous in honor, sudden and quick in quarrel,
Seeking the bubble reputation
Even in the cannon’s mouth. And then the justice,
In fair round belly with good capon lined,
With eyes severe and beard of formal cut,
Full of wise saws and modern instances;
And so he plays his part. The sixth age shifts
Into the lean and slippered pantaloon
With spectacles on nose and pouch on side,
His youthful hose, well saved, a world too wide
For his shrunk shank, and his big manly voice,
Turning again toward childish treble, pipes
And whistles in his sound. Last scene of all,
That ends this strange eventful history,
Is second childishness and mere oblivion,
Sans teeth, sans eyes, sans taste, sans everything.

William Shakespeare, As You Like It: Act 2, Scene 7

Μια απόπειρα:


Όλος ο κόσμος μια θεατρική σκηνή,
κι όλοι οι άνδρες κι οι γυναίκες απλοί τους θεατρίνοι.
Έχουν τις εξόδους και τις εισόδους τους,
και σ΄όλη τη ζωή του ο άνθρωπος θα παίξει πολλούς ρόλους,
με τη ζωή του χωρισμένη σε πράξεις επτά. Στην πρώτη είν΄ ένα βρέφος,
που κάνει εμετό και μυξοκλαίει στον κόρφο της νταντάς του.
Μετά ένα κλαψιάρικο σχολιαρόπαιδο με την τσάντα του
και το πρόσωπο του όλο λάμψη, που σέρνεται σα σαλιγκάρι
αθέλητά του σχολείο για να πάει. Κι έπειτα ένας εραστής,
που φυσά και ξεφυσάει σαν τον φούρνο καθώς γράφει
λυπητερές μπαλάντες για τα φρύδια της αγαπημένης. Ύστερα ένας στρατιώτης,
γεμάτος κατάρες ξενικές και με το γένι σαν του πάνθηρα,
πρόθυμος να υπερασπίσει την τιμή του κι ολόψυχα στη μάχη για να πέσει,
ζήτουλας της δόξας μιας σαπουνοφουσκάλας
ακόμα και στου κανονιού τη μπούκα. Και μετά ένας δικαστής
με μια πανώρια στρόγγυλη κοιλιά από την τόση μάσα,
με βλέμμα βλοσυρό κι επίσημα κομμένο το μουσάκι,
γεμάτος με λόγια σοφά κι ανέκδοτα επίκαιρα'
κι έτσι τον ρόλο του τον παίζει. Στην έκτη πράξη σηκώνετ΄η αυλαία
και βλέπουμε έναν γέρο με παντόφλες,
γυαλιά πάνω στη μύτη και το πουγκί επάνω στα πλευρά του,
τις κάλτσες που στα νιάτα του φορούσε τώρα να χάσκουν
πάνω στα ξεφουσκωμένα πόδια του, κι εκείνη η φωνή του η αντρίκεια,
σαν σκούξιμο ενός παιδιού τωρά 'γινε, σαν γκάιντες
που σφυρίζουν. Κι η τελευταία πράξη απ' όλες,
αυτή πού 'ναι στο τέλος αυτής της περίεργης ιστορίας,
είναι μια δεύτερη παιδική ηλικία και μια λήθη σκέτη,
με δίχως δόντια, δίχως μάτια, δίχως γεύση, δίχως τίποτα.

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Όπως Αγαπάτε: Πράξη 2η, Σκηνή 7η.
 
Last edited:
Παρωνύμιε, ξέρω ότι σε έχω ζαλίσει ( :)))) ), αλλά δεν μας βάζεις λιγάκι στο κλίμα αυτού που μεταφράζεις; Εννοώ στην υπόθεση του έργου... Τί ακριβώς διαβάζουμε εδώ, για όσους δεν έχουμε διαβάσει Σαίξπηρ, και γιατί διάλεξες το συγκεκριμένο απόσπασμα;
 
Mετά από μια επεισοδιακή του συνάντησή με το λαό και τους δημάρχους του, αποφασίζεται δια βοής ο Κοριολανός να εξοριστεί από τη Ρώμη, αν και η αρχική πρόταση ήταν για θανατική εκτέλεση. Αυτός, με πληγωμένη την υπερηφάνεια του και τον εγωισμό του, αυτός που τόσες μάχες έδωσε και τόσες ακόμα πληγές γέμισε το σώμα του για την υπεράσπιση και τη δόξα της Ρώμης, διώχνεται από την πόλη. Πριν όμως αποχωρήσει από τη σκηνή, απέναντι στους αχάριστους συμπατριώτες του, έχει δυο λόγια ακόμα να τους πει:

Κοριολανός: E, εσείς παλιόσκυλα που αλυχτάτε ! Που την ανάσα σας μισώ
σα νάτανε σάπια μπόχα από βάλτους, που τις αγάπες σας μετρώ
όσο και τ΄άθαφτα τα πτώματα των πεθαμένων λογιάζω,
που τον αέρα μου μολύνουν, εγώ είναι που σας εξορίζω.
Μείνετε δω με την αβεβαιότητά σας,
να τρέμει το φυλλοκάρδι σας σε κάθε φήμη !
Οι εχθροί σας, κουνώντας πέρα δώθε τα λοφία τους
αέρα να σηκώσουν, στην απελπισία να σας ρίξουν.
Έχετ΄ακόμη δύναμη να εξορίζετε τους υπερασπιστές σας,
ώσπου, η ώρα θάρθει,
η αμάθειά σας, που όσο δεν νιώθει δεν βλέπει,
χωρίς τους εαυτούς σας, τους εχθρούς σας,
να μπορέσει να φυλάξει, σας παραδώσει
πιο σκλάβους κι από σκλάβους
σε κάποιο έθνος που δίχως μάχη θα σας πάρει !
Με μίσος απέναντι σας και στην πόλη,
να, έτσι σας γυρνώ εγώ την πλάτη:
Κι αλλού υπάρχει κόσμος.

Πρωτότυπο:
Coriolanus. You common cry of curs! whose breath I hate
As reek o' the rotten fens, whose loves I prize
As the dead carcasses of unburied men
That do corrupt my air, I banish you; 2495
And here remain with your uncertainty!
Let every feeble rumour shake your hearts!
Your enemies, with nodding of their plumes,
Fan you into despair! Have the power still
To banish your defenders; till at length 2500
Your ignorance, which finds not till it feels,
Making not reservation of yourselves,
Still your own foes, deliver you as most
Abated captives to some nation
That won you without blows! Despising, 2505
For you, the city, thus I turn my back:
There is a world elsewhere.

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Κοριολανός, Πράξη 3η, Σκηνή 3η.
 
Το ίδιο αυτό απόσπασμα θα ταίριαζε και στο νήμα Η Εκδίκηση στη Λογοτεχνία αλλά το προτίμησα εδώ καθώς εδώ τα κείμενα, εκεί οι σκέψεις κι οι απόψεις.

Ο Άμλετ μαθαίνει από το φάντασμα του πατέρα του ότι ο δολοφόνος του είναι ο αδερφός του Κλαύδιος, τώρα ο βασιλιάς της Δανίας, θείος του και ... ήδη δεύτερος άνδρας της μητέρας του (!). Το φάντασμα του ζητά να πάρει εκδίκηση. Στη σκηνή, απ' όπου το απόσπασμα, Κλαύδιος γονατιστός και κάπου εκεί ο Άμλετ που δεν τον έχει νιώσει. Ο Άμλετ βλέπει μια ευκαιρία να πάρει εκδίκηση. Μονολογεί. Προσέξτε πόσο σύνθετη υπόθεση είναι η εκδίκηση κι από ποια αυλάκια του μυαλού κυλάει η σκέψη του προσώπου που διψά γι' αυτήν.

Αρχικά το πρωτότυπο, μετά η μετάφραση Ι. Πολυλά (1888)

Hamlet. Now might I do it pat, now he is praying;
And now I'll do't. And so he goes to heaven,
And so am I reveng'd. That would be scann'd.
A villain kills my father; and for that,
I, his sole son, do this same villain send
To heaven.
Why, this is hire and salary, not revenge!
He took my father grossly, full of bread,
With all his crimes broad blown, as flush as May;
And how his audit stands, who knows save heaven?
But in our circumstance and course of thought,
'Tis heavy with him; and am I then reveng'd,
To take him in the purging of his soul,
When he is fit and seasoned for his passage?
No. 2370
Up, sword, and know thou a more horrid hent.
When he is drunk asleep; or in his rage;
Or in th' incestuous pleasure of his bed;
At gaming, swearing, or about some act
That has no relish of salvation in't-
Then trip him, that his heels may kick at heaven,
And that his soul may be as damn'd and black
As hell, whereto it goes. My mother stays.
This physic but prolongs thy sickly days.

Exit.


ΑΜΛΕΤΟΣ Ιδού στιγμή καλή διά να το κάμω, τώρα ενώ
προσεύχεται· και τώρα θα το κάμω· και τότε αυτός
εις την Παράδεισον πηγαίνει· κ' έτσ' είμ' εκδικημένος.
Τούτο σκέψιν θέλει· ένας κακούργος
τον πατέρα μου σκοτόνει και ο μονουιός του εγώ
τον ίδιον κακούργον εις την Παράδεισον τον στέλνω·
τούτος είναι μισθός, είναι αμοιβή, εκδίκησις δεν είναι.
Τον πατέρα μου αυτός τον έκοψε χορτάτον από καλό τραπέζι,
ενώ τα πταίσματά του ήσαν ολάνοικτα 'σάν άνθη του Μαΐου·
και πώς 'ς την Κρίσιν στέκει, ποιος γινώσκ' ή μόνος ο Ύψιστος;
Αλλ', όπως κρίνει ο νους του ανθρώπου,
ευρίσκεται κακά· λοιπόν εκδικημένος θα 'μαι,
αν τον κόψω ενώ ξαγνίζει την ψυχήν του,
'ς την διάβασίν του ετοιμασμένος;
Όχι·
οπίσω 'ς την θήκην σου, ω σπαθί·
σκέψου να βγης εις άλλον φρικτότερον καιρόν,
'ς της μέθης του τον ύπνον, ή 'ς τον θυμόν του
ή μες το αιμόμικτο κρεββάτι,
ή 'ς το παιγνίδι ή κει 'πού καταράται, ή 'ς άλλην πράξιν,
'πού να μην έχη εξαγοράς ελπίδα·
στροβίλισέ τον τότε εις τρόπον να κτυπήση φτερνιαίς τον ουρανόν,
και να ήναι κολασμένη μαύρ' η ψυχή του ωσάν τον Άδη
όπου θα πέση. Αλλ' η μητέρα μου πολληώρα περιμένει·
τούτο το ιατρικό προσκαίρως σ' ανασταίνει.

[Εξέρχεται.
 
Last edited by a moderator:
Πρόσπερος. (...) τώρα η ξεφάντωσές μας έπαυσαν· τούτοι οι παραστάτες μας,
καθώς σας προείπα, ήταν όλοι πνεύματα, και
εσκόρπισαν στον αέρα, στον λεπτόν αέρα·
και, ίσα με ταθεμέλιωτο κτίριο τούτου του οράματος,
οι νεφελοστεφάνωτοι πύργοι, τα λαμπρά παλάτια,
οι ιεροί ναοί, και αυτή η μεγάλη σφαίρα,
ναι, και όσα χωράει, όλα θα λυώσουν
και όπως τανυπόστατο τούτο θέαμα εσβύσθη,
ομοίως κ' εκείνα μήτε τρίμμα θαφήσουν κατόπι τους·
είμεθα φτειασμένοι ωσάν τα ονείρατα,
και τη μικρή ζωή μας περιζώνει ένας ύπνος. (...)

Prospero. (...) Our revels now are ended. These our actors,
As I foretold you, were all spirits and
Are melted into air, into thin air:
And, like the baseless fabric of this vision,
The cloud-capp'd towers, the gorgeous palaces,
The solemn temples, the great globe itself,
Ye all which it inherit, shall dissolve
And, like this insubstantial pageant faded,
Leave not a rack behind. We are such stuff
As dreams are made on
, and our little life
Is rounded with a sleep. (...)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Η Τρικυμία (1611), Πράξη 4η, Σκηνή 1

Οι πηγές μου: Αυτή και η πρώτη στα ελληνικά μετάφραση του έργου του Ιάκωβου Πολυλά (1885)

Αυτό είναι ένα θεατρικό έργο-βιβλίο που μια φορά δεν φτάνει να το διαβάσει κανείς. Γυρίζω και ξαναγυρίζω σ' αυτό συνέχεια. Ζητά μελέτη, όχι απλή ανάγνωση. Θεωρείται το αριστούργημα του Σαίξπηρ και συμφωνώ. Επιπλέον, πραγματεύεται το ζήτημα του γδικιωμού από μια ασυνήθιστη και αρκετά ενδιαφέρουσα σκοπιά, ανορθόδοξη θα την έλεγα. Επιφυλλάσσομαι να παρουσιάσω τούτο το έργο σύντομα, αν και δύσκολα του Χόλντεν την τέχνη θα την φτάσω ! (στις βιβλιοπαρουσιάσεις, εννοώ).
 
Last edited:
Ναι, ακριβώς.

Μου φαίνεται όμως πως μονοπωλώ το νήμα. Τι στην ευχή*; Μόνον εγώ βρίσκω ενδιαφέροντα αυτά που διαβάζω;! :) Μη μου λέτε τί διαβάζετε' κάντε με να το διαβάσω κι εγώ !

* Άλλη έκφραση ήθελα αλλά δεν μ αρέσουν οι επεξεργασίες. Προτείνω βραβείο ένα βιβλίο όποιος δεν υποστεί επεξεργασία για 20 συνεχόμενες αναρτήσεις του. Τόχω σκοπό να είμαι ο πρώτος που θα κερδίσει. :))))

ΥΓ: Γιατί έχεις τον βάτραχο στον πάγο ; !

Τρικυμία, ο Επίλογος:

Όλη η μαγεία του Σαίξπηρ, είναι εδώ. Ίσως οι τελευταίες του γραμμές. Στίχοι βαθιά αυτοβιογραφικοί. Βάζει τον Πρόσπερο να μιλά εκ μέρους του. Ο μάγος Σαίξπηρ μας αποχαιρετά.


Πρόσπερος
Τώρα τα μάγια μου όλα είναι λυμένα,
κι ό, τι δύναμ' έχω είναι από μένα
που κι αυτή 'ναι ξέθωρη. Τώρα είν' αλήθεια,
ή πρέπει εδώ (σ΄αυτό το νησί) εσείς να με περιορίσετε
ή πίσω στη Νάπολη να με γυρίσετε.
Αφού πήρα πίσω τη δουκαρχία μου,
και τον επίβουλο συγχώρεσα,
ας μη με κλείσει η μαγεία σας σε τούτο το γυμνό νησάκι
αλλά να μ' ελευθερώστε βάλτε ένα καλό χεράκι.
Μία καλοπροαίρετη πνοή σας πρέπει να φουσκώσει τα πανιά μου,
αλλιώς ο σκοπός μου χάνεται,
που ήταν μόνον να αρέσω.
Τώρα δεν έχω πια πνεύματα για να προστάζω,
τέχνη για να μαγεύω, και το τέλος μου είναι η απελπισία,
αν δεν με σώσ' η προσευχή, πού 'χει άρματα τόσο δυνατά,
ώστε πολιορκεί και στενεύει το θείο Έλεος κι απ' όλα τα σφάλματα λυτρώνει.
Έτσι να 'ν' τα κρίματά σας σχωρεμένα,
δώστε μου καλόγνωμα συγχώρεση κι εμένα.


E P I L O G V E,
spoken by Prospero.

Now my Charmes are all ore-throwne,
And what strength I haue's mine owne.
Which is most faint: now 'tis true
I must be heere confinde by you,
Or sent to Naples, Let me not
Since I haue my Dukedome got,
And pardon'd the deceiuer, dwell
In this bare Island, by your Spell,
But release me from my bands
With the helpe of your good hands:
Gentle breath of yours, my Sailes
Must fill, or else my proiect failes,
Which was to please: Now I want
Spirits to enforce: Art to inchant,
And my ending is despaire,
Vnlesse I be relieu'd by praier
Which pierces so, that it assaults
Mercy it selfe, and frees all faults.
As you from crimes would pardon'd be,
Let your Indulgence set me free.
 
Last edited:
Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Άμλετ, 3.1

Άμλετ. Νά 'ναι κανείς ή να μην είναι, αυτό 'ναι το ζήτημα:
Το αν δηλαδή είναι για το πνεύμα ευγενέστερο να υποφέρει
τα χτυπήματα και τα βέλη μιας μοίρας εξωφρενικής,
ή, τα όπλα παίρνοντας ενάντια σ' ένα πέλαγο από βάσανα,
να τα λήξεις αντιπαλεύοντάς τα. Να πεθάνεις, να κοιμηθείς'
και πια τίποτα' και με το να κοιμηθείς να πεις πως πάει, τελειώνει πια
ο πόνος της καρδιάς και τα χίλια τόσα χτυπήματα της φύσης που
υπόκειται η σάρκα. Αυτή 'ναι μια ολοκλήρωση
που με θέρμη θα επιθυμούσαμε. Να πεθάνεις, να κοιμηθείς'
να κοιμηθείς, πιθανά να ονειρευτείς: ε, να ο κόμπος!
Γιατί σε τούτον τον ύπνο του θανάτου, τί όνειρα θε νά 'ρθουν
όταν θά 'χουμε ξεφορτωθεί τούτο το θνητό κουβάρι;
Αυτό 'ναι που μας σταματά' να η έγνοια
που κάνει τη δυστυχία να δείχνει τη ζωή μας τόσο μεγάλη!
Γιατί, ποιος θ' ανεχόταν τα ραβδίσματα και την κοροϊδία του καιρού,
του καταπιεστή την αδικία, την ύβρη του περήφανου,
τα βάσανα της περιφρονημένης αγάπης, του νόμου την αργοπορία,
της εξουσίας την αυθάδεια και τις κλοτσιές
που τρώει υπομένοντας ο άξιος απ' τον ανάξιο,
όταν αυτός ο ίδιος του μπορούσε να ελευθερωθεί
μ' ένα μαχαίρι; Ποιος όλα τούτα θ' ανεχόταν,
να στενάζει και να ιδρώνει κάτω από μιαν άχαρη ζωή,
αν αυτός ο τρόμος του τί 'ναι μετά τον θάνατο,
της χώρας της ανεξερεύνητης που απ' τα σύνορά της
κανένας ταξιδιώτης δεν γυρίζει, δεν σύγχυζε τη θέλησή μας,
και δεν μας έκανε μάλλον να σηκώνουμε τα βάσανά μας
παρά να τρέχουμε σε άλλα π' αγνοούμε;
Έτσι, η συνείδηση όλους δειλούς μας κάνει,
κι έτσι το φυσικό χρώμα της απόφασης
ξεθωριάζει από τη χλωμή χροιά της λογικής,
και τα ρεύματα έργων με μεγάλη ουσία και ορμή,
με αυτό το δισταγμό λοξοδρομούν
και χάνουν της ενέργειας τη ζωντάνια.

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Άμλετ, 3.1.

Το πρωτότυπο:
Hamlet. To be, or not to be- that is the question:
Whether 'tis nobler in the mind to suffer 1750
The slings and arrows of outrageous fortune
Or to take arms against a sea of troubles,
And by opposing end them. To die- to sleep-
No more; and by a sleep to say we end
The heartache, and the thousand natural shocks 1755
That flesh is heir to. 'Tis a consummation
Devoutly to be wish'd. To die- to sleep.
To sleep- perchance to dream: ay, there's the rub!
For in that sleep of death what dreams may come
When we have shuffled off this mortal coil, 1760
Must give us pause. There's the respect
That makes calamity of so long life.
For who would bear the whips and scorns of time,
Th' oppressor's wrong, the proud man's contumely,
The pangs of despis'd love, the law's delay, 1765
The insolence of office, and the spurns
That patient merit of th' unworthy takes,
When he himself might his quietus make
With a bare bodkin? Who would these fardels bear,
To grunt and sweat under a weary life, 1770
But that the dread of something after death-
The undiscover'd country, from whose bourn
No traveller returns- puzzles the will,
And makes us rather bear those ills we have
Than fly to others that we know not of? 1775
Thus conscience does make cowards of us all,
And thus the native hue of resolution
Is sicklied o'er with the pale cast of thought,
And enterprises of great pith and moment
With this regard their currents turn awry 1780
And lose the name of action.
 
Last edited:
Friεnds, Romans, Countrymεn, lεnd mε your εars:
I comε to bury Cαεsar, not to praisε him:
The εuill that mεn do, liuεs aftεr thεm,
Thε good is oft εntεrrεd with thεir bonεs.
***​
Φίλοι, Ρωμαίοι, συμπατριώτες, ακούστε με:
Έρχομαι να θάψω τον Καίσαρα, όχι να τον υμνήσω:
Το κακό των ανθρώπων ζει πέρα από τον τάφο,
Το καλό συχνά θάβεται μαζί με τα κόκκαλά τους.

Σαίξπηρ, Ιούλιος Καίσαρας, 3.2
 
Sigh no more, ladies, sigh no more,
Men were deceivers ever,-
One foot in sea and one on shore,
To one thing constant never.

***

Όχι άλλοι στεναγμοί, κυρίες μου, φτάνει'
πάντα οι άντρες ήταν άπιστοι και πλάνοι,
με τό 'να πόδι στο γιαλό και τ' άλλο στη στεριά,
μα ποτέ σε κάτι σταθερό.

- William Shakespeare, Much Ado About Nothing, 2.3
- Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Πολύ Κακό για Τίποτα, 2.3
 
Ο καθένας μόνος του. Γιατί . . .

. . . Η φιλία έχει πίστη σε όλα τ' άλλα
εκτός από τα ζητήματα του έρωτα:
Γι' αυτό, οι καρδιές π' αγαπάνε ας βάνουνε μπροστά τη γλώσσα τη δικιά τους,
κι ας παζαρεύει κάθε μάτι μοναχό του
δίχως μεσίτη να εμπιστεύεται' γιατί η ομορφιά είναι μάγισσα
και μπρος στα μάγια της η πίστη λιώνει μες στο αίμα.
*
**​
Friendship is constant in all other things
Save in the office and affairs of love:
Therefore, all hearts in love use their own tongues;
Let every eye negotiate for itself
And trust no agent; for beauty is a witch
Against whose charms faith melteth into blood


Πολύ Κακό για Τίποτα
, Πράξη 2η, Σκηνή 1η (2.1)
 
H Bεατρίκη, σύμβολο διαβολικής γυναικείας εξυπνάδας, ευστροφίας πνεύματος και παρρησίας, συνομιλεί με τον θειο της Λεονάτο. Ο λόγος της ευγενικός μα και συνάμα πάρα φαρμακερός για το αντρικό μας φύλο, που στο έργο ενσαρκώνει κι εκπροσωπεί ο άξιος Βενέδιχτος, τον οποίον δεν χάνει ευκαιρία για να ειρωνευτεί, να χλευάσει, να περιπαίξει, να ψέξει. Δεν θα πω όμως πιο πολλά για αυτήν την ιστορία' ας επιστρέψω στου αποσπάσματος αυτού τη μελωδία...

Λεον. Κι εγώ σου λέω, ανιψιά, ποτέ δε θα βρεις κι εσύ άντρα,
όσο έχεις τόσο στρίγγλικη γλώσσα.
Αντώνης. Στ' αλήθεια, παρά 'ναι διαστρεμμένη.
Βεατ. Πάρα διαστρεμμένη είναι πιο πολύ από διαστρεμμένη κι έτσι έχει ο Θεός και για μένα, γιατί λέει ο λόγος "ο Θεός στη διαστρεμμένη αγελάδα δίνει κοντά κέρατα", μα στην πάρα διαστρεμμένη δεν δίνει καθόλου.
Λεον. Κι έτσι, με το νά 'σαι πάρα διαστρεμμένη, ο Θεός δεν θα σου δώσει καθόλου κέρατα.
Βεατ. Βέβαια, γιατί δε θα μου δώσει καθόλου άντρα' που γι' αυτή τη χάρη παρακαλιέμαι γονατιστή πρωί και βράδυ: Θεέ μου, δε θα μπορέσω να υποφέρω άντρα με γένια στα μούτρα του, κάλλιο σε νεκροκρέβατο να πέσω!
Λεον. Μπορεί να πέσεις σε άντρα σπανό!
Βεατ. Να τον κάνω τί;! Να του βάλω τα φουστάνια μου και να τον κάνω...καμαριέρα μου;! Ο γενάτος δεν είναι πια νέος' ο σπανός δεν είναι διόλου άντρας' κι εκείνος που δεν είναι πια νέος δεν μου κάνει' κι εκείνος που δεν είναι διόλου άντρας δεν του κάνω. Γι' αυτό κι εγώ θα προτιμήσω να πάρω 6 πεντάρες χαρτζιλίκι από τον αρκουδιάρη και θα οδηγήσω τις μαϊμούδες μου στην κόλαση, όπως όλες οι γεροντοκόρες...


Σαίξπηρ, Πολύ Κακό για Τίποτα, 2.1, με τη βοήθεια του Β. Ρώτα (1937).
 
Last edited:
Σαίξπηρ, Βασιλιάς Ληρ

This is the excellent foppery of the world, that, when we are
sick in fortune, often the surfeit of our own behaviour, we make
guilty of our disasters the sun, the moon, and the stars; as if
we were villains on necessity; fools by heavenly compulsion;
knaves, thieves, and treachers by spherical pre-dominance;
drunkards, liars, and adulterers by an enforc'd obedience of
planetary influence; and all that we are evil in, by a divine
thrusting on. An admirable evasion of whore-master man, to lay
his goatish disposition to the charge of a star!
*​
Αυτή είναι η υπέροχη ματαιότητα του κόσμου, που, σαν η τύχη μας
αρρωστήσει - που συχνά γι' αυτό φταίμε 'μεις - ενόχους για τις καταστροφές μας
καταδικάζουμε τον ήλιο, το φεγγάρι και τ' αστέρια, λες κι είμαστε αχρείοι απ' ανάγκη'
ανόητοι επειδή τάχα τ' ουράνια μας πιέζουν'
κακοήθεις, κλέφτες και προδότες από την επενέργεια των σφαιρών,
πόρνοι, μέθυσοι και ψεύτες απ' την επιρροή των πλανητών,
σαν ό, τι κακό έχουμε μέσα μας να έχει θεία επιβολή.
Μια θαυμάσια υπεκφυγή του αισχρογεννημένου ανθρώπου,
την κτηνώδικη ορμή του να την φορτώνει σ' ένα άστρο!


Σαίξπηρ, Βασιλιάς Ληρ, 1.2
 
Top