Όπως σε κάνει να νιώθεις καλά. Δεν είμαστε εδώ για να πιέσουμε κανέναν και για τίποτα.
Πόσο μάλλον να τον πιέσουμε να δει κάτι που δεν υπάρχει στο βιβλίο.
Πουθενά δεν πίεσα κάποιον να δει πράγματα που δεν υπάρχουν στο βιβλίο. Ας πούμε τα αυτονόητα που ισχύουν στον διάλογο: όταν εκφράσεις άποψη (εγώ πιστεύω αυτό) δεν πιέζεις.
Η μόνη μικρή πίεση που θα μπορούσε να δει κάποιος στο συγκεκριμένο νήμα είναι η δική σου να αγνοηθώ.
Η πρόσληψη της τέχνης και το τί μπορεί να βρει κάποιος μέσα σε ένα κείμενο, είναι κάτι το υποκειμενικό. Το να διαβάσει μέσα από ένα ταυτοτικό πρίσμα κάποιος ένα παραμύθι για κρίση ταυτότητας, είναι το μόνο εύλογο. Από εκεί και πέρα, συζήτηση κάνουμε. Ο καθένας βγάζει τα δικά του συμπεράσματα. Γιατί έχεις τόση ανάγκη να αγνοηθεί η άποψή μου; Εάν εσύ θες να αγνοείται η άποψή σου, καλύτερα να μην γράφεις, το οποίο αποτελεί τον πιο βέβαιο τρόπο για να αγνοηθείς. Οι υπόλοιποι γράφουμε με σκοπό να μην αγνοηθούμε.
Δηλαδή, να απορρίψει ή να αποδεχτεί κάποιος ένα βιβλίο επειδή το είπε κάποιος άλλος.
Και η κρίση του χωρίς επιρροές πάει περίπατο;
Μου κάνει εντύπωση που είσαι τόσα χρόνια στο φόρουμ και μοιάζει να μην αντιλαμβάνεσαι τον τρόπο λειτουργίας ή τον σκοπό του. Εδώ λοιπόν συζητάμε για τα βιβλία, την λογοτεχνία και την γλώσσα. Όταν διαβάζουμε μια συζήτηση (ένα νήμα) για έναν βιβλίο (ή και συμμετέχουμε σε αυτήν) δεν σημαίνει απαραίτητα πως πρόκειται να διαβάσουμε το βιβλίο. Κάποιες φορές μάλιστα η συζήτηση μπορεί να μας αποτρέψει να διαβάσουμε το βιβλίο (να καταλάβουμε πως μάλλον δεν θα μας αρέσει ή δεν θα μας ταιριάξει κτλ.) όπως άλλωστε και μια συζήτηση ή κριτική που διαβάζουμε για μια ταινία.
Διαβάζω τις περισσότερες συζητήσεις για βιβλία σε αυτό το φόρουμ δίχως να σημαίνει πως θα διαβάσω αυτά τα βιβλία. Μου αρέσει να διαβάζω π.χ. τον Νικόλα, ή την Εστέλλ, ή τον Αδριανό Ζωγράφο κτλ. να αναλύει ένα βιβλίο, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα το διαβάσω. Τουναντίον, μπορεί να σκεφτώ πως αυτό το βιβλίο δεν μου ταιριάζει, δεν με ενδιαφέρει κτλ. Σε οποιαδήποτε περίπτωση απολαμβάνω την ανάλυση, την συζήτηση, το χιούμορ κτλ. για αυτό που είναι. Το ποια βιβλία θα αποφασίσω να διαβάσω ή να αποφύγω, θα το αποφασίσω όταν έρθει η ώρα μέσα από ένα σύνολο παραγόντων, εις εξ αυτών και οι εδώ οι συζητήσεις.
Όμως στη συνέχεια συγκρίνεις μία συγγραφέα παιδικών παραμυθιών (που δεν έχει σχέση με πολιτική) και το παραμύθι της με έναν πολιτικό σχολιαστή συντηρητικών απόψεων (που είναι και συγγραφέας) και το σατυρικό "παιδικό" βιβλίο του.
Ναι.
Σύγκριση ανάμεσα στο «Luigi, the Spider Who Wanted to Be a Kitten» της Michelle Knudsen και το «Johnny the Walrus» του Matt Walsh
Πρόκειται για δύο παραμύθια που καί τα δύο ασχολούνται με το ταυτοτικό ζήτημα. Στο «Luigi..» έχουμε μια αραχνούλα που παριστάνει πως είναι γατούλα, ενώ στο «Johnny…» έχουμε ένα παιδάκι που παριστάνει πως είναι ιππόκαμπος.
Η πρόθεση του Matt Walsh, στον Johnny, είναι ξεκάθαρα να τοποθετηθεί απέναντι στην «ιδεολογία του φύλου» (gender ideology) η οποία εξαπλώνεται τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ, φτάνοντας να ωθεί κόσμο να αλλάξει το φύλο του (που υπό άλλες συνθήκες ούτε θα τον απασχολούσε) ενώ η πρόθεση της Knudsen, δεν είναι ξεκάθαρη. Σε βιντεάκι στο youTube διηγείται πως η αφετηρία για το παραμύθι της υπήρξε η προσωπική της αραχνοφοβία κι ένα περιστατικό όπου για να πάψει να φοβάται μια αράχνη μέσα στο σπίτι, την ονόμασε Λουίτζι και της μιλούσε όπως σε άνθρωπο.
Για αρχή, στο παραμύθι της Knudsen η εικονογράφηση είναι πολύ πιο όμορφη από αυτήν στο παραμύθι του Matt Walsh. Βέβαια, καμία φορά κάποιος επιλέγει επίτηδες μια «κακή» ζωγραφική, ίσως για να την κάνει πιο «παιδική» όμως την αισθητική στην εικονογράφιση του Walsh, προσωπικά, την βρίσκω απλά από φτωχή έως ασχημούλα ενώ την εικονογράφηση του Luigi, πανέμορφη.
Εκεί που τα δύο παραμύθια μοιάζουν πολύ είναι στον κεντρικό ήρωα ο οποίος βρίσκεται σε μια κρίση ταυτότητας. Στο παραμύθι της Knudsen έχουμε μια αραχνούλα που αρχίζει να παριστάνει πως είναι γατούλα, ενώ στο παραμύθι του Walsh, έχουμε ένα παιδάκι που παριστάνει πως είναι ιππόκαμπος.
Στο παραμύθι της Knudsen η αραχνούλα καθοδηγείται και μπερδεύεται από την ίδια την «μαμά» της, η οποία πρώτη αυτή παριστάνει πως η αράχνη είναι γατούλα, και της συμπεριφέρεται έτσι, βάζοντάς της σε μία ταυτοτική κρίση.
Στο παραμύθι του Walsh, το αγοράκι, σαν παιδάκι που είναι, παριστάνει κάθε μέρα πως είναι σκυλάκι, θαλασσινό, και μια μέρα ιππόκαμπος, σαν παιχνίδι και μέσα στην παιδική του φαντασία. Εκεί το ταυτοτικό μπέρδεμα ξεκινάει όταν η μαμά ανεβάσει μια φωτογραφία στο Ίντερνετ του Johnny, να παριστάνει τον Ιππόκαμπο, και το Ίντερνετ παίρνει μια έντονη θέση πως ο Γιαννάκης δεν παριστάνει, αλλά είναι, εφόσον το πιστεύει, και να τον υποστηρίξει σε αυτήν του την μετάβαση.
Το παραμύθι της Kundsen είναι σχεδόν αναίμακτο, καθώς όλα μοιάζει να πηγαίνουν ρολόι κι η αραχνούλα να απολαμβάνει να είναι γατάκι, παρότι κόντρα στην φύση της, μέχρι που να ακούσει την αλήθεια (πως είναι αράχνη) από έναν εξωτερικό παρατηρητή, όταν και επέρχεται μια μικρή, κατά το παραμύθι, ταυτοτική κρίση.
Το παραμύθι του Walsh είναι πιο σκληρό, καθώς ο Γιαννάκης θα έρθει αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο να κάνει επεμβάσεις που θα τον κάνουν «πιο ιππόκαμπο», μια ξεκάθαρη αναφορά στις επεμβάσεις όπου οι γονείς καθοδηγούν ανήλικα άτομα να κάνουν αφαίρεση μαστού, ή και πέους, για να ταιριάξουν στο νέο τους φύλο.
Πιστεύω πως
το παραμύθι του Walsh υπερτερεί στην λύση. Εμφανίζεται ο ίδιος ως εργαζόμενος σε ζωολογικό κήπο και λέει στην μαμά το αυτονόητο: το αγοράκι σου δεν είναι ιππόκαμπος και ο ρόλος του γονιού είναι να προστατεύει το παιδί του. Ο Γιαννάκης βγαίνει από την μιζέρια στην οποία στο μεταξύ έχει περιέλθει, και μαζί με την μαμά του, αγνοώντας πλέον τις υστερίες του Ίντερνετ, επιστρέφουν χαρούμενοι σπίτι.
Στο παραμύθι της Knudsen, δυστυχώς, δεν υπάρχει πραγματική λύση. Δεν ξεκαθαρίζεται τί γίνεται με την ταυτότητα της αράχνης. Η μαμά παραδέχεται στην αραχνούλα πως
«πάντα ήξερα πως είσαι αράχνη, απλά μου άρεσε που σε έβλεπα να διασκεδάζεις 'σαν γατούλα', όμως σε αγαπώ όπως είσαι και μπορείς να μείνεις μαζί μου» χωρίς να ξεκαθαριστεί πώς θα συνεχίσει η αράχνη: σαν αράχνη ή σαν γατούλα; Και πιο σημαντικό δεν υπάρχει αντιμετώπιση ενός κεντρικού θέματος: κατά πόσο είναι ηθικό ένας σε θέση ισχύος (π.χ. ένας γονιός) να καθοδηγεί κάποιον στον οποίο έχει ισχυρή επιρροή σε μια νέα ταυτότητα η οποία είναι κόντρα στην φύση του.
Εάν η «μαμά», στο παραμύθι της Knudsen, όντως θα ήθελε να βλέπει την αραχνούλα να διασκεδάζει μέσα σε αυτό που είναι, θα έπρεπε να την καθοδηγήσει να αναπτυχθεί μέσα στην φύση της, αυτήν της αράχνης. Όμως η «μαμά» της Knudsen καθοδηγείται από ιδιοτελείς κίνητρο (η ίδια ήθελε γατούλα), όπως κι η ίδια η Knudsen όταν εξανθρώπιζε την αράχνη που φοβόταν: το έκανε ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει την δική της μεγάλη αραχνοφοβία.
Αυτά είναι τα δύο παραμύθια, το ένα δίπλα στο άλλο. Κάποιος μπορεί να τα διαβάσει καί τα δύο, ή μόνο το ένα, ή και κανένα.
Προσωπικά, βρίσκω πολύ πιο εύστοχο, ειδικά μέσα στο πλαίσιο της παράξενης σημερινής πραγματικότητας, το παραμύθι του Matt Walsh.