Ποιήματα, στίχοι και στιχάκια που μας συγκινούν μέχρι δακρύων

Howl by Allen Ginsberg

Ειχα διαβασει πριν καποια χρονια το παρακατω ποιημα(;) ανηκει στην μπιτ λογοτεχνικη γενια (βλεπε ντραγκς, ποτα και ξεστρατια🤣). Το θυμηθηκα προσφατα και μου γενηθηκε ξανα η απορια την οποια δεν ειχα λυσει τοτε την πρωτη φορα που διαβασα το ποιημα. Ειναι η εξης: το παρακατω ποιημα θεωρειτε δειγμα της μπιτ γενιας και ειναι αρκετα γνωστο εως σημερα. Οι συνθηκες κατω υπο τις οποιες γραφτηκε ηταν μαλλον μη νηφαλιες κρινοντας απο τον τροπο γραφης και περιεχομενου. Και αναρωτιεμαι τελικα τετοιου ειδους εργα εχουν πραγματικη αξια ως εργα καλλιτεχνικης δημιουργιας ή αποτελουν απλο παραληρημα υπο την επηρεια ποτου/ουσιων; εν ολιγης θελω να πω ειναι δημιουργημα ουσιων ή δημιουργικης εμπνευσης;

I saw the best minds of my generation destroyed by madness, starving hysterical naked,
dragging themselves through the negro streets at dawn looking for an angry fix,
angelheaded hipsters burning for the ancient heavenly connection to the starry dynamo in the machinery of night,
who poverty and tatters and hollow-eyed and high sat up smoking in the supernatural darkness of cold-water flats floating across the tops of cities contemplating jazz,
who bared their brains to Heaven under the El and saw Mohammedan angels staggering on tenement roofs illuminated,
who passed through universities with radiant cool eyes hallucinating Arkansas and Blake-light tragedy among the scholars of war,
who were expelled from the academies for crazy & publishing obscene odes on the windows of the skull,
who cowered in unshaven rooms in underwear, burning their money in wastebaskets and listening to the Terror through the wall,
who got busted in their pubic beards returning through Laredo with a belt of marijuana for New York,
who ate fire in paint hotels or drank turpentine in Paradise Alley, death, or purgatoried their torsos night after night
with dreams, with drugs, with waking nightmares, alcohol and cock and endless balls,
incomparable blind streets of shuddering cloud and lightning in the mind leaping toward poles of Canada & Paterson, illuminating all the motionless world of Time between,
Peyote solidities of halls, backyard green tree cemetery dawns etc.
 
Τὸ καθαρότερο πράγμα τῆς δημιουργίας

Δὲν ξέρω, μὰ δὲν ἔμεινε καθόλου σκοτάδι.
Ὁ ἥλιος χύθηκε μέσα μου ἀπὸ χίλιες πληγές.
Καὶ τούτη τὴ λευκότητα ποὺ σὲ περιβάλλω
δὲ θὰ τὴ βρεῖς οὔτε στὶς Ἄλπεις, γιατὶ αὐτὸς ὁ ἀγέρας
στριφογυρνᾶ ὡς ἐκεῖ ψηλὰ καὶ τὸ χιόνι λερώνεται.
Καὶ στὸ λευκὸ τριαντάφυλλο βρίσκεις μιὰ ἰδέα σκόνης.
Τὸ τέλειο θαῦμα θὰ τὸ βρεῖς μοναχὰ μὲς στὸν ἄνθρωπο:
λευκὲς ἐκτάσεις ποὺ ἀκτινοβολοῦν ἀληθινὰ
στὸ σύμπαν καὶ ὑπερέχουν. Τὸ πιὸ καθαρὸ
πράγμα λοιπὸν τῆς δημιουργίας δὲν εἶναι τὸ λυκόφως,
οὔτε ὁ οὐρανὸς ποὺ καθρεφτίζεται μὲς στὸ ποτάμι,
οὔτε ὁ ἥλιος πάνω στῆς μηλιᾶς τ᾿ ἄνθη. Εἶναι ἡ ἀγάπη.

Για μένα ο καλύτερος Έλληνας ποιητής. Μακάρι τέτοια ποιήματα (και όχι μόνο) από καλλιτέχνες που ελπίζουν ακόμα στους ανθρώπους να βρίσκονταν στο προσκήνιο αντί των anti-human πεποιθησεων.
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Το τραγούδι πανέμορφο στο σύνολό του όμως κι αυτοί οι στίχοι του Παντελή Ροδόστογλου..


Όλα Αυτά που δεν θα Δω.

Κάποιος έτρεχε στο πλήθος
κάποιος άλλος όχι εγώ.
Εγώ τάιζα τους λύκους
και κοιμόμουν στο βουνό

Κάποιος μου ‘κλεψε τα χρόνια
και μου πήρε την ψυχή.
Εγώ άκουγα τ’ αηδόνια
κι έπινα γλυκό κρασί.

Κάποιος ζούσε τη ζωή μου
μες το σπίτι μου είχε μπει,
τον κοιτούσα απ ‘το φεγγίτη
που ‘στρωνε να κοιμηθεί.

Κάποιος έκλαιγε με τύψεις
για όσα πρόδωσα εγώ,
για όλα αυτά που ‘χα αγαπήσει,
για όλα αυτά που δε θα δω.

Κάποιος φεύγει μ ‘ένα πλοίο
κάποιος που δεν είμαι ‘γω.
Στη προβλήτα μες το κρύο
λυπημένα τον κοιτώ.

Κάποιος έκλαιγε με τύψεις
για όσα πρόδωσα εγώ,
για όλα αυτά που ‘χα αγαπήσει,
για όλα αυτά που δε θα δω.

Για όλα αυτά που δε θα δω...
Για όλα αυτά που δε θα δω...
Για όλα αυτά που δε θα δω...
 
Top