Ἀπὸ μικροῦ μὲ ἔλεγεν ὁ γέρων ὁ πατήρ μου·
«Τέκνον μου, μάθε γράμματα, καὶ ὡσὰν ἐσέναν ἔχει,
βλέπεις τὸν δεῖνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει,
καὶ τώρα διπλοεντέλινος καὶ παχυμουλαράτος.
60
Αὐτός, ὅταν ἐμάνθανε, ὑπόδησιν οὐκ εἶχεν,
καὶ τώρα, βλέπε τον, φορεῖ τὰ μακρομύτικά του.
Αὐτὸς μικρὸς οὐδέν εἰδεν τὸ τοῦ λοετροῦ κατώφλιν,
καὶ τώρα λουτρακίζεται τρίτον τὴν ἑβδομάδαν·
ὁ κόλπος του ἐβουρβούρυζεν φθεῖρας ἀμυγδαλάτας,
65
καὶ τώρα τὰ νομίσματα γέμει τὰ μανοηλάτα·
τσάντσαλον εἶχε στούπινον, καβάδιν λερωμένον,
κ’ ἐφόρει το μονάλλαγος χειμῶνα καλοκαίριν,
καὶ τώρα, βλέπεις, γέγονε λαμπρὸς καὶ λουρικάτος,
παραγεμιστοτράχηλος, μεταξοσφικτουράτος.
70
Αὐτὸς, ὅταν ἐμάνθανεν, ποτέ του οὐκ ἐκτενίσθην,
καὶ τώρα ἐν καλοκτένιστος καὶ καμαροτριχάρης.
Καὶ πείσθητι γεροντικοῖς καὶ πατρικοῖς σου λόγοις
καὶ μάθε γράμματα καὶ σὺ καὶ ὡσὰν ἐσέναν ἔχει.
Ἂν γὰρ πεισθῇς ταῖς συμβουλαῖς καὶ τοῖς διδάγμασί μου,
75
σὺ μὲν μεγάλως τιμηθῇς, πολλὰ νὰ εὐτυχήσῃς,
ἐμὲ δὲ τὸν πατέρα σου κὰν ἐν τῇ τελευτῇ μου,
νὰ θρέψῃς ὡς ταλαίπωρον καὶ νὰ γηροτροφήσῃς.»
Ὡς δ’ ἤκουσα τοῦ γέροντος, δέσποτα, τοῦ πατρός μου,
τοῖς γὰρ γονεῦσι πείθεσθαι φησὶ τὸ θεῖον γράμμα,
80
ἔμαθα τὰ γραμματικὰ πλὴν μετὰ κόπου πόσου.
Ἀφοῦ δὲ γέγονα κἀγὼ γραμματικὸς τεχνίτης,
ἐπιθυμῶ καὶ τὸ ψωμὶν καὶ τοῦ ψωμιοῦ τῆν μάνναν,
καὶ διὰ τὴν πείναν τὴ πολλὴν καὶ τὴν στενοχωρίαν
ὑβρίζω τὰ γραμματικά, λέγω μετὰ δακρύων·
85
«Ἀνάθεμαν τὰ γράμματα, Χριστέ, καὶ ὁποὺ τὰ θέλει!
ἀνάθεμαν καὶ τὸν καιρὸν καὶ ἐκείνην τὴν ἡμέραν,
καθ’ ἣν μὲ παρεδώκασιν εἰς τὸ διδασκαλεῖον,
πρὸς τὸ νὰ μάθω γράμματα, τάχα νὰ ζῶ ἀπ’ ἐκεῖνα.»
Ἐδάρε καὶ τὰ γράμματα, ἂν μ’ ἔποισαν τεχνίτην,
90
ἀπ’ αὔτους ὁποὺ κάμνουσιν τὰ κλαπωτὰ καὶ ζῶσιν,
νὰ ἔμαθα τέχνην κλαπωτὴν καὶ νὰ ἔζουν ἀπ’ ἐκείνην,
νὰ ἤνοιγα τὸ ἀρμάριν μου, νὰ τὸ ηὕρισκα γεμάτον
ψωμίν, κρασὶν πληθυντικὸν καὶ θυννομαγειρίαν
καὶ παλαμιδοκόμματα καὶ τσίρους καὶ σκουμπρία,
95
παρ’ ὅτι τώρα ἀνοίγω το, βλέπω τοὺς πάτους ὅλους,
καὶ βλέπω χαρτοσάκκουλα γεμάτα τὰ χαρτία,
καὶ ἀνοίγω καὶ τὴν ἄρκλαν μου, νὰ εὕρω ψωμὶν νὰ φάγω,
καὶ εὑρίσκω χαρτοσάκκουλον ἄλλο μικροτερίτσιν,
γυρεύω τοῦ κελλίου μου τὰς τέσσαρας γωνίας
100
καὶ εὑρίσκω ἐκεῖσε κείμενα πολλὰ πολλὰ χαρτία,
ἁπλώνω εἰς τὸ περσίκιν μου, γυρεύω τὸ πουγγίν μου,
διὰ στάμενον τὸ ψηλαφῶ, καὶ αὐτὸ γέμει χαρτία.
Πραγματικά δακρύζω με αυτό το ποίημα!