ΠΙΕΡΟ
Στον Henry Roujon
Η μαντάμ Λεφέβρ ήταν μια κυρία της εξοχής, μια χήρα, μία από εκείνες τις ημιαστές με τις κορδέλες και τα στολισμένα καπέλα, ένα από εκείνα τα άτομα που μασούσε τα λόγια του, κάνοντας δημόσιες εμφανίσεις με έναν αέρα μεγαλείου, και κρύβουν μια ζωώδη ψυχή πίσω από ένα κωμικό και στολισμένο παρουσιαστικό όπως κάποιοι κρύβουν τα μεγάλα κόκκινα χέρια κάτω από εκρού μεταξωτά γάντια.
Είχε για υπηρέτρια μια απλή, γενναία χωριάτισσα , ονόματι Ροζ.
Οι δύο γυναίκες έμεναν σε ένα μικρό σπίτι με πράσινα παντζούρια, κατά μήκος ενός δρόμου, στην Νορμανδία , στο κέντρο της Caux.
Επειδή είχαν, μπροστά στο σπίτι τους, έναν μικρό κήπο, καλλιεργούσαν μερικά λαχανικά.
Μια νύχτα, τους έκλεψαν μια ντουζίνα κρεμμύδια.
Μόλις η Ροζ αντιλήφθηκε την κλοπή, έτρεξε στην κυρία της, που κατέβαινε με μια μάλλινη φούστα. Ήταν ντροπή και τρόμος. Είχαν κλέψει, είχαν κλέψει τη μαντάμ Λεφέβρ! Αφού υπήρχαν κλέφτες στη χώρα μπορεί να ξαναγύριζαν.
Και οι δύο γυναίκες κοίταζαν φοβισμένες τα ίχνη των ποδιών, κουβέντιαζαν, υπέθεταν πράγματα: «Κοιτάξτε, πέρασαν από εδώ. Έβαλαν τα πόδια τους στον τοίχο• πήδηξαν μέσα στο παρτέρι».
Και είχαν τρομοκρατηθεί για το μέλλον. Πώς να κοιμηθούν ήσυχες τώρα!
Το νέο της κλοπής διαδόθηκε. Οι γείτονες έφτασαν, εξέταζαν, συζητούσαν για το θέμα από τη δική τους πλευρά• και οι δύο γυναίκες εξηγούσαν σε κάθε νεοφερμένο τις παρατηρήσεις τους και τις ιδέες τους.
Ένας αγρότης δίπλα τους τούς έδωσε αυτή τη συμβουλή: «Θα έπρεπε να είχατε ένα σκύλο».
Ήταν αλήθεια αυτό• θα έπρεπε να είχαν ένα σκύλο, αν έπρεπε μόνο να έδινε συναγερμό. Όχι έναν μεγαλόσωμο σκύλο, Κύριε! Τι θα έκαναν έναν μεγαλόσωμο σκύλο! Θα τους κατέστρεφε με την τροφή. Αλλά ένας μικρός σκύλος (στη Νορμανδία, τα λένε κιν), ένα πολύ μικρό κιν (κουτάβι) που γαβγίζει.
Αφού όλοι είχαν φύγει, η μαντάμ Λεφέβρ συζήτησε για πολύ καιρό την ιδέα του σκύλου. Είχε, μετά από σκέψη, πολλές ενστάσεις, τρομοκρατημένη από την εικόνα μιας γαβάθας γεμάτη πατέ*•γιατί ήταν από εκείνες τις χωριάτισσες, τσιγκούνες κυρίες που κουβαλούν πάντα κέρματα στην τσέπη τους για να κάνουν μια φανερή ελεημοσύνη στους φτωχούς των δρόμων, και να τα βάλουν στο πιατάκι εράνων τις Κυριακές.
Η Ροζ, που αγαπούσε τα ζώα, είπε τη γνώμη της και την υπερασπίστηκε με δεξιοτεχνία. Έτσι αποφασίστηκε να αποκτήσουν έναν σκύλο, ένα πολύ μικρό σκύλο.
Ξεκίνησαν να ψάχνουν για ένα, αλλά δεν έβρισκαν παρά μόνο μεγαλόσωμα, που καταβρόχθιζαν τόση σούπα που σ’έκαναν να ανατριχιάζεις. Ο μπακάλης της Rolleville είχε έναν, πολύ μικρό• μα επέμενε να του πληρώσουν δύο φράγκα, για να καλύψει τα έξοδα της αποστολής. Η μαντάμ Λεφέβρ δήλωσε ότι ήθελε να ταΐζει ένα κιν, αλλά ότι δεν θα το αγόραζε.
Ο φούρναρης, που ήξερε τα γεγονότα, έφερε, το πρωί, στο αυτοκίνητο του, ένα παράξενο μικρό κατακίτρινο ζώο, με σχεδόν χωρίς πατούσες, με ένα σώμα κροκοδείλου, ένα κεφάλι αλεπούς και μια γυριστή ουρά, πραγματικό καμάρι, όπως και όλο το υπόλοιπο της προσωπικότητας του. Ένας πελάτης ήθελε να απαλλαγεί από αυτόν. Η μαντάμ Λεφέβρ έβρισκε πολύ όμορφο αυτό το άσχημο κουτάβι, που δεν κόστιζε τίποτα. Η Ροζ τον φίλησε και έπειτα ρώτησε πώς τον λέγανε. Ο φούρναρης απάντησε: «Πιερό».
Εγκαταστάθηκε σε ένα παλιό κουτί σαπουνιού και αρχικά του προσέφεραν να πιεί ένα ποτήρι νερό. Ήπιε. Του έδωσαν μια φέτα ψωμί. Έφαγε. Η μαντάμ Λεφέβρ ανησύχησε, είχε μια ιδέα: «Όταν θα έχει συνηθίσει καλά το σπίτι, θα τον αφήσουμε ελεύθερο. Θα βρει να φάει περιφερόμενος στην χώρα.»
Τον άφησαν ελεύθερο, αλλά στην πραγματικότητα, αυτό δεν τον εμπόδισε από το να είναι πεινασμένος. Ποτέ δεν γάβγιζε για να ικετεύσει για φαγητό• αλλά, στην προκειμένη περίπτωση, γάβγιζε με μανία. Ο οποιοσδήποτε μπορούσε να μπει μέσ’ τον κήπο. Ο Πιερό χαϊδευόταν σε κάθε νεοφερμένο, και παρέμενε απόλυτα σιωπηλός.
Η μαντάμ Λεφέβρ, ωστόσο, είχε συνηθίσει αυτό το ζώο. Είχε ακόμη φτάσει στο σημείο να τον αγαπάει, και να του δίνει με το χέρι της, που και που, κομμάτια ψωμιού βουτηγμένα στη σάλτσα απ’το φρικό** της. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν είχε σκεφτεί τον φόρο, και όταν της ζήτησαν οχτώ φράγκα,-οχτώ φράγκα, κυρία μου!-για αυτό το μικροσκοπικό κιν που δεν γάβγιζε σχεδόν καθόλου, σχεδόν λιποθύμησε από το σοκ.
Αποφάσισε αμέσως να ξεφορτωθούν τον Πιερό. Κανείς δεν τον ήθελε. Όλοι οι κάτοικοι σε ακτίνα περίπου δέκα λευγών*** τον αρνούνταν. Έτσι αποφάσισαν, να του κάνουν «piquer du mas» (κάνω ευθανασία, θανατώνω). «Piquer du mas», σημαίνει «τρώω κιμωλία». Κάνουμε «piquer du mas» σε όλους τους σκύλους που θέλουμε να ξεφορτωθούμε.
Στη μέσης μιας απέραντης πεδιάδας, μπορεί κανείς να δει ένα είδος καλύβας, ή καλύτερα έναν μικρό σωρό από άχυρα, τοποθετημένο στο έδαφος. Είναι η είσοδος του χώρου εξόρυξης αργίλου. Ένας μεγάλος λάκκος που φτάνει μέχρι είκοσι μέτρα βάθος κάτω από τη γη, και οδηγεί σε μια σειρά από μακρές σήραγγες ορυχείων.
Μια φορά τον χρόνο κατεβαίνουν σε αυτό το λατομείο, την εποχή που λιπαίνουν τη γη. Τον υπόλοιπο χρόνο, χρησιμεύει ως κοιμητήριο για τους εγκαταλελειμμένους σκύλους• και συχνά, όταν περνάτε δίπλα από αυτήν την τρύπα, θρηνητικές κραυγές, θυμωμένα ή απελπισμένα γαβγίσματα, μελαγχολικά καλέσματα φτάνουν στα αυτιά σας.
Οι σκύλοι των κυνηγών και των βοσκών φεύγουν τρομοκρατημένοι από αυτήν τη θρηνώδη τρύπα• και, όταν κάποιος σκύψει πάνω της, αφήνει μια φρικτή μυρωδιά αποσύνθεσης. Φοβερά δράματα γίνονται μέσα στο σκότος.
Όταν ένα ζώο υποφέρει εκεί πέρα δέκα με δώδεκα μέρες, τρέφεται από τα βρόμικα υπολείμματα των προηγούμενων του, ένα νέο ζώο, πιο μεγαλόσωμο, και σίγουρα πιο δυνατό πετιέται ξαφνικά μέσα στην τρύπα. Είναι εκεί, μόνα, πεινασμένα, με τα μάτια να λάμπουν. Κοιτιούνται, παρακολουθούνται, διστάζουν, ανησυχούν. Αλλά η πείνα τους πιέζει: επιτίθενται, μάχονται για πολύ ώρα, λυσσαλέα• και ο δυνατότερος τρώει τον πιο αδύναμο, τον καταβροχθίζει ζωντανό.
Όταν αποφάσισαν ότι θα κάνουν «piquer du mas» στον Πιερό, ζήτησαν πληροφορίες από έναν εκτελεστή. Ο εργάτης που έσκαβε το δρόμο ζήτησε έξι σόλδια (παλιό νόμισμα Γαλλίας) για τη δουλειά. Αυτό φάνηκε εξωφρενικά υπερβολικό στη μαντάμ Λεφέβρ. Ο παραγιός του γείτονα ήταν ευχαριστημένος με πέντε σόλδια• ακόμη ήταν πολύ• και, η Ροζ είχε παρατηρήσει ότι θα ήταν προτιμότερο να τον κουβαλήσουν εκεί οι ίδιες, γιατί έτσι δεν θα του φερόντουσαν κτηνωδώς στο δρόμο και δεν θα υποψιαζόταν τη μοίρα του. Αποφασίστηκε να τον πάνε οι ίδιες, στο σούρουπο.
Του προσέφεραν, εκείνο το βράδυ, μια ωραία σούπα με λίγο βούτυρο. Την κατάπιε μέχρι την τελευταία σταγόνα• και, όπως κουνούσε ευχαριστημένος την ουρά του, η Ροζ τον πήρε στα πόδια της.
Πήγαιναν με ταχύ βήμα, σαν τους κλέφτες, κατά μήκος της πεδιάδας. Σύντομα είδαν τον χώρο εξόρυξης αργίλου και τον πλησίασαν. Η μαντάμ Λεφέβρ έσκυψε για να ακούσει αν ούρλιαζε κανένα ζώο.-Όχι-δεν υπήρχε τίποτα εκεί• Ο Πιερό θα ήταν μόνος. Η Ροζ έκλαιγε, τον φίλησε, και έπειτα τον έριξε μέσα στην τρύπα• και αυτές έσκυψαν τεντώνοντας τα αυτιά τους.
Αρχικά, άκουσαν ένα γδούπο• έπειτα το οξύ, σπαρακτικό παράπονο ενός πονεμένου ζώου, μετά μια σειρά από κοφτές κραυγές πόνου, ύστερα απελπισμένα καλέσματα, κραυγές ενός σκύλου που ικέτευε, σήκωσε το κεφάλι του προς το άνοιγμα.
Γάβγιζε, Ω! Γάβγιζε!
Είχαν κατακλυσθεί από τύψεις, από φρίκη, από έναν τρελό και ανεξήγητο φόβο• και έφυγαν τρέχοντας. Και, γιατί η Ροζ πήγαινε πιο γρήγορα, η μαντάμ Λεφέβρ φώναζε: «Περιμένετε με, Ροζ, περιμένετε με!». Η νύχτα τους στοιχειώθηκε από φρικιαστικούς εφιάλτες.
Η μαντάμ Λεφέβρ ονειρεύτηκε ότι καθόταν στο τραπέζι για να φάει σούπα, αλλά, όταν άνοιγε τη σουπιέρα, ο Πιερό ήταν μέσα. Πήδηξε και τη δάγκωσε στη μύτη. Ξύπνησε και νόμιζε πως ακόμα άκουγε το γάβγισμα. Αφουγκράστηκε• είχε ξεγελαστεί.
Αποκοιμήθηκε πάλι και βρέθηκε σε έναν μεγάλο δρόμο, έναν ατέλειωτο δρόμο, τον οποίο ακολουθούσε. Ξαφνικά, στη μέση του δρόμου, είδε ένα καλάθι, ένα μεγάλο καλάθι ενός αγρότη, εγκαταλελειμμένο• και αυτό το καλάθι της προκαλούσε τρόμο.
Ωστόσο, αυτή τελικά το άνοιξε, και μέσα βρισκόταν ο Πιερό, της άρπαξε το χέρι και δεν το άφηνε πια• έτρεξε μακριά τρομαγμένη, έχοντας κρεμασμένο στην άκρη του ώμου της τον σκύλο ο οποίος τον δάγκωνε σφιχτά. Τα ξημερώματα, ξύπνησε, σχεδόν τρελαμένη, και έτρεξε στον χώρο εξόρυξης αργίλου.
Γάβγιζε• ακόμα γάβγιζε, γάβγιζε όλη τη νύχτα. Εκείνη βάλθηκε να κλαίει με λυγμούς και τον αποκάλεσε με ένα σωρό χαϊδευτικά ονόματα. Απάντησε με όλη την τρυφεράδα της σκυλίσιας του φωνής. Έτσι ήθελε να τον βλέπει, υποσχόμενη να τον κάνει ευτυχισμένο μέχρι τον θάνατο του.
Έτρεξε στον εκσκαφέα αργίλου και του διηγήθηκε την περίπτωση της. Ο άντρας άκουγε χωρίς να λέει τίποτα, Όταν τελείωσε, της είπε: «Θέλετε το κιν σας; Θα κοστίσει τέσσερα φράγκα». Εξεπλάγη• φάνηκε αμέσως όλη η θλίψη της.
«Τέσσερα φράγκα! Θα πεθάνεις για αυτό! τέσσερα φράγκα!».
Αυτός απάντησε: «Νομίζετε ότι θα φέρω τα σχοινιά μου, τις μανιβέλες μου, και θα τα στήσω όλα, και θα πάω εκεί κάτω με το γιο μου και θα διακινδυνεύσω να δαγκωθώ απ’ το καταραμένο σου κιν, μόνο για να ‘χω τη χαρά να σου το δώσω; Ας μην το ‘ριχνες.»
Εκείνη έφυγε, αγανακτισμένη.-Τέσσερα φράγκα! Αμέσως επέστρεψε, φώναξε τη Ροζ και της είπε τις απαιτήσεις του εκσκαφέα. Η Ροζ, πάντα παραιτημένη, επαναλάμβανε: «Τέσσερα φράγκα! Αυτά είναι πολλά λεφτά, κυρία». Έπειτα, πρόσθεσε: «Εάν του πετούσαμε φαγητό, στο καημένο το κιν, για να μην πεθάνει από την πείνα;». Η μαντάμ Λεφέβρ συμφώνησε, με πολλή χαρά• και ξεκίνησαν, με μια μεγάλη φέτα βουτυρωμένου ψωμιού. Το έκοψαν σε μπουκιές και το πετούσαν η μία μετά την άλλη, μιλώντας με τη σειρά στον Πιερό. Και μόλις ο σκύλος είχε φάει μια φέτα, γάβγιζε για να ζητήσει την επόμενη. Επέστρεψαν το βράδυ, έπειτα την αυριανή μέρα, όλες τις μέρες. Αλλά πήγαιναν μόνο από μια διαδρομή.
Ένα πρωί, τη στιγμή που έριχναν την πρώτη μπουκιά, άκουσαν ξαφνικά ένα πολύ δυνατό γάβγισμα από την τρύπα. Ήταν δύο! Είχαν πετάξει ένα άλλο σκυλί, ένα μεγαλόσωμο!
Η Ροζ ούρλιαξε: «Πιερό!» Και ο Πιερό γάβγιζε και γάβγιζε. Στη συνέχεια βάλθηκαν να πετάνε φαγητό• αλλά κάθε φορά διέκριναν καθαρά μια τρομερή μάχη, έπειτα τις παραπονιάρικες κραυγές του Πιερό που δαγκωνόταν από τον σύντροφο του, ο οποίος έτρωγε τα πάντα, όντας πιο δυνατός.
Μάταια ξεκαθάρισαν: «Είναι για σένα, Πιερό!» Ο Πιερό, φυσικά, δεν έπαιρνε τίποτα. Οι δύο γυναίκες εκπεπληγμένες, κοιτάχτηκαν• και η μαντάμ Λεφέβρ δήλωσε πικραμένη: «Πραγματικά δεν μπορώ να ταΐζω όλα τα σκυλιά που ρίχνουν εκεί μέσα. Πρέπει να τα παρατήσουμε.»
Και, ασφυκτιώντας στην ιδέα όλων εκείνων των σκύλων που ζούσαν με δικά της έξοδα, έφυγε από εκεί, κουβαλώντας ακόμη και ό,τι απέμεινε από το ψωμί και βάλθηκε να το τρώει περπατώντας. Η Ροζ την ακολουθούσε σκουπίζοντας τα μάτια της με την άκρη της μπλε ποδιάς της.
ΤΕΛΟΣ
* μείγμα ψίχας και κρέατος, που είναι τροφή σκύλων, γατών και άλλων κατοικίδιων ζώων
**παραδοσιακό Ακκαδικό πιάτο. Μάλλον προέρχεται από τον Καναδά και τα συστατικά του είναι: Κρέας (κοτόπουλο, μύδια, λαγός, βοδινό ή χοιρινό), πατάτες, κρεμμύδια, ζυμαρικά .Ίσως μοιάζει με το σημερινό στιφάδο. Περισσότερα εδώ
***Επειδή η μονάδα της λεύγας διαφοροποιείται από περιοχή σε περιοχή της Γαλλίας οι δέκα λεύγες είναι περίπου 45 χλμ.
©Πολύτλας Οδυσσεύς

Last edited: