Παύλος Νιρβάνας: "Γλωσσική αυτοβιογραφία"

Η "Γλωσσική αυτοβιογραφία" του Νιρβάνα είναι ένα κεφάλαιο από τα "Φιλολογικά Απομνημονεύματά" του.

Γλωσσική Αυτοβιογραφία

Η αυτοβιογραφία, είπε σε κάποιο πρόλογό του ο Οσκάρ Ουάιλδ, είναι ταυτοχρόνως η υψηλότερη και η ταπεινώτερη μορφή της κριτικής. Μία αυτοβιογραφία… γλωσσική δεν ξέρω τι έπρεπε να είναι. Χωρίς άλλο όμως έπρεπε να είνε η βαρετότερη. Ίσως μάλιστα το είδος αυτό να είνε και όλως διόλου ανύπαρκτο και ακατανόητο, για κάθε άλλο ντόπιο, έξω από την Ελλάδα. Εδώ όμως το πράγμα αλλάζει. Όχι μόνο το είδος ημπορεί να υπάρξει, έστω και σαν φαινόμενο πρωτάκουστο, μα να έχει και όλο το ενδιαφέρον, το πάθος, τις περιπέτειες, τα δραματικά στοιχεία, όλες τις συγκινήσεις μιας αυτοβιογραφίας ερωτικής, πολιτικής, φιλολογικής και ό,τι άλλο. Η γλώσσα στην Ελλάδα είναι λίγο απ’ όλα: θεότης, έρως, ζήλεια, δεισιδαιμονία, είδωλο, εικόνα, φάντασμα, θαύμα, εξωτικό. Χύνονται γι’ αυτήν αίματα, λόγια, μελάνια και σπλάχνα ανθρώπων. Υψώνονται γροθιές και κλωτσιές, πέφτουν μπάτσοι και καλαμάρια, φλυτζάνια του καφέ πετούν στον αέρα, εφημερίδες καίονται γι’ αυτήν σαν καταραμένα σώματα αιρετικών και εφημερίδες πλουτίζουν. Παλιοί φίλοι για το χατήρι της γίνονται από δυο χωριά, αντρόγυνα χωρίζουν, η μητέρα χάνει το παιδί της, το παιδί απαρνιέται τη μητέρα του. Κυβερνήσεις πέφτουν και κυβερνήσεις σηκώνονται για την αγάπη της. Η μια Ακρόπολις τρέμει για τις κολώνες της και η άλλη «Ακρόπολις» χάνει τα πιεστήριά της. Ο κόσμος γέμισε από Τορκουεμάδες, από μάρτυρες κι από προφήτες. Οι Έλληνες πολεμούν με τους Ρωμιούς κι οι Ρωμιοί με τους Έλληνες. Και μέσα στο μεγάλο κακό:

Η μάνα κρύβει το παιδί σφιχτά στην αγκαλιά της,
γιατί ήρθαν χρόνια δίσεκτα. Φοβάται μη το χάση.

Ένας άνθρωπος, που η τύχη τον έρριξε στην Ελλάδα να δουλεύει με τη γλώσσα και να παλαίβει μ’ αυτήν όλη τη ζωή του, είναι τραγωδία και κωμωδία μαζί, όπως κάθε εξαιρετική ζωή. Είναι μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, κινδύνους, ξαφνικά, βάσανα και πόνους. Κάτι τι σαν τη ζωή του Σεβάχ Θαλασσινού και του Ρόβινσων. Και μια γλωσσική αυτοβιογραφία στην Ελλάδα, αν είναι ανιαρή και βαρετή, το λάθος θα είναι σ’ εκείνον που την γράφει.

Γι’ αυτό πριν καταπιαστώ να γράψω κι εγώ τη δική μου, γονατίζω ταπεινά κι επικαλούμαι, να με προβοδίσουν στον αγώνα μου, όλες τις Μούσες του Ελικώνα κι όλες τις ξωθιές της Μαλλιαρωσύνης.

Πώς πρωτογνώρισα —που να ’δινε ο Θεός να μην τη γνωρίσω ποτέ μου— πώς πρωτοαντίκρυσα στη ζωή μου τη Γλώσσα δεν θυμούμαι καλά-καλά. Όταν άρχισα να πρωτολέω τα λόγια, που λένε σήμερα κι οι κούκλες όταν τους ζουλούνε το στομάχι τους, δεν ήξερα πως το πράγμα αυτό λέγεται: Γλώσσα. Έμαθα να μιλώ, όπως έμαθα να τρώω, να περπατώ και να τραβώ τα γένεια του πατέρα μου. Όλοι μιλούσαν γύρω μου και μου φαινότανε πολύ φυσικό. Το μόνο, που μου φαινότανε αφύσικο, είτανε, γιατί δεν μιλούσε σαν εμέ κ’ η γάτα μας. Της έκαμα πολλές τυραννίες, την ετσίμπησα, της έσφιξα το λαιμό, τη μάδησα για να μιλήσει, μα επειδή, και καλά, δεν ήθελε να βγάλει λέξη, το πήρα απόφαση· τότε η μητέρα μου μού είπε, πως η γάτα έχει τη δική της γλώσσα. Είτανε η πρώτη φορά που έλαβα κάποια ιδέα πως υπάρχει μια γλώσσα που μιλούσα εγώ κι άλλη μια που μιλούσε η γάτα μας και πως, με το στανιό, δεν μπορούσα να την κάμω να μιλάει σαν κι εμένα.

Ύστερα, άκουσα κι άλλους ανθρώπους, που μιλούσαν και δεν τους καταλάβαινα. Είτανε ένας Ιταλός ψαράς, μια ξανθή δασκάλα κι ο γιατρός του σπιτιού μας. Όταν τους άκουγα, μ’ έπιαναν τα γέλια. Είχαν κι αυτοί τη γλώσσα τη δική τους, κι επειδή όλες οι ξένες γλώσσες μου φαινόνταν ένα πράγμα, είχα την ιδέα πως η γάτα μας καταλάβαινε τι έλεγαν. Ύστερα η μητέρα μου μού είπε, πως ο ψαράς μιλούσε ιταλικά, η δασκάλα γερμανικά κι ο γιατρός βαθειά ελληνικά. Αυτή είτανε η πρώτη μου γνωριμία, όπως θα ’λεγα σήμερα, με τη γλωσσολογία κ’ η πρώτη μου αντίληψη της συγκριτικής γλωσσολογίας. Έπειτα τα συνήθισα όλα αυτά, όπως συνηθίζει καθένας κάθε παράξενο, και μου ’μενε η διασκέδαση, όταν έβλεπα τον ψαρά, να φωνάζω ξεκαρδισμένος, πίσω από κανένα έπιπλο: Πέσι! Πέσι! όταν έβλεπα τη δασκάλα: φροϊλάιν! φροϊλάιν! κι όταν έβλεπα το γιατρό: φέψη, φέψη. Το φέψη αυτό υποθέτω τώρα πως ήθελε να πει: αφέψημα. Και περνούσα ωραία τον καιρό μου.

Ύστερα από κάμποσο καιρό, ο πατέρας μου με πήρε μια μέρα στα γόνατά του και μου είπε, πως είναι καιρός ν’ αρχίσω να μαθαίνω γράμματα. Αφού το είπε ο πατέρας θα είτανε σωστό. Μέρα-μέρα, νύχτα-νύχτα. Είχα την ιδέα και την έχω ακόμα, πως ο πατέρας μου τα ήξερε όλα, καλύτερα κι από τον Θεό. Δεν τολμούσα ποτέ να ρωτήσω το γιατί. Ρώτησα μονάχα τη μητέρα μου: Γιατί θα τα μάθω τα γράμματα; Κ’ εκείνη φαίνεται, πως δεν ήξερε καλά-καλά το γιατί. Μου είπε μονάχα: «Άνθρωπος αγράμματος ξύλον απελέκητον». Δεν κατάλαβα τίποτε. Το μόνο, που έκανα, είτανε να προσέχω από τότε στα ξύλα, ποια είνε πελεκημένα και ποια απελέκητα. Κι επειδή βαρυόμουνα τους νεωτερισμούς, και τα γράμματα με τρόμαζαν λιγάκι, μου φαινότανε πως τα απελέκητα ξύλα ήσαν πιο όμορφα απ’ τα πελεκημένα. Μα δεν τολμούσα να το πω.

Την άλλη μέρα ήρθε ο δάσκαλος. Είτανε ένας νέος λιγνός, κιτρινιάρης, σπανός και μιλούσε σα γυναίκα. Η μητέρα μου τον έλεγε δασκαλάκη. Αυτό μου άρεσε. Όπως είμουνα κ’ εγώ παιδάκι, ο δασκαλάκης δε με φόβιζε τόσο. Μου φαινότανε σαν παιγνίδι.

Ο δασκαλάκης μου ’φερε κάτι πλάκες, τετράδια, πετροκόνδυλα και μολύβια. Τέτοια παιγνίδια δεν είχα ιδεί ακόμη· τα πήρα στο χέρι μου, τα στριφογύριζα και τα καμάρωνα. Ο δασκαλάκης πήρε δυο καρέκλες, τις έβαλε κοντά στο τραπέζι, δίπλα-δίπλα, κάθισε κοντά μου και μου είπε κάποια λόγια, που δεν τα θυμούμαι. Δεν ξέρω γιατί, μα όταν άρχισε να μου μιλεί, θυμήθηκα το Ναπολιτάνο τον ψαρά και μ’ έπιασαν τα γέλια. Ο δασκαλάκης με χάιδεψε στην πλάτη με καλοσύνη, η μητέρα μου με μάλωσε. Ο δασκαλάκης είπε τότε —το θυμούμαι καλά:

— Μη το μαλώνετε, κυρία. Έτσι είναι όλα τα παιδάκια. Όταν αρχίσουν να μαθαίνουν ελληνικά, τους φαίνονται παράξενα και γελούνε. Ύστερα συνηθίζουν.

Και ξανάρχισε:

— Πρόσεξε, παιδί μου. Τα στοιχεία του αλφαβήτου της ελληνικής γλώσσης είνε είκοσι και τέσσαρα τον αριθμόν.

Εμένα με ξανάπιασαν τα γέλια.

— Πες το και συ, παιδί μου…, ξαναείπε ο δασκαλάκης.

Το ξαναείπα.

— Σιγά-σιγά θα συνηθίσεις. Δεν σου το είπα εγώ;

Ο δασκαλάκης είχε δίκιο. Συνήθισα. Μήπως δεν είχα συνηθίσει και το μουρουνόλαδο; Όχι μόνο συνήθισα, μα σε λίγο καιρό έπαιζα στα δάχτυλα παρατατικούς, υπερσυντελίκους, μέσους μέλλοντας, δυϊκούς αριθμούς, τω ανθρώπω τοιν ανθρώποιν, και χίλια δυο πράγματα, που δεν τα θυμούμαι σήμερα. Άρχισα να γίνομαι σοφός. Σε μισό λεπτό έκλινα τον: άνθρωπο, σε δυο λεπτά το: τύπτω, τύπτεις. Η γλώσσα μου γύριζε σαν σφοντύλι. Απ’ τα παιδιά είχα μάθει να λέω γρήγορα κι άλλα πράγματα: «’Ασπρη πέτρα ξέξασπρη απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη, εκκλησιά πελεκητή, μαρμαροκοντυλοπελεκητή», και άλλα. Μια φορά μάλιστα, που πήρα τον κατήφορο σ’ ένα συνηρημένο: «χρύσεος χρυσούς, του χρυσέου χρυσού…» δεν ξέρω πως κόλλησα στο τέλος: «Και ποιος την εμολυβοκοντυλοπελέκησε;…» με μια γρηγοράδα καταπληκτική.

Ο δασκαλάκης μου χτύπησε μια με τον χάρακα στο κεφάλι. Είτανε η πρώτη φορά που μ’ έδειρε.

Ωστόσο είμουνα πρώτος στη γραμματική. Πολλές φορές έλεγα μέσα μου: γιατί τάχα να τα μαθαίνω όλα αυτά τα πράγματα; Μα ντρεπόμουνα και να ρωτήσω, μήπως με περάσουν για κουτό. Έτσι θα είναι, έλεγα. Πρέπει να τα μάθω. Όπως πρέπει να βγάζω το καπέλλο μου όταν μπαίνω σ’ ένα σπίτι, να τρώω με το πηρούνι και όχι με τα χέρια, να σηκώνομαι όταν μπαίνουν μεγαλύτεροί μου, καθώς έλεγε ο πατέρας, έτσι έπρεπε να μάθω και τους υπερσυντελίκους. Το πήρα απόφαση. Τίποτε πια δεν μου ’κανε εντύπωση.

Πλησίαζε σε λίγο κι η πρωτοχρονιά, θυμούμαι. Τ’ άλλα χρόνια, εκείνο το πρωί πήγαινα στον πατέρα και τη μητέρα μου, τους φιλούσα το χέρι και τους έλεγα: «Χρόνια πολλά, να ζήσετε». Κ’ έπαιρνα τα δώρα μου μ’ ένα φιλί. Τώρα όμως είμουνα γραμματισμένος. Ο δασκαλάκης μου είπε πως πρέπει να κάνω ένα γράμμα συγχαρητήριο στους γονείς μου και να το δώσω ο ίδιος το πρωί-πρωί.

— Μα γιατί να κάνω γράμμα; του είπα. Μήπως θα το στείλω με το ταχυδρομείο; Δεν είναι καλύτερα να τα πω;

— Όχι, παιδί μου, είπε ο δασκαλάκης. Δεν είσαι ακόμη δυνατός στα ελληνικά και δεν θα μπορέσεις να τα πεις. Πιάσε και γράφε.

Μου υπαγόρευσε, έγραψα, το διόρθωσε, το αντίγραψα και, το άλλο πρωί, το πήγα στον πατέρα μου, χωρίς να βγάλω λέξη. Στεκόμουνα ορθός σα στρατιώτης. Ο πατέρας μου διάβασε το γράμμα και δάκρυσε. Με φίλησε και μου ’δωκε μια λίρα. Πρώτη φορά που πήρα τέτοιο μεγάλο δώρο. Και είπα μέσα μου: «Ξέρουν αυτοί τι λένε. Οι υπερσυντέλικοι βγάζουν χρυσάφι». Ο πατέρας μου το είχε φυλάξει το γράμμα αυτό σαν κειμήλιο. Είνε λίγος μάλιστα καιρός, που το βρήκα στα χαρτιά του και σας το διαβάζω, για να κλάψετε και σεις:

«Πότνιοι γεννήτορες,
Επί τη πρώτη του ενιαυτού, ανάπλεως συγκινήσεως και ευγνωμοσύνης, ανθ’ ων πολλά τε με ηγαπήσατε, πολλά τε δ’ ευ ποιήσατε, επεύχομαι υμίν υγείαν, ευτυχίαν και παν το καταθύμιον.
Έρρωσθε
Ο εσαεί ευγνώμων υιός.»—

Και το συγκινητικό αυτό κείμενο έφερε την υπογραφή μου, με ωραία καλλιγραφικά γράμματα.

Από τότε, πρέπει να τ’ ομολογήσω, η αγάπη και υπόληψή μου για όλους τους παρακειμένους και τους υπερσυντελίκους, με την λάμψη του χρυσού εικοσαφράγκου, αύξησε σημαντικά. Κι όταν από τα χέρια του δασκαλάκη παραδόθηκα στο σχολείο, όνειρό μου είτανε να μάθω να γράφω γράμματα σαν εκείνα που μου υπαγόρευσε ο πρώτος μου, ο σπανός δασκαλάκης.
 
Παύλος Νιρβάνας: "Γλωσσική αυτοβιογραφία" συνέχεια

Δεν άργησα να το καταφέρω. Με τη βοήθεια των κυρίων άρθρων της «Παλιγγενεσίας», που πέρνανε εκείνο τον καιρό στο σπίτι, και με κάτι σημειώσεις, που κρατούσα από όλες τις λέξεις που μου χτυπούσαν στο αυτί από τον Ξενοφώντα, τον Ισοκράτη και τον Λουκιανό, έγινα «λόγιος νέος», από μαθητής της πρώτης του Γυμνασίου. οι εκθέσεις μου στο σχολείο έκαναν εντύπωση. Ένας καθηγητής μου και αγαπητός μου φίλος τώρα μου είχε γράψει κάτω από μια έκθεσή μου: «Ξένης χειρός όζει». Θαρρώ, πως το βλέπω ακόμα με κόκκινα ζωηρά γράμματα. Ποτέ στη φιλολογική μου ζωή δεν έλαβε τέτοιο θυμίαμα η φιλοδοξία μου. Η γλώσσα άρχισε να υψώνεται μπροστά μου σαν είδωλο. Τα στοιχεία του αλφαβήτου μου φαίνονταν σαν κάποιες νότες, με τις οποίες έπαιζα μια μουσική, που λίγοι την ήξεραν. Η τυπογραφική μελάνη άρχισε τον ίδιο καιρό να μου γαργαλίζει την μύτη και ο συγγραφεύς να σκιρτά στα σπλάχνα μου.

Δεν είχα αισθανθεί την ανάγκη να πω κάτι τι, ούτε είχα τι να πω. Ήθελα μόνο και μόνο να γράφω, όπως έγραφε η «Παλιγγενεσία». Οι φράσεις, οι λέξεις, τα σχήματα του λόγου πετούσαν μέσα στο νου μου. Ζητούσα ένα σώμα να το ντύσω με τα ωραία αυτά κυριακάτικα φορέματα. Η ψυχή μου δηλαδή έμοιαζε σαν εμπορικό ετοίμων ενδυμάτων. Ήσαν όλα κρεμασμένα, ένα-ένα, με τη σειρά. Στο τέλος εύρισκα μια έννοια, μια κούκλα. Η κούκλα παρουσιαζότανε μπροστά μου με πρόστυχα, φτωχικά ρούχα. Είχα την αντίληψη που είχε ο Σούτσος για το Σολωμό:
Ιδέαι πλούσιαι φτωχά ενδεδυμέναι.

Της έβγαζα τα κουρέλια της και την έντυνα τα γιορτιάρικα. Παραδείγματος χάριν: «Ένα πρωί περπατούσαμε στο περιγιάλι». Τα έτοιμα ρούχα αμέσως σ’ ενέργεια: «Ωραίαν τινά πρωίαν εβαδίζομεν παρά θίνα αλός». Κι έτσι έβγαινε ένα έργο. Οι εφημερίδες του τόπου μας την άλλη ημέρα μου χαρίζανε την αθανασία.

Ο τίτλος του «λογίου ξένου» μου ανήκε. Τα συγχαρητήρια έπεφταν βροχή στον πατέρα μου: «Να χαίρεσθε τον υιόν σας. Εύγε του. Κατέχει την γλώσσαν μας». Δεν είτανε λίγο αυτό που κατείχα.

Θυμούμαι μάλιστα, πως κάποτε ήρθε στο σπίτι μας ένας γείτονάς μας, παλαιός οικονομικός έφορος και κατόπιν γραμματέας λιμεναρχείου, ένας άνθρωπος που φημιζότανε για τα ελληνικά του και είταν μοναδικός για να γράφει αναφορές. Κόσμος και κόσμος ερχόταν να πιάσει σειρά στο σπίτι του με τα χαρτόσημα στα χέρια. Δεν είτανε δηλαδή, να πούμε, σα δημόσιος γραφεύς, απ’ αυτούς που γράφουνε ακόμη σε κάποια μέρη της Ευρώπης τα γράμματα και τα ραβασάκια στις αγράμματες γυναικούλες. Αυτός έγραφε αναφορές σε υπαλλήλους, σε γιατρούς, σε σπουδαίους ανθρώπους. Διότι «κατείχε την γλώσσαν», πράγμα που δεν είτανε του καθενός. Εκείνη την εποχή είχα γράψει κ’ εγώ μια αναφορά σ’ ένα τελειόφοιτο της ιατρικής, που ζητούσε υποτροφία. Η αναφορά μου έπεσε στα χέρια του επισήμου αναφορογράφου. Κι ο αναφορογράφος, που έβλεπε να κινδυνεύει το ψωμί του, ήλθε να συγχαρεί τον πατέρα μου και να του πει ότι «κατέχω κι εγώ την γλώσσαν», αλλ’ ότι ακόμη δεν ήμουν τόσο δυνατός για να γράφω αναφορές κ’ έπρεπε να κοιτάξω πρώτα τα μαθήματά μου. Αυτό είτανε ένας δεύτερος τίτλος τιμής. Είχαν αρχίσει να με φθονούνε.

Από τότε πήρα τον ανήφορο. Δύο βήματα μου έλειπαν να φθάσω τον Ξενοφώντα. Περπατούσα περήφανος στον δρόμο. Η φήμη μου στην μικρή μας κοινωνία είχε απλωθεί. Μερικοί, που με σύσταιναν σε άλλους, επρόσθεταν: «ένας νέος που κατέχει την γλώσσαν μας». Και οι άλλοι με κοίταζαν με σεβασμό. Μόνο κάποιος ξένος, που με σύστησαν μια φορά με τον ίδιο τίτλο, μου φάνηκε σαν αδιάφορος. Φαίνεται, πως τέτοιος τίτλος δεν είχε περάσει στον τόπο του. Αργότερα κατάλαβα το γιατί. Ο δάσκαλός μας μάς εδιάβαζε μια φορά τον Όμηρο και, σιγά-σιγά, έφθασε εκεί που λέει: μελισσάων αδινάων

Ο δάσκαλος ενθουσιάστηκε, χτύπησε το χέρι του στην καθέδρα και φώναξε με στόμφο:

— Αδινάων, άων, άων. Να γλώσσα, βρε παιδιά! Μπορεί να το πει αυτό ο σκυλόφραγκος;

Έτσι είναι αυτοί οι Φράγκοι είπα κ’ εγώ μέσα μου. Πού να καταλάβουν αυτοί από γλώσσα;

Ως τόσο εγώ ένοιωθα πως κάτι με ξεχώριζε από τους άλλους ανθρώπους: «Κατείχον την γλώσσαν».

Όλοι οι άλλοι άνθρωποι, που περνούσαν κοντά μου, ήσαν τιποτένιοι. Άνθρωποι χωρίς γλώσσα, πρόστυχοι, αγελαίοι, μηδαμηνοί. Επήγαινα μόνος μου περίπατο «παρά θιν αλός». Έβλεπα μπροστά μου τον «ατρύγετον πόντον». Ανάπνεα την «ποντιάδα αύραν». Και καθώς φορούσα και γυαλιά από τότε, υποθέτω πως θα έμοιαζα σα μικρός φιλόσοφος «της ελεεινής μορφής». Αλλά και η δόξα έχει τα κακά της. Η καρδιά μου, με όλο αυτό το φορτίο των ελληνικών, άρχιζε να χτυπά. Τα κορίτσια, που περνούσαν στην ακρογιαλιά, με τα κοντά φορέματα και τις μακρυές πλεξίδες, μ’ έκαναν να ξεχάσω τη σοφία μου.

Λόγια γλυκά ανέβαιναν στα χείλη μου, κάποιες λέξεις που δεν θα ταίριαζαν ούτε στις αναφορές του ελληνιστή του γείτονά μου, ούτε στα σπουδαία έργα, που έγραφα όλη τη νύχτα. Γύριζα να κοιτάξω τα κορίτσια, μα εκείνα, αντί να μου χαμογελάσουν, με κοίταζαν —έτσι μου φαινότανε— με σεβασμό. Είμουν ο νέος που κατείχε την γλώσσαν. Τι μαρτύριο να είναι κανένας μεγάλος άνθρωπος! Το ίδιο είχε πάθει ο Μωυσής, όπως λέει στο γνωστό ποίημά του ο Αλφρέδος δε Βινιύ. Άπλωνε τα χέρια του για αγκαλιάσματα, κι οι γυναίκες της Ιουδαίας γονάτιζαν και τον προσκυνούσαν. Είτανε ο άνθρωπος που είχε μιλήσει με το Θεό. Και παρακαλούσε τον Θεό να τον λυτρώσει απ’ αυτό το μαρτύριο:

Ma main laisse l’ effroi sur la main qu’ elle touche,
L’ orage est dans ma voix, l’ ιclair est sur ma bouche.
Aussi, loin de m’ aimer, voila qu’ ils tremblent tous?
Et quand j’ ouvre les bras, on tombe ΰ mes genoux.
O Seigneur! j’ ai vιcu puissant et solitaire
Laissez-moi m’ endormir du sommeil de la terre[1].

Σε μια τέτοια εποχή παρακάλεσα, κ’ εγώ, τον Θεό να με γλυτώσει από τη… Γλώσσα. Οι παρακείμενοι, οι υπερσυντέλικοι και οι μονολεκτικοί μέλλοντες άρχισαν να με πνίγουν. Γύρισα στο σπίτι μελαγχολικός. Άνοιξα τα παράθυρά μου ν’ αναπνεύσω.

Απάνω στο τραπέζι μου ένα μεγάλο περιοδικό της Λειψίας, ανοικτό, είχε ένα κομμάτι από κάποια μετάφρασή μου του «Τορκουεμάδα» του Ουγκώ. Είτανε δηλαδή η μετάφραση του κ. Βουτυρά, διορθωμένη σε στίχους. Μπροστά μια επιστολή μου προς τη σύνταξη, που τελείωνε: «Περί της μεταφράσεως άλλοι… κρινόντων». Δηλαδή κινέτωσαν και κρινόντων. Το αίμα μου ήρθε στο κεφάλι.
Άρπαξα τον Τορκουεμάδα και τον έκαψα στη φωτιά του κεριού.

Μαζί του κάηκαν μέλλοντες, παρακείμενοι, «κρινέτωσαν», «κρινώντων», προστακτικές, ευκτικές αναρίθμητες. Ένα βάρος έφυγε αποπάνω μου. Οι μυρωδιές του κήπου πλημμυρούσαν την κάμαρά μου. Τα τραγούδια του δρόμου έμπαιναν με θάρρος από το ανοικτό παράθυρο και τετέριζαν στ’ αυτιά μου. Από το ίδιο παράθυρο έφευγε η σοφία μου. Είμουν σα μεθυσμένος.

Επιτρέψετέ μου να παρωδήσω την παροιμία: Όταν η ωμορφιά μπαίνει απ’ τη θύρα, η ψευτιά φεύγει απ’ το παράθυρο. Δεν μπορούσα να υποφέρω πια την ιδέα, πως τα ωραία κορίτσια, που περπατούσαν στην ακρογιαλιά, είχαν ρίνας, όμματα και ώτα. Η τελευταία μάλιστα λέξη, που μου έτυχε πάντα στις χρηστομάθειες να την απαντήσω δεμένη με την έννοια κάποιου τετραπόδου, μου έκανε φρίκη αυτή τη στιγμή. Δεν μπορούσα να χωνέψω ακόμα, πως είχαν τα ωραία κορίτσια πλομάμους —όπως τα χταπόδια— και πως κάθε μετάξι των πλοκάμων αυτών μπορούσε να λέγεται θριξ. Όταν συλλογιζόμουν, πως κάτω από τα ωραία τους χείλια έκρυβαν οδόντας, χωρίς να θέλω μου ’ρχότανε στον νου μου η ζωολογία, οι κάπροι, τα χαυλιόδοντα και οι μασέλες που έβλεπα στην προθήκη του οδοντοϊατρού: «Κατασκευάζονται τεχνητοί οδόντες». Έπειτα συλλογιζόμουνα τους πόδας των, τας χείρας των, τας γαστροκνημίας των, και θαρρούσα, πως μου άδειαζαν κρύα νερά στη ράχη μου. Χωρίς να θέλω έπειτα συλλογιζόμουν, πως τα ωραία κοριτσάκια έκρυβαν κάτω από τα μαβιά φορέματα του σχολείου ωμοπλάτας και μ’ έπιανε μελαγχολία· θυμόμουν το φτωχόν εκείνο, τον Κλεάνθη, που έγραφε «εις όστρακα και βοών ωμοπλάτας». Και δεν έφθανε αυτό. Τα ωραία κορίτσια φορούσαν εσθήτας, άλλα είχαν την κόμην «αναδεδεμένην εις κοσσύμβους» και άλλα «άνετον καλύπτουσαν τας ωμοπλάτας», εβάδιζαν σαν στρατιώτες, εθεώντο της ακτής, εμειδίων, ελάλουν, άδον, και κάποτε εκάγχαζον. Άλλα πάλι «κύπτοντα έδρεπον δράκας ανθέων», τα «ωσφραίνοντο και εκάμμυον τους οφθαλμούς». Άλλα εκλασαυχενίζοντο. Όλα μαζί, τα ωραία κοριτσάκια, «είχον την ψυχήν έμπλεων έρωτος και ονειρεύοντο τον νεανίαν, όστις θα έφερε προς αυτάς τον διάπυρον έρωτα της τετρωμένης καρδίας του». Και, γύρω απ’ την ωραία αυτή ζωγραφιά, ο ουρανός προσεμειδία, το κύμα έτυπτε την ακτήν, η αύρα προσέπνεε θυμήρης, οι πυργίται έψαλλον κεκρυμένοι επί των κλάδων και οι πρώτοι αστέρες έστιζον το κυανούν στερέωμα.

Κ’ εγώ αύριο το βράδυ, στην μυστικήν αυτή ώρα, «έμπλεως έρωτος», θα πλησίαζα την «αποπλανηθείσαν επί των βράχων νεάνιδα» και θα της έλεγα διά τρεμούσης φωνής:
«Δεσποινίς (ή δεσποσύνη) τα αγνά υμών βλέμματα, ως πύρινα βέλη, έτρωσαν βαθέως την καθημαγμένην καρδίαν μου. Όταν ατενίζω μακρόθεν την κυανήν υμών εσθήτα, η ψυχή μου σκιρτά. Τα όμματα υμών εισίν εισπρέρποτε γοητευτικά. Εκάστη θριξ του κοσσύμβου υμών πλέκεται εις χρυσούν αμφίβληστρον περί την αιμάσσουσαν καρδίαν μου. Άφετε, ω! άφετε επί των λευκών, μαργαριτωδών, μικκύλων οδόντων σας, να επανθίση δι’ εμέ το μειδίαμα του έρωτος». Έτσι θα μίλησε κι ο Ζευς στη Λήδα!… Χωρίς άλλο έτσι.

Ο «Τορκουεμάδας» είχε γίνει στάχτη μέσα στο πιατάκι του τσιγάρου. Η κνίσα του με γαργαλούσε, μου έδινε άγριες επιθυμίες, να κάψω ό,τι βρισκότανε τριγύρω μου. Άνοιξα ένα συρτάρι με χαρτιά κ’ έκαψα κόμας, οδόντας, ρίνας, ώτα, ωμοπλάτας. Μία θριξ, καθώς κάηκε, γέμισε από τσίκνα την ατμοσφαίρα. Η ψυχή του Τορκουεμάδα ξυπνούσε μέσα μου. Άνοιξα με μανία τη βιβλιοθήκη μου και άρπαξα τόμους και τόμους. Η φωτιά εφούντωνε. Ένα κομμάτι ξέφυγε από τις φλόγες κι έπεσε μπροστά μου. Τι ήθελε να μου πει;

Κ’ έβλεπες δύο ουρανούς,
Ο είς ην άνω κυανούς.
Γλαυκός ο άλλος κάτω.

Το ξανάρριξα στη φωτιά. Η βιβλιοθήκη μου άρχισε να αναπνέει. Ένας παλιός Όμηρος, ένας Σοφοκλής, ένα Πίνδαρος, στριμωγμένοι ως τώρα μέσα σ’ ένα σωρό έπη, τραγωδίες και λυρικά άπαντα των απογόνων τους, μου φάνηκαν πως ανάσαιναν μέσα στον καθαρόν αέρα. Έγυραν κι ακούμπησαν φιλικά απάνω σ’ ένα Σολωμό, σ’ ένα Βαλαωρίτη, σ’ ένα Τυπάλδο. Κάτι τι σαν αναστεναγμός βγήκε απ’ τη βιβλιοθήκη μου. Η φωτιά έκαιε, ως τόσο, κι ο καπνός είχε γεμίσει το σπίτι. Η υπηρέτρια έτρεξε τρομαγμένη.

— Τι τρέχει, κύριε; Πιάσατε φωτιά;

— Όχι, κορίτσι μου, της είπα. Ησύχασε. Ανήκω στην εταιρία που καίει τους νεκρούς. Δεν βλέπεις; καίω τους πεθαμένους.

Η υπηρέτρια κούνησε τους ώμους της κι έφυγε. Την άκουσα να λέει στη σκάλα:

— Εγώ το είπα. Ο αφέντης θα τρελλαθεί απ’ τα πολλά τα γράμματα.

Δεν είχα τρελλαθεί. Και όμως, απ’ την ημέρα εκείνη, πολλοί με σταματούσαν στο δρόμο μ’ ένα παραπονετικό ύφος, με μια συμπάθεια παράξενη, και μου ’λεγαν.

— Τι έπαθες, αδελφέ; Γιατί αυτό;

— Τι έπαθα;

— Πώς εχάλασες έτσι τη γλώσσα μας;

Οι άνθρωποι αυτοί είτανε φανερό, πως με είχαν βγάλει απ’ την υπόληψή τους. Το καταλάβαινα κι εγώ.

[HR][/HR][1] Το χέρι μου οδηγεί το φόβο πάνω στο χέρι που αγγίζει
Η καταιγίδα είναι μέσα στην φωνή μου, η αστραπή είναι μέσα στο στόμα μου.
Επίσης πέρα απ’ το να μ’ αγαπά, ιδού αυτός που μας συγκλονίζει όλους;
Κι όταν βρίσκω το χέρι, πέφτω στα γόνατα
Ω Κύριε! Έχω ζήσει δυνατός και μόνος
Άσε να με κοιμήσει η ακινησία της γης… (Μετάφραση: Διατσέντα)
 
Παύλος Νιρβάνας: "Γλωσσική αυτοβιογραφία" συνέχεια

Κάτι μου έλειπε. Ως τώρα είχα κάτι τι παραπάνω από τον άλλο κόσμο. «Κατείχον την γλώσσαν». Ένα διαβατήριο για την αθανασία. Μπορούσα να λέω κάθε κουταμάρα, κάθε ανοστιά, κάθε ανοησία, κάθε τρέλλα, μπορούσα να μη λέω και τίποτε, όλοι άνοιγαν το στόμα τους με θαυμασμό: «Ο διάβολος, τι ωραία που τα λέει».
Κάποτε θυμούμαι, σ’ έναν επικήδειο, έχασα τη σειρά μου κι άρχισα απάνω-κάτω να λέω: «Εν τη συναισθήσει των θλιβερών υπέρ τα θλιβερά, αι εγκόσμιοι δυνάμεις ανατεινόμεναι προς τα θέσφατα, οίμοι! το τέρμα των αγώνων αφ’ ων ορμάται αελλόπους η ιδέα, φρικιά και λωφάζει ανέφικτος του ουρανίου φωτός, των μαρτυρίων το σέλας, πέραν, πέραν εκεί προς τα αιθέρια ύψη, προς τα βάθη, τα σκότη τ’ ατέρμονα, πέραν. Γαίαν έχοις ελαφράν, αξιομακάριστε φίλε». Τα δάκρυα έσταζαν σα βροχή απ’ τα στασίδια της εκκλησίας. Και όταν ο παπάς εξεφώνησε: «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν», οι άνθρωποι έξαλλοι, ως κι αυτοί οι συγγενείς του νεκρού, ώρμησαν απάνω μου, έκαναν τον σταυρό τους και, αντί να φιλούν τον νεκρό, φιλούσαν εμένα.

— Μπράβο, μπράβο, αυτή τη φορά επέρασες και τον Φιλήμονα.

Τώρα τα είχα χάσει όλ’ αυτά. Ήμουν κ’ εγώ ένας άνθρωπος σαν όλους τους ανθρώπους. Μιλούσα, όπως μιλούσε ο τελευταίος άνθρωπος. Έγραφα το ίδιο.

Ούτε μπορούσα πια να βγάλω λόγο χωρίς χαρτί· αν τα ’χανα στη μέση, αλίμονό μου. Θα μ’ έπαιρναν με τα λεμόνια.

Όσοι μ’ αγαπούσαν με λυπούνταν κατάκαρδα.

Ένας σεβαστός μου φίλος με πήρε μια φορά κατά μέρος.

— Έχω να σου πω κάτι τι σοβαρό.

Ταράχθηκα.

— Δεν κάνεις καθόλου καλά. Επήρες κακό δρόμο. Όλη η κοινωνία τα ’χει μαζί σου.

Εγώ άρχισα να κιτρινίζω. Καθένας κρύβει πάντα κάτω απ’ τη σκούφια του κάτι που τον ανησυχεί.

— Τι θέλετε να πήτε; Δεν εννοώ.

— Μ’ εννοείς πολύ καλά. Τι σου ήλθε να χαλάσεις τη… γλώσσα σου;

Ανάσανα. Ο σεβαστός μου φίλος εξακολούθησε:

— Έγραφες τόσο ωραία. Σε καμαρώναμε όλοι. Κατείχες τόσο λαμπρά την γλώσσαν, την θείαν γλώσσαν των πατέρων μας. Δεν θυμάσαι τον τελευταίο σου θρίαμβο, στον επικήδειο του Α; Πρώτος εγώ αντί να φιλήσω τον νεκρό, απ’ τον ενθουσιασμό μου, σε φίλησα εσένα. Και τώρα έγινες χυδαίος. Όλοι σε περιφρονούν. Σε θεωρούν αγράμματο. Δεν κάνεις καλά. Άλλαξε κεφάλι. Έλα στον ίσιο δρόμο…

Του το υποσχέθηκα κι έτσι μ’ άφησε. Ευτυχώς, σε λίγες ημέρες, πέθανε κι αυτός κι έτσι γλύτωσα από ένα εφιάλτη. Θέλησα μάλιστα να του βγάλω κι ένα λόγο, σαν τον παλαιό, για να ευχαριστήσω τη ψυχή του. Και θα το ’κανα, αν δεν μου περνούσε ο φόβος μήπως και νεκρός σηκωθεί και με φιλήσει. Δεν είναι φρόνιμο πράγμα να συγκινεί κανένας τους πεθαμένους.
Με το θάνατο, όμως, του σεβαστού μου φίλου, δε γλύτωσα εντελώς. Τα συλλυπητήρια κ’ οι συμβουλές εξακολουθούσαν. Οι παλαιοί θαυμασταί μου δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί χάλασα τη γλώσσα μου. Και, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, δεν είχαν άδικο. Αν είτανε να μην υπάρχουν στην Ελλάδα παρά γιατροί, δικηγόροι, φυσικομαθηματικοί και δεν ξαίρω τι άλλο, γλωσσικό ζήτημα δεν θα υπήρχε. Όταν κάνει κανείς τη δουλειά του, θαυμάζεται και μισθοδοτείται, με μια γλώσσα, είνε περιττό βέβαια να ζητεί μιαν άλλη. Τι τον μέλει τον γιατρό ή το νομικό αν η γλώσσα που γράφει δεν είναι η γλώσσα που μιλεί; Μία ανατομία, μία φυσιολογία, ένα κληρονομικό δίκαιο, μία φυσική, μία χημεία, μία φαρμακολογία μπορεί αξιόλογα να γραφεί και στην Βολαπύκ και στην Εσπεράντο. Είναι κι αυτό ένα ιδανικό στην Ευρώπη για να γίνει μία διεθνής επιστημονική γλώσσα για όλον τον κόσμο. Εγώ μάλιστα, σαν Έλληνας, θα πρότεινα τη δική μας την αττικίζουσα, που σαν απλούστερη από την αρχαία και πιο κοντά στις νέες ευρωπαϊκές, ως σύνταξη, έχει κι όλες τις αρετές μιας τεχνητής γλώσσας και όλον τον πλούτο των αρχαίων όρων, που είναι τόσο γνώριμοι στα επιστημονικά αυτιά όλων των Ευρωπαίων. Οι σοφοί μου φίλοι, όσο γι’ αυτό είχαν δίκαιο. Φυσική ή τεχνητή η γλώσσα τους, τους έφθανε.

Μίλησα κάποτε μ’ έναν απ’ αυτούς, ένα νομικό συγγραφέα από τους πιο καθαρολόγους. ο φίλος μου όμως είταν από τους συζητητικούς και τους ήμερους ανθρώπους.

— Είσαστε εγωισταί, του είπα.

— Γιατί;

— Γιατί δεν βλέπετε παραπέρα απ’ τη δουλειά σας. Όλος ο κόσμος είναι για σας επιστήμη. Και ο λόγος εδόθηκε στον άνθρωπο, όχι μόνο για να μπορεί να πει, ότι «ο υποκατάστατος, του υποκατάστατου είναι κτλ.» και ότι «το ήπαρ αδήν εστι διπλούς» και ότι «παν σώμα εμβαπτιζόμενον εν τω ύδατι απόλλυσι τόσον εκ του βάρους του κτλ.»

— Αλλά για τι άλλο εδόθηκε;

— Υποθέτω πως εδόθηκε για να εκφράζει ό,τι πλάττει μέσα μας η φαντασία και το αίσθημα.

— Και ποιος τον εμποδίζει να το εκφράσει; Μία γλώσσα, που εκφράζει τόσα υψηλά πράγματα, μπορεί να εκφράσει το καθετί.

— Είσθε βέβαιος;

— Παραβέβαιος. Αρκεί εκείνος που την μεταχειρισθεί να την κατέχει στην εντέλεια.

— Σαν ποιος έξαφνα;

— Όποιος.

— Εκτιμάτε τον Ραγκαβή;

— Και τον θαυμάζω.

Επήρα επάνω απ’ το τραπέζι μου μια μετάφραση της «Κολάσεως» του Δάντε. Του είπα:

— Άκουσε ένα από τα λυρικώτερα κομμάτια. Το επεισόδιο της Φραντσέσκας.

«Στραφείς δε είτα προς αυτούς, τοις είπον:
Φραγκίσκα, τα σα βάσανα αθυμίας
και ευλαβών δακρύων με πληρούσι.
Εις των ηδέων στεναγμών τας ώρας,
ειπέ, πως, πόθεν έδωκεν ο έρως
να μάθητε τους αμφιβόλους πόθους;
Ή δ’ εις εμέ· «Ουκ έστι θλίψις μείζων
του ενθυμείσθαι χρόνων ευδαιμόνων
εν συμφοραίς. Τον ποιητήν ερώτα.
Αλλ’ αν την πρώτην να γνωρίσης ρίζαν
του έρωτός μας τόσον έχης πόθον,
θα πράξω ως ο λέγων εν ω κλαίει.
Ανεγινώσκομέν ποτε προς τέρψιν
περί του Λαγγηλότου, ος ηγάπα.
Είμεθα μόνοι άνευ υποψίας.
Πολλάκις η ανάγνωσις το βλέμμα
ημών συνήψε, κ’ ήλλαξε την όψιν.
Αλλ’ έν μας κατενίκησε χωρίαν,
η φράσις ότι ο γλυκύς της γέλως
απεφιλήθ’ υπό του εραστού της.
Τότε και ούτος, ο αχώριστός μου
μ’ εφίλησε τα χείλη, όλως τρέμων.
Προαγωγός ην ο την βίβλον γράψας.
Και τότε δεν ανέγνωμεν παρέκει.
Εν ω δ’ ωμίλει ταύτα το έν πνεύμα,
το έτερον εθρήνει τόσον, ώστε
εγώ ελυποθύμουν εξ ελέου,
κ’ έπεσα όπως σώμα θνήσκον πίπτει.»

— Κι ένα άλλο κομματάκι απ’ τον κύκλο των προδοτών που είνε βυθισμένοι στην παγωμένη λίμνη:

«Προέβημεν όπου ο πάγος άλλους
δεινώς περιζωννύει κατατρύχων,
ουχί κυπτούς, αλλά υπτίους τούτους.
Ο θρήνος είργει παρ’ αυτοίς τον θρήνον,
κ’ εις των ομμάτων τον φραγμόν η θλίψις
ωπισθοδρόμει κ’ ηύξανε τον πόνον.
Τα δάκρυα τα πρώτα συμπυκνούνται,
και ως αν ήσαν δίοπτρα κρυστάλλου,
τους σκύφους υπό τας οφρύς πληρούσι.»

Ο δικηγόρος είτανε και ιταλομαθής κ’ είχε πάντα δύο στίχους του Δάντε στο στόμα. Μουρμούρισε:

Francesca, I tuoi martyri a lacrymar mi fano.[1]

— Σας αρέσει;

— Δεν φαντάζομαι πως θα ήτο καλύτερα. Αυτή είναι η γλώσσα μας.

— Άφησέ με να σου διαβάσω τώρα τα ίδια κομμάτια, μεταφρασμένα από ένα νέον, που ούτε το όνομά του δεν ξαίρεις.

Επήρα δυο φύλλα από ένα δοκίμιο μεταφράσεως, που μου είχε στείλει, τελευταία, ο φίλος μου κ. Ζουφρέ, και που σ’ αυτήν, ακριβώς εκείνες τις ημέρες, έβλεπα την ποιητικώτερη ως τώρα ελληνική απόδοση του μεγάλου ποιητή. Και του διάβασα:

«Σ’ αυτήν έπειτα γύρισα και φιλικά της είπα:
Φραντζέσκα, τα μαρτύριά σου με κάνουν να δακρύζω.
Στην εποχή των στεναγμών, για πες μου πώς εστάθη
Κι ο έρωτας σας έσπρωξε τον πόθο σας να πήτε;
Κι αυτή, βαρειά στενάζοντας, λυπητερά μου είπε:
Δεν είνε μεγαλύτερος για την ψυχή μας πόνος
Μέσα στη δυστυχία της, από το να θυμάται;
Καλούς καιρούς, που πέρασαν. Το ξέρει ο Δάσκαλός σου
Κι αν επιμένης να σου πω την πρώτη-πρώτη αιτία
Της δύστυχης αγάπης μας, τη χάρι θα σου κάμω.
Θα ιδής τα μαύρα λόγια μου με δάκρυα να τα βρέχω.
Περνούσαμε την ώρα μας, διαβάζοντας μια μέρα
Το πώς είχε ο έρωτας τον Λαντζελότο μπλέξει,
Κι είμαστε οι δυο κατάμονοι, χωρίς κακό στο νου μας.
Μα, όπως προχωρούσαμε, πολλές φορές το βλέμμα
Ένας του άλλου αντίκρυζε, με μια κρυφή λαχτάρα,
Και, σαν στο μέρος φτάσαμε που τέτοιος ερωμένος
Το ερωτικό χαμόγελο της φίλησε στα χείλη,
Ο αχώριστός μου τρέμοντας με φίλησε στο στόμα.
Ο πειρασμός μας στάθηκε το πλάνο αυτό βιβλίο
Και πεια δεν εδιαβάσαμεν εκείνην την ημέρα…
Κ’ ενώ, βαρειά στενάζοντας, η μια ψυχή μιλούσε,
Κοντά της εστεκότανε πικροθρηνώντας η άλλη
Τόσο πολύ, που σκέπασε τα μάτια μου σκοτάδι
Και κατά γης σωριάστηκα σαν πεθαμένο σώμα.

— Άκουσε και το άλλο κομματάκι. Είναι πάλι οι προδότες μέσα στον πάγο της Κόλασης, χωρίς τον πάγο της γλώσσας, αυτή φορά:

Είδα πολλούς ανάσκελα στον πάγο καρφωμένους.
Τα ίδια τους τα δάκρυα να κλαιν δεν τους αφίνουν,
Γιατί τα πρώτα δάκρυα στα μάτια έχουν παγώσει
Κι όλη την κόγχη των ματιών σαν κρύσταλλο σκεπάζουν.
Κι ο πόνος που, ανεβαίνοντας βρίσκει φραγμό, γυρίζει
Στα βάθη πάλι της καρδιάς και μέσα πλημμυρίζει.

Ο φίλος μου έμεινε σκεπτικός.

— Ποια σου αρέσει από τις δυο μεταφράσεις;

— Η δεύτερη. Θέλω να είμαι ειλικρινής.

— Ώστε…

Ο κύριος που ήταν δικηγόρος, βρήκε ένα κοινό σόφισμα, το σόφισμα όλων των Ελλήνων.

— Δεν σου λέω… Για μερικά αισθηματικά πράγματα μπορεί να έχετε δίκαιο.

— Για μερικά; Μα όλη η τέχνη δεν είναι τάχα αίσθημα; Και υπάρχει τίποτε έξω από το αίσθημα;

Ο φίλος μου φαινότανε στενοχωρημένος.

— Και λοιπόν θέλετε να πετάξουμε την ωραιότερη γλώσσα για το χατήρι σας;

— Ποια;

— Την αρχαία.

— Και να θέλουμε δεν μπορούσαμε, καλέ μου φίλε. Αυτή ζει μαζί με τους θεούς. Και ζει μέσα στην ψυχή μας. Το μόνο μέρος όπου δεν ζει είναι τα βιβλία που γράφετε. Κοίτταξε εκεί επάνω στον τοίχο. Είνε η εικόνα του παππού σου. Και του μοιάζεις καταπληκτικά.

»Που νομίζεις πως ζη περισσότερο ο πρόγονός σου; Μέσα στα παράξενα ρούχα, τα κακοζωγραφισμένα σ’ ένα μουσαμά; Όχι, ο πρόγονός σου ζει μέσα σου, μες στο αίμα σου, μέσα στην ψυχή σου. Η ζωγραφιά είνε ένα άψυχο πανί.

Ο φίλος μου χαμογέλασε. Δεν ήθελε να μου πη πως είχα δίκιο.

Όταν έφυγε μου έσφιξε το χέρι και μου είπε:

— Μου γέννησες την όρεξη να μελετήσω το περίεργο αυτό ζήτημα. Στείλε μου όσα σχετικά βιβλία έχεις. Μιαν άλλη ημέρα θα τα ξανασυζητήσουμε.

Ο ρωμιός και μάλιστα ο δικηγόρος, που είνε δυο φορές ρωμιός, θέλει πάντα να «μελετά» και να «συζητή», κι εκεί ακόμα που φθάνει μόνο να αισθάνεται. Η περιφρόνηση του αισθήματος είναι ένα σημείο βαρβαρότητος. Μα εγώ, Θεέ μου, τι έφταιγα να καταδικασθώ σε ισόβια γλωσσική συζήτηση;

Δεν του έστειλα ποτέ τα βιβλία αυτά. Και πόσα βιβλία! Τόμοι απάνω σε τόμους, χαρτί απάνω σε χαρτί. Και όλο για γλώσσα, με την γονιμότητα που έχουν, όπως είπε ο Σαίξπηρ, οι μυίγες των κρεοπωλείων, που γεννούν δέκα φορές το δευτερόλεπτο. Γιατί να του στείλω όλ’ αυτά τα βιβλία; Εγώ που τα διάβασα έμεινα στο τέλος τόσο σοφός όσο και πρωτύτερα. Τι να την κάμει την επιστήμη ο φίλος μου; Για να γίνει γλωσσολόγος; Αρκετούς έχουμε. Η επιστήμη για μερικά πράγματα δεν είναι τίποτε. Το παν είναι η αποκάλυψις. Η αγάπη, το φως, ο αέρας, η ζωή. Το παν είναι η ωραιότης.

Η ωραιότης, είπε πάλι ο Οσκάρ Ουάιλδ, είναι ανώτερη από το πνεύμα. Γιατί δεν έχει ανάγκη ν’ αποδειχθεί. Η τέχνη γι’ αυτό μίλησε πρώτη τη γλώσσα της αληθείας και της ζωής, παντού και πάντα, πριν την μιλήσει και πριν την αποδείξει η επιστήμη. Γιατί η ποίησις βαδίζει πάντα μπροστά, ανοίγει και φωτίζει τον δρόμο των πολιτισμών. Ο Γάλλος φιλόσοφος Ιζουλέ το υποστήριξε σ’ ένα εναρκτήριο μάθημά του. Η ποίησις, είπε, αρπάζει πρώτη τα σκιρτήματα των ψυχών, αυτά που αργότερα δημιουργούν τα ήθη, από τα οποία κατόπιν γίνονται οι νόμοι και μ’ αυτούς τα κράτη. Η ποίησις —είναι μια κοινοτοπία πια αυτό— μίλησε πρώτη τη γλώσσα της ζωής στην Ιταλία με τον Δάντη, στην Ελλάδα με το δημοτικό τραγούδι και τον Σολωμό. Η Τέχνη θα πλάσει το τέλειον όργανο, θα το υψώσει, θα το εξευγενίσει, γιατί η Τέχνη πηγάζει κατ’ ευθείαν απ’ τη ζωή. Όχι η Επιστήμη.

Η Επιστήμη αναλύει, ξεχωρίζει, μελετά. Η Τέχνη συνθέτει, πλάττει, δημιουργεί. Γι’ αυτό δεν έστειλα τα βιβλία του φίλου μου· φοβήθηκα μήπως γεννηθεί ακόμα ένας εμπειρικός γλωσσολόγος στην Ελλάδα. Και δικηγόρος γλωσσολόγος είναι ένα διπλό κακό.

Αυτή η δικηγορική της γλώσσας στάθηκε το μεγαλύτερο βάσανό μας. Και τα δικά μου τα βάσανα, μια ζωή, που η μισή πέρασε με τις φροντίδες της γλώσσας, σ’ αυτήν τα χρωστώ. Είδα πως το πράγμα δεν μπορεί να πάει έτσι εμπρός. Καλύτερα να φάει κανείς τη γλώσσα του, είπα, παρά να τον φάη αυτή.

[HR][/HR][1] Φραντζέσκα, τα μαρτύριά σου με κάνουν και κλαίω
 
Παύλος Νιρβάνας: "Γλωσσική αυτοβιογραφία" συνέχεια

Τα είχα διαβάσει κ’ εγώ ένας φτωχός τεχνίτης του λόγου, όλα αυτά τα βιβλία, βουτήχθηκα κ’ εγώ ολόκληρος μέσα στα μυστήρια της Γλωσσολογίας, σπούδασα τους νόμους της, χάθηκα μέσα στον λαβύρινθο όλων των υπέρ και των κατά, άκουσα καθαρεύοντες και δημοτικιστές· αντίκρυσα τα δύο είδωλα της Δημοτικής και της Καθαρεύουσας, περικυκλωμένα απότ η βοή των οπαδών τους και στο τέλος έμεινα «τόσο σοφός όσο και πρωτύτερα». Ρώτησα στο τέλος τον εαυτό μου τι είναι Καθαρεύουσα και τι είναι Δημοτική και ο εαυτός μου, με όλη τη σοφία του, δεν είχε τι να μου απαντήσει. Ο όρος «καθαρεύουσα» δε μου έδειχνε παρά μια προσπάθεια χρεοκοπημένη, που με τον καιρό είχε αρχίσει να χάνει την πρώτη του σημασία και που σήμερα δεν εξέφραζε πια τίποτε. Έμενε σαν ένα πουκάμισο φιδιού που μέσα του δεν έκρυβε τίποτε. Ο όρος «δημοτική» εξέφραζε πάλι όλα τα πράγματα, χωρίς να ξεχωρίζει τίποτε καθαρά και προ πάντων εκείνο που ήθελε να εκφράσει: τη γλώσσα που ζει μαζί μας και κινείται και ζυμώνεται και αναπτύσσεται γύρω και μέσα μας. Έτσι, σε μια στιγμή, απολυτρώθηκα από δύο εφιάλτες που βάραιναν το στήθος μου και σκότιζαν το μυαλό μου. Γύρισα και είδα όλο το χαρτί που είχα μουντζουρώσει τόσα χρόνια σε όλες τις νεοελληνικές γλώσσες, εμπειρικά, και επιστημονικά, με κανόνες και χωρίς κανόνες, με αρχές και χωρίς αρχές. Είδα ακόμα σελίδες γραμμένες κάτω από τον τρόμο του γλωσσικού νόμου, φοβισμένες, παγωμένες από μια τρομάρα θρησκευτική, αποστειρωμένες μέσα σε κλίβανο. Κάθε λέξη τους είτανε φερμένη από το γλωσσικό μικροβιολογικό εργαστήριο, με την ετικέτα της αναλύσεως κολλημένη απάνω της. Και μου ήλθε να κλάψω. Πρέπει λοιπόν, συλλογίσθηκα, να μη μπορώ ν’ αναπνεύσω τον αέρα, που με τριγυρίζει, χωρίς να περάσει πριν από το εργαστήριο του χημικού και του μικροβιολόγου; Πρέπει λοιπόν να μη βάλω την τροφή στο στόμα μου, χωρίς να μου δώσει την άδεια το μικροσκόπιο; Δεν φτάνει τάχα η όρασίς μου, δεν φτάνει η όσφρησίς μου να καταλάβω ποιο είναι γερό και ποιο σάπιο, τι είναι ζωντανό και τι ψόφιο; Η γλώσσα ζει γύρω μου με την υγεία και την αρρώστια της, με τα στοιχεία της τα ζωντανά και με τα στοιχεία της τα σάπια. Το αυτί μου, η αίσθησίς μου, η ψυχή μου μου φθάνουν, συλλογίσθηκα. Σιγά-σιγά ένιωσα πως μια αρρώστια έφυγε αποπάνω μου. Επήρα μια δυνατή ανάσα. Έτσι γιατρεύθηκα από τη γλωσσική υποχονδρία, μια νεοελληνική αρρώστια που κάνει θραύση τριγύρω μας.

Καλή και άξια, συλλογίσθηκα, κάθε επιστήμη. Μα τι έχει να μοιράσει η επιστήμη του λόγου με την τέχνη του λόγου; Κάθε μια τραβάει τον δικό της δρόμο. Τι έχει να μοιράσει η Φυσιολογία με τη Ζωή; Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι φυσιολόγοι, και όμως ζουν καθένας με την δύναμη των οργάνων του, χωρίς να υποπτεύονται οι περισσότεροι πως υπάρχει και μια επιστήμη, που τη λένε Φυσιολογία. Η φυσιολογία δεν κανονίζει τα φαινόμενα της ζωής· τα ερμηνεύει και τ’ ακολουθεί και στα πιο παράξενα και ασυνήθιστα φανερώματά τους. Οι κόσμοι ακολουθούν τον δρόμο τους μέσα στο άπειρο, χωρίς να υποπτεύονται την Αστρονομία και τους υπολογισμούς της. Ένας πτωχός κ’ εγώ οργανισμός, μέσα στην απειρία των κόσμων, ζω με τη ζωή που άντλησα απ’ τη μεγάλη πηγή της δημιουργίας. Δεν με μέλει για τους νόμους που με κυβερνούν. Ο νόμος είμ’ εγώ. Ο λόγος, ένα χάρισμα της ζωής, ζει μέσα στα βάθη της ψυχής μου, φανερώνεται, ξεχειλίζει, ανθίζει στα χείλη μου. Το άνθισμά του είναι της ψυχής μου το άνθισμα. Γιατί φανερώνεται έτσι ή αλλιώς; Δεν ξαίρω ούτε θέλω να ξαίρω. Παρωδώ τα λόγια του Λουθήρου: «Έτσι μιλώ, δεν μπορώ να μιλήσω αλλιώς. Ο Θεός να μου είναι βοηθός και το άγιον αυτού Ευαγγέλιον, Αμήν.»

Γι’ αυτό σαν μιλήσει τώρα κανένας για γλώσσα, χαιρετώ και φεύγω βιαστικά. Ένας τρόμος με πιάνει σαν τα παιδιά, που τους ζητάει ο γιατρός να ιδεί τη γλώσσα τους. Τώρα όμως έγιναν όλοι γιατροί. Όλοι ενδιαφέρονται για τη γλώσσα σου. Και ως που να ξεφύγεις από τον ένα, πέφτεις στα χέρια του αλλουνού. Αυτοί που γράφουν μόνο μια γλώσσα σχολαστική, χυμένη στο παλαιό καλούπι —και είνε παράξενο πώς ύστερα από τόσα χρόνια δεν κατάφεραν να την καθαρίσουν αρκετά, ώστε να τη λένε καθαρή— έχουν την ησυχία τους. Λιβανίζουν ένα είδωλο, και ο κόσμος, που είναι φυσικά ειδωλολάτρης, δεν παραξενεύεται καθόλου, δεν τους ενοχλεί, δεν τους ζητεί εξηγήσεις και δεν τους συμβουλεύει.

Ο κόσμος ζητεί να τους φθάσει. Όσο λιγότερα γράμματα ξαίρει, τόσο περισσότερο. Ο μπακάλης, όταν θέλει να μάθει το παιδί του γράμματα, τ’ όνειρό του είνε να το ακούει μιαν ημέρα και να μην το καταλαβαίνει. Τότε λέγει: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα». Νοιώθει πως το παιδί του έγινε κάτι παραπάνω απ’ αυτόν. Όχι στη σοφία, όχι στη μάθηση, όχι στη γνώση, όχι στην αρετή.

Αυτά είνε δευτερεύοντα. Στη γλώσσα. Και όπως πάντα η δίψα της αριστοκρατίας είναι φυσική στον άνθρωπο, ο χωριάτης ονειρεύεται να ιδεί το παιδί του αριστοκράτη. Αριστοκράτη του γένους; Όχι. Τέτοια αριστοκρατία δεν έχουμε. Του πνεύματος; Όχι. Αυτή δεν την καταλαβαίνουμε. Του πλούτου; Σαν δύσκολο. Έκαμε μια αριστοκρατία εύκολη: Την αριστοκρατία της γλώσσας. Τι ωραίο όνειρο να ιδεί κανείς το παιδί του να μιλεί στο δικαστήριο, στον άμβωνα, στο μπαλκόνι, στο σχολείο, στο ιατρικό συμβούλιο και να μην το καταλαβαίνει ο ίδιος. Να μιλεί μονάχα, αυτό φθάνει. Να μην το καταλαβαίνει μονάχα, αυτό είναι η απόλαυσις.

Την είχα κι εγώ αυτή τη δόξα κι αυτόν τον τίτλο μια φορά. Και όταν έκαμα να την πετάξω, όλοι με κοίταζαν παράξενα, όπως κοιτάζουν τους τρελλούς που σκορπίζουν τα πλούτη τους στον δρόμο. Και δεν είτανε μόνο δόξα, είτανε και ένδυμα γάμου. Αυτό το κατάλαβα αργότερα. Πολλοί άρχισαν να με κοιτάζουν, όπως κοιτάζουν σ’ ένα επίσημο μέρος, τον άνθρωπο που έρχεται με τα ρούχα του περιπάτου. Με περιφρόνηση. Οι θυρωροί μου έκλειναν κάποτε τις θύρες στα μούτρα μου. Τότε κατάλαβα πως στην Ελλάδα η γλώσσα είναι και ρούχο. Ο Σούτσος είχε δίκιο. Πρέπει να ’χει κανένας και το φράκο του, για κάθε ενδεχόμενο. Έτσι συμμάζεψα κι’ εγώ πάλι την κυριακάτικη γλώσσα μου, την ξεσκόνισα και την έκρυψα μαζί με το φράκο μου. Σκοροφαγωμένα και τα δυο, μα δεν πειράζει. Μου κάνουν τη δουλειά μου. Με το σακκάκι μου ζω, αναπνέω, ξεκουράζομαι, τρέχω στο βουνό, στο περιγιάλι. Με το επίσημο ρούχο μου όμως έχω τιμές, οι θυρωροί σκύβουν μπροστά μου, ο κόσμος μου κάνει τόπο να περάσω. Το ίδιον έκαναν στον Νασρεδίν-Χότζα, όταν φορούσε την καινούργια του γούνα. Κι ο Νασρεδίν, που είτανε σοφός άνθρωπος, έπιανε το φαρδομάνικό του και του έλεγε:

— Ορίστε, γούνα μου, ορίστε.

Έτσι κ’ εγώ. Μπροστά στις τιμές και στις υποκλίσεις που μου κάνουν, όταν παρουσιάζομαι με την κυριακάτικη γλώσσα μου, πιάνω το φαρδομάνικό μου, το χαιρετώ ταπεινά και του λέω:

— Ορίστε, Γλώσσα μου, ορίστε…
 
Πολύ ενδιαφέρουσα σάτιρα του προβλήματος δημοτικής-καθαρεύουσας. Στο Λύκειο ή στο Γυμνάσιο είχαμε ένα απόσπασμα(συγκεκριμένα, την ιστορία με το δάσκαλο) και είχα γελάσει πολύ με την ειρωνία.
 
και μένα μου άρεσε πάρα πολύ αυτό το κεφάλαιο από τα απομνημονεύματά του. Δεν είναι όλο ιδιαίτερα σατυρικό... Περισσότερο ειρωνικό θα το έλεγα σε κάποια σημεία. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η παράγραφος που αναφέρεται στην αριστοκρατία της γλώσσας...

Υ.Σ. να πω πως το κείμενο είναι πιστή αντιγραφή από το πρωτότυπο βιβλίο με μόνη διαφορά ότι το έχω μετατρέψει σε μονοτονικό.
 
Last edited:
Top