Η "Γλωσσική αυτοβιογραφία" του Νιρβάνα είναι ένα κεφάλαιο από τα "Φιλολογικά Απομνημονεύματά" του.
Γλωσσική Αυτοβιογραφία
Η αυτοβιογραφία, είπε σε κάποιο πρόλογό του ο Οσκάρ Ουάιλδ, είναι ταυτοχρόνως η υψηλότερη και η ταπεινώτερη μορφή της κριτικής. Μία αυτοβιογραφία… γλωσσική δεν ξέρω τι έπρεπε να είναι. Χωρίς άλλο όμως έπρεπε να είνε η βαρετότερη. Ίσως μάλιστα το είδος αυτό να είνε και όλως διόλου ανύπαρκτο και ακατανόητο, για κάθε άλλο ντόπιο, έξω από την Ελλάδα. Εδώ όμως το πράγμα αλλάζει. Όχι μόνο το είδος ημπορεί να υπάρξει, έστω και σαν φαινόμενο πρωτάκουστο, μα να έχει και όλο το ενδιαφέρον, το πάθος, τις περιπέτειες, τα δραματικά στοιχεία, όλες τις συγκινήσεις μιας αυτοβιογραφίας ερωτικής, πολιτικής, φιλολογικής και ό,τι άλλο. Η γλώσσα στην Ελλάδα είναι λίγο απ’ όλα: θεότης, έρως, ζήλεια, δεισιδαιμονία, είδωλο, εικόνα, φάντασμα, θαύμα, εξωτικό. Χύνονται γι’ αυτήν αίματα, λόγια, μελάνια και σπλάχνα ανθρώπων. Υψώνονται γροθιές και κλωτσιές, πέφτουν μπάτσοι και καλαμάρια, φλυτζάνια του καφέ πετούν στον αέρα, εφημερίδες καίονται γι’ αυτήν σαν καταραμένα σώματα αιρετικών και εφημερίδες πλουτίζουν. Παλιοί φίλοι για το χατήρι της γίνονται από δυο χωριά, αντρόγυνα χωρίζουν, η μητέρα χάνει το παιδί της, το παιδί απαρνιέται τη μητέρα του. Κυβερνήσεις πέφτουν και κυβερνήσεις σηκώνονται για την αγάπη της. Η μια Ακρόπολις τρέμει για τις κολώνες της και η άλλη «Ακρόπολις» χάνει τα πιεστήριά της. Ο κόσμος γέμισε από Τορκουεμάδες, από μάρτυρες κι από προφήτες. Οι Έλληνες πολεμούν με τους Ρωμιούς κι οι Ρωμιοί με τους Έλληνες. Και μέσα στο μεγάλο κακό:
Η μάνα κρύβει το παιδί σφιχτά στην αγκαλιά της,
γιατί ήρθαν χρόνια δίσεκτα. Φοβάται μη το χάση.
Ένας άνθρωπος, που η τύχη τον έρριξε στην Ελλάδα να δουλεύει με τη γλώσσα και να παλαίβει μ’ αυτήν όλη τη ζωή του, είναι τραγωδία και κωμωδία μαζί, όπως κάθε εξαιρετική ζωή. Είναι μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, κινδύνους, ξαφνικά, βάσανα και πόνους. Κάτι τι σαν τη ζωή του Σεβάχ Θαλασσινού και του Ρόβινσων. Και μια γλωσσική αυτοβιογραφία στην Ελλάδα, αν είναι ανιαρή και βαρετή, το λάθος θα είναι σ’ εκείνον που την γράφει.
Γι’ αυτό πριν καταπιαστώ να γράψω κι εγώ τη δική μου, γονατίζω ταπεινά κι επικαλούμαι, να με προβοδίσουν στον αγώνα μου, όλες τις Μούσες του Ελικώνα κι όλες τις ξωθιές της Μαλλιαρωσύνης.
Πώς πρωτογνώρισα —που να ’δινε ο Θεός να μην τη γνωρίσω ποτέ μου— πώς πρωτοαντίκρυσα στη ζωή μου τη Γλώσσα δεν θυμούμαι καλά-καλά. Όταν άρχισα να πρωτολέω τα λόγια, που λένε σήμερα κι οι κούκλες όταν τους ζουλούνε το στομάχι τους, δεν ήξερα πως το πράγμα αυτό λέγεται: Γλώσσα. Έμαθα να μιλώ, όπως έμαθα να τρώω, να περπατώ και να τραβώ τα γένεια του πατέρα μου. Όλοι μιλούσαν γύρω μου και μου φαινότανε πολύ φυσικό. Το μόνο, που μου φαινότανε αφύσικο, είτανε, γιατί δεν μιλούσε σαν εμέ κ’ η γάτα μας. Της έκαμα πολλές τυραννίες, την ετσίμπησα, της έσφιξα το λαιμό, τη μάδησα για να μιλήσει, μα επειδή, και καλά, δεν ήθελε να βγάλει λέξη, το πήρα απόφαση· τότε η μητέρα μου μού είπε, πως η γάτα έχει τη δική της γλώσσα. Είτανε η πρώτη φορά που έλαβα κάποια ιδέα πως υπάρχει μια γλώσσα που μιλούσα εγώ κι άλλη μια που μιλούσε η γάτα μας και πως, με το στανιό, δεν μπορούσα να την κάμω να μιλάει σαν κι εμένα.
Ύστερα, άκουσα κι άλλους ανθρώπους, που μιλούσαν και δεν τους καταλάβαινα. Είτανε ένας Ιταλός ψαράς, μια ξανθή δασκάλα κι ο γιατρός του σπιτιού μας. Όταν τους άκουγα, μ’ έπιαναν τα γέλια. Είχαν κι αυτοί τη γλώσσα τη δική τους, κι επειδή όλες οι ξένες γλώσσες μου φαινόνταν ένα πράγμα, είχα την ιδέα πως η γάτα μας καταλάβαινε τι έλεγαν. Ύστερα η μητέρα μου μού είπε, πως ο ψαράς μιλούσε ιταλικά, η δασκάλα γερμανικά κι ο γιατρός βαθειά ελληνικά. Αυτή είτανε η πρώτη μου γνωριμία, όπως θα ’λεγα σήμερα, με τη γλωσσολογία κ’ η πρώτη μου αντίληψη της συγκριτικής γλωσσολογίας. Έπειτα τα συνήθισα όλα αυτά, όπως συνηθίζει καθένας κάθε παράξενο, και μου ’μενε η διασκέδαση, όταν έβλεπα τον ψαρά, να φωνάζω ξεκαρδισμένος, πίσω από κανένα έπιπλο: Πέσι! Πέσι! όταν έβλεπα τη δασκάλα: φροϊλάιν! φροϊλάιν! κι όταν έβλεπα το γιατρό: φέψη, φέψη. Το φέψη αυτό υποθέτω τώρα πως ήθελε να πει: αφέψημα. Και περνούσα ωραία τον καιρό μου.
Ύστερα από κάμποσο καιρό, ο πατέρας μου με πήρε μια μέρα στα γόνατά του και μου είπε, πως είναι καιρός ν’ αρχίσω να μαθαίνω γράμματα. Αφού το είπε ο πατέρας θα είτανε σωστό. Μέρα-μέρα, νύχτα-νύχτα. Είχα την ιδέα και την έχω ακόμα, πως ο πατέρας μου τα ήξερε όλα, καλύτερα κι από τον Θεό. Δεν τολμούσα ποτέ να ρωτήσω το γιατί. Ρώτησα μονάχα τη μητέρα μου: Γιατί θα τα μάθω τα γράμματα; Κ’ εκείνη φαίνεται, πως δεν ήξερε καλά-καλά το γιατί. Μου είπε μονάχα: «Άνθρωπος αγράμματος ξύλον απελέκητον». Δεν κατάλαβα τίποτε. Το μόνο, που έκανα, είτανε να προσέχω από τότε στα ξύλα, ποια είνε πελεκημένα και ποια απελέκητα. Κι επειδή βαρυόμουνα τους νεωτερισμούς, και τα γράμματα με τρόμαζαν λιγάκι, μου φαινότανε πως τα απελέκητα ξύλα ήσαν πιο όμορφα απ’ τα πελεκημένα. Μα δεν τολμούσα να το πω.
Την άλλη μέρα ήρθε ο δάσκαλος. Είτανε ένας νέος λιγνός, κιτρινιάρης, σπανός και μιλούσε σα γυναίκα. Η μητέρα μου τον έλεγε δασκαλάκη. Αυτό μου άρεσε. Όπως είμουνα κ’ εγώ παιδάκι, ο δασκαλάκης δε με φόβιζε τόσο. Μου φαινότανε σαν παιγνίδι.
Ο δασκαλάκης μου ’φερε κάτι πλάκες, τετράδια, πετροκόνδυλα και μολύβια. Τέτοια παιγνίδια δεν είχα ιδεί ακόμη· τα πήρα στο χέρι μου, τα στριφογύριζα και τα καμάρωνα. Ο δασκαλάκης πήρε δυο καρέκλες, τις έβαλε κοντά στο τραπέζι, δίπλα-δίπλα, κάθισε κοντά μου και μου είπε κάποια λόγια, που δεν τα θυμούμαι. Δεν ξέρω γιατί, μα όταν άρχισε να μου μιλεί, θυμήθηκα το Ναπολιτάνο τον ψαρά και μ’ έπιασαν τα γέλια. Ο δασκαλάκης με χάιδεψε στην πλάτη με καλοσύνη, η μητέρα μου με μάλωσε. Ο δασκαλάκης είπε τότε —το θυμούμαι καλά:
— Μη το μαλώνετε, κυρία. Έτσι είναι όλα τα παιδάκια. Όταν αρχίσουν να μαθαίνουν ελληνικά, τους φαίνονται παράξενα και γελούνε. Ύστερα συνηθίζουν.
Και ξανάρχισε:
— Πρόσεξε, παιδί μου. Τα στοιχεία του αλφαβήτου της ελληνικής γλώσσης είνε είκοσι και τέσσαρα τον αριθμόν.
Εμένα με ξανάπιασαν τα γέλια.
— Πες το και συ, παιδί μου…, ξαναείπε ο δασκαλάκης.
Το ξαναείπα.
— Σιγά-σιγά θα συνηθίσεις. Δεν σου το είπα εγώ;
Ο δασκαλάκης είχε δίκιο. Συνήθισα. Μήπως δεν είχα συνηθίσει και το μουρουνόλαδο; Όχι μόνο συνήθισα, μα σε λίγο καιρό έπαιζα στα δάχτυλα παρατατικούς, υπερσυντελίκους, μέσους μέλλοντας, δυϊκούς αριθμούς, τω ανθρώπω τοιν ανθρώποιν, και χίλια δυο πράγματα, που δεν τα θυμούμαι σήμερα. Άρχισα να γίνομαι σοφός. Σε μισό λεπτό έκλινα τον: άνθρωπο, σε δυο λεπτά το: τύπτω, τύπτεις. Η γλώσσα μου γύριζε σαν σφοντύλι. Απ’ τα παιδιά είχα μάθει να λέω γρήγορα κι άλλα πράγματα: «’Ασπρη πέτρα ξέξασπρη απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη, εκκλησιά πελεκητή, μαρμαροκοντυλοπελεκητή», και άλλα. Μια φορά μάλιστα, που πήρα τον κατήφορο σ’ ένα συνηρημένο: «χρύσεος χρυσούς, του χρυσέου χρυσού…» δεν ξέρω πως κόλλησα στο τέλος: «Και ποιος την εμολυβοκοντυλοπελέκησε;…» με μια γρηγοράδα καταπληκτική.
Ο δασκαλάκης μου χτύπησε μια με τον χάρακα στο κεφάλι. Είτανε η πρώτη φορά που μ’ έδειρε.
Ωστόσο είμουνα πρώτος στη γραμματική. Πολλές φορές έλεγα μέσα μου: γιατί τάχα να τα μαθαίνω όλα αυτά τα πράγματα; Μα ντρεπόμουνα και να ρωτήσω, μήπως με περάσουν για κουτό. Έτσι θα είναι, έλεγα. Πρέπει να τα μάθω. Όπως πρέπει να βγάζω το καπέλλο μου όταν μπαίνω σ’ ένα σπίτι, να τρώω με το πηρούνι και όχι με τα χέρια, να σηκώνομαι όταν μπαίνουν μεγαλύτεροί μου, καθώς έλεγε ο πατέρας, έτσι έπρεπε να μάθω και τους υπερσυντελίκους. Το πήρα απόφαση. Τίποτε πια δεν μου ’κανε εντύπωση.
Πλησίαζε σε λίγο κι η πρωτοχρονιά, θυμούμαι. Τ’ άλλα χρόνια, εκείνο το πρωί πήγαινα στον πατέρα και τη μητέρα μου, τους φιλούσα το χέρι και τους έλεγα: «Χρόνια πολλά, να ζήσετε». Κ’ έπαιρνα τα δώρα μου μ’ ένα φιλί. Τώρα όμως είμουνα γραμματισμένος. Ο δασκαλάκης μου είπε πως πρέπει να κάνω ένα γράμμα συγχαρητήριο στους γονείς μου και να το δώσω ο ίδιος το πρωί-πρωί.
— Μα γιατί να κάνω γράμμα; του είπα. Μήπως θα το στείλω με το ταχυδρομείο; Δεν είναι καλύτερα να τα πω;
— Όχι, παιδί μου, είπε ο δασκαλάκης. Δεν είσαι ακόμη δυνατός στα ελληνικά και δεν θα μπορέσεις να τα πεις. Πιάσε και γράφε.
Μου υπαγόρευσε, έγραψα, το διόρθωσε, το αντίγραψα και, το άλλο πρωί, το πήγα στον πατέρα μου, χωρίς να βγάλω λέξη. Στεκόμουνα ορθός σα στρατιώτης. Ο πατέρας μου διάβασε το γράμμα και δάκρυσε. Με φίλησε και μου ’δωκε μια λίρα. Πρώτη φορά που πήρα τέτοιο μεγάλο δώρο. Και είπα μέσα μου: «Ξέρουν αυτοί τι λένε. Οι υπερσυντέλικοι βγάζουν χρυσάφι». Ο πατέρας μου το είχε φυλάξει το γράμμα αυτό σαν κειμήλιο. Είνε λίγος μάλιστα καιρός, που το βρήκα στα χαρτιά του και σας το διαβάζω, για να κλάψετε και σεις:
«Πότνιοι γεννήτορες,
Επί τη πρώτη του ενιαυτού, ανάπλεως συγκινήσεως και ευγνωμοσύνης, ανθ’ ων πολλά τε με ηγαπήσατε, πολλά τε δ’ ευ ποιήσατε, επεύχομαι υμίν υγείαν, ευτυχίαν και παν το καταθύμιον.
Έρρωσθε
Ο εσαεί ευγνώμων υιός.»—
Και το συγκινητικό αυτό κείμενο έφερε την υπογραφή μου, με ωραία καλλιγραφικά γράμματα.
Από τότε, πρέπει να τ’ ομολογήσω, η αγάπη και υπόληψή μου για όλους τους παρακειμένους και τους υπερσυντελίκους, με την λάμψη του χρυσού εικοσαφράγκου, αύξησε σημαντικά. Κι όταν από τα χέρια του δασκαλάκη παραδόθηκα στο σχολείο, όνειρό μου είτανε να μάθω να γράφω γράμματα σαν εκείνα που μου υπαγόρευσε ο πρώτος μου, ο σπανός δασκαλάκης.
Γλωσσική Αυτοβιογραφία
Η αυτοβιογραφία, είπε σε κάποιο πρόλογό του ο Οσκάρ Ουάιλδ, είναι ταυτοχρόνως η υψηλότερη και η ταπεινώτερη μορφή της κριτικής. Μία αυτοβιογραφία… γλωσσική δεν ξέρω τι έπρεπε να είναι. Χωρίς άλλο όμως έπρεπε να είνε η βαρετότερη. Ίσως μάλιστα το είδος αυτό να είνε και όλως διόλου ανύπαρκτο και ακατανόητο, για κάθε άλλο ντόπιο, έξω από την Ελλάδα. Εδώ όμως το πράγμα αλλάζει. Όχι μόνο το είδος ημπορεί να υπάρξει, έστω και σαν φαινόμενο πρωτάκουστο, μα να έχει και όλο το ενδιαφέρον, το πάθος, τις περιπέτειες, τα δραματικά στοιχεία, όλες τις συγκινήσεις μιας αυτοβιογραφίας ερωτικής, πολιτικής, φιλολογικής και ό,τι άλλο. Η γλώσσα στην Ελλάδα είναι λίγο απ’ όλα: θεότης, έρως, ζήλεια, δεισιδαιμονία, είδωλο, εικόνα, φάντασμα, θαύμα, εξωτικό. Χύνονται γι’ αυτήν αίματα, λόγια, μελάνια και σπλάχνα ανθρώπων. Υψώνονται γροθιές και κλωτσιές, πέφτουν μπάτσοι και καλαμάρια, φλυτζάνια του καφέ πετούν στον αέρα, εφημερίδες καίονται γι’ αυτήν σαν καταραμένα σώματα αιρετικών και εφημερίδες πλουτίζουν. Παλιοί φίλοι για το χατήρι της γίνονται από δυο χωριά, αντρόγυνα χωρίζουν, η μητέρα χάνει το παιδί της, το παιδί απαρνιέται τη μητέρα του. Κυβερνήσεις πέφτουν και κυβερνήσεις σηκώνονται για την αγάπη της. Η μια Ακρόπολις τρέμει για τις κολώνες της και η άλλη «Ακρόπολις» χάνει τα πιεστήριά της. Ο κόσμος γέμισε από Τορκουεμάδες, από μάρτυρες κι από προφήτες. Οι Έλληνες πολεμούν με τους Ρωμιούς κι οι Ρωμιοί με τους Έλληνες. Και μέσα στο μεγάλο κακό:
Η μάνα κρύβει το παιδί σφιχτά στην αγκαλιά της,
γιατί ήρθαν χρόνια δίσεκτα. Φοβάται μη το χάση.
Ένας άνθρωπος, που η τύχη τον έρριξε στην Ελλάδα να δουλεύει με τη γλώσσα και να παλαίβει μ’ αυτήν όλη τη ζωή του, είναι τραγωδία και κωμωδία μαζί, όπως κάθε εξαιρετική ζωή. Είναι μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, κινδύνους, ξαφνικά, βάσανα και πόνους. Κάτι τι σαν τη ζωή του Σεβάχ Θαλασσινού και του Ρόβινσων. Και μια γλωσσική αυτοβιογραφία στην Ελλάδα, αν είναι ανιαρή και βαρετή, το λάθος θα είναι σ’ εκείνον που την γράφει.
Γι’ αυτό πριν καταπιαστώ να γράψω κι εγώ τη δική μου, γονατίζω ταπεινά κι επικαλούμαι, να με προβοδίσουν στον αγώνα μου, όλες τις Μούσες του Ελικώνα κι όλες τις ξωθιές της Μαλλιαρωσύνης.
Πώς πρωτογνώρισα —που να ’δινε ο Θεός να μην τη γνωρίσω ποτέ μου— πώς πρωτοαντίκρυσα στη ζωή μου τη Γλώσσα δεν θυμούμαι καλά-καλά. Όταν άρχισα να πρωτολέω τα λόγια, που λένε σήμερα κι οι κούκλες όταν τους ζουλούνε το στομάχι τους, δεν ήξερα πως το πράγμα αυτό λέγεται: Γλώσσα. Έμαθα να μιλώ, όπως έμαθα να τρώω, να περπατώ και να τραβώ τα γένεια του πατέρα μου. Όλοι μιλούσαν γύρω μου και μου φαινότανε πολύ φυσικό. Το μόνο, που μου φαινότανε αφύσικο, είτανε, γιατί δεν μιλούσε σαν εμέ κ’ η γάτα μας. Της έκαμα πολλές τυραννίες, την ετσίμπησα, της έσφιξα το λαιμό, τη μάδησα για να μιλήσει, μα επειδή, και καλά, δεν ήθελε να βγάλει λέξη, το πήρα απόφαση· τότε η μητέρα μου μού είπε, πως η γάτα έχει τη δική της γλώσσα. Είτανε η πρώτη φορά που έλαβα κάποια ιδέα πως υπάρχει μια γλώσσα που μιλούσα εγώ κι άλλη μια που μιλούσε η γάτα μας και πως, με το στανιό, δεν μπορούσα να την κάμω να μιλάει σαν κι εμένα.
Ύστερα, άκουσα κι άλλους ανθρώπους, που μιλούσαν και δεν τους καταλάβαινα. Είτανε ένας Ιταλός ψαράς, μια ξανθή δασκάλα κι ο γιατρός του σπιτιού μας. Όταν τους άκουγα, μ’ έπιαναν τα γέλια. Είχαν κι αυτοί τη γλώσσα τη δική τους, κι επειδή όλες οι ξένες γλώσσες μου φαινόνταν ένα πράγμα, είχα την ιδέα πως η γάτα μας καταλάβαινε τι έλεγαν. Ύστερα η μητέρα μου μού είπε, πως ο ψαράς μιλούσε ιταλικά, η δασκάλα γερμανικά κι ο γιατρός βαθειά ελληνικά. Αυτή είτανε η πρώτη μου γνωριμία, όπως θα ’λεγα σήμερα, με τη γλωσσολογία κ’ η πρώτη μου αντίληψη της συγκριτικής γλωσσολογίας. Έπειτα τα συνήθισα όλα αυτά, όπως συνηθίζει καθένας κάθε παράξενο, και μου ’μενε η διασκέδαση, όταν έβλεπα τον ψαρά, να φωνάζω ξεκαρδισμένος, πίσω από κανένα έπιπλο: Πέσι! Πέσι! όταν έβλεπα τη δασκάλα: φροϊλάιν! φροϊλάιν! κι όταν έβλεπα το γιατρό: φέψη, φέψη. Το φέψη αυτό υποθέτω τώρα πως ήθελε να πει: αφέψημα. Και περνούσα ωραία τον καιρό μου.
Ύστερα από κάμποσο καιρό, ο πατέρας μου με πήρε μια μέρα στα γόνατά του και μου είπε, πως είναι καιρός ν’ αρχίσω να μαθαίνω γράμματα. Αφού το είπε ο πατέρας θα είτανε σωστό. Μέρα-μέρα, νύχτα-νύχτα. Είχα την ιδέα και την έχω ακόμα, πως ο πατέρας μου τα ήξερε όλα, καλύτερα κι από τον Θεό. Δεν τολμούσα ποτέ να ρωτήσω το γιατί. Ρώτησα μονάχα τη μητέρα μου: Γιατί θα τα μάθω τα γράμματα; Κ’ εκείνη φαίνεται, πως δεν ήξερε καλά-καλά το γιατί. Μου είπε μονάχα: «Άνθρωπος αγράμματος ξύλον απελέκητον». Δεν κατάλαβα τίποτε. Το μόνο, που έκανα, είτανε να προσέχω από τότε στα ξύλα, ποια είνε πελεκημένα και ποια απελέκητα. Κι επειδή βαρυόμουνα τους νεωτερισμούς, και τα γράμματα με τρόμαζαν λιγάκι, μου φαινότανε πως τα απελέκητα ξύλα ήσαν πιο όμορφα απ’ τα πελεκημένα. Μα δεν τολμούσα να το πω.
Την άλλη μέρα ήρθε ο δάσκαλος. Είτανε ένας νέος λιγνός, κιτρινιάρης, σπανός και μιλούσε σα γυναίκα. Η μητέρα μου τον έλεγε δασκαλάκη. Αυτό μου άρεσε. Όπως είμουνα κ’ εγώ παιδάκι, ο δασκαλάκης δε με φόβιζε τόσο. Μου φαινότανε σαν παιγνίδι.
Ο δασκαλάκης μου ’φερε κάτι πλάκες, τετράδια, πετροκόνδυλα και μολύβια. Τέτοια παιγνίδια δεν είχα ιδεί ακόμη· τα πήρα στο χέρι μου, τα στριφογύριζα και τα καμάρωνα. Ο δασκαλάκης πήρε δυο καρέκλες, τις έβαλε κοντά στο τραπέζι, δίπλα-δίπλα, κάθισε κοντά μου και μου είπε κάποια λόγια, που δεν τα θυμούμαι. Δεν ξέρω γιατί, μα όταν άρχισε να μου μιλεί, θυμήθηκα το Ναπολιτάνο τον ψαρά και μ’ έπιασαν τα γέλια. Ο δασκαλάκης με χάιδεψε στην πλάτη με καλοσύνη, η μητέρα μου με μάλωσε. Ο δασκαλάκης είπε τότε —το θυμούμαι καλά:
— Μη το μαλώνετε, κυρία. Έτσι είναι όλα τα παιδάκια. Όταν αρχίσουν να μαθαίνουν ελληνικά, τους φαίνονται παράξενα και γελούνε. Ύστερα συνηθίζουν.
Και ξανάρχισε:
— Πρόσεξε, παιδί μου. Τα στοιχεία του αλφαβήτου της ελληνικής γλώσσης είνε είκοσι και τέσσαρα τον αριθμόν.
Εμένα με ξανάπιασαν τα γέλια.
— Πες το και συ, παιδί μου…, ξαναείπε ο δασκαλάκης.
Το ξαναείπα.
— Σιγά-σιγά θα συνηθίσεις. Δεν σου το είπα εγώ;
Ο δασκαλάκης είχε δίκιο. Συνήθισα. Μήπως δεν είχα συνηθίσει και το μουρουνόλαδο; Όχι μόνο συνήθισα, μα σε λίγο καιρό έπαιζα στα δάχτυλα παρατατικούς, υπερσυντελίκους, μέσους μέλλοντας, δυϊκούς αριθμούς, τω ανθρώπω τοιν ανθρώποιν, και χίλια δυο πράγματα, που δεν τα θυμούμαι σήμερα. Άρχισα να γίνομαι σοφός. Σε μισό λεπτό έκλινα τον: άνθρωπο, σε δυο λεπτά το: τύπτω, τύπτεις. Η γλώσσα μου γύριζε σαν σφοντύλι. Απ’ τα παιδιά είχα μάθει να λέω γρήγορα κι άλλα πράγματα: «’Ασπρη πέτρα ξέξασπρη απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη, εκκλησιά πελεκητή, μαρμαροκοντυλοπελεκητή», και άλλα. Μια φορά μάλιστα, που πήρα τον κατήφορο σ’ ένα συνηρημένο: «χρύσεος χρυσούς, του χρυσέου χρυσού…» δεν ξέρω πως κόλλησα στο τέλος: «Και ποιος την εμολυβοκοντυλοπελέκησε;…» με μια γρηγοράδα καταπληκτική.
Ο δασκαλάκης μου χτύπησε μια με τον χάρακα στο κεφάλι. Είτανε η πρώτη φορά που μ’ έδειρε.
Ωστόσο είμουνα πρώτος στη γραμματική. Πολλές φορές έλεγα μέσα μου: γιατί τάχα να τα μαθαίνω όλα αυτά τα πράγματα; Μα ντρεπόμουνα και να ρωτήσω, μήπως με περάσουν για κουτό. Έτσι θα είναι, έλεγα. Πρέπει να τα μάθω. Όπως πρέπει να βγάζω το καπέλλο μου όταν μπαίνω σ’ ένα σπίτι, να τρώω με το πηρούνι και όχι με τα χέρια, να σηκώνομαι όταν μπαίνουν μεγαλύτεροί μου, καθώς έλεγε ο πατέρας, έτσι έπρεπε να μάθω και τους υπερσυντελίκους. Το πήρα απόφαση. Τίποτε πια δεν μου ’κανε εντύπωση.
Πλησίαζε σε λίγο κι η πρωτοχρονιά, θυμούμαι. Τ’ άλλα χρόνια, εκείνο το πρωί πήγαινα στον πατέρα και τη μητέρα μου, τους φιλούσα το χέρι και τους έλεγα: «Χρόνια πολλά, να ζήσετε». Κ’ έπαιρνα τα δώρα μου μ’ ένα φιλί. Τώρα όμως είμουνα γραμματισμένος. Ο δασκαλάκης μου είπε πως πρέπει να κάνω ένα γράμμα συγχαρητήριο στους γονείς μου και να το δώσω ο ίδιος το πρωί-πρωί.
— Μα γιατί να κάνω γράμμα; του είπα. Μήπως θα το στείλω με το ταχυδρομείο; Δεν είναι καλύτερα να τα πω;
— Όχι, παιδί μου, είπε ο δασκαλάκης. Δεν είσαι ακόμη δυνατός στα ελληνικά και δεν θα μπορέσεις να τα πεις. Πιάσε και γράφε.
Μου υπαγόρευσε, έγραψα, το διόρθωσε, το αντίγραψα και, το άλλο πρωί, το πήγα στον πατέρα μου, χωρίς να βγάλω λέξη. Στεκόμουνα ορθός σα στρατιώτης. Ο πατέρας μου διάβασε το γράμμα και δάκρυσε. Με φίλησε και μου ’δωκε μια λίρα. Πρώτη φορά που πήρα τέτοιο μεγάλο δώρο. Και είπα μέσα μου: «Ξέρουν αυτοί τι λένε. Οι υπερσυντέλικοι βγάζουν χρυσάφι». Ο πατέρας μου το είχε φυλάξει το γράμμα αυτό σαν κειμήλιο. Είνε λίγος μάλιστα καιρός, που το βρήκα στα χαρτιά του και σας το διαβάζω, για να κλάψετε και σεις:
«Πότνιοι γεννήτορες,
Επί τη πρώτη του ενιαυτού, ανάπλεως συγκινήσεως και ευγνωμοσύνης, ανθ’ ων πολλά τε με ηγαπήσατε, πολλά τε δ’ ευ ποιήσατε, επεύχομαι υμίν υγείαν, ευτυχίαν και παν το καταθύμιον.
Έρρωσθε
Ο εσαεί ευγνώμων υιός.»—
Και το συγκινητικό αυτό κείμενο έφερε την υπογραφή μου, με ωραία καλλιγραφικά γράμματα.
Από τότε, πρέπει να τ’ ομολογήσω, η αγάπη και υπόληψή μου για όλους τους παρακειμένους και τους υπερσυντελίκους, με την λάμψη του χρυσού εικοσαφράγκου, αύξησε σημαντικά. Κι όταν από τα χέρια του δασκαλάκη παραδόθηκα στο σχολείο, όνειρό μου είτανε να μάθω να γράφω γράμματα σαν εκείνα που μου υπαγόρευσε ο πρώτος μου, ο σπανός δασκαλάκης.