"Ο τυφλός"-Γκι ντε Μοπασάν ("L'aveugle"-Guy de Maupassant)

Ο τυφλός

Ποια είναι λοιπόν η χαρά μας όταν βλέπουμε για πρώτη φορά τον ήλιο; Γιατί αυτή η λάμψη που πέφτει στη Γη μας γεμίζει με τη χαρά της ζωής; Ο ουρανός είναι ολογάλαζος, τα λιβάδια καταπράσινα, τα σπίτια κάτασπρα• και τα μάτια μας μαγεμένα πίνουν αυτά τα ζωντανά χρώματα που φέρνουν χαρά στις ψυχές μας. Και μας φέρνουν την επιθυμία να χορέψουμε, την επιθυμία να τρέξουμε, την επιθυμία να τραγουδήσουμε, μια χαρούμενη ελαφρότητα στη σκέψη, ένα είδος μεγεθυμένης τρυφερότητας, θέλουμε να αγκαλιάσουμε τον ήλιο.
Οι τυφλοί στα κατώφλια, απαθείς στο αιώνιο σκοτάδι τους, παραμένουν, όπως πάντα, ήρεμοι στη μέση αυτής της νέας χαράς, και, χωρίς να το καταλαβαίνουν, χαϊδεύουν κάθε λεπτό το σκυλί τους που θέλει να παίξει.

Όταν επιστρέφουν, στο τέλος της ημέρας, στον ώμο ενός νέου αδερφού ή μιας μικρής αδερφής, αν το παιδί πει: «Έκανε πολύ καλό καιρό σήμερα!», ο άλλος απαντά: «Το αντιλήφθηκα ότι έκανε καλό καιρό, η Λούλου δεν καθόταν σε μια θέση.»
Γνώρισα έναν από αυτούς τους ανθρώπους των οποίων η ζωή ήταν ένα από τα πιο σκληρά μαρτύρια που θα μπορούσαμε να φανταστούμε.
Ήταν ένας χωριάτης, ο γιος ενός Νορμανδού αγρότη. Όσο ζούσαν ο πατέρας και η μητέρα του, τον φρόντιζαν λίγο• δεν υπέφερε τόσο από την φρικτή αναπηρία του• αλλά όταν οι γέροι έφυγαν, άρχισε η φρικτή ζωή. Εξαρτώμενος από μια αδερφή του, όλοι στο αγρόκτημα του φέρονταν σαν ένα ζητιάνο που τρώει το ψωμί των άλλων. Σε κάθε γεύμα, τον κατηγορούσαν για την τροφή που έτρωγε• τον αποκαλούσαν τεμπέλη, γελοίο• και όταν ο κουνιάδος του τού κατέσχεσε το μερίδιο της κληρονομιάς του, του έδωσαν απρόθυμα λίγη σούπα, μόλις για να μην πεθάνει από την πείνα.

Είχε ένα κατάχλωμο πρόσωπο, και δύο μεγάλα άσπρα μάτια σαν γκοφρέτες• και παρέμενε απαθής στις προσβολές, τόσο κλειστός που κανείς δεν μπορούσε να πει αν τις ένιωθε. Επιπλέον ποτέ δεν είχε γνωρίσει λίγη τρυφερότητα, η μητέρα του τού φερόταν πάντα λίγο απότομα, αγαπώντας τον ελάχιστα• γιατί στην επαρχία οι άχρηστοι είναι εμπόδια, και οι χωριάτες θα ήθελαν ευχαρίστως να τους σκοτώσουν όπως σκοτώνουν τα κοτόπουλα τους άρρωστους ανάμεσα τους.
Μόλις έτρωγε τη σούπα, πήγαινε να καθίσει δίπλα την πόρτα το καλοκαίρι, απέναντι απ’ το τζάκι τον χειμώνα, και δεν μιλούσε άλλο μέχρι το βράδυ. Δεν έκανε ούτε μια χειρονομία, ούτε μια κίνηση• μόνο τα βλέφαρα του, που τα κινούσε με ένα είδος νευρικού πόνου, έπεφταν κάποιες φορές στα λευκά μάτια του. Είχε νου, σκέψη, σαφή συνείδηση για τη ζωή του; Κανείς δεν το αναρωτιόταν.

Για μερικά χρόνια τα πράματα συνέχιζαν έτσι. Αλλά η ανικανότητα του να κάνει το οτιδήποτε όσο και η απάθεια του κατέληξαν στο να εκνευρίσουν τους συγγενείς του, έγινε το εξιλαστήριο θύμα, ένα είδος μάρτυρα-γελωτοποιού[SUP]1[/SUP], έρμαιο στην ενστικτώδη αγριότητα, στην άγρια ευθυμία των θηρίων που τον περιέβαλλαν.
Φανταζόμαστε όλα τα σκληρά αστεία που μπορεί να εμπνεύσει η τύφλωσή του. Και, για να πληρώνει αυτά που έτρωγε, έκαναν τα γεύματα του ώρες ευχαρίστησης για τους γείτονες και βασανιστηρίου για τον ίδιο τον ανάπηρο.
Οι χωριάτες των διπλανών σπιτιών έρχονταν εκεί για αυτήν την ευχαρίστηση• αυτοί το έλεγαν από πόρτα σε πόρτα, και η κουζίνα του αγροκτήματος ήταν γεμάτη κάθε μέρα. Καμιά φορά έβαζαν πάνω στο τραπέζι, δίπλα πιάτο όπου άρχιζε να τρώει τη σούπα, μια γάτα ή έναν σκύλο. Το ζώο, ενστικτωδώς, καταλάβαινε την αναπηρία του ανθρώπου, και, σιγά-σιγά, τον πλησίαζε, έτρωγε χωρίς θόρυβο, γευόμενο απαλά τη σούπα• και όταν ένα λίγο θορυβώδες πλατάγιασμα της γλώσσας τραβούσε την προσοχή του καημένου του διαβόλου, το ζώο απέκλινε προσεκτικά για να αποφύγει το χτύπημα του κουταλιού που έκανε ο τυφλός κατά τύχη πάνω στο ζώο.

Οι θεατές στοιβάζονταν κατά μήκος του τοίχου, και έσκαγαν απ’ τα γέλια. Και αυτός, χωρίς να λέει ποτέ τίποτα, βάλθηκε να τρώει με το δεξί χέρι, ενώ με το αριστερό σηκωμένο, προστάτευε και υπερασπιζόταν το πιάτο του.
Μερικές φορές τον έβαζαν να μασάει φελλό, ξύλο, φύλλα, ή ακόμα και σκουπίδια, που δεν μπορούσε να τα διακρίνει.
Μετά, κουράστηκαν ακόμα και με τα αστεία• και ο κουνιάδος του εξοργισμένος γιατί έπρεπε να τον ταΐζουν, τον χτυπούσε, τον χαστούκιζε χωρίς σταματημό, γελώντας με τις άκαρπες προσπάθειες του να τις αποκρούσει. Μετά ήρθε ένα νέο παιχνίδι: το παιχνίδι των χαστουκιών. Και οι άντρες που χειρίζονταν το άροτρο, ο κάθε αλήτης, οι υπηρέτες, τον χαστούκιζαν στο πρόσωπο, κάνοντας τα βλέφαρα του να κινούνται σπασμωδικά. Δεν ήξερε πού να κρυφτεί και σήκωνε συνεχώς τα χέρια του για να τους εμποδίσει να τον αγγίξουν.
Τελικά, τον ανάγκασαν να ζητιανεύει. Τον έβαλαν στους δρόμους της ημέρες της αγοράς, και όποτε άκουγε τον ήχο των βημάτων ή το ρουλεμάν ενός αυτοκινήτου, έτεινε το καπέλο του τραυλίζοντας: «Ελεημοσύνη, σας παρακαλώ.»

Αλλά ο αγρότης δεν είναι πλούσιος, και, για ολόκληρες εβδομάδες, δεν πήρε ούτε ένα σόλδι.
Αυτό δημιούργησε εναντίον του ένα άγριο, αδίστακτο μίσος. Και έτσι πέθανε.
Έναν χειμώνα, το έδαφος ήταν καλυμμένο με χιόνι, και έκανε τρομερή παγωνιά. Ωστόσο, ο κουνιάδος του, ένα πρωί, τον πήγε πολύ μακριά, σε ένα πολυσύχναστο δρόμο για να ζητάει ελεημοσύνη. Τον άφησε εκεί όλη τη μέρα, και όταν ήρθε το βράδυ, είπε στους δικούς του ότι δεν μπορούσε να βρει τον τυφλό. Έπειτα, πρόσθεσε: «Πω! Καλύτερα να μην ασχολούμαστε μαζί του, κάποιος θα τον έχει πάρει ήδη εξαιτίας του κρύου. Μην φοβάστε! Δεν χάθηκε. Θα ξαναγυρίσει ζητώντας να φάει σούπα.»
Την επόμενη μέρα δεν είχε επιστρέψει.

Μετά από πολλές ώρες αναμονής, εξαντλημένος απ’ το κρύο, νιώθοντας νεκρός, ο τυφλός βάλθηκε να περπατάει. Μην μπορώντας ν’ αναγνωρίσει το δρόμο επειδή ήταν καλυμμένος από πάγο, περιπλανιόταν στην τύχη, έπεφτε στα χαντάκια, σηκωνόταν ξανά, πάντα σιωπηλός, ψάχνοντας ένα σπίτι.
Αλλά το μούδιασμα του χιονιού εισέβαλε μέσα του λίγο-λίγο, και τα αδύναμα πόδια του δεν μπορούσαν να τον κρατήσουν πια, κάθισε στο πάτωμα. Δεν σηκώθηκε ξανά από ‘κει.

Οι νιφάδες του χιονιού που έπεφταν συνεχώς, τον έθαψαν. Το παγωμένο σώμα του εξαφανίστηκε κάτω από την αδιάκοπη συσσώρευση της ατέλειωτης μάζας τους• και τίποτα δεν υποδείκνυε τον τόπο όπου είχε κοιμηθεί το πτώμα του.
Οι συγγενείς του προσποιούνταν ότι ζητούσαν πληροφορίες για αυτόν και τον έψαχναν για οκτώ μέρες. Έκλαιγαν κιόλας.
Ο χειμώνας ήταν σκληρός και η ζέστη δεν έφτανε γρήγορα. Μια Κυριακή, πηγαίνοντας στη μαζική παραγωγή, οι αγρότες παρατήρησαν μια μεγάλη πτήση κορακιών που έκαναν κύκλους πάνω από το μέρος που ήταν ο τυφλός, και μετά όρμησαν σαν ένας σωρός μαύρης βροχής σε εκείνον τον χώρο, και έρχονταν και έφευγαν.
Την επόμενη εβδομάδα τα σκοτεινά πουλιά ήταν ακόμα εκεί. Υπήρχε ένα πλήθος από αυτά σαν να είχαν συγκεντρωθεί από όλα τα σημεία του ορίζοντα• και έπεσαν με δυνατές κραυγές στο λαμπερό χιόνι το οποίο κηλίδωναν και το χτυπούσαν με μανία.

Ένας τύπος πήγε να δει τι έκαναν, και ανακάλυψε το σώμα του τυφλού, ον το μισό καταβροχθισμένο και τεμαχισμένο. Τα χλωμά μάτια του είχαν εξαφανιστεί, δαγκωμένα από τα μακριά αδηφάγα ράμφη τους.
Και δεν μπορώ ποτέ να νιώσω την φωτεινή ευτυχία των ηλιόλουστων ημερών, χωρίς μια θλιβερή ανάμνηση και μια μελαγχολική σκέψη για τον ζητιάνο, που ήταν τόσο περιθωριοποιημένος στη ζωή που ο φριχτός του θάνατος ήταν μια ανακούφιση για όλους που τον γνώριζαν.

ΤΕΛΟΣ:λυγμ::κλαψ:


1.bouffon-martyr: αυτός που υποφέρει για να κάνει τους άλλους να γελάνε.

©Πολύτλας Οδυσσεύς

[μεταφράστηκε από το γαλλικό πρωτότυπο]
 
Top