Ο μεγαλύτερος σας εφιάλτης;

Αντέρωτας

Ξωτικό του Φωτός
Προσωπικό λέσχης
Διαλογος απο την ταινια Γεμιστο Οπλο
-Ποιος εισαι;
-Ο χειροτερος σου εφιαλτης
-Ο χειροτερος μου εφιαλτης ειναι να υπνησω ενα πρωι χωρις πεος
-Ειμαι ο δευτερος χειροτερος σου εφιαλτης τοτε
 
Μικρή είχα κουκλοφοβία. Έτρεμα τις κούκλες. Όχι όλες. Εκείνες τις ξανθιές με τα γαλανά μάτια και με βλέφαρα που πεταριζαν. Και τις πορσελάνινες.

Ως ενήλικας πλέον φοβάμαι να βιώσω τον πόλεμο. Δεν ξέρω πως θα έπρεπε να διαχειριστώ μια κατάσταση σα και αυτή και ότι συνεπάγεται με αυτό.
 
Ήρθε ο μπακάλης, άφησε τα ψώνια, ρώτησε μήπως χρειαζόταν κάτι, πήρε αρνητική απάντηση και τα χρήματα, κι έφυγε. Εκείνος άνοιξε το σακουλάκι του καφέ, τον μύρισε σαν να το έκανε για πρώτη φορά, έβαλε διπλή δόση στο μπρίκι και ανακάτεψε καλά. Ύστερα κοίταξε στο ημερολόγιο την ημερομηνία της προηγούμενης παράδοσης και κούνησε το κεφάλι. Για πρώτη φορά έγραψε, πρωινός καφές. Άνοιξε το ράδιο και ενόσω απολάμβανε τον καφέ, τακτοποίησε τα χαρτάκια με τις σημειώσεις. Δευτέρα μπακάλης, Πέμπτη χασάπης, να ρωτάω από πριν για τα χρήματα ώστε να τα έχω έτοιμα, να προσθέτω πουρμπουάρ. Κάθε πρώτη του μήνα κουρέας. Μην βγαίνεις. Αν βγεις να σημειώνεις τη διαδρομή. Σταυρόλεξα. Sudoku. Σκακιστικά προβλήματα. Ποίηση και μικρά διηγήματα, όχι μυθιστορήματα.

Ξύπνησε νωρίς κι έφτιαξε καφέ, το σημείωσε. Ύστερα πήρε το βιβλίο με τις συνταγές, το άνοιξε στην τύχη. Κατέγραψε τα υλικά σε μια λίστα για τον μπακάλη. Κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη. Όλα τα βιβλία απόλυτα στοιχισμένα εκτός από ένα μικρό, που προεξείχε. Διάβασε τα γράμματα στη ράχη. Α-Μ-Ο-Ρ-Γ-Ο-Σ. Ξεκίνησε να διαβάζει φωναχτά, "Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα". Επαναλάμβανε ξανά και ξανά, χωρίς χρώμα, χωρίς τονισμό, μέχρι που ο ήχος της κάθε συλλαβής ηχούσε σαν καμπάνα στ' αυτιά του, και όλος ο στίχος σαν ξέπνοη καμπανοκρουσία. Σταμάτησε. Έψαξε για το χαρτάκι, το ήξερε ότι υπήρχε χαρτάκι. Δεν το βρήκε αμέσως και προς στιγμή πανικοβλήθηκε. Ευτυχώς θυμήθηκε, ήταν εκεί, στην τελευταία σελίδα. Αμέσως μετά βάλθηκε να ψάχνει ένα ένα τα ράφια, βιβλίο το βιβλίο, ρίχνοντας κάθε τόσο ματιές στο χαρτάκι. Το εντόπισε. Το άρπαξε και το έσφιξε στην αγκαλιά του.

Χτύπησε το κουδούνι, άνοιξε, ο μπακάλης άφησε τα ψώνια, ρώτησε μήπως χρειαζόταν κάτι, πήρε αρνητική απάντηση, κοντοστάθηκε λίγο κι έφυγε. Εκείνος έβγαλε τα πράγματα και τα ακούμπησε στο τραπέζι. Πήρε το βιβλίο με τις συνταγές, το ξεφύλλισε και από τη φωτογραφία βρήκε τη σωστή. Χάρηκε σαν μικρό παιδί. Ξανακοίταξε το γεμάτο τραπέζι. Τα έκανε όλα πέρα και έψησε καφέ, ξεφυλλίζοντας ταυτόχρονα το χοντρό σκληρόδετο τόμο.

Χωρίς να δυσκολευτεί άνοιξε την πόρτα ο κλειδαράς, συνοδευόμενος από τον μπακάλη και τον αστυνόμο. Εκείνος στο τραπέζι, πεσμένος πάνω στον ανοιχτό "ESCHER", με τις παλάμες του ακουμπισμένες στη σελίδα όπου στο κάτω της μέρος έγραφε "Drawing hands" και με κάτι σαν από πικρό, αδιόρατο σχεδόν λυτρωτικό χαμόγελο στο πρόσωπό του. Παραδίπλα τρία φλιτζάνια του καφέ άδεια. Κι ακόμη ένα, το πιο κοντινό του, μισογεμάτο.


ΥΓ
Ο παππούλης μου στα τελευταία του, τη μια στιγμή με ρωτούσε ποιανής κόρης είμαι (από τις τρεις), και την άλλη εξιστορούσε συμβάντα από το Αλβανικό μέτωπο. Με έστελνε στο περίπτερο για τσιγάρα και μου έλεγε να κρατήσω τα ρέστα ενώ εγώ συμπλήρωνα από το χαρτζιλίκι μου. Όταν μου ζητούσε καφέ, δεν μάζευα το άδειο φλιτζάνι, γιατί διαφορετικά μου ξαναζητούσε. Μια φορά του έφτιαξα τρεις απανωτούς. Ήταν τυχερός, δεν ταλαιπωρήθηκε χρονικά πολύ. Προς το τέλος και κατά τα άλλα ακμαίος, πότε πότε με κοιτούσε στα μάτια και μου έλεγε "εγγονέ, εγώ θα φύγω σε λίγο"
 
Top