Τίτλος: Δεν ήμουν πια άνθρωπος
Τίτλος Πρωτότυπου: Ningen Shikkaku
Συγγραφέας: Osamu Dazai
Μετάφραση: Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος
Εκδόσεις: Gutenberg
Σειρά: Aldina
Ετος Έκδοσης: Σεπτέμβριος 2022
Πρώτη Έκδοση: 1948, Ιαπωνικά
ISBN: 9789600123944
Do you think me a clown? (ρητορικόν)
Ένα παράδοξο που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στα ελληνικά εκδοτικά είναι η ταυτόχρονη έκδοση ή επανέκδοση βιβλίων από δύο ή και τρεις (όπως αυτό) εκδοτικούς οικους. Δεν εχω καταλάβει πώς επιτυγχάνεται αυτό από πλευράς κατοχύρωσης πνευματικών δικαιωμάτων, αλλά μπορώ να ζήσω με αυτή μου την άγνοια.
Έχοντας ανοιχτούς λογαριασμους με 3-4 βιβλια, ξεκίνησα κι αυτό, κι ήταν το μόνο που ολοκληρωσα. Πρόκειται για μια ολιγοσέλιδη νουβέλα και, αν δεν μιλαγε για τη χαρά της ζωής, διαβάζεται άνετα in one sitting. Σε αντίθεση με άλλα βιβλία που έχουν καταχωρηθεί συνειδησιακά ως αυτοβιογραφικά και δεν ειναι, αυτό, μερικώς είναι. Διαβάζοντας το βιβλίο και μετά κάποια πράγματα για τη ζωη του συγγραφέα οι ομοιότητες είναι πάρα πολλές.
Τρεις φωτογραφίες* (παιδι – φοιτητης – νεαρός αντρας) και τρία ημερολόγια, τα οποία ακολουθούν σε καταθλιπτικότητα (σικ) την περιγραφή των φωτογραφιών (αποκρουστική – στυφή – δυσοιωνη) με την έννοια ότι ο πρωταγωνιστής εμφανίζεται, σταδιακά, βυθιζόμενος όλο και περισσότερο στην κατάθλιψη και το μάταιο. Τα ημερολόγια καταγράφουν μια περιοδο που καλύπτει την παιδικη ηλικία του έως περιπου και την τριτη δεκαετια της ζωής του και περιγράφουν αυτό που έλεγα και χθες στη δουλεια: κέφι, μπριο, ζωντάνια, ενθουσιαζμός, λαχτάρα για ζωή. Οι φωτογραφίες και τα ημερολόγια φτάνουν στα χέρια του συγγραφεα ο οποιος προλογίζει και επιλογίζει (παλι σικ) το βιβλίο. Στο ενδιάμεσο, σε πρώτο πρόσωπο, μιας και μιλάμε για ημερολογιακή καταγραφή, ακουγεται η φωνή του Γιοζο.
Το πρώτο σημειωματάριο ξεκινά πολύ αισιοδοξα και πλουμιστα με τις φράσεις: Έζησα μια ζωή γεμάτη από επαισχυντες καταστάσεις. Δεν εχω την παραμικρή ιδέα για το τι είναι αυτό που λένε μια κανονική ανθρώπινη ζωή. Παρολο που θα μπορούσε κάποιος να υποθεσει ότι αυτό που θα ακολουθησει είναι ενας ατελειωτος αυτοοικτιρμός και μια γκρίνια, η γραφή που χρησιμοποιει, αν και πρωτοπρόσωπος λόγος, του δινει απόσταση από τον εαυτό του και καταφέρνει να αποκοπτεται συναισθηματικά από τον ιδιο. Συνακόλουθα αποστασιοποιείται και ο αναγνωστης (εγώ). Ισως αυτό ενισχύεται από κάτι που παραδέχεται ο ίδιος στις πρώτες σελίδες, ότι δεν μπορει να αντιληφθει τον βαθμο της δυστυχίας του διπλανού του γιατι από τη μια αναγνωριζει πως κάποια προβληματα έχουν λυση, όμως η οδυνηρότητα τους αποτρέπει τον μέσο ανθρωπο από να τις υιοθετησει και από την άλλη, εκεινα τα οποία μοιαζουν απροσπέλαστα, ο Γιοζο δεν αντιλαμβανεται πώς καταφερνουν και ζουν μαζι τους οι ανθρωποι. Πώς δεν απελπίζονται, πώς κοιμούνται τα βράδια. Η κοινή ανθρωπινη μοίρα. Ενας ελλοχευων νιχιλισμός ενυπάρχει στη σκέψη του, ομολογώ.
Και κάπως έτσι, μεσα στη δυσκολία του να αντιληφθει τον κόσμο γύρω του, όπως λειτουργει, καταφευγει σε ένα τέχνασμα, το οποίο πολύ εύγλωττα συμπυκνωνει ως την τελευταια αιτηση αγάπης που απηυθυνε στον κόσμο. Να κάνει τον κλοουν, να φορέσει μιαν ωραιότατη μάσκα, να κρυβει τα συναισθηματα και τις σκέψεις του, αλλως να υποκρίνεται, ώστε να μην είναι ορατη η αμηχανία και ο πανικός του. Η ενεργεια του όλη συγκεντρώνεται στο να κάνει τους αλλους ευθυμους, όχι μεσα από μια στρεβλή αναγκη να τους βλεπει χαρουμενους όσο ως μια απέλπιδα προσπάθεια να χωθει βαθυτερα στο καβούκι του. Δηλαδή, πόσο κόπο απαιτει μια τετοια προσήλωση, ένα τετοιο Modus operandi /vivendi; Νομιζω ότι με καταλαμβανει υπαρξιακό αγχος στη σκέψη και μονο.
Στο δευτερο σημειωματάριο, εχοντας μπει σε νέο σχολείο, σε μια ξένη πολη, ο Γιοζο αισθάνεται ιδιαίτερα οικεία, περισσότερο από ό,τι ένιωθε στον γενέθλιο τόπο του, γιατι το κοινό πια μπροστά στο οποιο υποκρίνεται, του είναι άγνωστο (ως γνωστόν, αποτελεσματικοτερα υποκρινεται κανεις σε ξενους παρά σε οικείους του), μπορει να τελειοποιησει την τεχνική του, να πειραματιστεί καλυτερα κλπ κλπ. Απροσδόκητα, όμως, δεχεται μια εκπληξη δυσάρεστη, η οποια κινδυνευει να του καταστρεψει ολοκληρο το οικοδόμημα. Ενας συμμαθητής του καταφέρνει να δει μέσα του, να αναγνωρισει την υποκρισία του. Και τότε ο Γιοζο πανικοβάλλεται και προσπαθει να τον κραταει κοντά του. Keep your friends close, your enemies, closer. Μεγαλώνοντας και μπαίνοντας σε καποια πανεπιστημιακή σχολή, αρχιζει το παράλληλο dive in σε ουσιες, αλκοολ, ημιεκλυτο βιο (συμφωνα με τις ηθικές της εποχης και της χώρας του- ειπα ότι είναι Ιαπωνας ο συγγραφέας;), ώστε να εκφραζεται αυτοκαταστροφικώς και ετσι.
Το τρίτο σημειωματαριο που χωρίζεται σε 2 μέρη, εχει αναφορές στη ζωή του μετά την αποβολή από το Πανεπιστημιο αλκοολικός πλεον, τις γνωριμίες του με διάφορες γυναίκες, την όχι και το τοσο επιτυχημένη του προσπάθεια για μια φυσιολογική σχέση μεχρι το γεγονός που φαινεται να του καταφέρει βαθυ πλήγμα, παρόλο που ο ιδιος τιποτε δεν κανει να το αποτρεψει, αφηνοντας την αγαπημένη του να κακοποιείται κι εκεινος να παρατηρει. Καταλήγει σε σωφρονιστικο ιδρυμα. Numb.
Με αυτό το βιβλίο, χωρις να συμπαθησα ή να συναισθάνθηκα στο ελαχιστο τον χαρακτήρα, για κάποιο λογο, εκανα εντονο relate. Δεν μπορώ να καταλαβω γιατί. Εικάζω ότι ο χαρακτηρας του μου είναι περα για πέρα κατανοητός, παρόλο που δεν βρηκα εμενα πουθενα, αλλα μου ηταν πολύ ξεκάθαρος. Δηλαδή, καταλαβα. Τον καταλαβα. Κατάλαβα ότι εγραφε με αφτιασίδωτη ειλικρινεια για την φτιασιδωμενη του υποκρισία και ηταν σε τελεια αρμονια με αυτήν. (1-0, γιατι το θελω κι εγω το γκολάκι μου).
"...Η ζωή των ανθρώπων, ειμαι σιγουρος ότι βρίθει από παραδείγματα ανειλικρινειας και απιστίας που διαπράττονται ευχάριστα, αθώα και ευθυμα. Μάλιστα, εξαπατουν ο ένας τον αλλον χωρις να προκαλούν τραυματα, χωρις, τι λέω, καν να συνειδητοποιούν ότι εξαπατουν αλληλους..."
Προφανως δεν θα αγαπηθουμε ως χαρακτηρες, αλλα παραδόξως, αν ηταν πραγματικός θα συνεννοουμασταν απολυτα. Ακομη κι ένα σημειο επαφης που εχουμε, ξεκινάμε από διαφορετικά (αντιθετα, μαλιστα) κινητρα οποταν η οποια ομοιότητα καταληγει στην απολυτη διαφορα.
Φοβερό ε; Πάντα θα με εντυπωσιαζει το πώς –οιονει- υπάρχει απολυτη συνεννόηση με κάποιον ξένο και κόντρα στον χαρακτηρα σου άνθρωπο απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να ελπίζουμε με τους οικειους μας κι εκεινους που ξερουμε μια ζωή. Ενδεχομένως να την απευχόμαστε ή να την αποτρεπουμε κιολας. Μαλλον, αυτό που με εντυπωσιάζει τελικά, είναι πόσο τα συναισθηματα ή οι αρέσκειες και δυσαρέσκειες (μας), επηρεάζουν την κρίση μας και ριχνουν σκιές σε πραγματα απλά και οφθαλμοφανη.
Ναι, προφανώς και δεν θα το πρότεινα σε κανεναν.
*Μην ξεφυλλισετε το βιβλίο, σαν μια γνωστή μου, με την ελπίδα να τις βρείτε. Δεν διαβαζουμε το μανταμφιγκαρό.
Last edited: