Διάβασα αυτό το απόσπασμα πριν λίγες μέρες από το γαλλικό πρωτότυπο και άγγιξε την ψυχή μου...
Η Τιτίκα σήκωσε τα μάτια της, είδε εκείνον τον άνδρα να έρχεται προς αυτήν με εκείνη την κούκλα σαν να έβλεπε τον ήλιο, άκουσε αυτά τα απίστευτα λόγια: αυτό είναι για σένα, τον κοίταξε, κοίταξε την κούκλα, ύστερα έκανε πίσω αργά, και πήγε να κρυφτεί βαθιά κάτω από το τραπέζι στην γωνιά του τοίχου.
Δεν έκλαιγε ούτε φώναζε πια, έμοιαζε σαν να μην τολμούσε ούτε να αναπνεύσει. Η Θερναδιέρου, η Επονίνη και η Αζέλμα είχαν μείνει άναυδες. Οι ίδιοι οι πότες είχαν σταματήσει. Μέσα σε όλο το καμπαρέ υπήρχε μια αυστηρή σιωπή. Η Θερναδιέρου, μαρμαρωμένη και αμίλητη, ξανάρχιζε τις εικασίες της: -Ποιος είναι αυτός ο γέρος; είναι φτωχός; είναι εκατομμυριούχος; -Μπορεί να είναι και τα δύο, δηλαδή ένας κλέφτης.Το πρόσωπο του κυρίου Θερναδιέρου είχε πάρει εκείνη την έκφραση που έχει ένας άνθρωπος κάθε φορά που το ένστικτο κυριαρχεί με όλη την κτηνώδη δύναμή του. Ο ταβερνιάρης* εξέταζε μια την κούκλα, μια τον ταξιδιώτη· φαινόταν σαν να τον έβλεπε σαν ένα σάκο με χρήματα. Αυτό δεν κράτησε παρά λίγα δευτερόλεπτα. Πλησίασε τη γυναίκα του και της είπε χαμηλόφωνα:
-Αυτή η μηχανή** κοστίζει το λιγότερο τριάντα φράγκα, όχι αστεία. Κάνε σε αυτόν τον άντρα ό,τι σου ζητήσει.
Οι χυδαίοι άνθρωποι έχουν αυτό το κοινό με τους αφελείς. Ότι αλλάζουν αμέσως συμπεριφορά.
-Λοιπόν Τιτίκα, είπε η Θερναδιέρου με μια φωνή που ήθελε να είναι γλυκιά και ήταν συνδυασμένη με αυτήν την πικρή γλυκύτητα των κακών γυναικών, δεν θα πάρεις την κούκλα;
Η Τιτίκα τόλμησε να βγει από την τρύπα της.
-Μικρή μου Τιτίκα, είπε ο Θερναδιέρος με τρυφερό τόνο, ο κύριος σου δίνει μια κούκλα, Παρ'την. Είναι δική σου.
Η Τιτίκα εξέταζε την θαυμαστή κούκλα με κάποιο τρόμο. Το πρόσωπό της ήταν ακόμα βρεγμένο από τα δάκρυα, αλλά τα μάτια της άρχιζαν να στεγνώνουν, όπως ο ουρανός την αυγή, από παράξενες ακτίνες χαράς.
Αυτό που ένιωθε εκείνη τη στιγμή ήταν κάπως σαν αυτό που θα ένιωθε αν της είχαν πει ξαφνικά: Μικρή, είστε η βασίλισσα της Γαλλίας.
Της φαινόταν ότι αν άγγιζε εκείνη την κούκλα, θα την χτυπούσε κεραυνός.
Αυτό ήταν αλήθεια μέχρις ενός σημείου, γιατί πίστευε ότι η Θερναδιέρου θα την μάλωνε,-και θα την χτυπούσε.
Ωστόσο η έλξη της κούκλας επικράτησε. Τελικά πλησίασε, στράφηκε προς τη Θερναδιέρου και της ψιθύρισε:
-Μπορώ, κυρία;
Δεν υπάρχουν λόγια που θα μπορούσαν να εκφράσουν αυτό το βλέμμα το απελπισμένο, το φοβισμένο και το ευτυχισμένο.
-Θεέ μου! είπε η Θερναδιέρου, είναι δική σου. Αφού ο κύριος σου τη δίνει.
-Αλήθεια, κύριε; είπε η Τιτίκα, είναι αλήθεια; είναι δική μου, «η κυρία»**;
Φαινόταν ότι τα μάτια του ξένου ήταν γεμάτα δάκρυα. Φαινόταν σαν να είναι τόσο φορτισμένος συναισθηματικά που δεν μιλούσε για να μην κλάψει. Έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι του στην Τιτίκα, και έβαλε το χέρι της «κυρίας» στο μικρό χεράκι της.
Η Τιτίκα τράβηξε βιαστικά το χέρι της, σαν να την έκαιγε η« κυρία»**, και βάλθηκε να κοιτά το πάτωμα. Είμαστε αναγκασμένοι να προσθέσουμε ότι εκείνη τη στιγμή είχε βγάλει τη γλώσσα της υπερβολικά έξω από το στόμα. Ξαφνικά γύρισε και άρπαξε την κούκλα ορμητικά.
-Θα τη λέω Κατερίνα, είπε.
μετάφραση ©Πολύτλας Οδυσσεύς
*Ο Θερναδιέρος
** η κούκλα
[Για την ονομασία των προσώπων χρησιμοποίησα τα στερεότυπα ονόματα]
Η Τιτίκα σήκωσε τα μάτια της, είδε εκείνον τον άνδρα να έρχεται προς αυτήν με εκείνη την κούκλα σαν να έβλεπε τον ήλιο, άκουσε αυτά τα απίστευτα λόγια: αυτό είναι για σένα, τον κοίταξε, κοίταξε την κούκλα, ύστερα έκανε πίσω αργά, και πήγε να κρυφτεί βαθιά κάτω από το τραπέζι στην γωνιά του τοίχου.
Δεν έκλαιγε ούτε φώναζε πια, έμοιαζε σαν να μην τολμούσε ούτε να αναπνεύσει. Η Θερναδιέρου, η Επονίνη και η Αζέλμα είχαν μείνει άναυδες. Οι ίδιοι οι πότες είχαν σταματήσει. Μέσα σε όλο το καμπαρέ υπήρχε μια αυστηρή σιωπή. Η Θερναδιέρου, μαρμαρωμένη και αμίλητη, ξανάρχιζε τις εικασίες της: -Ποιος είναι αυτός ο γέρος; είναι φτωχός; είναι εκατομμυριούχος; -Μπορεί να είναι και τα δύο, δηλαδή ένας κλέφτης.Το πρόσωπο του κυρίου Θερναδιέρου είχε πάρει εκείνη την έκφραση που έχει ένας άνθρωπος κάθε φορά που το ένστικτο κυριαρχεί με όλη την κτηνώδη δύναμή του. Ο ταβερνιάρης* εξέταζε μια την κούκλα, μια τον ταξιδιώτη· φαινόταν σαν να τον έβλεπε σαν ένα σάκο με χρήματα. Αυτό δεν κράτησε παρά λίγα δευτερόλεπτα. Πλησίασε τη γυναίκα του και της είπε χαμηλόφωνα:
-Αυτή η μηχανή** κοστίζει το λιγότερο τριάντα φράγκα, όχι αστεία. Κάνε σε αυτόν τον άντρα ό,τι σου ζητήσει.
Οι χυδαίοι άνθρωποι έχουν αυτό το κοινό με τους αφελείς. Ότι αλλάζουν αμέσως συμπεριφορά.
-Λοιπόν Τιτίκα, είπε η Θερναδιέρου με μια φωνή που ήθελε να είναι γλυκιά και ήταν συνδυασμένη με αυτήν την πικρή γλυκύτητα των κακών γυναικών, δεν θα πάρεις την κούκλα;
Η Τιτίκα τόλμησε να βγει από την τρύπα της.
-Μικρή μου Τιτίκα, είπε ο Θερναδιέρος με τρυφερό τόνο, ο κύριος σου δίνει μια κούκλα, Παρ'την. Είναι δική σου.
Η Τιτίκα εξέταζε την θαυμαστή κούκλα με κάποιο τρόμο. Το πρόσωπό της ήταν ακόμα βρεγμένο από τα δάκρυα, αλλά τα μάτια της άρχιζαν να στεγνώνουν, όπως ο ουρανός την αυγή, από παράξενες ακτίνες χαράς.
Αυτό που ένιωθε εκείνη τη στιγμή ήταν κάπως σαν αυτό που θα ένιωθε αν της είχαν πει ξαφνικά: Μικρή, είστε η βασίλισσα της Γαλλίας.
Της φαινόταν ότι αν άγγιζε εκείνη την κούκλα, θα την χτυπούσε κεραυνός.
Αυτό ήταν αλήθεια μέχρις ενός σημείου, γιατί πίστευε ότι η Θερναδιέρου θα την μάλωνε,-και θα την χτυπούσε.
Ωστόσο η έλξη της κούκλας επικράτησε. Τελικά πλησίασε, στράφηκε προς τη Θερναδιέρου και της ψιθύρισε:
-Μπορώ, κυρία;
Δεν υπάρχουν λόγια που θα μπορούσαν να εκφράσουν αυτό το βλέμμα το απελπισμένο, το φοβισμένο και το ευτυχισμένο.
-Θεέ μου! είπε η Θερναδιέρου, είναι δική σου. Αφού ο κύριος σου τη δίνει.
-Αλήθεια, κύριε; είπε η Τιτίκα, είναι αλήθεια; είναι δική μου, «η κυρία»**;
Φαινόταν ότι τα μάτια του ξένου ήταν γεμάτα δάκρυα. Φαινόταν σαν να είναι τόσο φορτισμένος συναισθηματικά που δεν μιλούσε για να μην κλάψει. Έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι του στην Τιτίκα, και έβαλε το χέρι της «κυρίας» στο μικρό χεράκι της.
Η Τιτίκα τράβηξε βιαστικά το χέρι της, σαν να την έκαιγε η« κυρία»**, και βάλθηκε να κοιτά το πάτωμα. Είμαστε αναγκασμένοι να προσθέσουμε ότι εκείνη τη στιγμή είχε βγάλει τη γλώσσα της υπερβολικά έξω από το στόμα. Ξαφνικά γύρισε και άρπαξε την κούκλα ορμητικά.
-Θα τη λέω Κατερίνα, είπε.
μετάφραση ©Πολύτλας Οδυσσεύς
*Ο Θερναδιέρος
** η κούκλα
[Για την ονομασία των προσώπων χρησιμοποίησα τα στερεότυπα ονόματα]
Last edited: