Μπερνάρνο Ατσάγα (Bernardo Atxaga): "Ομπαμπακόακ, ο μυθικός κόσμος της Ομπάμπα.



Τίτλος: Ομπαμπακόακ, Ο μυθικός κόσμος της Ομπάμπα
Τίτλος Πρωτότυπου: Obabakoak
Συγγραφέας: Μπερνάρνο Ατσάγα (Bernardo Atxaga)
Μετάφραση: Στράτος Ιωαννίδης
Εκδόσεις: Εκκρεμές
Έτος Έκδοσης: 1993, Σεπτέμβριος
Πρώτη Έκδοση: 1988, Βασκικα-Καστιγιάνικα
ISBN:
9789608528116


Το νόημα και το περιεχόμενο ολόκληρου του βιβλιου βρίσκεται στην επεξήγηση του τίτλου: Ο μυθικός κόσμος της Ομπάμπα.

Το υπ’ αριθμον ένα γοητευτικο και συγκινητικό πράγμα με αυτό το βιβλίο είναι ότι γράφτηκε αρχικώς στη μητρική γλώσσα του συγγραφέα (ναι, και;), τα βάσκικα (euskara), μια γλώσσα που δεν συνδεεται με καμία γνωστή οικογένεια γλωσσών, μια γλώσσα που αργοπέθαινε, θεωρούταν παρακατιανη (χαρακτήρας που της αποδόθηκε κατά κύριο λόγο, διαρκούσης της φρανκικής δικτατορίας), ανικανη να αρθωσει λόγο πέραν του ελαχίστου καθημερινου, γλώσσα που δεν γράφοταν ούτε διδάσκοταν τα χρόνια της δικτατορίας. Κι ειν’ αλήθεια, η γλωσσα μιλιεται από παρα πολύ μικρό πληθυσμό, ανατρέχοντας στην εισαγωγή του βιβλίου, από την οποία γινεται κατανοητό ποσο πολύ ο συγγραφέας την αγαπά, πόσες προσπάθειες προς υπεράσπιση της εγιναν ώστε να επιβιώσει, να αναδειχθει κι αυτή κι ο λογοτεχνικος πλουτος της κοινότητας. O συγγραφέας, κατόπιν, το μετέφρασε και στα καστιγιάνικα (αν θυμάμαι σωστα).

Το δευτερο γοητευτικο, από την πρώτη σελίδα του βιβλίου είναι ότι ο αναγνώστης (εγώ, δηλαδή) αισθάνεται τρομερά οικείο το περιβάλλον, είναι χαλαρός και άνετος, δεν απαιτειται εκ μέρους του καποια υπερπροσπάθεια για να αντιληφθει τι διαβάζει και δεν δημιουργειται παρεξηγηση ως προς τη σήμανση του λόγου. Δηλαδή, δεν υπάρχει σημειωτική πίσω από το κείμενο. Οσο προχωρά η ανάγνωση, τόσο πιο κατανοητό γινεται ότι πρόκειται για ανθρωπο που αγαπάει πάρα πολύ να λέει ιστορίες.

Χωρίζεται σε τρία τμήματα. Νεανικά Χρόνια, Εννιά λέξεις φόρος τιμής στο χωριό Βιγιαμεδιάνα, Ψάχνοντας την τελευταία λέξη. Κάθε ένα από αυτά, περιέχει ιστορίες οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με κάποιον τρόπο. Μέσω του τόπου στον όποιο διαδραματίζονται (Ομπάμπα), περιγράφοντας ετερόκλητους χαρακτήρες ή ετερόκλητου ενδιαφέροντος θεματικές (α τμήμα), μέσω των αναμνήσεων του αφηγητή, αναφορικά με την παραμονή του σε μια επαρχία (β τμήμα), μέσω της αγάπης για την αφήγηση, αρα της λογοτεχνίας, και τις ιστορίες που ανταλλάσσουν δυο χαρακτηρες στο τρίτο και μακροσκελέστερο τμήμα του βιβλιου. Σε αυτό υπάρχει ενας συγκεκριμένος άξονας, εναρξης, συνέχειας και στόχου, με ενδιαμεσα εμβόλιμους χαρακτηρες που καταθετουν τις δικές τους ιστορίες σε ένα τόσο γλυκο αποτέλεσμα που αναρωτιομουν, όσο το διάβαζα, πώς κατάφερε και δεν με αποσυντόνισε.

Πώς καταφερνει, δηλαδή, ο συγγραφέας, να καταθέτει τέτοιον πλουραλισμο ιστοριών, από την Ισπανία στο Αμβουργο και στη Βαγδάτη και στον Αμαζόνιο, χωρις να χανεται το νήμα της αφήγησης, χωρις να δημιουργείται η παραμικρή σύγχυση. Ειδικά το τρίτο κομμάτι, είναι ένα απόλυτα αρμονικό χωνευτήρι ιστοριών, λογοτεχνικών σχολίων, αυτοβιογραφίας, μυθοπλασίας, παραδοσης, μεταλογοτεχνίας κι όλα αυτά με μια τέτοια απλότητα που αναρωτιεσαι αν καταλαβες καλά. Δηλαδή, ο ανθρωπος παραδίδει μαθηματα λογοτεχνικής θεωρίας, χωρις να αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ότι διδάσκεται ή ότι διαβαζει θεωρητικό κείμενο.

Το συνεκρινα με τον Στόουνερ και το κρασι, σήμερα. Κι αυτό γιατί δεν μου είναι ποτέ ευκολο (μάλλον αδύνατο, ίσως κι αδιανόητo, θα έλεγα) να χρησιμοποιησω χαρακτηρισμους και λέξεις στα βιβλία (ή, αλλου), που αποδιδω σε ανθρωπους (μου). Δεν μπορώ να μιλησω για βιβλία με όρους αγάπης, λατρείας κλπ κλπ, μόνο με όρους συγκίνησης, εμμονής, σπουδαιότητας. Ισως γι’ αυτό κι εχω ως κριτηριο τον Στοουνερ, ένα βιβλίο που, εκτος της λογοτεχνικής του αρτιότητας, κατάφερε να διαπεράσει πολλά πολλά στρώματα και να κερδίσει μερος του εαυτου μου, με έναν τροπο στοιχειωτικο, γλυκό, απόλυτα σημαντικό.

Το ίδιο έκανε και το Ομπαμπακοακ.
 
Last edited:
Top