
Τίτλος: Ο Μαιτρ κι η Μαργαρίτα
Πρωτότυπος τίτλος: Мaстер и Маргарита
Συγγραφέας: Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ (Михаил Афанасьевич Булгаков)
Μετάφραση: Νότα Κυριακοπούλου
Εκδόσεις: Γράμματα
Έτος: 1991
Πρώτη Έκδοση: 1967
ISBN: 960-329-190-0
Πρόκειται για μια ιδιαίτερη και πλούσια σε φαντασία ιστορία.
Ο Σατανάς επισκέπτεται την Μόσχα τού 1930, συνοδευόμενος από μια παράξενη κομπανία: έναν γάτο, έναν γελωτοποιό, έναν φονιά και μια γυμνή γυναίκα. Κατά την επίσκεψή τους αυτή προκαλούν μεγάλη αίσθηση στην πόλη καθώς φροντίζουν για ένα σωρό ακρότητες, φάρσες, φόνους και λοιπές καταστροφές. Παράλληλα βλέπουμε τον έρωτα ενός παράνομου ζευγαριού, τού Μαιτρ και τής Μαργαρίτας, και το συναπάντημά τους με τον Διάβολο. Σε μια τρίτη παράλληλη ιστορία, πάλι, πρωταγωνιστεί ο Πόντιος Πιλάτος μέσα από μια διαφορετική κι αναπάντεχη εξιστόρηση τής σταύρωσης τού Χριστού.
Ο Μπουλγκάκοφ ξεκίνησε να γράφει το έργο το 1928 αλλά έκαψε το πρώτο χειρόγραφο δυο χρόνια αργότερα. Έπειτα ξανάρχισε και, απ’ όσο καταλαβαίνω, συνέχισε να ασχολείται μαζί του μέχρι τον θάνατό του, το 1940. Ένα ελάχιστο μέρος τού έργου δημοσιεύτηκε σε ένα μοσχοβίτικο περιοδικό το 1966 και 1967, αλλά γνώρισε την λογοκρισία και τελικά κυκλοφόρησε σε παράνομες κόπιες χέρι-χέρι, όπως συνηθιζόταν τότε στην απολυταρχική ΕΣΣΔ.
Έτσι όταν μέσα στο έργο συναντάμε ένα καμένο χειρόγραφο και τον συγγραφέα που το έχει κρατημένο στο μυαλό του, συμπεραίνουμε πως μάλλον πρόκειται για την προσωπική του εμπειρία. Επίσης, η απαξίωση για τους συγγραφείς τής σειράς και τον σύλλογό τους ίσως έχει να κάνει κι αυτή με προσωπική πικρία κι εμπειρίες.
Εντύπωση μού έκανε η μεγάλη παρουσία γυμνών γυναικών ανάμεσα σε ντυμένους άντρες.
Μετά την παράσταση τού Βόλαντ βλέπουμε γυναίκες να τρέχουν να κρυφτούν ντροπιασμένες, μοναχά με τα εσώρουχα, στον χορό τού Σατανά όλες οι γυναίκες είναι τελείως γυμνές ενώ οι άντρες ντυμένοι, η Μαργαρίτα καθώς κι υπηρέτριά της είναι στο μεγαλύτερο μέρος τής ιστορίας θεόγυμνες και το ίδιο είναι κι η Έλλα, η συνοδός τού Σατανά.
;)
Επίσης ενδιαφέρον είναι πως ο Σατανάς κι η παρέα του γενικά αφήνουν μια καλή εντύπωση. Είναι κεφάτοι, χωρατατζήδες, συνεπής στον λόγο τους, πραγματοποιούν ευχές και σμίγουν χαμένους εραστές.
Η γλώσσα είναι πολύ ευχάριστη κι η απίθανη, υπερφυσική ιστορία, ενισχυμένη με το πηγαίο χιούμορ τού συγγραφέα, γλιστράει όμορφα.
Η σκηνή όπου ο Ρίμσκη αρχίζει να υποπτεύεται πως ο φίλος του Βαριενούχα, με τον οποίο συζητά στο μισοσκόταδο, είναι νεκρός, με έκανε να ανατριχιάσω και μού θύμισε Πόε.
Η συγκεκριμένη μετάφραση τής Νότας Κυριακοπούλου καλή, στρωτή και λαϊκή (χάιλαϊτς: φορατζής για φοροεισπράκτορας και ψωμάς για αρτοποιός) και μπράβο για τους θηλυκούς τύπους εισπρακτόρισσα και καντινιέρισσα. Μάλλον όμως δεν παίζει σκάκι γιατί εκεί λέμε εγκαταλείπω και όχι αποσύρομαι (ή τουλάχιστον το αποσύρομαι εγώ δεν το έχω ακούσει ποτέ σε αυτήν την χρήση).
Κλασικά άσχετο εξώφυλλο από τα Γράμματα.
Last edited by a moderator: