Οπότε, βλέποντας την πόρτα μου ανοιχτή μαζεύονται όλοι και πραγματικά, χτυπώντας τρίγωνα, ψευτοτραγουδάνε:
"Τρίγωνα-κάλαντα μέσ' στη γειτονιά, ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά."
Η Γαλλική Πρεσβεία στην Τύνιδα βρίσκεται στην Λεωφόρο Χαμπίμπ Μπουργκίμπα, κοντά στην Πύλη προς την Μεντίνα. Είναι οχυρωμένη λες και γίνεται πόλεμος: στρατός σε επιφυλακή με τα όπλα στο χέρι, οχυρώσεις, φυλάκϊα, συρματοπλέγματα, παρκαρισμένα στρατιωτικά οχήματα. Όλα αυτά απλώνονται τόσο που μπαίνουν πάνω στον δρόμο και κόβουν από τον χώρο για την κίνηση.
Βρισκόμουν κάπου σε εκείνο το ύψος, απέναντι.
Ένιωσα κάποιον να με τραβάει από το μανίκι. Γύρισα κι ήταν ένα αγοράκι. Είχε κάποιο πρόβλημα. Ίσως ήταν σπαστικό, δεν θυμάμαι τώρα. Περάσανε χρόνια. Με κοιτούσε σαν να γνωριζόμασταν από καιρό, με παιδιάστικό χαμόγελο και χαρούμενα μάτια. Στην στιγμή ένιωσα κάτι δυνατό και το πήρα στην αγκαλιά μου και το σήκωσα ψηλά. Το κράτησα έτσι κάμποση ώρα. Ήταν πράγματι σαν να βρισκόμασταν έπειτα από καιρό, έτσι απρόσμενα, δυο άνθρωποι που μας έδενε κάτι. Ήταν ένα συναίσθημα που είχε κάτι από βαθιά αγάπη.
Η μητέρα του, που στεκόταν δίπλα, ίσως και να γύρευε χρήματα από περαστικούς, αλλά εμένα δεν μου ζήτησε κάτι.
Τον άφησα κάτω. Ίσως γονάτισα. Ίσως του μίλησα. Βέβαια, έφυγα έπειτα.
Είναι μεσάνυχτα. Ο φακός στο μέτωπο μου φωτίζει μόλις δύο τρία μέτρα μπροστά. Υπάρχει αρκετή κινητικότητα γύρω μου. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στον εξοπλισμό μου. Νερό, μία μπάρα με ζάχαρη και ένα φλις ακόμα, σε περίπτωση που δεν θα είναι επαρκείς οι πέντε στρώσεις ρούχων που φορώ…Γυρνώ προς τον αδερφό μου και τον ρωτώ:
- Έτοιμος;
- Έτοιμος!
- Πάμε!
Το κρύο είναι ήδη αισθητό. Στην αρχή περνάμε από βράχια με αναβαθμίσεις, που σε άλλη περίπτωση δεν θα ήταν κάτι δύσκολο, αλλά η έλλειψη οξυγόνου το κάνει επίπονο. Οι στάσεις πρέπει να είναι μόνο οι απαραίτητες και για ελάχιστα λεπτά, ίσα ίσα να πιούμε μια γουλιά νερό. Το σώμα μας πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή κίνηση για να αντέξει τη χαμηλή θερμοκρασία. Μετά από μία ώρα περίπου, αφήνουμε τους βράχους πίσω μας και περπατάμε σε φιδωτό μονοπάτι. Κάθε φορά που αλλάζουμε κατεύθυνση ανεβαίνουμε με βήμα βασανιστικά αργό, αλλά σταθερό... Αυτό είναι και το ιδανικό! Σηκώνω το κεφάλι μου ψηλά και βλέπω πολλά μικρά φωτάκια να σχηματίζουν μία αράδα σαν λαμπιόνια σε γιορτινό δέντρο! Είναι τα φώτα όσων προπορεύονται και δείχνουν το μονοπάτι που θα ακολουθήσω. Τέρμα ψηλά στο τελευταίο λαμπιόνι σκέφτομαι ότι βρίσκεται το σημείο που θα γιορτάσουμε! Κατεβάζω το κεφάλι και συνεχίζω...
Υπολογίζω ότι πρέπει να έχει περάσει ένα δίωρο. Ίσως και τρίωρο. Δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Κάνουμε μια μικρή στάση για νερό και συνεχίζουμε. Κοιτώ το αργό βήμα του οδηγού που προπορεύεται και το ακολουθώ πιστά. Σε λίγο αρχίζω να αισθάνομαι τα άκρα μου να κρυώνουν. Σκέφτομαι ότι η θερμοκρασία πέφτει κι άλλο. Δεν ξέρω πόσο, αλλά πάνω κάτω υπολογίζω…Πρέπει να συνεχίσω να κινούμαι. Κοιτώ ψηλά, και το σκηνικό με τη φωτεινή "γιρλάντα" παραμένει ίδιο. Πέρα από αυτά τα μικρά φώτα, γύρω μας όλα είναι σκοτεινά και έχεις την αίσθηση ότι δεν μετακινείσαι!
Ενώ ο χρόνος κυλάει πλέον χωρίς να έχω την αίσθησή του, τα άκρα μου συνεχίζουν να κρυώνουν και η σκέψη μου παίζει παιχνίδια! Σταματώ και κοιτώ γύρω μου προσπαθώντας να βρω ένα σημάδι της ανατολής. Διψώ για μία ηλιαχτίδα φωτός που θα με ζεστάνει και θα σημάνει το τέλος της πορείας μου. Ξέρω ότι θα φτάσουμε όταν θα ξημερώσει. Δεν υπάρχει όμως κανένα τέτοιο σημάδι τριγύρω…όλα μαύρα σαν σκηνή θεάτρου χωρίς φώτα! Οι αρνητικές σκέψεις μου ενισχύονται περισσότερο από το κρύο…Το μονοπάτι μοιάζει ατελείωτο και αισθάνομαι ότι κινούμαι στο ίδιο σημείο! Κοιτώ ξανά ψηλά, αλλά μάταια, το σκηνικό παραμένει το ίδιο. Αρχίζω να σκέφτομαι ότι δεν θα τα καταφέρω…πρέπει από κάπου να κρατηθώ όμως, για να αντέξω. Γυρνώ πίσω μου:
-Πως είσαι;
-Κρυώνουν τα άκρα μου μόνο, οι ανάσες μου είναι οκ! Εσύ;
-Τα ίδια. Που βρίσκεται η ανατολή;
Μου δείχνει ο αδερφός ασυναίσθητα στο περίπου και μένω να κοιτάζω με επιμονή αν έχει ξεκινήσει ο ήλιος να ανατέλλει. Με βλέπει τότε ο οδηγός μας και μου λέει "keep positive mind"! Ήταν σαν να μου έριξε χαστούκι! Ήπια λίγο νερό και έδιωξα όλες τις αρνητικές σκέψεις. Συνέχισα να περπατώ αργά αργά…pole pole!
Αναπάντεχα οι καιρικές συνθήκες αλλάζουν. Βγαίνει αέρας και υγρασία! Τα πάντα γύρω μας ντύνονται στα λευκά με ένα παχύ στρώμα πάχνης σχεδόν σαν παγωμένο χιόνι! Η θερμοκρασία πέφτει αισθητά κι άλλο…-17C μας είπαν αργότερα… Και τότε ήταν που εμφανίστηκε η πρώτη αχτίδα φωτός! Τέτοια λύτρωση δεν θυμάμαι να έχω ξανά νιώσει στη ζωή μου! Προσπαθώ να συγκρατήσω τη συγκίνηση μου, όχι γιατί είδα φως, το οποίο θα με ζεστάνει, αλλά γιατί αυτή η συγκίνηση θα μου στερήσει το λιγοστό οξυγόνο που έχω για να καταφέρω να φτάσω στο τέρμα!…Περνάμε το σημείο που μας δείχνει ότι έχουμε φτάσει στη τελική ευθεία και πλέον το βήμα μου είναι ασυγκράτητο! Αυτό που προσμένω είναι τόσο κοντά μου και "τρέχω" σχεδόν χωρίς ανάσα! Γύρω μου απλώνεται το φως του ήλιου και χαμογελώ ενώ συνεχίζω με ζωηρό βήμα. Διασχίζω ένα τελευταίο κομμάτι του μονοπατιού, ώσπου βλέπω μπροστά μου το τέρμα!...Όλη η πλάση της μαύρης ηπείρου βρίσκεται κάτω από τα πόδια και στέκομαι εκεί να κοιτώ…
Δεν πάει καιρός που έφθασε στη χώρα με δύο βαλίτσες όλες κι όλες. Η χώρα των πολλών συμφώνων, έτσι την αποκαλούσε στα γράμματά του προς αυτούς που άφησε πίσω.
«Βρέχει σύμφωνα ενώ στέκομαι στη μέση μιας πολύβουης πλατείας προσπαθώντας να χωρέσω τις τόσες πολλές γωνίες τους μέσα μου» της έγραψε. «Δε σου λείπει ο ήλιος, η θάλασσα, ο καφενές στο νησί, τα φωνήεντα, οι καμπύλες;» η απάντησή της αντί ενός «πώς είσαι;» που λαχταρούσε. «Όχι ο τόπος μάτια μου, μοναχά οι άνθρωποι. Αλλά οι άνθρωποι μπορούν να ταξιδεύουν» την καθησύχαζε μετρώντας τα ψιλά στις τσέπες του. Αντίτιμο εισιτηρίου για δύο στάσεις με το λεωφορείο και κατόπιν πεζή την απόσταση των επόμενων δύο.
Τρίαντα λεπτά πριν τη συνέντευξη, καθισμένος στα σκαλιά της εταιρείας φυλλομετρά τις σημειώσεις του. Βλέπει παππούτσια να ανεβοκατεβαίνουν σε ρυθμούς ράθυμους ενώ προσπαθεί να νιώσει άνετος στα καλά του ρούχα του, απομεινάρια ενός γάμου.
Τον οδηγούν σε ένα λιτό δωμάτιο, ένα ποτήρι νερό στη δεξία πλευρά του τραπεζιού του υποδηλώνει που πρέπει να καθίσει. Αφήνει την πόρτα πίσω της ανοιχτή, ένα νεύμα αντί χειραψίας και καθώς κάθεται απέναντι του, τα χείλη της μια ευθεία γραμμή στο πρόσωπό της. «Τι θα επιθυμούσατε σε αυτήν τη νέα σας αρχή;» η τελευταία της ερώτηση. «Λιγότερα σύμφωνα» της απαντάει. Του χαμογελάει εγκάρδια
Επιστροφή με τα πόδια, το τελευταίο πενηντάλεπτο το έριξε στο καπέλο μπροστά στα πόδια ενός ηλικιωμένου μουσικού στη σκιά μιας γωνίας του κτιρίου που έπαιζε στο ακορντεόν μία από τις παλιές τους μελωδίες
Πριν λίγες εβδομάδες έξω από ένα σούπερ μάρκετ, ζητιανεύει μια γυναίκα. Βλέπει έναν Κύριο και του απευθύνεται "Θα μου αγοράσετε ένα αφρόλουτρο?". Και εκείνος της απαντά: "Και εγώ άνεργος είμαι καλή μου!"
Η σημερινή οικονομική κατάσταση σε μια στιχομυθία.
Νομίζω πως πάντοτε είχε ανθρώπους που ήταν δύσκολα.
Επίσης, πιστεύω πως από τον πόλεμο και έπειτα, η ποιότητα ζωής στην Ελλάδα, μαζί με την υπόλοιπη Ευρώπη, έχει ανέβει κάθετα, και μαζί ανεβήκαν τα στάνταρ. Όταν ακούω ιστορίες της μάνας μου, όταν ήταν μικρή, και συγκρίνω με το σήμερα, βλέπω μια τεράστια διαφορά στην ευκολία ζωής, στην αφθονία αγαθών και την δημοκρατία.
Π.χ. το να πάρεις παπούτσια κάποτε ήταν γεγονός και σήμερα έχει να πάρεις με 15 ευρώ. Επίσης, να σημειώσω πως έχει αφρόλουτρα κάτω από το 1 ευρώ. Εάν δυσκολεύεσαι για αυτά, πέρα από τις γενικότερες δυσκολίες των καιρών, της κοινωνίας κτλ. μάλλον κάτι έχεις κάνει πολύ λάθος κι ο ίδιος.
Προσωπικά, κάθε χρονιά είμαι και καλύτερα, στα περισσότερα επίπεδα, και δει το οικονομικό.
Απλά, οι ιστορίες που λέγονται είναι πάντα οι τραγικές, και νομίζω πως δημιουργούν μια στρεβλή συνολική εικόνα.
Από εκεί και πέρα, και πάλι, σίγουρα υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι που δυσκολεύονται.
Τον Γελωτοποιό (ψευδώνυμο του Παύλου Θωμόπουλου) τον έμαθα από μια φίλη. Ήταν, τότε, στο μεγάλο διάστημα της καραντίνας, που παρακολούθησα ένα διαδικτυακό σεμινάριο γραφής και θυμάμαι οι συμμαθητές μου ήταν από διάφορα μέρη της Ελλάδος και κάποιοι ζούσαν στο εξωτερικό. Για την ακρίβεια δεν ήταν σεμινάριο, αλλά συνεργείο όπως ονόμαζε εκείνος τις συναντήσεις κι όλοι μας συνεργοί, που μαθαίναμε ο ένας από τον άλλον, συζητούσαμε για την γραφή και πηγαίναμε όπου μας πήγαινε η κουβέντα, στην λογοτεχνία, στον κινηματογράφο, στον κόσμο γύρω μας, υπαρκτό ή όχι, για εμάς.
Ο Γελωτοποιός είχε γράψει μερικά βιβλία και είχε ένα blog που ανέβαζε κείμενα δικά του και των συνεργών. Γράφω είχε γιατί από τις 21 Αυγούστου δεν βρίσκεται πια μαζί μας, κατοικεί πλέον κάπου εκεί ψηλά. Ήταν μόλις 49 χρονών όταν τον χτύπησε η κακιά αρρώστια και η επιδείνωση δυστυχώς ήταν ραγδαία.
Είναι μεγάλο κρίμα να φεύγουν τόσο νέοι οι άνθρωποι, η απουσία του άφησε ένα μεγάλο κενό στην οικογένειά του και στην δημιουργία του. Στεναχωρήθηκα πολύ όταν έμαθα το νέο γιατί πέρα από όλα αυτά χάθηκε από την ζωή ένας Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο χωρίς ίχνος υπερβολής ή συγκίνησης από την μεριά μου. Χαίρομαι πραγματικά που είχα την δυνατότητα να τον γνωρίσω κι από κοντά σε μια συνάντηση συνεργών στην Θεσσαλονίκη (που την συνδύασα και με μια συνάντηση της Λέσχης του Bιβλίου), ήταν ένας άνθρωπος με σπάνια ψυχή, απλός, αγνός, δοτικός, αληθινός, ένας άνθρωπος που σου δημιουργούσε μέσα σου μια ελπίδα για ό,τι καλό υπάρχει στον κόσμο.
Αν θέλετε να διαβάσετε κείμενα του, στο διαδίκτυο μπορείτε να βρείτε πάρα πολλά, θα τον χαιρετίσω με μια παράγραφο από ένα κείμενό του που λέγεται "Ο ευτυχισμένος Σίσυφος":
"Σαν να φτιάχνεις ένα κάστρο στην άμμο (και να το κάνεις όσο πιο όμορφο μπορείς), έτσι είναι η ζωή. Σαν να σπρώχνεις έναν βράχο στο βουνό, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει κανένα άλλο νόημα, πέρα απ’ την ομορφιά της βούλησης σου ενάντια στην εντροπία των θεών. Να ξέρεις ότι εσύ μόνος σου, εσύ για λίγο, για μια μέρα, για ογδόντα χρόνια στην καλύτερη περίπτωση, στάθηκες χαμογελώντας, έγινες ευτυχισμένος κι έστησες μια όμορφη ζωή στην άμμο του χρόνου."
Και ένα τραγούδι από εκείνον, μόνο φωνή και κιθάρα. Γράφει σε ένα σχόλιο μέσα στο youtube: "Τις προάλλες έψαχνα κάτι στο συρτάρι και βρήκα το CD. Δεν ήταν φωτογραφία, δεν ήταν εικόνα, ήταν η αναπαράσταση της φωνής και της μουσικής, του συναισθήματος, 17 χρόνια πριν. Άκουγα την ηχογράφηση σε λούπα όλο το βράδυ, βουρκωμένος. Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που τραγουδάει; Νομίζω ότι τραγουδούσα έτσι όπως γράφω. Όχι πολύ καλά, αλλά με συναίσθημα. Το ευχαριστιέμαι, το νιώθω."
Πήγαινα για λίγο καιρό να κουρευτώ σε έναν κομμωτή ονόματι Μιχαήλ (πολύ σύντομα το γύρισα για πάντα σε μπαρμπέρη) ο οποίος αγαπούσε την καλή μουσική, είχε μουσική ραδιοφωνική εκπομπή κτλ. και γενικά, προβαλλόταν ως ψαγμένος με την μουσική.
Οπότε, πάω μια μέρα να κουρευτώ κι έχω μαζί κάποιο άλμπουμ των Pink Floyd από τα "δύσκολα" (υποθέτω το "Ummagumma"). --Να ήταν βινύλιο; να ήταν CD; το βρίσκω πιο πιθανό να είχε CD player από πικάπ στο μαγαζί, όμως για κάποιον λογο νομίζω πως είχα το βινύλιο-- Το βλέπει, συζητάμε για λίγο σχετικά, και μου λέει να το βάλουμε να το ακούσουμε. Του λέω «Μιχαήλ, είναι δύσκολο άλμπουμ. Ίσως δεν είναι καλή ιδέα.» Όμως ο Μιχαήλ επέμενε, κι όσο εγώ εξέφραζα επιφυλάξεις να μην το βάλουμε γιατί είναι απαιτητικό άκουσμα, τόσο αυτό σαν να τον ερέθιζε ακόμη πιο πολύ (διότι αφού είναι «ψαγμένος», πώς γίνεται να μην μπορέσει να ακούσει τα «απαιτητικά και τα δύσκολα») και έτσι, παρότι οι επιφυλάξεις μου ήταν ειλικρινής, το έβαλε να παίξει.
Ε και ξεκινά (προφανώς το A Saucerful of Secrets) με κάτι ατελείωτες κακοφωνίες. Με κουρεύει και στο μαγαζί γεμίζει φλοϋδικό ορυμαγδό, και δυνατά, διότι μετά την τόση επιμονή ντρεπόταν πια ακόμη και να κατεβάσει την ένταση. Και εντωμεταξύ η κακοφωνία μοναχά κορυφώνεται, κι ακόμη κι όταν κάποια βασανιστική στιγμή επιτέλους μπει η ρυθμική ντραμς του Nick Mason, η κακοφωνία συνεχίζει να επιστρέφει.
Ευτυχώς δεν ήταν άλλος κανείς και δεν μπήκε άλλος κανείς. Ο Μιχαήλ με κούρευε σαν να μην συμβαίνει τίποτε, δίχως να μιλάμε, μέσα στην τόση βαβούρα, σε μια εικόνα τελείως σουρεαλιστική. Πιστεύω πως μετάνιωσε βαθιά, αλλά φυσικά δεν έβγαλε κιχ! Ευχαρίστησα για το κούρεμα, πλήρωσα, πήρα τον δίσκο (πιστεύω πως κρυφά αναστέναξε με ανακούφιση) κι αποχαιρέτισα.
Σε κάποια άλλη χώρα όπου βρέχει πολύ… ασταμάτητα… όμως δεν σου το λένε πριν πας… το ανακαλύπτεις μόνος, ήδη πρώτη μέρα εκεί… και κάθε μέρα… Έδινα λοιπόν πολλά χρήματα σε ομπρέλες γιατί τις έχανα… κυρίως τις ξεχνούσα σε τρένα ώσπου μια μέρα ανακάλυψα το Γραφείο Απολεσθέντων… Βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, παραδόξως κάπως μακριά απ' τον σταθμό και πουλούσε σε πολύ καλές τιμές όλα αυτά που απομένουν ξεχασμένα μεσ' στα βαγόνια όταν τα τρένα σταθμεύσουν… Είναι απίστευτο τι ξεχνάνε οι άνθρωποι εκεί… κοιτούσα τα τιμαλφή κλειδωμένα πίσω απ' το τζάμι και μπροστά μου γεννιόνταν φανταστικές ιστορίες… ένα δαχτυλίδι μονόπετρο κι έβλεπα μια θλιμμένη γυναίκα να το παίζει νευρικά στο χέρι και πριν βγει να το παρατάει στο τραπεζάκι… τι της έκανε; πιο δίπλα ένα ολόχρυσο ρολόι… σε τιμή ευκαιρίας κι αυτό… μα γιατί να βγάλεις ένα ολόχρυσο ρολόι από το χέρι; Πολλές ομπρέλες μέσα σε ένα μεγάλο καλάθι… διάλεξα μια διάφανη, κάπως γελοία… Αγόρασα επίσης ένα αταίριαστο καουμπόικο καπέλο –ποτέ δεν είχα φορέσει καπέλο ως τότε– και μια φωτογραφική μηχανή… μια Olympus εάν θυμάμαι καλά, μια από αυτές που παίρνουνε φιλμ… ήταν πριν έλθουν οι ψηφιακές... Όλα φθηνά... καταλαβαίνεις... Έξω και πάλι έβρεχε… Φόρεσα το καπέλο, άνοιξα την ομπρέλα, ρύθμισα την μηχανή κι έδωσα σ' έναν περαστικό να με βγάλει. Είναι αυτή η φωτογραφία για την οποία με ρώτησες… Φυσικά την ομπρέλα την ξέχασα και πάλι σ' ένα τρένο… ζήτημα να έμεινε μια βδομάδα στα χέρια μου… Κάποιαν άλλη μέρα, στην στάση, κάποιος μου κολάκεψε το καπέλο και του το χάρισα… όσο για την μηχανή μού την κλέψανε σε κάτι διακοπές και τελικά κατάλαβα πως υπάρχουν πράγματα που ποτέ δεν ανήκουνε σε κανέναν… χάνονται, βρίσκονται, χαρίζονται και συνεχώς περνάνε από χέρι σε χέρι σ' ένα δικό τους ταξίδι… όμως πιάστηκα και πάλι να φλυαρώ… σε κούρασα; συγχώρεσέ με…
Την Λους την γνώρισα σε μαθήματα τανγκό. Ήταν όπως το όνομά της γεμάτη φως στο πρόσωπο, στον χαρακτήρα και στην καρδιά. Ήταν από την Αργεντινή. Όταν βρεθήκαμε ο ένας απέναντι στον άλλον, καβαλιέρος και ντάμα, της είπα «Πόσο παράξενο να μαθαίνει μια Αργεντινή τανγκό σε μια χώρα στα βάθη της Ασίας» και γελάσαμε.
Αρχίσαμε να βρισκόμαστε και ένα απόγευμα της είπα κι ήρθε σε ένα μαγικό καφέ, μέσα στο τροπικό δάσος, με συστάδες μπαμπού και παράξενα αντικείμενα αραδιασμένα, σαν βγαλμένα από όνειρο. Μαζευόμασταν τα Σάββατα και παίζαμε αφρικανικούς ρυθμούς σε κρουστά. Έπειτα καθίσαμε σε ένα τραπεζάκι και μιλούσαμε για ώρες. Είχε νυχτώσει και σηκωθήκαμε να φύγουμε. Κάτι της έλεγα μέσα από ένα “stream of consciousness” που με έβγαλε σε μια κατακλείδα. Της λέω με κάποια ένταση, "ίσως γι’ αυτό υπάρχουν κι όλα τα κακά, γιατί μέσα από αυτά παίρνουν αξία τα καλά όταν συμβαίνουν". Άρχισε να κλαίει γοερά. Την πήρα στην αγκαλιά μου.
Η Λους βρισκόταν κι αυτή σ’ ένα μεταίχμιο όπως κι εγώ, και αρκετοί άλλοι που αναπόφευκτα βρισκόμασταν σαν ομοεθνείς, παρότι από διαφορετικές αφετηρίες. Άνθρωποι που αφήναμε την ζωή μας πίσω για ένα ταξίδι μακρύ και τυχαίο, όχι πολύ μακριά από εκείνο το αγαπημένο «Ταξίδι στην Ανατολή». Η Λους άφησε πίσω της, λόγω βίζας, μια χώρα όπου είχε οργανώσει μια όμορφη ζωή, πέταξε πάνω από έναν ακόμη ωκεανό, και βρέθηκε να ταξιδεύει σε μισοτυχαία στίγματα πάνω στον χάρτη. Κάποια στιγμή έβαλε έναν σκοπό να πάει να πάρει την ιταλική ιθαγένεια, από κάποια καταγωγή της, όμως ο νόμος άλλαξε, κι ακόμη κι αυτός ο μικρός στόχος εξαϋλώθηκε.
Έμεινε πολλην ώρα μέσα στα χέρια μου. Ήμασταν όρθιοι κι είχε βραδιάσει για τα καλά. Εκεί γίναμε φίλοι.
Την επομένη ξεκινήσαμε πεζοπορία προς έναν βουδιστικό ναό στο βουνό, μέσα στο τροπικό δάσος. Στο μονοπάτι την ρώτησα αν ήθελε να της απαγγείλω κάτι στα Ισπανικά καθώς γενικότερα ξέρω ποιήματα κι ίσως και πεζά από μνήμης. Ή αν ήθελε αυτή να απαγγείλει κάτι. Μου είπε πως δεν ήξερε τίποτα. Τότε της είπα να μάθουμε μαζί την "Σερενάτα" του Λόρκα, που είναι ένα μικρό κι όμορφο ποίημα. Την είπαμε ξανά και ξανά, καθώς περπατούσαμε, μέχρι που την αποστηθίσαμε κι οι δύο. Μου λέει, είναι το πρώτο ποίημα που μαθαίνω από έξω.
Ο ναός ήταν κι αυτός μαγικός. Ο μισός ήταν φυσική πέτρα κι ο άλλος μισός χτισμένος με μεγάλα ανοίγματα μπροστά από το ποταμάκι. Πήγαμε πιο πέρα και σε μιαν άκρια στο πουθενά ένας μικρός Βούδας κρατούσε την παλάμη προς τα πάνω. Κάποτε ένας μοναχός μου εξήγησε τους συμβολισμούς μα δεν θυμόμουν. Έβγαλα ένα κολιέ από λουλούδια που ένα κορίτσι μου χάρισε εχθές και το άφησα προσφορά στην ανοιχτή παλάμη. Ξαπλώσαμε ανάσκελα και τεμπελιάσαμε πάνω στην πέτρα, δίπλα σε ένα ρυάκι που κελάρυζε μαζί με τα σκόρπια τιτιβίσματα από εξωτικά πουλιά, που έρχονταν μέσα από την πυκνή ψηλή βλάστηση.
Όταν έφυγα από την πόλη μας, της άφησα πίσω την κιθάρα και το γιουκαλίλι μου κι ένα καπέλο. Της λέω, φύλαξε τα όργανα και το καπέλο κράτησέ το για σένα. Δήθεν θα επέστρεφα μα ο επόμενος δρόμος άρχισε να με βγάζει από χώρα σε χώρα, και πέρα από θάλασσα. Κάποια μέρα ήρθε η ώρα να φύγει κι αυτή. Της έγραψα να αφήσει τα όργανα στο μαγικό καφέ και να τους πει πως τάχα θα επέστρεφα να τα πάρω μια μέρα.
Μου έστειλε ένα φωνητικό μήνυμα με μια φωτογραφία, το φωτεινό της χαμόγελο δίπλα σε έναν γελαστό άντρα που φορούσε το καπέλο μου, πάνω στην κίνηση:
"...όσο για το καπέλο... Λοιπόν, μου είχες πει πως μπορώ να το κρατήσω και το πήρα και το φορούσα. Και για κάποιον λόγο, έπεσε από το κεφάλι μου καθώς περπατούσα, δίπλα σε αυτόν τον τύπο. Και σκέφτηκα πως το καπέλο ήταν πια γι' αυτόν. Είπα: Οκ, ας το δώσω παραπέρα σε κάποιον που μοιάζει να το χρειάζεται. Κι έτσι του το δώρισα. Κι ήταν τόσο χαρούμενος με το καπέλο! Εγώ το φόρεσα αρκετά. Έχω τόσες πολλές φωτογραφίες με αυτό. Ήταν ένα καλό καπέλο! Μια αλυσίδα..."
Το σημείο όπου στέκονταν οι δυο τους, όπου έπεσε το καπέλο, ήταν από μια σύμπτωση το σημείο όπου έβγαλα την πρώτη μου φωτογραφία σε εκείνη την πόλη.
Και θυμήθηκα εκείνο που είχα γράψει κάποτε σ’ ένα μεταφυσικό διήγημα για έναν Άνεργο Φάρο κι έναν φαροφύλακα, ίσως λίγο προφητικά στο πνεύμα της ταινίας "The Lighthouse" που γυρίστηκε 10 χρόνια αργότερα. Από τα πολλά στα πολύ γεμάτα συρτάρια μου. Το απόσπασμα που έβαλα εδώ, στην αρχή, με τα μπλε γράμματα.
Με ενέπνευσε η διήγησή σου όποτε θα σου πω μια χθεσινοβραδινή εξελιξη ιστορίας που η αφορμή δοθηκε την προηγούμενη Τετάρτη αλλά μια σειρα συνειρμων, χθες, με πηγε πισω κι ακομη παρα πίσω και μετα στο παρον χθες και αφορμή ηταν ενας επισης ποιητης, ενα πολυαγαπημενο τραγούδι
Που λές, @Φαροφύλακας , στο προηγούμενο μαθημα που ειχα, λεω στην Αλις,
Αλις, δεν αφηνουμε στην ακρη το dedication και να δούμε εναν Cohen?
Στο ακορντεόν. (για να μην χαωθεις με τη δημιουργικη μου ασάφεια).
Οσος, λιγος, χρονος μας είχε απομεινει, μου εβγαλε ενα μερος του στο πενταγραμμο κι εγω, όσο με πηρε ο χρονος, απο Τεταρτη σε Τετάρτη, επαιξα το δεξι μονο. Κι όσο το επαιζα, ήταν γνωριμη η μελωδια μεν, ομως ημουν σιγουρη οτι κατι εχει διαφυγει, γιατι το ξερω το κομμάτι, ξερω πολύ καλα τον ρυθμο του και την εξέλιξή του. Κι εχθες, της κατεθεσα τις αποριες μου, εκανε διορθωσεις και γραψαμε το υπολοιπο, οποτε, παίζοντάς το πια σωστα, χθες στο μαθημα, κι ανανγωρίζοντάς το σε καθε του νότα, μου ηρθε μια αναμνηση απο μια φωνή, πολλα χιλιόμετρα μακρια, να το τραγουδάει σε κιθάρα κι ακουγοντάς τον, θυμάμαι να σκεφτομαι, μα τι ωραια που εκφέρει αυτό το an olive branch και μετά, λιγο παρακάτω, το I only know the limits of, με μια πολύ στακάτη παυσουλα ανάμεσα στο limits και το of, ενω, οσο συνεχιζαμε, με πηγε ακομη πιο πισω, σε καταπιεσμένη μαλλον αναμνηση, μικρή, να με εκνευριζει πάρα πολύ η εισαγωγη του, οταν το ακουγε ο μπαμπάς μου
παρεμπιπτοντως και τον Καββαδια, φανατικα
, τοσο που το αντιπαθουσα, αυτο το κομμάτι, που, οπως και το FGL, ειναι ενα υπέροχο ποιημα, σαν ολα τα κομμάτια του Cohen
Dance me to your beauty with a burning violin
Dance me through the panic 'til I'm gathered safely in
Lift me like an olive branch and be my homeward dove
Dance me to the end of love
Dance me to the end of love
Oh, let me see your beauty when the witnesses are gone
Let me feel you moving like they do in Babylon
Show me slowly what I only know the limits of
Dance me to the end of love
Dance me to the end of love
Dance me to the wedding now, dance me on and on
Dance me very tenderly and dance me very long
We're both of us beneath our love, we're both of us above
Dance me to the end of love
Dance me to the end of love
Dance me to the children who are asking to be born
Dance me through the curtains that our kisses have outworn
Raise a tent of shelter now, though every thread is torn
Dance me to the end of love
Dance me to your beauty with a burning violin
Dance me through the panic 'til I'm gathered safely in
Touch me with your naked hand or touch me with your glove
Dance me to the end of love
Dance me to the end of love
Dance me to the end of love
με το φλεγόμενο βιολι και τους μάρτυρες, ενα ποιημα που δεν ειναι αυτό που φαινεται. δηλαδή υμνος στην αγάπη αλλά μαλλον στην απώλεια, και τελος πάντων, μετα, φευγοντας απο κει ειχα τόση χαρά για το τραγουδι, για το τι θυμηθηκα, αμφότερες οι αναμνησεις φορτισμένες με αντιθετα προσημα, εξισου όμορφες στα ματια μου ομως.
Παντα θα δυσκολευομαι, νομιζω, να αποστηθιζω ετσι μεγαλα τραγουδια, ποιήματα, συνεχως μπερδευομαι.
Νομιζω μονο το Guevara θυμαμαι απνευστι, κι αυτό, μεσα στο τραγουδι, ωστε η μελωδια να μου φερει τον στιχο.
Αντε, και τo Εσμεράλντα.
Μου έφερες στο μυαλό ένα απόσπασμα από μια παλιά συνέντευξή του όπου η δημοσιογράφος τον ρωτάει αν σκέφτηκε ποτέ ν' αλλάξει τ' όνομά του, κι αυτός απαντά πως σκέφτηκε να το αλλάξει σε "Σεπτέμβρης". Είναι τόσο γοητευτικός εκεί.
Ιδού και προσπάθησε να μην τον ερωτευτείς (αν δεν το έχεις ήδη κάνει )
Κάθε μέρα έχει τις δικές της μικρές ιστορίες που ήδη την αύριο αντικαθίστανται με καινούργιες. Όποιος θέλει ας καταθέσει. Θα πρότεινα μοναχά ιστορίες δίχως σχόλια έπειτα.