Με ποιο τρόπο συγγράφουμε;

Αφορμή για να ξεκινήσω αυτό το νημάτιο απετέλεσε το βιβλίο "Ο Μπρεχτ ερμηνεύει Μπρεχτ" (Εκδόσεις Νέα Σύνορα). Πρόκειται για ένα έργο όπου ο γνωστός συγγραφέας προχωρά σε ερμηνεία και ανάλυση του τρόπου με τον οποίο προσέγγισε και ανέπτυξε τους χαρακτήρες του σε μια σειρά από θεατρικά του έργα.

Διαπίστωσα λοιπόν ότι ο Μπρεχτ έκανε προσχέδια για τα θεατρικά του έργα και αυτό φαίνεται σε διάφορα σημεία της εργασίας του. Είναι χαρακτηριστική η αποστροφή: "Στο έργο μου ήθελα να γίνεται ορατή αυτή η καθαρή ηδονή του αγώνα. Ηδη κατά το προσχεδίασμα πρόσεξα ότι ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να προκληθεί και να διεξαχθεί ένα λογικός αγώνας, δηλαδή σύμφωνα με τις τότε απόψεις μου, ένας αγώνας που ν' αποδεικνύει κάτι".

Βλέπουμε δηλαδή ότι ένας συγγραφέας του μεγέθους του Μπρεχτ δεν στέκεται στη δύναμη της δημιουργίας της στιγμής, αλλά δημιουργεί ένα προσχέδιο κι έναν στόχο που θέλει να προσεγγίσει γράφοντας.

Βέβαια, ο Μπρεχτ με το έργο του ήθελε να ξεσηκώσει τους Γερμανούς "προλετάριους" της προπολεμικής εποχής. Ηθελε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη γέννεση μιας καινούργιας εποχής για τις λαϊκές μάζες. Συνεπώς είχε αρχικά ένα στόχο κοινωνικό και δευτερευόντως λογοτεχνικό.

Κι έρχομαι στο νημάτιο τούτο.
Στη Λέσχη μας πολλά πρόσωπα γράφουν και γράφουν με τη σκέψη στην έκδοση, στο μέλλον, στην πνευματική παρακαταθήκη, στην προσωπική εκτόνωση ή ό,τι άλλο.

Θα είχε ενδιαφέρον να διερευνήσουμε και να αποκαλύψουμε τις δικές μας τεχνικές.

Με ποιο τρόπο συγγράφετε καλοί μου φίλοι; Κάνετε προσχέδια, έχετε κάποιο στόχο; ή απλώς ακολουθείτε την έμπνευση της στιγμής;

Για να μη μακρύνει το εισαγωγικό μου σημείωμα, τις δικές μου μεθόδους θα τις γράψω στη συνέχεια, ως απάντηση, μαζί με τις δικές σας αναρτήσεις.
 
Η πρώτη μου επαφή με το χαρτί ήταν καθαρά από ανάγκη. Ανάγκη να εκφραστώ χωρίς να με διακόπτουν.
Μεγάλο όπλο η συγγραφή, γράφεις αυτό που πιστεύεις, δεν έχεις αντίλογο και συχνά η αλήθεια σου είναι από ελαφρώς στρογγυλεμένη ως βαθιά διαστρεβλωμένη.
Και το σημαντικότερο; Έχεις το χρόνο και το ελεύθερο να πάρεις πίσω όσα «είπες» σε μια στιγμή αδυναμίας και να τα αλλάξεις, να πεις κάτι άλλο, αποτέλεσμα μιας άλλης, πιότερο ώριμης ή επιπόλαιης σκέψης.
Με μία λέξη ελευθερία. Έτσι θα χαρακτήριζα τον τρόπο που γράφω.
Ελευθερία από τα μέσα μου που φουσκώνουν και απειλούν να με πνίξουν.
Ελευθερία από τη φίμωση της γλώσσας.
Η γεμάτη γοητεία ελευθερία του μονόλογου που μου δίνει μπόι.

Η έκδοση είναι πάντα η δεύτερη ή τελευταία σκέψη.
Ποτέ όμως η πρώτη.

Με σεβασμό.

Εξαιρετικό το νήμα σου Μονόκερε. :προσκυνώ:
 
Αγαπητέ Ροδίτη καλησπέρα κι από δω.
Υπέροχο θέμα, όπως λέει κι ο Άγγελος παραπάνω.
Περίμενα ώρα, να δω αν θα τολμήσουν γενναίοι ν' απαντήσουν. Μπορεί ναι, μπορεί όχι.

Θα έλεγα κάτι άλλο. Αν ο δισταγμός δεν είναι η αποκάλυψη των ιερών μυστικών και είναι η σκέψη: «δεν είμαι κάτι σημαντικό, δεν είμαι συγγραφέας», θα έλεγα πως, η δημιουργία δεν είναι των λίγων, των «άλλων», είναι όλων, είναι δική σου / δεν υπάρχει ίδια σ' ολόκληρο το πλανητικό αχταρμά.

Τρόποι; Πολλοί.
Ένα μικρό, χαζό παράδειγμα.
Σήμερα (και σήμερα δηλαδής), έβλεπα πιπίνια στο διάβα μου, τι κορναρίσματα, τι στρίψιμο της κεφάλας μου έκανα, τι εικόνες... ψυχικής ανάτασης.
Ε, αυτό, γουστάρω να το βάλω σ' ένα μπλοκάκι να μην το ξεχάσω, τα σκέφτομαι όλα αυτά με τρελό κέφι. Δεν χρειάζεται να είμαι κάτι, είμαι εγώ. Σκέψεις και χαρτί.
Μετά είναι τα δύσκολα, αν πας παρακάτω -εδώ ας απαντήσουν καταλληλότεροι απ' την αφεντιά μου.
Για τα επόμενα, θα έλεγα:
Δουλειά, δουλειά, δουλειά.
 
Ξεκίνησα αυτό το νήμα γιατί βλέπω ότι πολλά πρόσωπα στο φόρουμ έχουν τη συγγραφή σε πρώτη σειρά.

Ξεβράκωμα...
Προσωπικά συνήθως ξεκινώ από μια βλακεία. Σκέφτομαι κάτι και το βάζω στο χαρτί. Δεν υπάρχει σχέδιο, δεν υπάρχει τίποτα. Όποτε έχω δυνατότητα (κάθε μέρα), προσθέτω στο κείμενο και αυτό μεγαλώνει σιγά - σιγά. Η ιστορία ξετυλίγεται από μόνη της και μάλιστα χωρίς να μπορώ να προδικάσω το τι θα ακολουθήσει.
Εχω διαπιστώσει ότι έρχεται κάποια στιγμή που για να προχωρήσει το κείμενο πρέπει να αναιρέσω προηγούμενη πλοκή, διότι θα έρθουν σε αντίθεση τα "πρώτα"με τα "ύστερα".
Ολο αυτό το ανορθόδοξο δεν με προβλημάτιζε, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, καθώς δεν είχα στη σκέψη την έκδοση.
Τώρα που έχω αρχίσει να νιώθω την ανάγκη κάποια κείμενα να διαβαστούν και από τρίτα πρόσωπα έχω αναθεωρήσει τη μέθοδο αυτή.
Το πρόβλημα είναι πως διαβάζοντας κείμενα περασμένων χρόνων, διαπιστώνω ότι δεν μου αρέσουν. Ετσι, εξαιτίας αυτής της αυτοκριτικής, περιμένω να δω πότε θα ωριμάσει αυτή η ευλογημένη η γραφή μου, μπας και δοκιμάσω κάτι παραπάνω.
Λόγω της παραίνεσης μιας φίλης από το φόρουμ, έστειλα ένα κειμενάκι σ' έναν εκδοτικό οίκο (είμαι τώρα στην αναμονή) αλλά ήδη το έχω μετανιώσει γιατί σκέφτομαι ότι στο τέλος αυτό που έστειλα ήταν μια χαζομάρα :)
Αυτό ήταν και το δικό μου ξεβράκωμα. Σπάνια μιλάω για τον εαυτό μου, αλλά είπα να κάνω τώρα την επανάσταση, την αλλαγή και να γράψω για να παρακινήσω εσάς κάνετε το ίδιο... έτσι για να μοιραστούμε τις χορδές μας.
 
Πρώτα απ' όλα Μονόκερε σου εύχομαι καλή τύχη για την απόφασή σου για έκδοση και δεύτερον δεν πρέπει να υποτιμάς τον εαυτό σου! :))

Αν η ιστορία μου είναι μεγάλη τότε σίγουρα θα υπάρξει και κάποιο προσχέδιο από πίσω, κυρίως στη βασική πλοκή και επίσης ένα μικρό ιστορικό για τους πρωταγωνιστές. Πάντως δεν αρχίζω να γράφω αν δεν σκεφτώ πρώτα ΤΙ θα γράψω οπότε τα περισσότερα πράγματα δεν αποτυπώνονται στα κουτουρού. Και ναι, η παραμικρή λεπτομέρεια μετράει! Το αν έχω κάποιο στόχο όταν γράφω δεν το έχω ανακαλύψει ακόμη, αλλά προσωπικά με έχει βοηθήσει να καλυτερεύσω την γραπτή μου έκφραση που είναι πιο εύστοχη από την προφορική :)

Μια έμπνευση της στιγμής μπορεί να είναι ένας μικρός διάλογος μεταξύ των χαρακτήρων, κάτι που νομίζω ότι θα ''ταιριάξει'' στην σκηνή ή μια απλή περιγραφή ενός προσώπου ή κτιρίου. Κατά το γράψιμο δε γνωρίζεις τι σου γίνεται και πολλά μπορεί να σε βρουν κατακέφαλα. :))

Έχω ακούσει πως χρησιμοποιείται η τεχνική ''κάθομαι και ακούω'' από πάρα πολλούς. Δυστυχώς πιστεύω πως τέτοια τεχνική είναι άχρηστη, μιας κι όταν μιλάμε χρησιμοποιούμε όχι μόνο λεκτική γλώσσα, αλλά και τη γλώσσα του σώματος κάτι που είναι πολύ δύσκολο ή σχεδόν ακατόρθωτο να γράψουμε.

Να ένα παράδειγμα:
- Δεν θα 'ρθει ο Κώστας;
- Αυτός δεν...
- Α, κατάλαβα...

Σε περίπτωση που διαβάσει αναγνώστης αυτόν τον σύντομο διάλογο είναι αυτονόητο ότι δε θα καταλάβει απολύτως τίποτα.

Όπως είπε κι ο Στρατής πιο πάνω, το παν είναι η ΔΟΥΛΕΙΑ. Το διάβασμα και γράψιμο είναι οι πραγματικοί σου φίλοι στο ταξίδι της συγγραφής. :)
 
Να ένα παράδειγμα:
- Δεν θα 'ρθει ο Κώστας;
- Αυτός δεν...
- Α, κατάλαβα...

Σε περίπτωση που διαβάσει αναγνώστης αυτόν τον σύντομο διάλογο είναι αυτονόητο ότι δε θα καταλάβει απολύτως τίποτα.
Καλησπέρα μεγαλειότατε... ;)

Το να βάλεις ένα διάλογο στο χαρτί είναι πράγματι πολύ δύσκολο. Πολλές φορές μάλιστα μπορεί εσύ να το ξαναδιαβάζεις μετά και να σου φαίνεται κατανοητό, επειδή ξέρεις τι είχες στο μυαλό σου όταν το έγραφες. Όταν όμως το δώσεις να το διαβάσει κάποιος τρίτος θα δεις ότι δύσκολα θα καταλάβει αυτό που θέλεις να περάσεις ή μπορεί να το ερμηνεύσει τελείως διαφορετικά.

Οι διάλογοι βέβαια είναι αναπόφευκτοι σε μία ιστορία γιατί έχουν και αυτοί τη γοητεία τους.
Θεωρώ πως οι διάλογοι έχουν περισσότερο ανάγκη από παρεμβολές του συγγραφέα ώστε να μεταφέρει καλύτερα την ατμόσφαιρα.

Θα προσπαθήσω να κάνω κάποιες αλλαγές που μπορεί να αλλάξουν τελείως το παράδειγμα που μας έδωσες:

"Δεν θα 'ρθει ο Κώστας;" Ρώτησα γεμάτος αγωνία και κρεμάστηκα από τα χείλη του Αντώνη. "Αυτός δεν..." Μου αποκρίθηκε χωρίς να καταφέρει να ολοκληρώσει τη φράση του. "Α, κατάλαβα..." Του έγνεψα με νόημα, δεν υπήρχε πια λόγος να υποκρινόμαστε, ο Κώστας δεν θα ξανά ερχόταν ποτέ.


Εξάλλου θεωρώ πως τελικά ο τρόπος που γράφει κάποιος είναι μοναδικός. Αν νιώσεις πως μπορείς και θέλεις να γράψεις, αυτό σημαίνει πως έχεις ήδη βρει μέσα σου τον τρόπο. :)
 
Αφου μου ειναι αδυνατο

Να μιλησω για αυτα δειχνοντας το προσωπο μου,ας τα γραψω εδω να τα διαβασουν ισως ατομα που ποτε δεν θα δουν το προσωπο μου.Βεβαια αυτο θαχει σαν συνεπεια να ακολουθησει μακρα σιγη,μετα απο αυτο δεν θα νιωθω καλα να γραψω εδω κατι.Ισως μετα μηνες γραψω για βιβλια που διαβασα σχετικα προσφατα και αξιζουν να επιλεγουν.
Ξεκινησα να γραφω πριν δωδεκα περιπου χρονια,την εποχη της ευμαρειας,της αθωοτητας και της γενικης αισιοδοξιας.Τα βραδυα τοτε,εμπαινα σε ενα φορουμ οπου οι παντες εγραφαν ποσο καλοι ανθρωποι ειναι,ποσο αγαπουν τους συνανθρωπους τους γιαυτο και αξιζουν την αγαπη των αλλων μελων.Κατι σαν πρωιμο φεησμπουκ,δηλαδη μια αηδια.Απο αντιδραση ξεκινησα να γραφω ιστοριουλες για λιγοτερο αγαπησιαρικες και αγκαλιστικες πλευρες της ζωης.
Μετα ηλθε η κριση και το 2015.Ενιωσα βαθια ταπεινωμενος που η πατριδα μου εγινε και επισημα πλεον προτεκτορατο με την υπογραφη ολων των μεγαλων κομματων της Βουλης.Ακομα χειροτερα που κανεις εξω στην πολη μου δεν μιλουσε γι αυτο.Οι κουβεντες ηταν για μισθους και συνταξεις που τους κοψανε,για δουλειες που χασανε,για μπαλα και γκομενες μα κανεις δεν εδειχνε να φερει βαρεως που η χωρα του καταντησε μια ξεφτιλισμενη αποικια των Γερμανων και των Αμερικανων.
Απομονωθηκα και εψαχνα την Ιθακη,την οαση και ουτοπια μου στο γραψιμο.
Αρχισα εχοντας στο νου μου να γραψω μια σειρα απο νουβελες.
Η πρωτη ηταν μια μυθοπλασια στηριγμενη και σε πραγματικα στοιχεια για την πολη μου δεκαπεντε περιπου χρονια μετα την ληξη του εμφυλιου.Τοτε που οι περισοτεροι ανθρωποι ζωντας φτωχικα,παλευαν να προασπισουν την αξιοπρεπεια,το φιλοτιμο,τα πιστευω τους.
Η δευτερη ηταν για εναν εβδομηνταχρονο Γαλλο πρωτοπυγμαχο πριν τον πολεμο,εθελοντη στον ισπανικο εμφυλιο,τον συναντησα το 1977,ενας απο τους σημαντικωτερους ανθρωπους που περασαν απο την ζωη μου.Με διδαξε την αγαπη στα βιβλια,να εκτιμω το ωραιο,το καλογουστο,να με διεγειρει η φιλομαθεια.Φιλομαθεια,σημαντικο αυτο για τον ανθρωπο.
Ηταν το μοιραιο λαθος.Δεν γινοταν να γραψω για αυτον τον ανθρωπο,τις συνθηκες που γνωρηστηκαμε χωρις να αναφερω ενα δεκαεπταχρονο κοριτσι.
Τον πρωτο και παντοτεινο ερωτα οπως αποδειχθηκε,ας ζησαμε μολις τριαμησι χρονια μαζι και μετα χωρισαμε.
Ομως αφου εγραφα για πραγματικους πλεον ανθρωπους,οφειλα να γραψω αληθειες γι αυτους και οχι οτι ναναι.Τοτε συνειδητοποιησα οτι αυτος που θα τα διαβασει αυτα,ας ειναι μοναχα η ανεψια μου και κανεις αλλος,αν διεκοπτα την αφηγηση εκει και περνουσα σε μια αλλη νουβελα,θα εμενε με μια εντυπωση που θα αδικουσε αυτο το κοριτσι και δεν θα ηταν η πραγματικη εικονα της ζωης της.
Γιατι εγω εγραφα για μια δεκαεπταχρονη,αληθινα ομορφη πορνη του ξενοδοχειου Μιραμαρ,τιγκα στην φιλαρεσκεια,τον σνομπισμο,τα περιπλοκα και μεγαλειωδη σχεδια της και οχι σαν αυτο που ξεκινησε να γινεται διπλα μου,μετα μονη,στο πλευρο αλλου ανδρα και παλι μονη της και χαρακτηριζει το περασμα της απο τουτη την ζωη.Η μεγαλη μανταμ του Μιλιε.Παντα αυτο ηθελε και αυτο εγινε,μια κυρια που θα εμπνεει σεβασμο και θα προκαλει φοβο.
Ετσι επεσα στο ορμητικο ποταμι με μοναδικο στοχο να βγω στην αντιπερα οχθη.Κλειδωνομουν τρια χρονια τις νυχτες στο δωματιο μου,πανω απο το κεφαλι οι μνημες ενα μαυρο,υγρο συνεφο και οι σελιδες πεφταν βροχη.
Οσο εγραφα τοσο κατακτουσα την τεχνικη της γραφης και αρχισαν να μου αρεσουν τα κειμενα μου.
Περι εκδοσης.
Οι Ελληνες,ειδικα τα νεαρα παιδια μαλλον θα το εκλαβουν ως κατι σαν περιπετεια στον Αμαζονιο με τους ανθρωποφαγους.Μακρινοι,παραταιροι ανθρωποι,με αλλους κωδικες,αλλου γι αλλου προσλαμβανουσες ζωης.Οι μεγαλυτεροι σε ηλικια Ελληνες που διατηρουν ακομα μνημες συμβιωσης που υποκειται στους κανονες που οριζει η κοινοτητα,δεν με ενδιαφερουν.Ιδου και ενας καραγατσισμος,αφου κατι εγραψα εδω γι αυτον.Οι λιγοι που ακομα δεν τους εχει παρασυρει το ρευμα του ακρατου ατομισμου-καταναλωτισμου,ισως καπου το βρουν.Μπορει να τους σοκαρει,μπορει κατι να τους αρεσει.Το ελπιζω.
Αν μεταφραστει,οι Γαλλοι εντελως δεν με ενδιαφερουν.Αφορμη ισως να ψαξουν τις λουσατες ντουλαπες της Δημοκρατιας τους για σκελετους.
Με ενδιαφερουν ομως οι πατριωτες των ανθρωπων για τους οποιους γραφω.
Βεβαια θα κολακευθουν.Η αγαπη και η υποληψη στον λαο αυτον δεν κρυβονται.
Και εδω μπαινουμε στα βαθια.Διοτι το να μιλας στους ανθρωπους αυτους γι αυτες τις ομαδες των πατριωτων τους ειναι ταμπου.Ολοι τους γνωριζουν,τους βλεπουν,συνεργαζονται,προσβλεπουν στην συνεργασια και την προστασια τους,καποιοι θα περηφανευθουν που ο γιος τους εγινε μελος μιας τετοιας ομαδας μα κανεις δεν τους ξερει.Μια κουλτουρα αιωνων.Που την οριοθετησε ο Πωλ Καρμπονε,Καρμπον στα γαλλικα,χρονια πριν τον παγκοσμιο πολεμο μιλωντας σε μια συναθροιση κοινοταρχων και δημαρχων.΄΄Ολοι σας διχως καμια εξαιρεση υποχρεουσθε να μας δινετε οτι σας ζηταμε,ολοι σας διχως εξαιρεση οφειλετε να μην μας γνωριζετε και να μην μιλατε για μας αναμεταξυ σας''.Χαρακτηρηστικο πως ντοκυμαντερ της γαλλικης τηλεορασης και το Βικιπαιδεια εχουν τοσες σοβαρες ανακριβειες οταν αναφερονται στα θεματα αυτα.
Δεν θελω καποιος που με θυμαται ακομα να πει,΄΄ε βεβαια μας εκανε τωρα και βιβλιο,ομως τι περιμενες?δεν ηταν δικο μας παιδι,αξιο παλληκαρι,ενα μαλακισμενο Ελληνας που δεν αντεξε κοντα μας και τοκοψε περα νυχτα΄΄.
Αυτο θα με σκοτωνε.
Καλυτερα λοιπον μια αυτοεκδοση των πενηντα αντιτυπων που θα διακινηθη χερι με χερι,ενα βιβλιο κρυφο μιλαει για ανθρωπους χαμελαιοντες,σαν εμφανισθουν στο φως της μερας καιγονται.
 
Last edited:
Με αρκετό καφέ καταρχήν :))) Κατά δεύτερον με αλκοόλ (σε μικρές ποσότητες πάντα για να μη θολώσει το κεφαλι μας) και κατα τρίτον με όσο δυνατόν μεγαλύτερη ευθύτητα.
 
Η γνώμη μου είναι πως αν χρειαστεί προσχέδιο ή όχι, εξαρτάται από το είδος του συγγράμματος.

Αν πχ γράφω διηγήματα, ευθυμογραφήματα, κλπ τι να το κάνεις το προσχέδιο; Κάθεσαι και γράφεις ένα κείμενο που ούτως ή άλλως μικρό θα είναι.

Αν όμως θελήσεις να γράψεις ένα μυθιστόρημα τριακοσίων – τετρακοσίων σελίδων τότε το προσχέδιο είναι απαραίτητο. Κάνεις τον σκελετό κι αρχίζεις σιγά σιγά να χτίζεις το εσωτερικό, μέχρι που το οικοδόμημα σου πάρει μορφή, πάντα βάση του σκελετού σου. Επίσης, μπορείς έτσι να καθορίσεις και τον αριθμό των σελίδων σου, βάζοντας ένα πλαφόν για κάθε κεφάλαιο, χωρίς βέβαια να περιορίζεσαι απ' αυτό, εξαιρώντας σημαντικά πράματα.

Επίσης, αν στην πορεία εμπνευστείς κι άλλα διάφορα, μπορείς κάλλιστα να τα ενσωματώσεις στο οικοδόμημα.

Εγώ, όταν έγραφα στην Γερμανία ευθυμογραφήματα για ένα γερμανικό μηνιαίο περιοδικό, καθόμουν και έγραφα χωρίς προσχέδιο. Έπαιρνα ένα θέμα και σατιρίζοντας έγραφα ότι κατέβαζε η κούτρα μου εκείνη τη στιγμή. Και όλα καλά...

Όταν όμως αποφάσισα να γράψω ένα ιστορικό μυθιστόρημα, έπρεπε πρώτα να προσχεδιάσω, με λίγα λόγια να γράψω την ιστορία μου περιληπτικά, να την χωρίσω σε κεφάλαια προσχεδιάζοντας τι θα περιέχει κάθε κεφάλαιο, και μετά να αρχίσω να ¨γεμίζω¨κάθε κεφάλαιο. Σιγά σιγά έβλεπα το έργο μου να παίρνει μορφή, - και πιστέψτε με – είναι πολύ όμορφη εικόνα αυτή.

Αν τώρα μου κατέβαινε κάτι που ταίριαζε πχ στο 2ο κεφάλαιο ενώ εγώ βρισκόμουν στο τρίτο, ουδέν πρόβλημα. Το ενσωμάτωνα στο 2ο και τέλος.

Για να γίνει κάτι τέτοιο όμως, πρέπει ο συγγραφέας να πλάσει στο μυαλό του όλη την ιστορία του βιβλίου του, ή τουλάχιστον σχεδόν όλη.

Αν είμαι κάπου λάθος, ευχαρίστως να το συζητήσουμε!
 
Top