It’s alright, Ma...(I’m only bleeding), στίχοι, μουσική, τραγούδι Bob Dylan, 1965.
Σκοτάδι μεσ’ στο καταμεσήμερο
Σκιάζει ακόμα και το ασημένιο κουτάλι
Την χειροφτιαγμένη κάμα, το μπαλόνι του παιδιού
Αφανίζει τον ήλιο και το φεγγάρι μαζί
Να καταλάβεις, ξέρεις, αμέσως
Δεν έχει νόημα καν να προσπαθήσεις
Καθώς οι αιχμηρές απειλές παραπλανούν χλευαστικά
Οι αυτοκτονικές κρίσεις τεμαχίζονται
Απ’ το χρυσό στόμιο του τρελού, το κενό κέρας
Παίζει άχρηστες κουβέντες, φουσκώνει για να προειδοποιήσει
πως αν δουλευτής γεννιέσαι, πεθαίνεις δουλευτής
Το κάλεσμα του πειρασμού πετιέται έξω απ’ την πόρτα
Ακολουθείς, βρίσκεσαι σε πόλεμο
Κοιτάς τους καταρράκτες της συμπόνοιας να βρυχώνται
Αισθάνεσαι το θρήνο αλλά αντίθετα από άλλοτε
Ανακαλύπτεις πως κάλλιο να ήσουνα
Ακόμα ένα πρόσωπο που κλαίει
Έτσι, μη φοβηθείς αν ακούσεις
Έναν ξενικό ήχο στ’ αυτί σου
Εντάξει, μαμά, απλά αναστενάζω
Καθώς κάποιοι προειδοποιούν για τη νίκη, άλλοι για την ήττα
Προσωπικές αιτίες μεγάλες ή μικρές
Γίνονται ορατές στα μάτια εκείνων, που καλούν,
Να κάνουν όλους που θα’πρεπε να σκοτωθούν να σέρνονται
Ενώ άλλοι λένε να μη μισείς τίποτα και καθόλου
Εκτός απ’ το μίσος
Απατηλές κουβέντες γαυγίζουν σαν σφαίρες
Καθώς οι θνητοί θεοί έχουν σκοπό τους να βάζουν το σημάδι τους
Κάνουν τα πάντα, από παιχνίδια όπλων που αστράφτουν,
ως Χριστούς στο χρώμα της σάρκας, που λάμπουν στο σκοτάδι,
έτσι που βλέπεις εύκολα, χωρίς να κοιτάς τόσο μακριά,
πως στ’ αλήθεια δεν είναι πολλά αυτά που είναι αγιασμένα
Ενώ κήρυκες κηρύττουν διαβολικά πεπρωμένα
Δάσκαλοι διδάσκουν πως της γνώσης η αναβολές
Μπορεί να οδηγήσουν σε πλακέτες του ενός εκατονταδόλλαρου
Η καλωσύνη κρύβεται πίσω απ’ τις θύρες
Αλλά ακόμα κι ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών
μερικές φορές χρειάζεται να στέκεται γυμνός
Κι ενώ οι κανόνες του δρόμου έχουν το σπίτι τους
Είναι μόνο των ανθρώπων τα παιχνίδα που πρέπει να αποφύγεις
Κι εντάξει, μαμά, θα τα καταφέρω.
Διαφημιστικές πινακίδες σ’ εξαπατούν
Να νομίζεις πως είσαι μοναδικός
Πως μπορείς να κερδίσεις ό,τι δεν κερδίθηκε ποτέ
Ενώ η ζωή έξω συνεχίζεται
Ολόγυρά σου
Χάνεις τον εαυτό σου, επανέρχεσαι
Ξάφνου ανακαλύπτεις πως δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς
Στέκεσαι μόνος χωρίς κανέναν κοντά
Όταν μια τρεμάμενη μακρυνή φωνή, ασαφής
Ξεσηκώνει τα υπνωτισμένα αυτιά σου ν’ ακούσουν
Πως κάποιος νομίζει, πως σ’ ανακάλυψε αληθινά
Μια ερώτηση λάμπει στα μάτια σου
Κι ας γνωρίζεις πως δεν υπάρχει ταιριαστή απάντηση
Που να σε ικανοποιήσει, να σε βεβαιώσει να μην τα παρατήσεις
Να το κρατήσεις κατά νου και να μην λησμονήσεις
Πως δεν είναι αυτός ή αυτή ή αυτοί ή αυτό
στους οποίους ανήκεις
Μολονότι οι αφέντες κάνουν τους κανόνες
Για τους σοφούς και τους τρελούς
Δεν έχω τίποτα, μαμά, αντάξιο του για να ζήσω
Γι’ αυτούς που πρέπει να υποκλίνονται βαθιά στην εξουσία
Που δεν σέβονται σε κανένα βαθμό
Αυτόν που απεχθάνεται τις δουλειές τους και τα πεπρωμένα τους
Μιλούν ζηλόφθονα γι’ αυτούς που είναι λέφτεροι
Καλλιεργούν τα άνθη τους για να υπάρχουν
Σαν τίποτα περισσότερο από ό,τι μια επένδυσή τους
Ενώ μερικοί που βαφτίζονται σε αρχές
Σε δεσμούς αυστηρών κομματικών δογμάτων
Σε κοινωνικές συντροφιές καμουφλαρισμένα ναρκωτικά
Οι απ’ έξω μπορούν ελεύθερα να επικρίνουν
Να μη λένε τίποτ’ άλλο εκτός του ποιόν θα κάνουν είδωλο
Και μετά να λένε “Ο Θεός να τον ευλογεί”
Ενώ κάποιος που τραγουδά με φλογισμένη γλώσσα
Γαργαρίζει προς τη χορωδία της ράτσας των αρουραίων
Βγαίνει παραμορφωμένος απ’ τις τανάλιες της κοινωνίας
Δεν νοιάζεται να πάει πιο ψηλά
Αλλά κάλλιο έχει να σε τραβά κάτω στην τρύπα
Που μέσα της αυτός βρίσκεται
Αλλά δεν θέλω το κακό ή να ψέξω
Τον οποιονδήποτε ζεί μέσα στο λαγούμι
Αλλά εντάξει, μαμά, αν μπορώ να τον ικανοποιήσω
Γριά κυρία κρίνει, παρατηρεί τα ζευγάρια των ανθρώπων,
στερημένα ερωτικά, τολμούν να λένε ψεύτικα αποφθέγματα, προσβάλουν και κοιτούν
Ενώ τα χρήματα δεν μιλούν, βλασφημούν
Χυδαιότητα, ποιός νοιάζεται
Προπαγάνδα, όλα είναι υποκριτικά
Ενώ αυτοί που υπερασπίζονται όσα δεν μπορούν να δουν
Με την αλαζονεία ενός φονιά, η ασφάλεια
εκτινάζει τα πνεύματα στην πίκρα
Γι’ αυτούς που θεωρούν τον θάνατο σαν εντιμότητα
Που δεν θα πέσει πάνω τους φυσιολογικά
Η ζωή μερικές φορές πρέπει να γίνει μοναχική
Τα μάτια μου συγκρούοντα κατά μέτωπο με κορεσμένα
Νεκροταφεία, λανθασμένους σκοπούς (θεοί), κάνω γρατζουνιές
Στη μικρότητα που παίζει μ’ αγριάδα
Περπατώ πάνω-κάτω μέσα σε δεσμά
Κλωτσώ τα πόδια μου να το συνθλίψω
λέω εντάξει, αρκετά, τι άλλο μπορείς να μου δείξεις;
Κι αν οι σκέψεις μου – σαν όνειρα μπορούσαν να ιδωθούν
Πιθανά θα έβαζαν την κεφαλή μου στην γκιλοτίνα
Αλλά, εντάξει μαμά, είναι ζωή και ζωή μονάχα.