Μελοποιημένη ποίηση

ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

Μαύροι οι δρόμοι του χειμώνα
στην γυμνή την εξοχή
του αμαξιού τα φώτα μόνα
τρέχουν μέσα στην βροχή
μέσα στην ανεμοζάλη
πρώτη ερωτική βραδιά
τέτοια άνοιξη και πάλι
που περίμενε η καρδιά

Είσαι η νύχτα κι είσαι η μέρα
κι από τόπους μακρινούς
φέρνεις ανθισμένα δάση
και γαλάζιους ουρανούς
και τα μάτια όπως τα κλείνεις
στο φιλί μοιάζουν κι αυτά
με τα μάτια της σελήνης
που κοιτούν πάντα κλειστά

Δυο κεφάλια πλάι πλάι
το ένα φθινοπωρινό
το άλλο δώρο απ΄ τον Μάη
δεν ειν΄ είκοσι χρονών
που σε βρήκα που σε βρήκα
άνθος της αμυγδαλιάς
τα μαλλιά σου έχουν την γλύκα
μιας χελιδονοφωλιάς

https://www.youtube.com/watch?v=ifM9yEQVUmg
 
Η Πικρία του Καββαδία που έχει ήδη αναρτηθεί είναι από τα αγαπημένα μου. Αναρτώ κι αυτή την μελοποίηση, ως συνέχεια, από M. Montanaro σε ερμηνεία της Νένας Βενετσάνου
Πικρία
https://youtu.be/32wv7_y1NjA
 
ΠΕΡΣΥ ΜΠΥΣ ΣΕΛΛΕΫ [PERCY BYSSHE SHELLEY (1792-1822)]: Οζυμανδίας

Συνάντησα έναν ταξιδιώτη από χώρα αρχαία·
είπε: τεράστια, δίχως κορμό, δυο πόδια πέτρινα
υψώνονται στην έρημο… Κοντά τους, μες στην άμμο
βυθισμένο, ένα θρυμματισμένο πρόσωπο· τα σκυθρωπά του
χείλη, πτυχωμένα σ’ ένα χαμόγελο ψυχρής υπεροχής,
λένε ο γλύπτης τους πως διάβασε σωστά αυτά τα πάθη
που ακόμη ζούνε χαραγμένα στ’ άψυχα ετούτα πράγματα
– το χέρι που τα περιγέλασε και την καρδιά που τα ’θρεψε.
Και πάνω στο κρηπίδι αυτές οι λέξεις αχνοφαίνονται:
‘‘Οζυμανδίας τ’ όνομά μου, ο βασιλεύς των βασιλέων,
κοιτάξτε τα έργα μου, ισχυροί κι απελπιστείτε!’’
Άλλο τίποτα δεν απομένει. Γύρω από τη φθορά
των κολοσσιαίων ερειπίων, απέραντη, γυμνή,
μόνη η έρημος, κι επίπεδη, απλώνεται μακριά.

Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά

ΠΕΡΣΥ ΜΠΥΣ ΣΕΛΛΕΫ [PERCY BYSSHE SHELLEY (1792-1822)]: Ο Οζυμαντίας

Αρχαίας γης ταξιδευτή συνάντησα και μου ’πε:
πελώρια δυο κι ασώματα ποδάρια από πέτρα
στέκουν ορθά στην έρημο… Σιμά, μέσα στην άμμο κείται
σπασμένο ένα πρόσωπο που της μορφής του η έχτρα,
το σουρωμένο χείλι του, και η ψυχρή της προσταγής του χλεύη
το πώς ο γλύπτης ένοιωθε τα πάθη τούτα λένε,
που η άψυχη πέτρα έσωσε – η τέχνη τα σμιλεύει –
που το χέρι τ’ αντέγραψε, και την καρδιά που καίνε.
Λόγια στο βάθρο φαίνονται σκαμμέν’ από γραφίδα:
‘‘Οζυμαντίας λέγομαι, και βασιλιάδων άρχω:
δέστε τα έργα μου, ω Τρανοί, κι αφήστε κάθ’ ελπίδα!’’
Τίποτ’ άλλο δεν μένει. Μές στης φθοράς τη δίνη
ερείπιο αυτός ο κολοσσός, γυμνή την άμμο είδα
έρμη και λεία ν’ απλώνεται στην απεραντοσύνη.

Μετάφραση: Μάριος Βύρων Ραΐζης

Πηγή: ---》https://thepoetoftheuniverse.wordpress.com/2013/04/28/περσυ-μπυσ-σελλεϋ/

Εμφανής είναι η παρήχηση και η συμφωνία σε όλο το ποίημα και ιδιαίτερος ο τρόπος που τονίζεται βάσει προφοράς το "ρ" .
---》》https://youtu.be/N36gYQ3mgnE
 
Το ταξίδι - Κωστής Παλαμάς

Μου σφίγγει ο καημός σαν θηλιά το λαιμό
και μες την καρδιά με δαγκώνει σαν φίδι
παράξενο θέλω ν’ αρχίσω ταξίδι
χωρίς μα χωρίς τελειωμό

Το δρόμο μου αργά να τραβώ, να τραβώ
αλλά πουθενά και ποτέ να μη στέκω
ψυχή να μη βρίσκω ή πάντα να μπλέκω
με κόσμο τυφλό και βουβό

Να νιώθω τριγύρω πλατιά ερημιά
κλεισμένα τα σπίτια τα τζάκια σβησμένα
ψηλά να μη φέγγει αστέρι κανένα
και κάτω γυναίκα καμμία

Το δρόμο μου αργά να τραβώ, να τραβώ
αλλά πουθενά και ποτέ να μη στέκω
ψυχή να μη βρίσκω ή πάντα να μπλέκω
με κόσμο τυφλό και βουβό

Ίσως σε τέτοιο ταξίδι αν βρεθώ
ατέλειωτο, έρμο σ’ αγνώριστη χώρα
δε θα `χω περίσσεια λαχτάρα σαν τώρα
αγάπη από σε να χαθώ

Μελοποιημένο από Κραουνάκη. Η μελαγχολία της μουσικής, η μακρόσυρτη ερμηνεία των λέξεων που συνάδει με το συναίσθημα...

Αγαπημένο ---》》 https://youtu.be/AY5IsXa22CA

Μία άλλη μελοποίηση από τον Κετεντζόγλου. Η ζυγαριά της ψυχής μου όμως γέρνει στην πρώτη...

---》》 https://youtu.be/T3DU-J3A2WM
 
Last edited:

Διατσέντα

Λαίδη Βιβλιοδέτρα
It’s alright, Ma...(I’m only bleeding), στίχοι, μουσική, τραγούδι Bob Dylan, 1965.

Σκοτάδι μεσ’ στο καταμεσήμερο
Σκιάζει ακόμα και το ασημένιο κουτάλι
Την χειροφτιαγμένη κάμα, το μπαλόνι του παιδιού
Αφανίζει τον ήλιο και το φεγγάρι μαζί
Να καταλάβεις, ξέρεις, αμέσως
Δεν έχει νόημα καν να προσπαθήσεις

Καθώς οι αιχμηρές απειλές παραπλανούν χλευαστικά
Οι αυτοκτονικές κρίσεις τεμαχίζονται
Απ’ το χρυσό στόμιο του τρελού, το κενό κέρας
Παίζει άχρηστες κουβέντες, φουσκώνει για να προειδοποιήσει
πως αν δουλευτής γεννιέσαι, πεθαίνεις δουλευτής

Το κάλεσμα του πειρασμού πετιέται έξω απ’ την πόρτα
Ακολουθείς, βρίσκεσαι σε πόλεμο
Κοιτάς τους καταρράκτες της συμπόνοιας να βρυχώνται
Αισθάνεσαι το θρήνο αλλά αντίθετα από άλλοτε
Ανακαλύπτεις πως κάλλιο να ήσουνα
Ακόμα ένα πρόσωπο που κλαίει

Έτσι, μη φοβηθείς αν ακούσεις
Έναν ξενικό ήχο στ’ αυτί σου
Εντάξει, μαμά, απλά αναστενάζω​

Καθώς κάποιοι προειδοποιούν για τη νίκη, άλλοι για την ήττα
Προσωπικές αιτίες μεγάλες ή μικρές
Γίνονται ορατές στα μάτια εκείνων, που καλούν,
Να κάνουν όλους που θα’πρεπε να σκοτωθούν να σέρνονται
Ενώ άλλοι λένε να μη μισείς τίποτα και καθόλου
Εκτός απ’ το μίσος

Απατηλές κουβέντες γαυγίζουν σαν σφαίρες
Καθώς οι θνητοί θεοί έχουν σκοπό τους να βάζουν το σημάδι τους
Κάνουν τα πάντα, από παιχνίδια όπλων που αστράφτουν,
ως Χριστούς στο χρώμα της σάρκας, που λάμπουν στο σκοτάδι,
έτσι που βλέπεις εύκολα, χωρίς να κοιτάς τόσο μακριά,
πως στ’ αλήθεια δεν είναι πολλά αυτά που είναι αγιασμένα

Ενώ κήρυκες κηρύττουν διαβολικά πεπρωμένα
Δάσκαλοι διδάσκουν πως της γνώσης η αναβολές
Μπορεί να οδηγήσουν σε πλακέτες του ενός εκατονταδόλλαρου
Η καλωσύνη κρύβεται πίσω απ’ τις θύρες
Αλλά ακόμα κι ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών
μερικές φορές χρειάζεται να στέκεται γυμνός

Κι ενώ οι κανόνες του δρόμου έχουν το σπίτι τους
Είναι μόνο των ανθρώπων τα παιχνίδα που πρέπει να αποφύγεις
Κι εντάξει, μαμά, θα τα καταφέρω.​

Διαφημιστικές πινακίδες σ’ εξαπατούν
Να νομίζεις πως είσαι μοναδικός
Πως μπορείς να κερδίσεις ό,τι δεν κερδίθηκε ποτέ
Ενώ η ζωή έξω συνεχίζεται
Ολόγυρά σου

Χάνεις τον εαυτό σου, επανέρχεσαι
Ξάφνου ανακαλύπτεις πως δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς
Στέκεσαι μόνος χωρίς κανέναν κοντά
Όταν μια τρεμάμενη μακρυνή φωνή, ασαφής
Ξεσηκώνει τα υπνωτισμένα αυτιά σου ν’ ακούσουν
Πως κάποιος νομίζει, πως σ’ ανακάλυψε αληθινά

Μια ερώτηση λάμπει στα μάτια σου
Κι ας γνωρίζεις πως δεν υπάρχει ταιριαστή απάντηση
Που να σε ικανοποιήσει, να σε βεβαιώσει να μην τα παρατήσεις
Να το κρατήσεις κατά νου και να μην λησμονήσεις
Πως δεν είναι αυτός ή αυτή ή αυτοί ή αυτό
στους οποίους ανήκεις

Μολονότι οι αφέντες κάνουν τους κανόνες
Για τους σοφούς και τους τρελούς
Δεν έχω τίποτα, μαμά, αντάξιο του για να ζήσω​

Γι’ αυτούς που πρέπει να υποκλίνονται βαθιά στην εξουσία
Που δεν σέβονται σε κανένα βαθμό
Αυτόν που απεχθάνεται τις δουλειές τους και τα πεπρωμένα τους
Μιλούν ζηλόφθονα γι’ αυτούς που είναι λέφτεροι
Καλλιεργούν τα άνθη τους για να υπάρχουν
Σαν τίποτα περισσότερο από ό,τι μια επένδυσή τους

Ενώ μερικοί που βαφτίζονται σε αρχές
Σε δεσμούς αυστηρών κομματικών δογμάτων
Σε κοινωνικές συντροφιές καμουφλαρισμένα ναρκωτικά
Οι απ’ έξω μπορούν ελεύθερα να επικρίνουν
Να μη λένε τίποτ’ άλλο εκτός του ποιόν θα κάνουν είδωλο
Και μετά να λένε “Ο Θεός να τον ευλογεί”

Ενώ κάποιος που τραγουδά με φλογισμένη γλώσσα
Γαργαρίζει προς τη χορωδία της ράτσας των αρουραίων
Βγαίνει παραμορφωμένος απ’ τις τανάλιες της κοινωνίας
Δεν νοιάζεται να πάει πιο ψηλά
Αλλά κάλλιο έχει να σε τραβά κάτω στην τρύπα
Που μέσα της αυτός βρίσκεται

Αλλά δεν θέλω το κακό ή να ψέξω
Τον οποιονδήποτε ζεί μέσα στο λαγούμι
Αλλά εντάξει, μαμά, αν μπορώ να τον ικανοποιήσω​

Γριά κυρία κρίνει, παρατηρεί τα ζευγάρια των ανθρώπων,
στερημένα ερωτικά, τολμούν να λένε ψεύτικα αποφθέγματα, προσβάλουν και κοιτούν
Ενώ τα χρήματα δεν μιλούν, βλασφημούν
Χυδαιότητα, ποιός νοιάζεται
Προπαγάνδα, όλα είναι υποκριτικά

Ενώ αυτοί που υπερασπίζονται όσα δεν μπορούν να δουν
Με την αλαζονεία ενός φονιά, η ασφάλεια
εκτινάζει τα πνεύματα στην πίκρα
Γι’ αυτούς που θεωρούν τον θάνατο σαν εντιμότητα
Που δεν θα πέσει πάνω τους φυσιολογικά
Η ζωή μερικές φορές πρέπει να γίνει μοναχική

Τα μάτια μου συγκρούοντα κατά μέτωπο με κορεσμένα
Νεκροταφεία, λανθασμένους σκοπούς (θεοί), κάνω γρατζουνιές
Στη μικρότητα που παίζει μ’ αγριάδα
Περπατώ πάνω-κάτω μέσα σε δεσμά
Κλωτσώ τα πόδια μου να το συνθλίψω
λέω εντάξει, αρκετά, τι άλλο μπορείς να μου δείξεις;

Κι αν οι σκέψεις μου – σαν όνειρα μπορούσαν να ιδωθούν
Πιθανά θα έβαζαν την κεφαλή μου στην γκιλοτίνα
Αλλά, εντάξει μαμά, είναι ζωή και ζωή μονάχα.​
 
Last edited:
Πιθανόν δεν έχετε αναφέρει το Θεσσαλονίκη 2 του Καββαδία (Ξέμπαρκοι):

Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρεις και μου 'γινες μοτάρι και καρφί.
Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.

Τη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ήτανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.
Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.

Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,
μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
-της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι-
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.

Το δαχτυλίδι που 'φερνα μου το 'κλεψε η Οράγια.
Τον παπαγάλο μάδησε και έπαψε να μιλεί.
Ας εκατέβαινε έστω μια, στο βίρα, στα μουράγια,
κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.

Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.

Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
Μπορεί να 'ρθω απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά.

https://www.youtube.com/watch?v=jpZYjLNTR2A


Ή αυτό (Ναζίμ Χικμέτ):
https://www.youtube.com/watch?v=h-kuHcKsugA

Ή αυτό του F.G. Lorca
https://www.youtube.com/watch?v=aw0r38_Epow

Ή επίσης του F.G. Lorca
Η Μπαλάντα των τριών ποταμών
Ο ποταμός Γουαδαλκιβίρ περνάει.
Από πορτοκαλιές και από λιόδεντρα.
Τα δυο ποτάμια της Γρανάδας
Τρέχουν από το χιόνι στο σιτάρι.

Αχ η αγάπη που πάει, πάει με τον αγέρα
Αχ η αγάπη που πάει, πίσω δε γυρνά...

Ο ποταμός Γουαδαλκιβίρ περνάει
Με γένια κόκκινα ροδιάς
Τα δυο ποτάμια της Γρανάδας
Το `να με κλάμα, το άλλο με αίμα.

Αχ η αγάπη που πάει, πάει με τον αγέρα
Αχ η αγάπη που πάει, πίσω δε γυρνά.
https://www.youtube.com/watch?v=RM3-_reEaog

Ή ένα ακόμη του F.G. Lorca: Το τραγούδι του δρόμου
Σε πεύκο ανέβηκα μεγάλο,
να δω πού πήγε τ' όνειρό μου,
μα εγώ δεν είδα τίποτα άλλο
από τον κουρνιαχτό του δρόμου.

Σαν πας στη στράτα-στράτα,
τον πόλεμο παράτα,
γιατί ο καιρός ανοίγει
κι αρχίζει το κυνήγι.

Στου κάστρου την παλιά τη βρύση
σκοτώσαν ένα περιστέρι,
πες μου ποιο μάτι θα δακρύσει
και ποιο θα το ζεστάνει χέρι.

Σαν πας στη στράτα-στράτα,
τον πόλεμο παράτα,
γιατί ο καιρός ανοίγει
κι αρχίζει το κυνήγι.

Φύγε απ' το δρόμο περιστέρι,
γιατί θα βγω κι εγώ κυνήγι
κι αν αστοχήσει μου το χέρι,
θα ‘ν' η ζωή σου τόσο λίγη.

Σαν πας στη στράτα-στράτα,
τον πόλεμο παράτα,
γιατί ο καιρός ανοίγει
κι αρχίζει το κυνήγι.
https://www.youtube.com/watch?v=im-oAtAUsz0
 
Last edited:
Ο. Ελύτης: Ο Χαμαιλέων

[video=youtube;4u6I70_LtL0]https://www.youtube.com/watch?v=4u6I70_LtL0[/video]

Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης

Το επάγγελμά μου το εξασκώ
στο Κάιρο και στη Δαμασκό
Χρόνους εννιά και πλέον
σαν ένας χαμαιλέων

Πρωί πρωί χαράματα
κόβω απ' τον ήλιο γράμματα
Στη γλώσσα που διαβάζουνε
οι αγράμματοι κι αγιάζουνε

Κατά τις έντεκα παρά
το στήνω μες στην Αγορά
Πουλάω φως ουράνιο
στίχους απ' το Κοράνιο

Πουλάω τ' όχι και το ναι
κι όσα ποτέ δεν είδανε
Στη Λεϊλά στη Λεϊλέ
πουλάω το ροζ και το βιολέ

Στο τζαμί την ώρα που 'ναι
οι πιστοί και προσκυνούνε
Κάνω κι έρχονται από πέρα
τα ουρί μες στον αέρα

Μια στιγμή στο δειλινό
ρίχνω χρώμα γαλανό
Ύστερα πάνω απ' τα κάστρα
πάω να καρφώσω τ' άστρα

Δεν είμαι Μωαμεθανός
ούτε και ανήκω κανενός
Σ' όσους και να πάω τόπους
ίδιους βρίσκω τους ανθρώπους


Το επάγγελμά μου το εξασκώ
στο Κάιρο και στη Δαμασκό
Χρόνους εννιά και πλέον
σαν ένας χαμαιλέων
 
Last edited:
F.G. Lorca. Όλα η ψυχή μου τα ζητά

[video=youtube;YMIT6Owpq44]https://www.youtube.com/watch?v=YMIT6Owpq44[/video]


Όλα η ψυχή μου τα ζητά
πράσινα νάναι πράσινα
τον άνεμο, τη φυλλωσιά
τ΄ άλογο πάνω στα βουνά
τη βάρκα μες στη θάλασσα

Μες στη σκιά που τήνε ζώνει
ρεμβάζει πάνω στο μπαλκόνι
πράσινο δέρμα και μαλλί
το μάτι κρύο και ασημί

Σύντροφε πάρε τ΄ άλογό μου
κι όλη η αρματωσιά δικιά σου
το σπίτι σου νάναι δικό μου
νάναι δική μου η φαμελιά σου

Σύντροφε καταματωμένος
έρχομαι απ΄το ψηλό φαράγγι
αχ, έτσι το ΄φερ΄ η ανάγκη


Έγνοια σου γυιέ μου κι αν μπορούσα
ευθύς το πράγμα θα το κλειούσα
μα δεν ορίζω πια το δικό μου
κανέ μηδέ το σπιτικό μου

Σύντροφε πες μου και πατέρα
που είναι η πικρή σου η θυγατέρα
χρόνια και χρόνους εκεί μένει
και πάντα εκεί θα περιμένει
όμορφη, μελαμψή και μόνη
πάνω στο πράσινο μπαλκόνι
 
F.G. Lorca. Του πικραμένου

[video=youtube;8q4P9OAkRBQ]https://www.youtube.com/watch?v=8q4P9OAkRBQ[/video]

Εικοσιτρείς του Θεριστή
στου Πικραμένου την αυλή
πάνε και λεν, πάνε και λένε:
«Αν το μπορείς δυστυχισμένε,
στο περιβόλι σου έβγα απόψε
και τα λουλούδια σου όλα κόψε.


Γράψε στη θύρα σου σταυρό
βάλε από κάτω τ’ όνομά σου
τι θα φουντώσουν στα πλευρά σου
ταχιά τσουκνίδες κι αγριάδες.

Πάρε κεριά, πάρε λαμπάδες
μάθε τα χέρια να σταυρώνεις
κι απάνω από την ερημιά
γέψου της νύχτας τη δροσιά
τι πριν περάσουν μήνες δυο
θα κείτεσαι στο σάβανο».

Στους ουρανούς ταχιά προβαίνει
ο ταξιάρχης και πηγαίνει
πού `χει το σύννεφο σπαθί
στράφτει και πάει και δε μιλεί.

Εικοσιτρείς του Θεριστή
μέσα στην έρμη την αυλή
τα μάτια ανοίγει ο Πικραμένος
της μοίρας ο σημαδεμένος
κι εικοσιτρείς τ’ Αυγούστου
γέρνει και τα πικροσφαλεί.
 
Last edited:
Κώστας Μύρης. Ακούς να λένε στα χωριά

[video=youtube;PgIPimW9VTE]https://www.youtube.com/watch?v=PgIPimW9VTE&list=RDPgIPimW9VTE#t=2[/video]

Ακούς να λένε στα χωριά οι γέροντες τα βράδια
κάτι μυστήρια πράματα που χτίζουν τα σκοτάδια.
Λένε για της Υπαπαντής το μέγα πανηγύρι
πως το λιβάνι πέτρωνε πριν μπει στο θυμιατήρι.
Λένε πως ψέλναν τα πουλιά στ' αριστερό ψαλτήρι
κι απ' τα πηγάδια φέρνανε κρασί οι καλογήροι.

Λένε πως ψέλναν τα πουλιά στ' αριστερό ψαλτήρι
κι απ' τα πηγάδια φέρνανε κρασί οι καλογήροι.
Λένε για κάτι χαϊμαλιά που παίζαν στο μπαρμπούτι
κι ο γούμενος τα βάφτιζε με αίμα και μπαρούτι.
Λένε πως όποιος τα φορεί φτερά βγάζει στην πλάτη,
γίνεται αλαφροΐσκιωτος ψωμί τρώει κι αλάτι.

Λένε πως όποιος τα φορεί φτερά βγάζει στην πλάτη,
γίνεται αλαφροΐσκιωτος ψωμί τρώει κι αλάτι.
Ακούς να λένε στα χωριά πως και η ευχή του πιάνει
γιατί τα βόλια αίματα είχαν του Μακρυγιάννη.
Λένε πως ο φουστανελάς πληγές είχε σαράντα
γι αυτό κι αλαφροΐσκιωτοι είμαστε λίγοι πάντα.
 
Last edited:
Γιάννης Μακρυγιάννης. Ο ήλιος εβασίλεψε

[video=youtube;-OJ6ZZo51SU]https://www.youtube.com/watch?v=-OJ6ZZo51SU[/video]
Ο ήλιος εβασίλεψε Έλληνά μου,
βασίλεψε και το φεγγάρι εχάθη,
κι ο καθαρός Αυγερινός
που πάει κοντά την Πούλια
,
τα τέσσερα κουβέντιαζαν
και κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει ο ήλιος και τους λέει,
γυρίζει και τους κραίνει:

"Εψές όπου βασίλεψα
πίσου από μια ραχούλα,
άκ'σα γυναίκεια κλάματα
κι αντρών τα μοιριολόγια,
γι’ αυτά τα `ρωικά κορμιά
στον κάμπο ξαπλωμένα
και μες στο αίμα το πολύ
είν’ όλα βουτημένα.
Για την Πατρίδα πήγανε
στον Άδη τα καημένα"
 
Ανδρέας Κάλβος: ΑΙ ΕΥΧΑΙ

[video=youtube;O9ajYXUtv2s]https://www.youtube.com/watch?v=O9ajYXUtv2s[/video]

Της θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τα κύματα
'να πνίξουν την πατρίδα μου
ωσάν απελπισμένην, έρημον βάρκαν· 'Σ την στεριάν, 'ς τα νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
'να ιδώ παντού χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση, λαούς και ελπίδας· Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
'να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα ψωμοζητούντες· Παρά προστάτας 'νάχωμεν.
Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν σκήπτρων ακτίνες. Ημείς δια τον σταυρόν
ανδρείως υπερμαχόμεθα
και σεις εβοηθήσατε
κρυφά τους πολεμούντας σταυρόν και αλήθειαν. Δια 'να θεμελιώσητε
την τυραννίαν, τιμάτε
τον σταυρόν εις τας πόλεις σας,
και αυτόν επολεμήσατε εις την Ελλάδα. Και τώρα εις προστασίαν μας
τα χέρια σας απλώνετε!
τραβήξετέ τα οπίσω·
βλέπει ο θεός και αστράπτει δια τους πανούργους. Όταν το δένδρον νέον
εβασάνιζον οι άνεμοι,
τότε βοήθειαν ήθελεν·
εδυναμώθη τώρα, φθάνει η ισχύς του. Το ξίφος σφίγξατ', Έλληνες -
τα ομμάτιά σας σηκώσατε -
ιδού - εις τους ουρανούς
προστάτης ο θεός μόνος σας είναι. Και αν ο θεός και τ' άρματα
μας λείψωσι, καλήτερα
πάλιν ' να χρεμετήσωσι
'ς τον Κιθαιρώνα Τούρκων άγριαι φοράδες, παρά... Αι, όσον είναι
τυφλή και σκληροτέρα
η τυραννίς, τοσούτον
ταχυτέρως ανοίγονται σωτήριοι θύραι. Δεν με θαμβώνει πάθος
κανένα· εγώ την λύραν
κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι
σιμά εις του μνήματός μου τ' ανοικτόν στόμα.
 
Ανδρέας Κάλβος: Τα ηφαίστεια

[video=youtube;fROTcfLepI4]https://www.youtube.com/watch?v=fROTcfLepI4[/video]

Αυγεριναί τού ηλίου ακτίνες, τι προβαίνετε;
Τάχα αγαπάει να βλέπει έργα ληστών
το μάτι των ουρανίων;

Ω! Έλληνες, ω! θείαι ψυχαί
πού εις τούς μεγάλους κινδύνους
φανερώνετε ακάμαντον ενέργειαν
καί υψηλήν φύσιν.

Πώς, πώς τής ταλαιπώρου πατρίδος
δεν πασχίζετε να σώσητε τον στέφανον;
Από τα χέρια ανόσια ληστών τοσούτων;

Είναι πολλά τα πλήθη των
και τρομερά εις την όψιν.

Αλλ' ένας Έλλην δύναται,
ένας άνδρας γενναίος
να τα σκορπίσει.
 
[video]https://youtu.be/Q7CCflub604[/video]

Τόσο αγαπητός και τόσο παρεξηγημένος......ας είναι......Εις Μνήμην!!!
 
Top