Κεφάλαιο 1
ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΨΩΜΙ! – ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΦΟΡΟΙ!
- ύστερα, το συγκεντρωμένο πλήθος ξέσπασε σε νέες επευφημίες, κι ένας άνδρας, που φαινόταν περισσότερο ενθουσιώδης από τους υπόλοιπους, πέταξε το καπέλο του ψηλά στον αέρα, και φώναξε κάτι που σε εμένα τουλάχιστον ακούστηκε σαν:
- Ένα ζήτω για τον Αντιβασιλιά!
Όλοι ξέσπασαν σε ζητωκραυγές, αλλά δεν ήταν ξεκάθαρο αν φώναζαν για τον Αντιβασιλιά ή για κάτι άλλο: κάποιοι φώναζαν «Ψωμί!» και κάποιοι άλλοι «Φόρους!», αλλά κανείς τους δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τι ήταν αυτό που πραγματικά ζητούσε.
Όλα αυτά μπόρεσα να τα δω από το παράθυρο, του σαλονιού του Βασιλιά, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του Αξιότιμου Κυρίου Καγκελαρίου, ο οποίος, με ένα σάλτο, είχε σηκωθεί αμέσως μόλις άρχισαν οι φωνές, σα να τις περίμενε, και είχε τρέξει προς το παράθυρο που εξασφάλιζε την καλύτερη δυνατή θέα ολόκληρης της αγοράς.
- Τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά; Επαναλάμβανε συνεχώς στον εαυτό του, με τα χέρια ενωμένα πίσω στην πλάτη του, καθώς το σακάκι του ανέμιζε στον αέρα, ενώ παράλληλα περπατούσε βιαστικά, πάνω – κάτω, στο δωμάτιο.
- Είναι η πρώτη φορά που ακούω τέτοιες φωνασκίες – και μάλιστα τόσο νωρίς το πρωί! Και μάλιστα με τόση ομοφωνία! Εσένα, αυτό το πράγμα, δε σε παραξενεύει;
Παρατήρησα, διακριτικά, πως κατά τη γνώμη μου, φαίνονταν να φωνάζουν για διαφορετικά πράγματα, αλλά ο Καγκελάριος, δεν ήθελε με τίποτα να παραδεχτεί τις απόψεις μου.
- Όλοι τους φωνάζουν το ίδιο πράγμα, σε διαβεβαιώ!, είπε.
Έπειτα, σκύβοντας βαθιά, έξω από το παράθυρο, ψιθύρισε σε έναν άνδρα που στεκόταν ακριβώς από κάτω:
- Κράτα τους όλους μαζί συγκεντρωμένους, εντάξει; Όπου να ’ναι, καταφθάνει ο Βασιλιάς. Δώσε τους το σύνθημα για να αρχίσουν τις παράτες.
Όλη αυτή η στιχομυθία, προφανώς δεν προοριζόταν για τα αυτιά μου, αλλά μπόρεσα να την ακούσω, με κάποια δυσκολία φυσικά, καθώς το σαγόνι μου, σχεδόν ακουμπούσε επάνω στον ώμο του Καγκελαρίου.
Η παρέλαση του πλήθους, αποτελούσε ένα εξαιρετικά απίθανο θέαμα:
Μια ομάδα ανδρών που πηγαινοέρχονταν, παρελαύνοντας δυο – δυο, ξεκίνησε από την απέναντι πλευρά της αγοράς, και προχώρησε κάνοντας διάφορους ακανόνιστους ελιγμούς, προς το Παλάτι, βολοδέρνοντας πέρα δώθε, σαν καράβι που πλέει κόντρα στον άνεμο, έτσι ώστε η κεφαλή της πορείας συχνά απομακρυνόταν από εμάς στην προσπάθειά της να πραγματοποιήσει μια νέα μανούβρα, και κατέληγαν πιο πέρα από εκεί που βρίσκονταν προηγουμένως.
Ωστόσο, ήταν ξεκάθαρο πως όλα ήταν προσχεδιασμένα, γιατί παρατήρησα πως όλοι κοιτούσαν επίμονα τον άνδρα που στεκόταν ακριβώς κάτω από το παράθυρο και στον οποίο ο Καγκελάριος ψιθύριζε αδιάκοπα. Αυτός ο άνδρας βαστούσε το καπέλο του στο ένα χέρι και στο άλλο ένα μικρό πράσινο σημαιάκι: όποτε κουνούσε το σημαιάκι η πορεία πλησίαζε κάπως περισσότερο, όταν το χαμήλωνε, απομακρύνονταν λιγάκι προς τα πλάγια, και κάθε φορά που κουνούσε το καπέλο του όλοι ξελαρυγγιάζονταν ξεσπώντας σε επευφημίες.
- Ζήτωωω!, φώναζαν, προσπαθώντας με επιμέλεια να συγχρονίζονται με το καπέλο που σειόταν πάνω – κάτω.
- Ζήτωωω! Κάτω ο Δήμος! Πάνω ο Κράτης! Πάρε! Ψωμί! Δώσε! Φόρους!
- Αυτό αρκεί, φτάνει τώρα!, ψιθύρισε ο Καγκελάριος, άσε τους να ξεκουραστούν λιγάκι, προτού να σου δώσω το σύνθημα. Άλλωστε «εκείνος» δεν έχει έρθει ακόμα.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, οι μεγάλες, πτυσσόμενες πόρτες του σαλονιού άνοιξαν απότομα κι ο Καγκελάριος στράφηκε με μια κίνηση γεμάτη ενοχή, για να υποδεχτεί την Αυτού Υψηλή Εξοχότητα. Όμως δεν ήταν «εκείνος», παρά μονάχα ο Μπρούνο, και ο Καγκελάριος ξεφύσηξε ανακουφισμένος.
- Μέραα!, είπε ο μικροσκοπικός ανθρωπάκος, απευθυνόμενος γενικά στην ομήγυρη, τόσο στον Καγκελάριο όσο και στους υπηρέτες, μπας κι πήρε πουθενά το μάτι σας τη Συλβί; Γυρεύω τη Συλβί!
- Έχω την εντύπωση πως βρίσκεται με τον Βασιλιά, Μουρλότατε, απάντησε ο Καγκελάριος κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση. Αναμφίβολα, υπήρχε μια δόση υπερβολής σε αυτόν τον τίτλο (γιατί, όπως ίσως να έχετε ήδη μαντέψει, αυτό που ήθελε να πει στην πραγματικότητα ο Καγκελάριος ήταν Μεγαλειότατε, αλλά στραμπούλιξε τη γλώσσα του) ο οποίος απευθυνόταν σε ένα μικρό πλασματάκι, του οποίου ο πατέρας, ήταν απλά ο Βασιλιάς της Περαχώρας. Ωστόσο ο καημένος ο Καγκελάριος ήταν κάπως δικαιολογημένος, καθώς είχε περάσει κάμποσα χρόνια στην Αυλή της Νεραϊδοχώρας, κι εκεί είχε αποκτήσει την σχεδόν απίστευτη ικανότητα να προφέρει συντετμημένα, πέντε ολάκερες συλλαβές, σα να ήταν μία.
Πάντως η υπόκλισή του πήγε χαμένη, καθώς ο Μπρούνο είχε ήδη εγκαταλείψει, τρέχοντας, τη σάλα, την ώρα που ο Καγκελάριος έσπαγε τη γλώσσα του, για να προφέρει εκείνο το αξιομνημόνευτο Μουρλότατε.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μια μοναδική φωνή, ξεχώρισε ανάμεσα στον πλήθος, ωρυόμενη:
- Να βγάλει λόγο ο Καγκελάριος!
- Βεβαίως, φίλοι μου!, απάντησε ο Καγκελάριος με απίστευτη προθυμία, σας δίνω το λόγο σας! Τότε, ένας από τους υπηρέτες, που εδώ και κάμποσα λεπτά έφτιαχνε ένα παράξενο καταπότι από αυγά και σέρι, εμφανίστηκε με το ποτό, τοποθετημένο επάνω σε έναν μεγάλο, ασημένιο δίσκο. Ο Καγκελάριος το πήρε με υπεροπτικό ύφος και το ήπιε μονορούφι, χαμογέλασε καλοκάγαθα στον ικανοποιημένο υπηρέτη, αφήνοντας κάτω το αδειανό ποτήρι του, και άρχισε. Θα προσπαθήσω να σας διηγηθώ τα όσα είπε, όπως περίπου τα θυμάμαι:
- Αχμού! Αχμού! Αχμού! Παλιοί μου φίλοι ή πιο σωστά παλιοί άνθρωποι…
(- Μη τους απευθύνετε χαρακτηρισμούς!, μούγκρισε ο άνδρας κάτω από το παράθυρο.
- Είπα παλιοί άνθρωποι, όχι παλιάνθρωποι, εξήγησε ο Καγκελάριος).
- Να είστε βέβαιοι πως έχετε την αμέριστη συμπά…
(- Είσαι η ελπίδα μας, - πίδα, πίδα, πίδα μας!, ούρλιαξε το πλήθος τόσο δυνατά που σκέπασε την αδύναμη, τσιριχτή φωνή του ρήτορα)
- Την αμέριστη συμπά… επανέλαβε ο Καγκελάριος.
(Μη χαζογελάτε τόσο πολύ!, είπε ο άνδρας κάτω από το παράθυρο, σας κάνει να μοιάζεται με χανύβλακα! Στο μεταξύ, όλη αυτήν την ώρα το πλήθος κάτω στην πλατεία, συνέχιζε να βροντοφωνάζει – πίδα! – πίδα! -πίδα μας!)
- Την αμέριστη συμπάθειά μου!, φώναξε ο Καγκελάριος, μόλις έγινε λίγη ησυχία.
- Αλλά ο πιο πιστός σας φίλος, είναι ο Αντιβασιλιάς! Ολημερίς κι ολονυχτίς σπαζοκεφαλιάζει με τα καμώματά σας… εεε, δηλαδή τα δικαιώματά σας, όχι, μπερδεύτηκα, τα καμώματα, λάθος, εννοούσα τα δικαιώματα …
(- Αφήστε το καλύτερα, τα κάνατε ρόιδο!, γρύλισε ο άνδρας κάτω από το παράθυρο).
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο σαλόνι ο Αντιβασιλιάς. Ήταν ένας αδύνατος άνθρωπος με κακιασμένη και πανούργα φάτσα, ενώ το χρώμα της επιδερμίδας του ήταν κάτι ανάμεσα σε κίτρινο και λαχανί. Διέσχισε το δωμάτιο με αργές κινήσεις, κοιτάζοντας ολόγυρα γεμάτος καχυποψία, σα να φοβόταν πως κάπου εκεί γύρω βρισκόταν κρυμμένο ένα άγριο σκυλί.
- Μπράβο, αναφώνησε, χτυπώντας φιλικά στην πλάτη τον Καγκελάριο. Έβγαλες έναν πραγματικά σπουδαίο λόγο. Ε, λοιπόν, φίλε μου, εσύ έχεις γεννηθεί ρήτορας!
- Ω, μα δεν ήταν κάτι σπουδαίο, απάντησε ο Καγκελάριος χαμηλώνοντας το βλέμμα, άλλωστε οι περισσότεροι ρήτορες, έχουν συνήθως γεννηθεί.
Ο Αντιβασιλιάς έξυσε το πιγούνι του, προβληματισμένος.
- Όντως, αυτό ισχύει!, παραδέχτηκε, ποτέ δεν το είχα σκεφτεί από αυτή τη σκοπιά. Όπως και να έχει τα πήγες θαυμάσια. Δεν κατάλαβα γρι, αλλά όλα ήταν τέλεια.
Η συνέχεια της κουβέντας τους έγινε στα ψιθυριστά. Έτσι λοιπόν, αφού δεν μπορούσα να ακούσω πλέον το παραμικρό, αποφάσισα να φύγω και να πάω να βρω τον Μπρούνο.
!Συνεχίζεται)
ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΨΩΜΙ! – ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΦΟΡΟΙ!
- ύστερα, το συγκεντρωμένο πλήθος ξέσπασε σε νέες επευφημίες, κι ένας άνδρας, που φαινόταν περισσότερο ενθουσιώδης από τους υπόλοιπους, πέταξε το καπέλο του ψηλά στον αέρα, και φώναξε κάτι που σε εμένα τουλάχιστον ακούστηκε σαν:
- Ένα ζήτω για τον Αντιβασιλιά!
Όλοι ξέσπασαν σε ζητωκραυγές, αλλά δεν ήταν ξεκάθαρο αν φώναζαν για τον Αντιβασιλιά ή για κάτι άλλο: κάποιοι φώναζαν «Ψωμί!» και κάποιοι άλλοι «Φόρους!», αλλά κανείς τους δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τι ήταν αυτό που πραγματικά ζητούσε.
Όλα αυτά μπόρεσα να τα δω από το παράθυρο, του σαλονιού του Βασιλιά, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του Αξιότιμου Κυρίου Καγκελαρίου, ο οποίος, με ένα σάλτο, είχε σηκωθεί αμέσως μόλις άρχισαν οι φωνές, σα να τις περίμενε, και είχε τρέξει προς το παράθυρο που εξασφάλιζε την καλύτερη δυνατή θέα ολόκληρης της αγοράς.
- Τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά; Επαναλάμβανε συνεχώς στον εαυτό του, με τα χέρια ενωμένα πίσω στην πλάτη του, καθώς το σακάκι του ανέμιζε στον αέρα, ενώ παράλληλα περπατούσε βιαστικά, πάνω – κάτω, στο δωμάτιο.
- Είναι η πρώτη φορά που ακούω τέτοιες φωνασκίες – και μάλιστα τόσο νωρίς το πρωί! Και μάλιστα με τόση ομοφωνία! Εσένα, αυτό το πράγμα, δε σε παραξενεύει;
Παρατήρησα, διακριτικά, πως κατά τη γνώμη μου, φαίνονταν να φωνάζουν για διαφορετικά πράγματα, αλλά ο Καγκελάριος, δεν ήθελε με τίποτα να παραδεχτεί τις απόψεις μου.
- Όλοι τους φωνάζουν το ίδιο πράγμα, σε διαβεβαιώ!, είπε.
Έπειτα, σκύβοντας βαθιά, έξω από το παράθυρο, ψιθύρισε σε έναν άνδρα που στεκόταν ακριβώς από κάτω:
- Κράτα τους όλους μαζί συγκεντρωμένους, εντάξει; Όπου να ’ναι, καταφθάνει ο Βασιλιάς. Δώσε τους το σύνθημα για να αρχίσουν τις παράτες.
Όλη αυτή η στιχομυθία, προφανώς δεν προοριζόταν για τα αυτιά μου, αλλά μπόρεσα να την ακούσω, με κάποια δυσκολία φυσικά, καθώς το σαγόνι μου, σχεδόν ακουμπούσε επάνω στον ώμο του Καγκελαρίου.
Η παρέλαση του πλήθους, αποτελούσε ένα εξαιρετικά απίθανο θέαμα:
Μια ομάδα ανδρών που πηγαινοέρχονταν, παρελαύνοντας δυο – δυο, ξεκίνησε από την απέναντι πλευρά της αγοράς, και προχώρησε κάνοντας διάφορους ακανόνιστους ελιγμούς, προς το Παλάτι, βολοδέρνοντας πέρα δώθε, σαν καράβι που πλέει κόντρα στον άνεμο, έτσι ώστε η κεφαλή της πορείας συχνά απομακρυνόταν από εμάς στην προσπάθειά της να πραγματοποιήσει μια νέα μανούβρα, και κατέληγαν πιο πέρα από εκεί που βρίσκονταν προηγουμένως.
Ωστόσο, ήταν ξεκάθαρο πως όλα ήταν προσχεδιασμένα, γιατί παρατήρησα πως όλοι κοιτούσαν επίμονα τον άνδρα που στεκόταν ακριβώς κάτω από το παράθυρο και στον οποίο ο Καγκελάριος ψιθύριζε αδιάκοπα. Αυτός ο άνδρας βαστούσε το καπέλο του στο ένα χέρι και στο άλλο ένα μικρό πράσινο σημαιάκι: όποτε κουνούσε το σημαιάκι η πορεία πλησίαζε κάπως περισσότερο, όταν το χαμήλωνε, απομακρύνονταν λιγάκι προς τα πλάγια, και κάθε φορά που κουνούσε το καπέλο του όλοι ξελαρυγγιάζονταν ξεσπώντας σε επευφημίες.
- Ζήτωωω!, φώναζαν, προσπαθώντας με επιμέλεια να συγχρονίζονται με το καπέλο που σειόταν πάνω – κάτω.
- Ζήτωωω! Κάτω ο Δήμος! Πάνω ο Κράτης! Πάρε! Ψωμί! Δώσε! Φόρους!
- Αυτό αρκεί, φτάνει τώρα!, ψιθύρισε ο Καγκελάριος, άσε τους να ξεκουραστούν λιγάκι, προτού να σου δώσω το σύνθημα. Άλλωστε «εκείνος» δεν έχει έρθει ακόμα.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, οι μεγάλες, πτυσσόμενες πόρτες του σαλονιού άνοιξαν απότομα κι ο Καγκελάριος στράφηκε με μια κίνηση γεμάτη ενοχή, για να υποδεχτεί την Αυτού Υψηλή Εξοχότητα. Όμως δεν ήταν «εκείνος», παρά μονάχα ο Μπρούνο, και ο Καγκελάριος ξεφύσηξε ανακουφισμένος.
- Μέραα!, είπε ο μικροσκοπικός ανθρωπάκος, απευθυνόμενος γενικά στην ομήγυρη, τόσο στον Καγκελάριο όσο και στους υπηρέτες, μπας κι πήρε πουθενά το μάτι σας τη Συλβί; Γυρεύω τη Συλβί!
- Έχω την εντύπωση πως βρίσκεται με τον Βασιλιά, Μουρλότατε, απάντησε ο Καγκελάριος κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση. Αναμφίβολα, υπήρχε μια δόση υπερβολής σε αυτόν τον τίτλο (γιατί, όπως ίσως να έχετε ήδη μαντέψει, αυτό που ήθελε να πει στην πραγματικότητα ο Καγκελάριος ήταν Μεγαλειότατε, αλλά στραμπούλιξε τη γλώσσα του) ο οποίος απευθυνόταν σε ένα μικρό πλασματάκι, του οποίου ο πατέρας, ήταν απλά ο Βασιλιάς της Περαχώρας. Ωστόσο ο καημένος ο Καγκελάριος ήταν κάπως δικαιολογημένος, καθώς είχε περάσει κάμποσα χρόνια στην Αυλή της Νεραϊδοχώρας, κι εκεί είχε αποκτήσει την σχεδόν απίστευτη ικανότητα να προφέρει συντετμημένα, πέντε ολάκερες συλλαβές, σα να ήταν μία.
Πάντως η υπόκλισή του πήγε χαμένη, καθώς ο Μπρούνο είχε ήδη εγκαταλείψει, τρέχοντας, τη σάλα, την ώρα που ο Καγκελάριος έσπαγε τη γλώσσα του, για να προφέρει εκείνο το αξιομνημόνευτο Μουρλότατε.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μια μοναδική φωνή, ξεχώρισε ανάμεσα στον πλήθος, ωρυόμενη:
- Να βγάλει λόγο ο Καγκελάριος!
- Βεβαίως, φίλοι μου!, απάντησε ο Καγκελάριος με απίστευτη προθυμία, σας δίνω το λόγο σας! Τότε, ένας από τους υπηρέτες, που εδώ και κάμποσα λεπτά έφτιαχνε ένα παράξενο καταπότι από αυγά και σέρι, εμφανίστηκε με το ποτό, τοποθετημένο επάνω σε έναν μεγάλο, ασημένιο δίσκο. Ο Καγκελάριος το πήρε με υπεροπτικό ύφος και το ήπιε μονορούφι, χαμογέλασε καλοκάγαθα στον ικανοποιημένο υπηρέτη, αφήνοντας κάτω το αδειανό ποτήρι του, και άρχισε. Θα προσπαθήσω να σας διηγηθώ τα όσα είπε, όπως περίπου τα θυμάμαι:
- Αχμού! Αχμού! Αχμού! Παλιοί μου φίλοι ή πιο σωστά παλιοί άνθρωποι…
(- Μη τους απευθύνετε χαρακτηρισμούς!, μούγκρισε ο άνδρας κάτω από το παράθυρο.
- Είπα παλιοί άνθρωποι, όχι παλιάνθρωποι, εξήγησε ο Καγκελάριος).
- Να είστε βέβαιοι πως έχετε την αμέριστη συμπά…
(- Είσαι η ελπίδα μας, - πίδα, πίδα, πίδα μας!, ούρλιαξε το πλήθος τόσο δυνατά που σκέπασε την αδύναμη, τσιριχτή φωνή του ρήτορα)
- Την αμέριστη συμπά… επανέλαβε ο Καγκελάριος.
(Μη χαζογελάτε τόσο πολύ!, είπε ο άνδρας κάτω από το παράθυρο, σας κάνει να μοιάζεται με χανύβλακα! Στο μεταξύ, όλη αυτήν την ώρα το πλήθος κάτω στην πλατεία, συνέχιζε να βροντοφωνάζει – πίδα! – πίδα! -πίδα μας!)
- Την αμέριστη συμπάθειά μου!, φώναξε ο Καγκελάριος, μόλις έγινε λίγη ησυχία.
- Αλλά ο πιο πιστός σας φίλος, είναι ο Αντιβασιλιάς! Ολημερίς κι ολονυχτίς σπαζοκεφαλιάζει με τα καμώματά σας… εεε, δηλαδή τα δικαιώματά σας, όχι, μπερδεύτηκα, τα καμώματα, λάθος, εννοούσα τα δικαιώματα …
(- Αφήστε το καλύτερα, τα κάνατε ρόιδο!, γρύλισε ο άνδρας κάτω από το παράθυρο).
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο σαλόνι ο Αντιβασιλιάς. Ήταν ένας αδύνατος άνθρωπος με κακιασμένη και πανούργα φάτσα, ενώ το χρώμα της επιδερμίδας του ήταν κάτι ανάμεσα σε κίτρινο και λαχανί. Διέσχισε το δωμάτιο με αργές κινήσεις, κοιτάζοντας ολόγυρα γεμάτος καχυποψία, σα να φοβόταν πως κάπου εκεί γύρω βρισκόταν κρυμμένο ένα άγριο σκυλί.
- Μπράβο, αναφώνησε, χτυπώντας φιλικά στην πλάτη τον Καγκελάριο. Έβγαλες έναν πραγματικά σπουδαίο λόγο. Ε, λοιπόν, φίλε μου, εσύ έχεις γεννηθεί ρήτορας!
- Ω, μα δεν ήταν κάτι σπουδαίο, απάντησε ο Καγκελάριος χαμηλώνοντας το βλέμμα, άλλωστε οι περισσότεροι ρήτορες, έχουν συνήθως γεννηθεί.
Ο Αντιβασιλιάς έξυσε το πιγούνι του, προβληματισμένος.
- Όντως, αυτό ισχύει!, παραδέχτηκε, ποτέ δεν το είχα σκεφτεί από αυτή τη σκοπιά. Όπως και να έχει τα πήγες θαυμάσια. Δεν κατάλαβα γρι, αλλά όλα ήταν τέλεια.
Η συνέχεια της κουβέντας τους έγινε στα ψιθυριστά. Έτσι λοιπόν, αφού δεν μπορούσα να ακούσω πλέον το παραμικρό, αποφάσισα να φύγω και να πάω να βρω τον Μπρούνο.
!Συνεχίζεται)