χαχαχάχάάά! έτσι κι ακούσω όσα πρωτοακούστηκαν εδώ, καλά όχι τώρα...δεν είμαι για τέτοια έτσι κι αλλιώς, αλλά όταν ήμουν νιά...έκοβα δρόμο μακρύ, μακρύτατο και με ταχύτητα υπερηχητικού αεροσκάφους...
καλή του ώρα...κάποιος ήξερε τι να πει πώς να το πει και ποιά στιγμή θα το πει...
στην μακρόχρονη παντριά μου, με την πάροδο του χρόνου παρεμβλήθηκαν και τρυφεράδια που πήγαζαν απ’ τα σωματικά χαρακτηριστικά...όπως εκείνος Ελεφαντίνος (κάπως μεγαλούτσικα αυτιά), Αραιοδόντης (αραιοί κοπτήρες), εγώ Τζιτζιού λόγω μην πω, μαμά, μπαμπά και μαμαλίκα και μπαμπαλίκος όταν τα ζώα γέμισαν το σπίτι, όπως και μετά έγινε ένα λεξιπλαστικό παιχνίδι και δεν ξέραμε πώς ένας ειρμός έφερνε το ένα και το άλλο...όπως φλιφλίκος και κυρία φλιφλίκα...ζουβλικαμπλούμης και κυρία ζουβλικαμπλούμη...μετά κάποια στιγμή που πήγαμε διακοπές με φίλους και τα παιδιά τους ακούσαμε αγοράκι γύρω στα τρία να λέει σε ρυθμό καταιγιστικό πολλές φορές τη φράση γλύκα μου-γλύκα μου-γλύκα μου....και το υιοθετήσαμε χωρίς παύλες σαν μια λέξη και με προφορά όπως του παιδιού, το λάμδα παχύ, πελοποννησιακό...
μανάρι με έλεγε ένας παλιός αγαπημένος και μιμείτο έναν βλαχούλη φίλο όμως...αλλά είχε μείνει...
μετά ένας άλλος έλεγε “μάτια μου όμορφα”, “καναρίνι” μου
πειράγματα που δεν θα ξεχάσω ποτέ:
κάποιος επί χούντας που ανέβαινα τη Σίνα να πάω να συναντήσω μια φίλη στην Ελληνοαμερικάνικη Ένωση που είχε συναυλία η Ευγενία Συριώτη με αμερικάνικες μπαλάντες...μου σχολίασε το στήθος μου, λέγοντας, "τι όμορφα μαστάρια" κι ένιωσα φριχτά...
στη θάλασσα σ’ ένα σκασιαρχείο της έκτης γυμνασίου, πρώτο μπάνιο, κάποιος με είπε “ασπιρινούλα" (λευκό δέρμα, θανατηφόρα λευκό σε μια εποχή που όλοι γίνονταν μαυροτσούκαλα, εγώ γινόμουν ελαφρά καφεδιά στο τέλος του καλοκαιριού), δεν το’χω ξεχάσει και το λέω ως σήμερα εγώ η ίδια για μένα...
επίσης μια φορά μου φράξανε το δρόμο τέσσερις μαντράχαλοι κάνοντας αλυσίδα και λέγοντας, "που πάει η κούκλα"...έκανα μια γροθιά και τους χτύπησα τα χέρια τα δεμένα και πέρασα τρέχοντας...ήταν μία το βράδυ καλοκαίρι βγαίνοντας απ’ το θερινό Εκράν Ζωοδόχου Πηγής...
στο πατρικό μου το σπίτι, μονοκατοικία, είχαμε αυλή με μάντρα και κάγκελα και η εξώπορτα σιδερένα καγκελωτή κι αυτή...παλιό κλασσικό στυλ...γυρνώ αργά πάλι από σινεμά μόνη και καθώς στα σκοτεινά κλείνω την πόρτα και γυρνώ το σώμα μου απ΄την αυλή προς τον δρόμο, για να βάλω το σύρτη, έρχομαι μούρη με μούρη μ’ έναν τύπο που έχει ήδη σταθεί κολώνα μπρος την κλειστή πόρτα και μου λέει..."σε παρακαλώ πώς σε λένε...μ’ αρέσεις"...και κοκκαλώνω γιατί δεν τον είχα πάρει είδηση πόση ώρα ήταν πίσω μου...εποχή με τα πορτοπαράθυρα ορθάνοιχτα, καλοκαίρι, τότε που δεν είχαμε τίποτα να φοβηθούμε...γύρισα την πλάτη και μπήκα στο σπίτι χωρίς να πω τίποτα...έφυγε...
με συστήνουν σε έναν αγαπημένο εκ των υστέρων φίλο...τότε είχα κάτι μαλλιά κόλαση, σγουρά και πολλά, δεν ήξερα τι να τα κάνω, όταν η μόδα πρόσταζε ίσια και λίγα με αφέλειες και και και...εγώ θύσανος...βρε να πάρει...με συστήνουν και λένε από δω η Β.....ιώ, από κει ο Απόστολος...καραχούντα στο προαύλιο του κτιρίου που κάναμε στα κρυφά αγγλικά...και λέει ο Απόστολος καλή του ώρα...”σα Β.....ιώ είσαι"...Η γη να με καταπιεί και ήταν κι ένας πανέμορφος...μετά τον φάγανε οι φυλακές κι αυτόν...
τι μνήμες...
δεν έχουν τέλος...πλάκα έχει η κουβέντα...
όμως είπα να μην το πω, αλλά θα το πω, το πιο όμορφο και πρόσφατο και αγαπημένο κι ακριβό, γιατί πρόσφατο και σίγουρα και το τελευταίο τρυφερό που επέτρεψα η ζωή να μου χαρίσει...είναι εγώ “το δέντρο του” κι εκείνος “ο ποντικός μου”!