Με αφορμή το γλωσσολογικό παιχνίδι με τις σύνθετες λέξεις που πρότεινε η Χρυσηίδα προχτές, προβληματίστηκα πάνω στα σύνθετα της Ελληνικής, των άλλων γλωσσών, και της αντιστοιχίας ή αναντιστοιχίας μεταξύ τους. Τί θέλω να πω:
Εμείς π.χ. λέμε καταλαβαίνω, μια λέξη σύνθετη από το κατά + λαβαίνω (λαμβάνω), δηλαδή κυριεύω (με το μυαλό μου). Συνώνυμα του καταλαβαίνω είναι τα κατανοώ ( < κατά + νοώ), αντιλαμβάνομαι ( < αντί + λαμβάν-ομαι) και εννοώ ( < εν + νοώ, «βάζω στον νου μου»).
Σκέφτομαι τώρα: οι εννοιολογικά αντίστοιχες λέξεις άλλων γλωσσών κατά πόσο αντιστοιχούν και ετυμολογικά στις ελληνικές; Αρχίζω:
Τα Αγγλικά έχουν το γνωστό understand < under + stand = υπό + στέκομαι, ή αν το θέλετε πιο λόγιο, «υφίσταμαι»! Πιθανόν όμως εδώ το under δεν σημαίνει υπό αλλά ανάμεσα,* δηλαδή «στέκομαι ανάμεσα σε κάτι, κι όχι μακριά του (κι έτσι το κατανοώ)».
Τα Ισπανικά και τα Πορτογαλικά έχουν το entender < en + tender = εν + τείνω/τεντώνω, «εντείνω». Το ίδιο και με το γαλλικό και καταλανικό entendre. Άραγε ο συνειρμός είναι «τεντώνω το χέρι ώστε να πλησιάζω κάτι (εδώ: την έννοια)»;
Τα Γερμανικά έχουν verstehen < ver + stehen = προ + στέκομαι, «προΐσταμαι». Το ίδιο και τα Σουηδικά (förstår) και τα Δανέζικα (förstå). Εδώ πλησιάζουμε το (αρχαιο)ελληνικό ἐπίσταμαι (= «στέκομαι πάνω σε [κάτι]»), το οποίο σήμαινε «γνωρίζω» (εξού και η λέξη επιστήμη = γνώση).
Στα Ρουμανικά έχουμε înţelege, από το λατινικό intellegō < inter- + legō = διά + λέγω (εξού και οι λατινογενείς λέξεις που έχουν να κάνουν με την ευφυΐα, αλλά και η ρωσόφερτη λέξη ιντελιγκέντσια). Ποιος ο συνειρμός άραγε; «Επιλέγω τη σωστή έννοια;»
Σύνθετα που έχουν να κάνουν με τον νου, κι έτσι είναι αντίστοιχα του κατανοώ και του εννοώ: το σερβοκροατικό razumijeti < raz + um «διά + νοώ», και τα ομόρριζα rozumět (Τσέχικα) και rozumieć (Πολωνικά).
Υπάρχει και ο συνειρμός της σύλληψης: όπως συλλαμβάνω ή αρπάζω κάτι χειροπιαστό, έτσι μπορώ να συλλάβω και μία έννοια, δηλαδή να την καταλάβω. Έχουμε λοιπόν
— το σουηδικό begriper, το δανέζικο begribe, το ολλανδικό begrijpen, και το γερμανικό begreifen,
— το γαλλικό και καταλανικό comprendre, το ισπανικό comprender, το ιταλικό comprendere, το πορτογαλικό compreender (όλα σημαίνουν συλλαμβάνω, από το λατινικό cum/com- + prehendo, δηλαδή συν + αρπάζω)
— το σερβοκροατικό shvaćati / схваћати και το ομόρριζο βουλγαρικό схващам (shvaštam) (καί τα δύο σημαίνουν συν + αρπάζω/γραπώνω).
Εμείς π.χ. λέμε καταλαβαίνω, μια λέξη σύνθετη από το κατά + λαβαίνω (λαμβάνω), δηλαδή κυριεύω (με το μυαλό μου). Συνώνυμα του καταλαβαίνω είναι τα κατανοώ ( < κατά + νοώ), αντιλαμβάνομαι ( < αντί + λαμβάν-ομαι) και εννοώ ( < εν + νοώ, «βάζω στον νου μου»).
Σκέφτομαι τώρα: οι εννοιολογικά αντίστοιχες λέξεις άλλων γλωσσών κατά πόσο αντιστοιχούν και ετυμολογικά στις ελληνικές; Αρχίζω:
Τα Αγγλικά έχουν το γνωστό understand < under + stand = υπό + στέκομαι, ή αν το θέλετε πιο λόγιο, «υφίσταμαι»! Πιθανόν όμως εδώ το under δεν σημαίνει υπό αλλά ανάμεσα,* δηλαδή «στέκομαι ανάμεσα σε κάτι, κι όχι μακριά του (κι έτσι το κατανοώ)».
Τα Ισπανικά και τα Πορτογαλικά έχουν το entender < en + tender = εν + τείνω/τεντώνω, «εντείνω». Το ίδιο και με το γαλλικό και καταλανικό entendre. Άραγε ο συνειρμός είναι «τεντώνω το χέρι ώστε να πλησιάζω κάτι (εδώ: την έννοια)»;
Τα Γερμανικά έχουν verstehen < ver + stehen = προ + στέκομαι, «προΐσταμαι». Το ίδιο και τα Σουηδικά (förstår) και τα Δανέζικα (förstå). Εδώ πλησιάζουμε το (αρχαιο)ελληνικό ἐπίσταμαι (= «στέκομαι πάνω σε [κάτι]»), το οποίο σήμαινε «γνωρίζω» (εξού και η λέξη επιστήμη = γνώση).
Στα Ρουμανικά έχουμε înţelege, από το λατινικό intellegō < inter- + legō = διά + λέγω (εξού και οι λατινογενείς λέξεις που έχουν να κάνουν με την ευφυΐα, αλλά και η ρωσόφερτη λέξη ιντελιγκέντσια). Ποιος ο συνειρμός άραγε; «Επιλέγω τη σωστή έννοια;»
Σύνθετα που έχουν να κάνουν με τον νου, κι έτσι είναι αντίστοιχα του κατανοώ και του εννοώ: το σερβοκροατικό razumijeti < raz + um «διά + νοώ», και τα ομόρριζα rozumět (Τσέχικα) και rozumieć (Πολωνικά).
Υπάρχει και ο συνειρμός της σύλληψης: όπως συλλαμβάνω ή αρπάζω κάτι χειροπιαστό, έτσι μπορώ να συλλάβω και μία έννοια, δηλαδή να την καταλάβω. Έχουμε λοιπόν
— το σουηδικό begriper, το δανέζικο begribe, το ολλανδικό begrijpen, και το γερμανικό begreifen,
— το γαλλικό και καταλανικό comprendre, το ισπανικό comprender, το ιταλικό comprendere, το πορτογαλικό compreender (όλα σημαίνουν συλλαμβάνω, από το λατινικό cum/com- + prehendo, δηλαδή συν + αρπάζω)
— το σερβοκροατικό shvaćati / схваћати και το ομόρριζο βουλγαρικό схващам (shvaštam) (καί τα δύο σημαίνουν συν + αρπάζω/γραπώνω).
Last edited by a moderator: