Η καλλιγραφία, ένα θέμα που πάντα με γοήτευε, όμως ποτέ δεν έψαξα το παραμικρό. Αναρωτιόμουν αυτές τις μέρες, πότε έπιασες για τελευταία φορά χαρτί και μολύβι και να γράψεις όμορφες λέξεις, να γράψεις καλλιγραφικά. Προσωπικά πάντα έκανα όμορφα γράμματα (αυτά που χαρακτηρίζαμε και σαν κοριτσίστικα...). Εδώ όμως λέμε για κάτι περισσότερο, λέμε για μία εκπληκτική τέχνη, την τέχνη τής καλλιγραφίας.
Υπάρχουν σημαντικές σπουδές επάνω στην καλλιγραφία, υπάρχουν επαγγελματίες καλλιγράφοι, καλλιτέχνες με απίστευτο ταλέντο (διάβασα παλιά ονόματα όπως τού Κωνσταντίνου Σιμωνίδη), υπάρχουν εξειδικεύσεις σε γλώσσες, γραμματοσειρές, (βυζαντινή, αρχαία ελληνική, πλάγια, καμπυλωτή / ελληνική, αραβική, κινέζικη καλλιγραφία, ρωμαϊκό αλφάβητο κ.ά.), σεμινάρια, φεστιβάλ, εκθέσεις. Διαβάζω για ειδικές πένες, μελάνια, χαρτί, πινέλα. Αμέτρητα στοιχεία που αξίζει να δούμε και να αναζητήσουμε πηγές επάνω στην μοναδική αυτή τέχνη (ειδικά σήμερα που ξεχάσαμε να γράφουμε, πόσο μάλλον να γράφουμε όμορφα, καλλιγραφικά).
Το νήμα το κατέθεσα στην κατηγορία: Λοιπά βιβλία - Καλές Τέχνες. Ο βασικός σκοπός είναι να πλουτίσει το θέμα με βιβλιογραφία. Ελπίζω τα μέλη τής Λέσχης να πλουτίσουν το νήμα.
Το πρώτο και τεμπέλικο βήμα που έκανα ήταν ν' ανοίξω τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και να διαβάσω την παρακάτω αράδα από Βικιπαίδεια:
Καλλιγραφία, από τις λέξεις κάλλος και γραφή, ονομάζεται η τέχνη της καλής γραφής, τόσο για τη γραπτή επικοινωνία όσο και για τη διακόσμηση ή την καλλιτεχνική έκφραση. Προϋποθέτει τη γνώση της σωστής μορφής των γραμμάτων και την ικανότητα τοποθέτησής τους με τέτοιο αρμονικό τρόπο ώστε η τελική σύνθεση να αναγνωρίζεται ως έργο τέχνης. Σε αντίθεση με την απλή γραφή, η καλλιγραφική σύνθεση, ως έργο τέχνης, δεν οφείλει να είναι ευανάγνωστη με τη συνήθη έννοια της λέξης. Η καλλιγραφία συναντάται σε πολλούς πολιτισμούς, ωστόσο διαδραμάτισε σπουδαιότερο ρόλο σε εκείνους που αναπτύχθηκαν στο γεωγραφικό χώρο της Άπω Ανατολής. Στη Μέση Ανατολή και στην ανατολική Ασία, συγκαταλέγεται στις επιφανέστερες μορφές τέχνης, στο ίδιο επίπεδο με τη γλυπτική και τη ζωγραφική.
Είδα επίσης πως η λέξη καλλιγραφία προέρχεται απ' τις λέξεις κάλλος και γράφω, δηλαδή ωραία γραφή. Αναζητώντας τη λέξη μέσα από τα λεξικά διαβάζω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλλιγραφία η [kaliγrafia]: 1. τρόπος γραφής ιδιαίτερα φροντισμένος και κάπως περίτεχνος, που συνήθ. ακολουθεί ένα υπόδειγμα γραμμάτων και αριθμών. || (παρωχ.) το μάθημα της καλλιγραφίας. 2. (μτφ., οικ., συνήθ. πληθ.) υπερβολική επιμονή στη λεπτομέρεια: Άσε τις καλλιγραφίες και τελείωνε.
[λόγ. < ελνστ. καλλιγραφία]
καλλιγράφος ο [kaliγrafos] θηλ. καλλιγράφος [kaliγrafos]: αυτός που γράφει καλλιγραφικά.
[λόγ. < ελνστ. καλλιγράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
καλλιγραφία η. ωραίο γράψιμο: (Aρσ., Kόπ. Διατρ. [1434]). [μτγν. Ουσ. καλλιγραφία. H λ. και σήμ.]
καλλιγράφος, επίθ. που έχει καλό γραφικό χαρακτήρα· καλός αντιγραφέας βιβλίων: (Προδρ. III 273-11 χφφ PK κριτ. υπ).
[μτγν. επίθ. καλλιγράφος. H λ. και σήμ.]
[Λεξικό Μπαμπινιώτη]
καλλιγραφία (η) [μτγν.] {χωρ. πληθ.} 1. η τέχνη τής όμορφης και κομψής γραφής, το να γράψει κανείς με ωραία γράμματα (που συνήθ. έχουν συγκεκριμένο τρόπο σχεδιασμού): τετράδιο καλλιγραφίας ΑΝΤ. κακογραφία 2. το μάθημα κατά το οποίο οι μαθητές τού δημοτικού σχολείου διδάσκονται πώς να γράφουν όμορφα και συμμετρικά. ― καλλιγραφώ ρ. [αρχ.] {-είς...}.
καλλιγραφικός, -ή, -ό [μτγν.] 1. αυτός που είναι γραμμένος με καλλιγραφία: ~ γράμματα ΑΝΤ. κακογραμμένος 2. ΤΥΠΟΓΡ. καλλιγραφικά στοιχεία τυπογραφικά στοιχεία που μιμούνται τον πλάγιο χειρόγραφο χαρακτήρα. ― καλλιγραφικ-ά / -ώς επίρρ.
καλλιγράφος (ο/η) [μτγν.] 1. αυτός που γράφει με όμορφα και κομψά γράμματα, που έχει ωραίο, συμμετρικό, καθαρό και ευανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα ΑΝΤ. κακογράφος 2. (ειδικότ.) αυτός που κατέχει την τέχνη τής καλλιγραφίας.
καλλι- λεξικό πρόθεμα
αρχ., που προέρχεται από το θ. τού επιθ. καλός (βλ.λ.) και συνδ. Επίσης με τα αρχ. κάλλος, κάλλιστος. Η παρουσία τού διπλού -λ- δεν έχει εξηγηθεί ικανοποιητικά· ίσως οφείλεται σε αφομοίωση τού συμφωνικού συμπλέγματος που θεωρείται ότι υπήρξε στο επίθ. Καλός < *καλ-Fό-ς (αλλά απλοποιήθηκε), οπότε *καλF- > καλλ-.
ΣΥΝΘ. καλλι-: καλλί-γραμμος (λόγ.[1890]), καλλι-γραφία (ελνστ.), καλλι-γράφος (ελνστ.), καλλι-κέλαδος (ελνστ.), καλλί-κνημος, καλλί-κομος (αρχ.), καλλι-μάρμαρος (λόγ. [1887]), καλλί-μορφος (αρχ.), καλλί-νικος (αρχ.), καλλι-πάρειος, καλλί-πυγος (ελνστ.), καλλί-σωμος, καλλι-τυπία, καλλί-φωνος (αρχ.) κ.ά.
Σημ. Αγαπημένοι συντονιστές, αν υπάρχει αντίστοιχο θέμα δεν μπόρεσα να το βρω.
[video=vimeo;60241818]http://vimeo.com/60241818[/video]