Και πώς το "hangover" ;

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Μου φαίνεται κάπως παράξενο το ότι στα Ελληνικά δεν υπάρχει λέξη για κάτι τόσο χαρακτηριστικό όπως αυτό που στα Αγγλικά ονομάζουμε hangover και στα π.χ. στα Ισπανικά resaca, δηλ. το πονοκέφαλο της άλλης μέρας, έπειτα από μεθύσι.

Δηλ. πραγματικά, δεν θα μπορούσαν να σκαρώσουν τα Ελληνικά μια λέξη γι' αυτό το πράγμα;

:χμ:
 
Περιεργο Φαρε οντως δεν υπαρχει καποια αντιστοιχη ελληνικη λεξη, δεν το ειχα σκεφτεί ποτέ. Σπαω το κεφαλι μου να βρω μία αλλά τίποτα. Εδω συνηθως το λεμε πονοκεφαλος μετα απο μεθυσι, πρωινη ζαλη/αδιαθεσια/ναυτια, κεφαλι καζανι κ.λ. Ομως αυτα ουτε ειναι μια λεξη ουτε το αποδιδουν πιστά.
 
Άρα αγγλικίζουμε και εμείς; Είμαι σίγουρη οτι υπάρχουν και άλλες τέτοιες λέξεις απλά δεν πάει ο νούς μας!
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Κραιπάλη είναι η πράξη χώρια που συμπεριλαμβάνει περισσότερα πράγματα από το αλκοόλ. Hangover είναι το αποτέλεσμα, το βαρύ κεφάλι της επόμενης μέρας.
 
συμφωνώ, ωστόσο η χρήση της γίνεται συνήθως επί ισχυράς μέθης, ήδη από την αρχαιότητα
βρεκεκεκὲξ κοὰξ κοάξ,
βρεκεκεκὲξ κοὰξ κοάξ.
λιμναῖα κρηνῶν τέκνα,
ξύναυλον ὕμνων βοὰν
φθεγξώμεθ᾽, εὔγηρυν ἐμὰν ἀοιδάν,
κοὰξ κοάξ,
ἣν ἀμφὶ Νυσήιον
Διὸς Διόνυσον ἐν
Λίμναισιν ἰαχήσαμεν,
ἡνίχ᾽ ὁ *κραιπαλόκωμος*
τοῖς ἱεροῖσι Χύτροισι
χωρεῖ κατ᾽ ἐμὸν τέμενος λαῶν ὄχλος.
βρεκεκεκὲξ κοὰξ κοάξ.
Βάτραχοι, Ἀριστοφάνης
 
Last edited:

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Δεν μπορούμε όμως να πούμε "κραιπάλη" για να περιγράψουμε το hangover. Για την ώρα έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη αυτούσια. ("Ξύπνησα με hangover, μετά το χθεσινό μεθύσι")
 
Σαφώς, γιατί δεν το αποδίδουμε για να το χρησιμοποιήσουμε αντί της αγγλικής λέξης, αλλά είναι το ελληνικό «αντίστοιχο», έστω και πιο λόγιο και εννοιολογικά εκτεταμένο· έχει τύχει να ακούσω φίλο να λέγει «πω πω έχω τρομερή κραιπάλη, χθες ήμουνα χάλια (από το ποτό)».
 
από μία αναζήτηση σύντομη στο διαίκτυο ως πρώτη έννοια του hangover προτάσσεται αυτή
1.
a severe headache or other after-effects caused by drinking an excess of alcohol.
και η τρίτη έννοια της κραιπάλης από το LSJ
3.
drunken headache
νομίζω είναι αρκετά κοντά, τί πιστεύετε;
 
Το μεθύσι και ο πονοκέφαλος της επόμενης μέρας προϋπήρχε της εμφάνισης του hangover από τα Αγγλικά και τόσα χρόνια δε χρειάστηκα λέξη ειδική για να περιγράψω αυτή την κατάσταση ούτε τη χρησιμοποίησε ποτέ κανένας γνωστός μου. Θέλω να πω πως αν χρειαζόμασταν μια λέξη για τέτοια γνωστή κατάσταση θα την είχαμε φτιάξει ή υιοθετήσει εδώ και καιρό. Περισσότερο εξυπνάδα μου φαίνεται να τη χρησιμοποιήσει κάποιος αυτή τη λέξη σε μια παρέα παρά ανάγκη να συνεννοηθεί.
Αν με τα χρόνια γίνει πιο διαδεδομένη η χρήση του hangover τότε θα έχει και νόημα να βρούμε λέξη να την αντικαταστήσουμε.
 

Αντέρωτας

Ξωτικό του Φωτός
Προσωπικό λέσχης
Ο @Σπυριδων ο Μεγαλορρημων εχει ενα δικιο. Βλεπω και στο wiktionary οτι στα ΑΕ η εννοια της κραιπαλης επεκτεινεται και στο hangover

@Στεπ το θεμα ειναι οτι οσο αχρηστη και αν ειναι σα λεξη, οταν ειναι να τη χρησιμοποιησουμε καταφευγουμε πλεον στα αγγλικα.
 
Με αυτό το τρόπο επίσης μπορεί να δοθεί η έννοια και ρηματικά με το κραιπαλάω -ῶ. Και το ἑωλοκρασία, όπως προανέφερα, χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της κραιπάλης αλλά δεν είναι έννοιες κατά βάσιν επάλληλες.
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Ούτε εγώ πιστεύω πως είναι "άχρηστη" η λέξη. Εάν ήταν δεν θα χρησιμοποιούσαμε κατά κόρον σήμερα το hangover. Η χρήση του δείχνει ακριβώς την ανάγκη να αποδώσουμε την συγκεκριμένη κατάσταση. Ούτε "εξυπνάδα", βέβαια, είναι. Άντε να το παίξουν έξυπνοι ένας-δυο. Οι υπόλοιποι απλά θέλουμε αναφορά στο… hangover.

Τώρα, όσον αφορά την κραιπάλη, και πάλι, θεωρώ πως έχει σήμερα πολύ συγκεκριμένη σημασία και δεν μπορεί εύκολα να επεκταθεί και να καλύψει και το hangover. Ασχέτως τι συνέβαινε στην αρχαία γλώσσα.
 
Παιδιά το λιώμα πιάνεται;
Ανέκαθεν αυτό άκουγα (και χρησιμοποιούσα) για την απόδοση αυτής της κατάστασης.
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Εγώ το λιώμα το είχα πάντοτε για την κατάσταση της μεγάλης μέθης. Μαζί με: Έγινα λιώμα/λιάρδα/γκολ/στουπί κτλ.
 
Έγινα λιώμα/λιάρδα/γκολ/στουπί κτλ.
Επίσης σκνίπα/πίτα/ζάντα/κουρούμπελο/ντίρλα/κουνουπίδι/κουδούνι/κομμάτια/κόκαλο/σταφίδα/αλοίφη/λάσπη/κομοδίνο/τύφλα/φέσι κ.λ.
..μα πόσες λέξεις υπάρχουν ..και σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλες. :)
 
Εγώ ξέρω ότι η λέξη hangover χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη κατάσταση στην οποία επέρχεται κάποιος μετά απο υπερβολική κατανάλωση συνήθως αλκοόλ, αλλά όχι μόνο, και έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο τη δημιουργία απλού πονοκεφάλου αλλά κυρίως την απώλεια μνήμης....
Άλλο να ξυπνώ το πρωί και να εχω πονοκέφαλο απο τις 6-7 μπύρες που ήπια και άλλο να ξυπνώ και ο πονοκέφαλος που έχω να είναι το τελευταίο πράγμα που με απασχολεί, γιατί δεν ξέρω που βρίσκομαι ή τι έχω κάνει πριν λίγες ώρες....
Νομίζω κακώς χρησιμοποιείται η λέξη για να πει κάποιος ότι απλώς ήπιε.
 
Και μια και επανήλθε το νήμα στο προσκήνιο, μήπως η Ελληνική λέξη για το hangover είναι "ξενέρωμα;"
Ξενερώνω από το χθεσινό μεθύσι, λιώσιμο κλπ. Ήμουν "στο νερό" και βγήκα. (Ξενερώνω = νιώθω χάλια, με επέκταση σε όλους τους τομείς της ζωής)
 
Last edited:
Top