Ο Παύλος Μάτεσις άφησε τα εγκόσμια μόλις πριν λίγους μήνες και το μόνο δικό του που είχα διαβάσει ήταν μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο Έκθεσις Ιδεών (προσφορά του Μαύρου Βέλους, που έχουμε κάνει μαύρα μάτια να το δούμε). Είπα λοιπόν να διαβάσω αυτό που θεωρείται το καλύτερό του μυθιστόρημα τη Μητέρα του Σκύλου.
Το μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1990 και αφορά κυρίως την κατοχή, γι' αυτό και χαρακτηρίζεται ιστορικό μυθιστόρημα. Δεν θα πω ότι δικαίως θεωρείται το καλύτερό του, θα πω πολύ απλά και χωρίς καμία διάθεση υπερβολής ότι δεν έχω διαβάσει καλύτερο σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα. Ήταν υπέροχο. Θα αρκεστώ να αντιγράψω εδώ κάποια στοιχεία για το βιβλίο, μερικά αποσπάσματα και θα σας παροτρύνω να το έχετε στα υπόψη σας και να το διαβάσετε με την πρώτη ευκαιρία.
Το έργο, από το 1990 που πρωτοκυκλοφόρησε παραμένει ένα από τα εκλεκτά μυθιστορήματα των Ελλήνων αλλά και των ξένων αναγνωστών, έχει πραγματοποιήσει ήδη στην Ελλάδα πενήντα εκδόσεις, έχει μεταφραστεί σε δεκατρείς γλώσσες και έχει αποσπάσει εύλογα την καθολική αναγνώριση του βιβλιοφιλικού κοινού. Πρόσφατα, μάλιστα, συγκαταλέχθηκε από τον λονδρέζικο εκδοτικό οίκο Quintet Publishing στα 1001 βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας τα οποία οφείλει να έχει διαβάσει κάθε άνθρωπος μέχρι το τέλος της ζωής του (στον τόμο 1001 Books You Must Read Before You Die).
Αποσπάσματα:
Λέγε με Ραραού καλύτερα.
Ρουμπίνη βέβαια είναι το βαφτιστικό μου, πλην ουσιαστικώς βαφτίστηκα Ραραού όταν βγήκα στο Θέατρο και με αυτό το όνομα έφτασα όπου έφτασα και στο βιβλιάριο ΙΚΑ έχω προσθέσει "Δεσποινίς Ραραού, Ηθοποιός", έτσι θα με γράψουν στον επιτύμβιό μου. Τη Ρουμπίνη την έχω διαγράψει. Ξεγράψει. Άσε πια το επίθετο, Μέσκαρη.
.........
Ανεβαίνει, στο δεύτερο κλαδί κάπως γλιστράει και πέφτει κάτω, απάνω σε νάρκη, ταψιά τις λέγαμε αυτές τις φαρδιές. Σαν σε άστραμμα προφταίνω να δω τ' άλλα παιδιά παρέκει, μία φλόγα και τον Θανάση να τραβάει για μεσοούρανα σαν τον Προφήτη Ηλία, αυτός τραβάει τσιφ για Παράδεισο πρόλαβα να σκεφτώ, άκου ώρα να σκεφτώ καλαμπούρι η μουρλή! Η νάρκη του είχε κάψει ό,τι φόραγε, τα σκουτιά του κρέμονταν σαν ψόφια πουλιά πάνω στην απιδιά, και το Θανασάκι αρπαγμένο από ένα κλαδί σαν καλιακούδα, πλην θεόγυμνο. Πέφτει κάτω σαν γινωμένο σύκο, ευτυχώς το χώμα ήταν βρεγμένο, σκάει ο κώλος του σαν καρπούζι, αλλά κατά τα λοιπά ήταν ζωντανός. Θεόγυμνος όμως, κι εγώ να χαχανίζω, μου χύθηκαν οι αγκινάρες και αγκυλώθηκα, η παρέα του από πέρα, όλοι τους μαρμαρωμένοι, να φωνάζουν, ρε, ο Θανάσης μάλλιασε, ο Θανάσης μάλλιασε! Με ζήλεια το' λεγαν αυτό!
.........
Και ούτε με ταράζει πια που άρχισα να λησμονάω τη ματιά της μητέρας μου. Ξέχασα και ποιο χεράκι του Φάνη μας είναι το χαλασμένο. Ούτε και τι χρώμα μαλλιά είχε ο Φάνης μας θυμάμαι. Ξεχνάω και να λυπηθώ. Αυτό, λιγάκι με μελαγχολεί. Που ξεβάφουνε οι λύπες μου.
Τι να κάνουμε...
Το μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1990 και αφορά κυρίως την κατοχή, γι' αυτό και χαρακτηρίζεται ιστορικό μυθιστόρημα. Δεν θα πω ότι δικαίως θεωρείται το καλύτερό του, θα πω πολύ απλά και χωρίς καμία διάθεση υπερβολής ότι δεν έχω διαβάσει καλύτερο σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα. Ήταν υπέροχο. Θα αρκεστώ να αντιγράψω εδώ κάποια στοιχεία για το βιβλίο, μερικά αποσπάσματα και θα σας παροτρύνω να το έχετε στα υπόψη σας και να το διαβάσετε με την πρώτη ευκαιρία.
Το έργο, από το 1990 που πρωτοκυκλοφόρησε παραμένει ένα από τα εκλεκτά μυθιστορήματα των Ελλήνων αλλά και των ξένων αναγνωστών, έχει πραγματοποιήσει ήδη στην Ελλάδα πενήντα εκδόσεις, έχει μεταφραστεί σε δεκατρείς γλώσσες και έχει αποσπάσει εύλογα την καθολική αναγνώριση του βιβλιοφιλικού κοινού. Πρόσφατα, μάλιστα, συγκαταλέχθηκε από τον λονδρέζικο εκδοτικό οίκο Quintet Publishing στα 1001 βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας τα οποία οφείλει να έχει διαβάσει κάθε άνθρωπος μέχρι το τέλος της ζωής του (στον τόμο 1001 Books You Must Read Before You Die).
Αποσπάσματα:
Λέγε με Ραραού καλύτερα.
Ρουμπίνη βέβαια είναι το βαφτιστικό μου, πλην ουσιαστικώς βαφτίστηκα Ραραού όταν βγήκα στο Θέατρο και με αυτό το όνομα έφτασα όπου έφτασα και στο βιβλιάριο ΙΚΑ έχω προσθέσει "Δεσποινίς Ραραού, Ηθοποιός", έτσι θα με γράψουν στον επιτύμβιό μου. Τη Ρουμπίνη την έχω διαγράψει. Ξεγράψει. Άσε πια το επίθετο, Μέσκαρη.
.........
Ανεβαίνει, στο δεύτερο κλαδί κάπως γλιστράει και πέφτει κάτω, απάνω σε νάρκη, ταψιά τις λέγαμε αυτές τις φαρδιές. Σαν σε άστραμμα προφταίνω να δω τ' άλλα παιδιά παρέκει, μία φλόγα και τον Θανάση να τραβάει για μεσοούρανα σαν τον Προφήτη Ηλία, αυτός τραβάει τσιφ για Παράδεισο πρόλαβα να σκεφτώ, άκου ώρα να σκεφτώ καλαμπούρι η μουρλή! Η νάρκη του είχε κάψει ό,τι φόραγε, τα σκουτιά του κρέμονταν σαν ψόφια πουλιά πάνω στην απιδιά, και το Θανασάκι αρπαγμένο από ένα κλαδί σαν καλιακούδα, πλην θεόγυμνο. Πέφτει κάτω σαν γινωμένο σύκο, ευτυχώς το χώμα ήταν βρεγμένο, σκάει ο κώλος του σαν καρπούζι, αλλά κατά τα λοιπά ήταν ζωντανός. Θεόγυμνος όμως, κι εγώ να χαχανίζω, μου χύθηκαν οι αγκινάρες και αγκυλώθηκα, η παρέα του από πέρα, όλοι τους μαρμαρωμένοι, να φωνάζουν, ρε, ο Θανάσης μάλλιασε, ο Θανάσης μάλλιασε! Με ζήλεια το' λεγαν αυτό!
.........
Και ούτε με ταράζει πια που άρχισα να λησμονάω τη ματιά της μητέρας μου. Ξέχασα και ποιο χεράκι του Φάνη μας είναι το χαλασμένο. Ούτε και τι χρώμα μαλλιά είχε ο Φάνης μας θυμάμαι. Ξεχνάω και να λυπηθώ. Αυτό, λιγάκι με μελαγχολεί. Που ξεβάφουνε οι λύπες μου.
Τι να κάνουμε...