Συχνά αναρωτιέμαι το λόγο για τον οποίο μεγάλη μερίδα αριστουργημάτων, τόσο της λογοτεχνίας όσο και του κινηματογράφου, πραγματεύονται τον πόλεμο ή καταστάσεις άμεσα συνδεδεμένες με αυτόν.
Διαβάζοντας όμως βιβλία σαν “Το νούμερο 31328” και βλέποντας ταινίες όπως “Ο πιανίστας”, ο λόγος αυτός αποκαλύπτεται και είναι απλός: μόνο ο πόλεμος μπορεί να μεγεθύνει την ένταση των συναισθημάτων σε τέτοιο βαθμό, που κανένας δε μπορεί να τους ξεφύγει, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Αν και το βιβλίο αυτό γράφτηκε σχεδόν αμέσως μετά τα γεγονότα που περιγράφει, η πρώτη του κυκλοφορία έγινε το 1931. Θα περίμενε κανείς πως ο Βενέζης θα είχε αναρρώσει από τις πληγές του και θα ήταν πιο ψύχραιμος σχεδόν μια δεκαετία μετά, οπότε και θα εξομάλυνε λίγο την αφήγησή του, παρουσιάζοντας τα βιώματα εκείνης της περιόδου λίγο πιο ρομαντικά.
Από την άλλη, θα μπορούσαμε να περιμένουμε τον συγγραφέα να είναι κουρασμένος από τις φοβερές εικόνες οι οποίες -θαρρώ- τον επισκεπτόταν συχνά στον ύπνο του και προβληματισμένος από την πολιτική αστάθεια του τόπου εκείνη την εποχή, οπότε να προσπαθεί να βρει έναν εύκολο στόχο, πάνω στον οποίο θα φόρτωνε την ευθύνη των κακουχιών που έζησε, αλλά και των όσων η πατρίδα του περνούσε κατά την περίοδο συγγραφής, προσαρμογής αλλά και έκδοσης αυτού του έργου.
Όμως και στις δυο υποθέσεις θα πέφταμε έξω! Ο Βενέζης καταφέρνει και κρατά ίσες αποστάσεις από όλους! Περιγράφει το δράμα των ανθρώπων που περπάτησαν μαζί του ως τα βάθη της Μ. Ασίας, χωρίς φόβο και πάθος. Σχεδόν βγαίνει από το κορμί του και αιωρείται πάνω από όσα μας αφηγείται, παρατηρώντας και καταγράφοντας τις μνήμες του, αποδίδοντας τις ευθύνες εκεί που πρέπει, όταν πρέπει: στο “χταπόδι” που προσπαθούσε να γλυτώσει από την κούραση, στον Τούρκο αξιωματικό που βρίσκει τον γείτονά του, στο “ντοχτόρ” και την ανθρωπιά του.
Ένα καταπληκτικό βιβλίο. Τίποτε άλλο...
Διαβάζοντας όμως βιβλία σαν “Το νούμερο 31328” και βλέποντας ταινίες όπως “Ο πιανίστας”, ο λόγος αυτός αποκαλύπτεται και είναι απλός: μόνο ο πόλεμος μπορεί να μεγεθύνει την ένταση των συναισθημάτων σε τέτοιο βαθμό, που κανένας δε μπορεί να τους ξεφύγει, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Αν και το βιβλίο αυτό γράφτηκε σχεδόν αμέσως μετά τα γεγονότα που περιγράφει, η πρώτη του κυκλοφορία έγινε το 1931. Θα περίμενε κανείς πως ο Βενέζης θα είχε αναρρώσει από τις πληγές του και θα ήταν πιο ψύχραιμος σχεδόν μια δεκαετία μετά, οπότε και θα εξομάλυνε λίγο την αφήγησή του, παρουσιάζοντας τα βιώματα εκείνης της περιόδου λίγο πιο ρομαντικά.
Από την άλλη, θα μπορούσαμε να περιμένουμε τον συγγραφέα να είναι κουρασμένος από τις φοβερές εικόνες οι οποίες -θαρρώ- τον επισκεπτόταν συχνά στον ύπνο του και προβληματισμένος από την πολιτική αστάθεια του τόπου εκείνη την εποχή, οπότε να προσπαθεί να βρει έναν εύκολο στόχο, πάνω στον οποίο θα φόρτωνε την ευθύνη των κακουχιών που έζησε, αλλά και των όσων η πατρίδα του περνούσε κατά την περίοδο συγγραφής, προσαρμογής αλλά και έκδοσης αυτού του έργου.
Όμως και στις δυο υποθέσεις θα πέφταμε έξω! Ο Βενέζης καταφέρνει και κρατά ίσες αποστάσεις από όλους! Περιγράφει το δράμα των ανθρώπων που περπάτησαν μαζί του ως τα βάθη της Μ. Ασίας, χωρίς φόβο και πάθος. Σχεδόν βγαίνει από το κορμί του και αιωρείται πάνω από όσα μας αφηγείται, παρατηρώντας και καταγράφοντας τις μνήμες του, αποδίδοντας τις ευθύνες εκεί που πρέπει, όταν πρέπει: στο “χταπόδι” που προσπαθούσε να γλυτώσει από την κούραση, στον Τούρκο αξιωματικό που βρίσκει τον γείτονά του, στο “ντοχτόρ” και την ανθρωπιά του.
Ένα καταπληκτικό βιβλίο. Τίποτε άλλο...