"Επιστρέφοντας σπίτι"-Anthony Trollope ("Returning Home"-Anthony Trollope)

Όπως ξέρετε, δεν είμαι επαγγελματίας μεταφραστής απλά θέλω να κάνω προσιτό το έργο του Trollope στα ελληνικά έστω και στου χαμηλού επιπέδου μετάφραση μου. Το παρακάτω είναι ένα απόσπασμα από ένα διήγημα του. Συγχωρήστε με για οποιαδήποτε ατασθαλία στη μετάφραση. :)) [Το πρωτότυπο κείμενο είναι αποδεσμευμένο από πνευματικά δικαιώματα (νόμος +70)]

Γενικά, θεωρείται ότι οι άνθρωποι που ζουν στο σπίτι τους,-καλοί άνθρωποι, σπιτόγατοι, που αγαπούν το τσάι και την πολυθρόνα τους, και κρατούν πάντα το τζάκι τους ζεστό- πιστεύεται ότι αυτοί είναι οι άνθρωποι που δίνουν την περισσότερη αξία στο σπίτι, και εκτιμούν καλύτερα όλες τις ανέσεις αυτού του αγαπημένου οικήματος. Έχω την τάση να αμφιβάλλω περί αυτού. Είναι, νομίζω, για αυτούς που ζουν πολύ μακριά από το σπίτι τους, για αυτούς που αδυνατούν να το επισκεφθούν, που αυτή η λέξη αποπνέει κάτι το γλυκύτατο. Σε κάποια απομακρυσμένα μέρη του κόσμου ίσως να υπάρχει ένας Άγγλος όπου τα αναγνωρίζει ως μόνιμη κατοικία του·αλλά υπάρχουν και πολλά άλλα τα οποία δεν θα τα αποκαλέσει μόνιμη κατοικία του, σπίτι του. Σκεφτόταν, πως κάνοντας το θα βεβήλωνε τη λέξη. Το σπίτι του είναι πέρα από τα γαλάζια νερά, στο μικρό βόρειο νησί, το οποίο ίσως δεν θα μπορέσει να επισκεφθεί ξανά· στο οποίο, εν πάση περιπτώσει, έχει αφήσει τη μισή του ζωή· του οποίου οι συνθήκες, και η ανάγκη επιβίωσης τον έχουν εξορίσει. Το σπίτι του είναι ακόμα στην Αγγλία, και όταν μιλάει για το σπίτι, οι σκέψεις του είναι εκεί. Κανείς από αυτούς που δεν έχουν δει ή νιώσει την απουσία ενδιαφέροντος για τη ζωή, δεν μπορεί να καταλάβει πόσο έντονο συναίσθημα είναι το να είσαι αναγκασμένος να τρως ψωμί σε ξένα χώματα. Όλοι μπορούμε να σκεφτούμε πως η ζωή σε ξένες χώρες θα είναι ζωή με ενθουσιασμό, με πολλές περιπέτειες και ποικιλία· ότι εγκαταλείποντας τις ανέσεις του σπιτιού, πρέπει να λάβουμε ως ανταμοιβή περισσότερη κινητικότητα και περιπέτεια από αυτήν που θα συναντούσαμε στην δική μας ήσυχη χώρα· αυτό το συναίσθημα, είμαι σίγουρος, ότι έστειλε πολλούς νέους σε ταξίδια χωρίς προορισμό. Πάρτε οποιονδήποτε εικοσάχρονο πνευματώδη σύντροφο σας και ρωτήστε τον αν θα ήθελε να πάει στο Μεξικό για τα επόμενα δέκα χρόνια! Η σύνεση και ο πατέρας του μπορεί τελικά να τον έσωζαν από μια τέτοια εξορία αλλά δεν θα αρνιόταν χωρίς έναν πόνο μετάνοιας.

Στην κεντρική πεδιάδα εκείνου του τμήματος της Κεντρικής Αμερικής που ονομάζεται Κόστα Ρίκα , βρίσκεται η πόλη του Σαν Χοσέ (* πρωτεύουσα και η μεγαλύτερη πόλη στην Κόστα Ρίκα). Είναι η πρωτεύουσα της Δημοκρατίας-γιατί η Κόστα Ρίκα είναι Δημοκρατία-και, για την Κεντρική Αμερική είναι μια πόλη κάποιας σημασίας. Είναι στη μέση μιας περιοχής παραγωγής καφέ, περιτριγυρισμένη από εύφορο χώμα στο οποίο παράγονται τα ζαχαροκάλαμα, είναι ευλογημένη να έχει ένα εύκρατο κλίμα, και οι γηγενείς ούτε κόβουν λαιμούς ούτε είναι κανίβαλοι. Πρέπει να ειπωθεί, ως εκ τούτου, ότι σε σύγκριση με άλλες περιοχές όπου είναι συγκεντρωμένοι Άγγλοι και άλλοι για να βγάλουν χρήματα, το Σαν Χοσέ μπορεί να θεωρηθεί ως μια ευτυχισμένη περιοχή·αλλά, παρ'όλα αυτά η ζωή εκεί δεν είναι από κάθε άποψη επιθυμητή. Είναι ένα βαρετό μέρος, με λίγο ενδιαφέρον και για το μάτι και για το αυτί.

Παρόλο που η ζέστη των τροπικών δεν είναι παρά ελάχιστα αισθητή εκεί, λόγω του υψομέτρου, οι άνδρες και οι γυναίκες αδιαφορούν για τις επιχειρήσεις. Δεν υπάρχει κοινωνία. Υπάρχουν μερικοί Γερμανοί και μερικοί Άγγλοι στο μέρος, οι οποίοι συναντιούνται μεταξύ τους για θέματα της δουλειάς κατά τη διάρκεια της ημέρας·αλλά, καθώς η ζωή γενικά είναι σκοτεινή, λίγο μοιάζουν να ενδιαφέρονται για την παρέα των άλλων για οτιδήποτε διαφορετικό. Δεν ξέρω μέχρι ποιο σημείο μπορούν να φτάσουν οι προσδοκίες των Γερμανών, αλλά όσον αφορά τους Άγγλους, η μόνη ιδέα που δίνει χρώμα στη ζωή τους είναι η ιδέα του σπιτιού. Κάποια μέρα, όσο μακρινή και να'ναι, θα στρέψουν για άλλη μια φορά το κεφάλι τους προς το μικρό βόρειο νησί, και μετά όλα θα 'ναι καλά για αυτούς.

Σε κάποιον Άγγλο εκεί, και στην αγαπητή μικρή σύζυγό του, αυτή η προοπτική ήρθε πριν λίγα χρόνια κάπως ξαφνικά. Γεγονότα και ειδήσεις, δεν έχει σημασία τι, έφερε τη λύση να ξεκινήσουν αμέσως·-σχεδόν αμέσως. Θα πακετάριζαν και θα έφευγαν από το Σαν Χοσέ σε τέσσερις μήνες από τη μέρα όπου πρωτοδιαμορφώθηκε αυτή η προοπτική. Στο Σαν Χοσέ μια περίοδος μόνο τεσσάρων μηνών για μια τέτοια προοπτική ήταν «αμέσως». Δημιουργεί ένα συναίσθημα στιγμιαίου ενθουσιασμού, μια ανάγκη να πράξεις κάτι άμεσα, μια πεποίθηση ότι σε αυτές τις λίγες εβδομάδες υπήρχε υπεραρκετή δουλειά τόσο για τα χέρια όσο και για τις σκέψεις,-δουλειά κάτι παραπάνω από υπεραρκετή. Η αγαπητή μικρή σύζυγος, η οποία τα τελευταία δύο χρόνια ήταν τόσο νωθρή, αισθανόταν τώρα να είναι σε εγρήγορση.

«Χάρι,» είπε στον άντρα της, «θα είμαστε ποτέ έτοιμοι;»
Και το όμορφο πρόσωπο της φωτίστηκε από μια ασυνήθιστη λάμψη στην ευχάριστη σκέψη ότι βιάζονται τόσο για έναν τέτοιον προορισμό. «Και τα πράματα του μωρού,» είπε, αφού σκεφτόταν όλα τα ποικίλα μικρά αντικείμενα που θα χρειαζόταν. Ένα ταξίδι από το Σαν Χοσέ στο Σαουθάμπτον(* πόλη στη νότια Αγγλία. Βρίσκεται 100 χλμ. νοτιοδυτικά του Λονδίνου και 30 χλμ. βορειοδυτικά του Πόρτσμουθ, στο δέλτα των ποταμών Τεστ και Ίτσεν. Το Σαουθάμπτον είναι μεγάλο λιμάνι. Ο πληθυσμός της πόλης είναι περίπου 231.200 κάτοικοι.) δεν μπορεί να γίνει στ'αλήθεια τόσο εύκολα όσο ένα από το Λονδίνο στο Λίβερπουλ. Ας σκεφτούμε ένα μήνα χωρίς τη βοήθεια της πλύστρας, και το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ταξιδιού μέσα στις αποπνικτικές ζέστες των τροπικών των Δυτικών Ινδιών!

Στον πρώτο μήνα της βιασύνης και της εγρήγορσης της η κα Αρκράιτ ήταν μια ευτυχισμένη γυναίκα. Θα ξαναέβλεπε τη μητέρα της και την αδερφή της. Ήταν εδώ και τέσσερα χρόνια που τις είχε αφήσει στην αποβάθρα του Σαουθάμπτον, ενώ οι καρδιές τους ήταν πονεμένες από τον χωρισμό. Ήταν μια νεαρή νύφη τότε, πηγαίνοντας με τον νέο της κύριο να γνωρίσει τον Νέο Κόσμο. Αυτός είχε πάει στο σπίτι να ψάξει για μια σύζυγο, και βρήκε ό,τι έψαχνε στη μικρή αδερφή του φίλου του.

Αυτός, ο Χένρι Αρκράιτ, και ο αδερφός της γυναίκας του, Έιμπελ Ρινγκ, είχαν εγκατασταθεί από κοινού στο Σαν Χοσέ. Και τώρα, αυτή σκεφτόταν, πως θα ήταν μια άλλη συνάντηση σε αυτές τις αποβάθρες στην οποία δεν θα έπρεπε να υπάρχουν πονεμένες καρδιές· σε αυτήν θα έπρεπε να υπάρχει αγάπη χωρίς θλίψη, και φιλιά γλυκά από την γλύκα του καλωσορίσματος, όχι πικρά από την πίκρα του χωρισμού. Και οι άνθρωποι-οι λίγοι γείτονες γύρω της- της είπαν πόσο ευτυχισμένη, πόσο τυχερή ήταν που γύριζε στη ζωή της τόσο νωρίς. Κάποιοι ήταν μάκρια δέκα,-κάποιοι είκοσι χρόνια, και ακόμα η μέρα του γυρισμού ήταν μακρινή. Και έπειτα έβαλε το μωρό της στο στήθος της, και της κύλησε ένα δάκρυ σκεπτόμενη την άλλη αγάπη την οποία θα άφηνε σε αυτή την απομακρυσμένη γη.

(συνεχίζεται)

μετάφραση: ©Πολύτλας Οδυσσεύς
 
Last edited:
Όπως λέει και η Νικολέτα, εύχομαι κάποια στιγμή να έχω τη χαρά να σε διαβάσω και σε βιβλίο.
Ζηλεύω το πάθος σου (αν σκεφτείς πως δεν μπορώ να μεταφράσω σωστά ούτε εικονογράφηση).

Υπέροχος. Το μέλλον είναι δικό σου.
 
Και έπειτα έπρεπε να διευθετηθεί η διαδρομή για το σπίτι. Το Σαν Χοσέ βρίσκεται στη μέση της μεγάλης πεδιάδας της Κόστα Ρίκα, ανάμεσα στον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό. Το ταξίδι μέσω του Ειρηνικού είναι, συγκριτικά, εύκολο. Υπάρχει ένας δρόμος, από τον οποίο οι ταξιδιώτες περνάνε τα μουλάρια σταθερά και εύκολα προς το Πούντα Αρένας (*ο μεγαλύτερος οικισμός στα Στενά του Μαγγελάνου και πρωτεύουσα της περιφέρειας Μαγαγιάνες ι λα Αντάρκτικα Τσιλένα της Χιλής.) , το λιμάνι προς αυτόν τον ωκεανό. Επίσης καθ'οδόν υπάρχουν πανδοχεία,-χώροι δημόσιας ψυχαγωγίας όπου μπορεί κάποιος να πάρει αναψυκτικό, και κρεβάτια, ή τουλάχιστον εύλογα υποκατάστατα κρεβατιών. Αλλά από αυτόν το δρόμο ο ταξιδιώτης πρέπει να κάνει ένα μεγάλο θαλάσσιο ταξίδι. Πρέπει να μεταφερθεί ο ίδιος και οι ταλαιπωρημένες αποσκευές του, σε αυτό το ελεεινό μέρος πάνω στον Ειρηνικό, εκεί να περιμένει ένα ατμόπλοιο για να τον πάει στον Παναμά, να περάσει τον ισθμό, και να επιβιβαστεί για το μακρύ ταξίδι προς το σπίτι. Αυτοί οι απαίσιοι αποβιβασμοί και επιβιβασμοί είναι μεγάλη ταλαιπωρία για τον ασυνήθιστο ταξιδιώτη.

Όταν είναι απολύτως απαραίτητο τότε γίνεται χωρίς πολλή σκέψη·αλλά στην περίπτωση των Άρκράιτ δεν ήταν απολύτως απαραίτητο. Και υπήρχε και ένας άλλος λόγος ο οποίος έφερνε αντίθετη την κα Άρκράιτ με το ταξίδι μέσω του Πούντα Αρένας. Το μέρος είναι ανθυγιεινό, και σε κάποιες εποχές είχε πολύ κακόφημο όνομα·και στο ταξίδι προς το Σαν Χοσέ ο άντρας της είχε αρρωστήσει. Ποτέ δεν είχε πάψει να σκέφτεται το δεκαπενθήμερο που πέρασε εκεί ανάμεσα σε άξεστους αγνώστους, σε μια περίοδο όπου η ζωή τους κρεμόταν από μια κλωστή. Από την αρχή αυτών των τεσσάρων μήνων παρακαλούσε να μην πάνε μέσω του Πούντα Αρένας. Υπήρχε άλλος δρόμος. «Χάρι, αν μ'αγαπάς, αφησέ με να πάω από το Σεραπίκι (*δέκατη κομητεία στην επαρχία Χερέντια στην Κόστα Ρίκα) ». Επειδή ο Χάρι την αγαπούσε, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία περί αυτού, όπως καλά γνώριζε.

Υπήρχε αυτός ο εναλλακτικός δρόμος μέσω του ποταμού Σεραπίκι, και μέσω του Γκρέιταουν(*επίσημη ονομασία Σαν Χουάν ντελ Νόρτε, είναι πόλη και δήμος του διαμερίσματος Ρίο Σαν Χουάν στην Νικαράγκουα). Το Γκρέιταουν είναι, στ'αλήθεια, τόσο ανθυγιεινό όσο το Πούντα Αρένας, και μέσω αυτού του δρόμου πρέπει οι αποσκευές κάποιου να φορτωθούν και να ξεφορτωθούν σε μικρά πλοία. Κάθε λογής δυσκολίες συνδέονται με αυτό. Η πιθανότητα μη άμεσης διαδρομής από και προς κάθε πόλη του κόσμου έχει ως αποτέλεσμα έντονη κούραση κατά τη διάρκεια της. Επίσης, ταξιδεύοντας από αυτόν το δρόμο, ο ταξιδιώτης αφήνει το Σαν Χοσέ καβαλημένος στο μουλάρι του, και έτσι καβαλημένος κάνει τη διαδρομή του μέσα από τα τεράστια παρθένα δάση μέχρι τις όχθες του ποταμού Σεραπίκι. Ότι είναι μια δοκιμασία για αυτόν είναι ασφαλώς αλήθεια·αλλά είναι απλά μια διαδρομή, και κατά τη διάρκεια εννιά μηνών του χρόνου υπάρχει τόσο πολλή λάσπη που τα μουλάρια βουλιάζουν μέχρι τις κοιλιές τους. Ύστερα, όταν έχει φτάσει στον ποταμό ο ταξιδιώτης κάθεται στο κανό του και για δυο μέρες κωπηλατεί κατά μήκος του Σεραπίκι, στον ποταμό Σαν Χουαν και στην περιοχή του Σαν Χουάν μέχρι να φτάσει στο Γκρέιταουν και να περάσει μια νύχτα σε κάποια καλύβα στην όχθη του ποταμού.

Στο Γκρέιταουν περιμένει για το ατμόπλοιο που θα τον μεταφέρει στο πρώτο στάδιο της διαδρομής του προς το Σαουθάμπτον. Πρέπει κανείς να είναι ειδήμων σε διλήμματα κάθε είδους για να μπορεί να πει με ακρίβεια αν το Γκρέιταουν ή το Πούντα Αρένας είναι καλύτερο για διαμονή μιας εβδομάδας. Για έναν ολόκληρο μήνα ο κ. Άρκράιτ δεν το επέτρεπε στη γυναίκα του, δήλωνε ότι το ταξίδι από το Σεραπίκι θα ήταν επικίνδυνο για το μωρό·αλλά αυτή άκουσε από κάποιον ότι αυτή η διαδρομή θα ήταν λιγότερο κουραστική για το μωρό από οποιαδήποτε άλλη. Ένα μωρό είχε μεταφερθεί σε μια σακούλα απορριμάτων δεμένη στη πλάτη ενός μουλαριού. Θα χρειαζόταν κάποιος που να οδηγεί το μουλάρι, και αυτό ήταν όλο. Έτσι το μωρό στη βάρκα θα είναι τόσο καλά όσο σε μια κούνια. Ποιο σκοπό δεν μπορεί να πετύχει μια γυναίκα με την επιμονή; Το σκοπό της σε αυτήν την περίπτωση η κα Άρκράιτ τον κέρδισε με την επιμονή.

Και ύστερα οι ετοιμασίες τους για το ταξίδι συνέχιζαν με πολλή εγρήγορση και πυρετώδη βιασύνη. Σε εμάς στο σπίτι, που ζούμε και νιώθουμε τη ζωή κάθε μέρα, η κατασκευή ατέλειωτων μωρουδιακών πανών και το πακετάρισμα βουνών από ρούχα δεν μας φαίνεται και τόσο ευχάριστη·αλλά στο Σαν Χοσέ, όπου δεν υπήρχε σχεδόν καμία κίνηση που να αποτρέψει τα νερά από το να γίνουν στάσιμα, το πακετάρισμα των μωρουδιακών πανών ήταν ευχάριστο, και για ένα μήνα οι μερες περνούσαν ευχάριστα.

(συνεχίζεται)

μετάφραση: ©Πολύτλας Οδυσσεύς
Το Πούντα Αρένας:


Γκρέιταουν(San Juan del Norte) [κάτω δεξιά]:
 
Last edited:
Αλλά σημαντικές αναφορές έφταναν στα αυτιά των δύο Άρκράιτ για αυτή τη νέα διαδρομή, που τους ανησύχησαν. Η υγρή περίοδος είχε παραταθεί και μπορεί να μην καταβρέχονταν οι ίδιοι , το μονοπάτι θα ήταν τόσο λασπωμένο που θα εμπόδιζε τη διάβαση. Ένα-δυο άνθρωποι δήλωσαν ότι ο δρόμος ήταν οπωσδήποτε ακατάλληλος για μια γυναίκα, και ο ποταμός θα ήταν πολύ ξεχειλισμένος. Αυτά τα νέα δεν έφτασαν στον Άρκράιτ και στη σύζυγο του ταυτόχρονα, ή εν πάση περιπτώσει όχι πολύ αργά-εν μέσω των προετοιμασιών τους-, μπορούσε ακόμα να γίνει κάποια αλλαγή. Δεδομένου της κατάστασης, μετά από όλες τις παρακλήσεις της, η κα Άρκράιτ δεν ήθελε να του ζητήσει να αλλάξει τα σχέδια του·και αυτός, έχοντας τα αλλάξει μια φορά, ήταν αντίθετος να το ξανακάνει. Έτσι τα πράγματα συνέχιζαν όπως είχαν μέχρι που νοικιάστηκαν τα μουλάρια και τα πλοία, και τα πράγματα είχαν προχωρήσει τόσο πολύ που καμιά αλλαγή δεν μπορούσε να γίνει χωρίς πολύ κόστος και αναποδιές.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα ημερών της παραμονής τους στο Σαν Χοσέ, η κα Άρκράιτ είχε χάσει την χαρούμενη διάθεση που είχε φωτίσει το γλυκό της πρόσωπο τους τελευταίους μήνες. Ο τρόμος για αυτό το τρομερό ταξίδι είχε σβήσει από το μυαλό της όλη την χαρά που είχε δημιουργηθεί από την ελπίδα ότι θα ήταν σύντομα σπίτι. Είχε πτοηθεί για τα καλά από τον κίνδυνο που έπρεπε να αντιμετωπίσει, και ευχαρίστως θα πήγαινε από το Πούντα Αρένας, αν ήταν δυνατό να το κανονίσει. Έβρεχε, και έβρεχε και ακόμα έβρεχε, όταν είχε περάσει μόλις μια βδομάδα από τότε που είχαν ξεκινήσει. Ώ! αν μπορούσαν μόνο να περιμένουν ακόμα ένα μήνα! Αλλά αυτό δεν το είπε σε κανέναν. Μετά από αυτό που είχε συμβεί μεταξύ αυτής και του συζύγου της, δεν είχε το κουράγιο να του πει τέτοια λόγια. Ο Άρκράιτ δεν ήταν άνθρωπος που να του μιλάς πολύ, ένας σιωπηλός στοχαστικός άνδρας, εσωστρεφής, αλλά καλόκαρδος και αγαπούσε τον χαρακτήρα του.

Η γλυκιά νέα σύζυγός του που τα είχε εγκαταλείψει όλα, και είχε έρθει μαζί του σε εκείνο το βαρετό απομακρυσμένο μέρος, ήταν πολύ αγαπητή σε αυτόν,-περισσότερο από όσο νόμιζε η ίδια της, και αυτές τις μέρες αυτός σκεφτόταν πολύ τις επικείμενες αναποδιές της. Γιατί είχε ενδώσει στα ανόητα παρακαλητά της; Ε, γιατί; Και έτσι πέρασαν οι τελευταίες μέρες στο Σαν Χοσέ για αυτούς. Μια-δυο φορές κατα τη διάρκεια αυτών των ημερών μίλησε ανοιχτά, εκφράζοντας τους φόβους της. Τα συναιθήματα της ήταν υπερβολικά για αυτήν, και δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. «Καημένη μου μανούλα», είπε, «Μάλλον δεν θα την ξαναδώ ποτέ!» Και μετά ξανά, «Χάρι, ξέρω ότι ποτέ δεν θα γυρίσω ζωντανή στο σπίτι.»

«Φάνι, αγάπη μου, αυτά είναι ανοησίες.» Αλλά επειδή τα λόγια του μπορεί να μην ακούστηκαν αυστηρά, την πήρε στην αγκαλιά του και την φίλησε. «Πρέπει να συμπεριφέρεσαι καλά, Φάνι» της είπε την παραμονή της εκκίνησης τους. Αν και το ηθικό της ήταν πολύ πεσμένο, του υποσχέθηκε ότι θα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, και ύστερα πήρε μια μεγάλη απόφαση. Ακόμα και να πέθαινε στο δρόμο, δεν θα παραπονιόταν παρά μόνο αν ήταν απόλυτη ανάγκη. Αναγνώρισε ολοκληρωτικά την στοχαστική του τρυφερή ευγένεια, γιατί αν και την προειδοποίησε κατ'αυτόν τον τρόπο, ποτέ δεν της είπε ότι οι κίνδυνοι τους οποίους φοβόταν ήταν απόρροια της δικής της επιλογής. Ποτέ δεν της πέταξε κατάμουτρα τα παρακαλητά της, όπου αυτός ενέδωσε ξέροντας ότι είναι αδύναμος.

Έπειτα ήρθε το πρωί της αναχώρησής τους. Οι ταξιδιώτες ήταν τέσσερις εξαιρουμένου του μωρού. Ήταν ο κ. Άρκράιτ, η γυναίκα του, και μια αγγλίδα νοσοκόμα, που πήγαινε στην Αγγλία μαζί τους, και ο αδερφός της, ο Έιμπελ Ρίνγκ, που θα τους συνόδευε μέχρι τον ποταμό Σεραπίκι. Όταν θα φταναν εκεί όλη η δουλειά του ταξιδιού θα είχε τελειώσει. Είχαν οχτώ μουλάρια·τέσσερα για τους τέσσερις ταξιδιώτες, ένα για το μωρό, ένα εφεδρικό μουλάρι φορτωμένο απλά με κουβέρτες, για την περίπτωση που η κ. Άρκράιτ μπορεί να άλλαζε για να μην κουραστεί από την κούραση του ζώου της, και δύο για τις αποσκευές. Το τμήμα των αποσκευών είχε ήδη φύγει για το Πούντα Αρένας, και θα τους συναντούσε στην άλλη πλευρά του Ισθμού του Παναμά.

Για τις υπόλοιπες τέσσερις μέρες η βροχή είχε σταματήσει,--σταμάτησε εν πάση περιπτώσει στο Σαν Χοσέ. Αυτοί που ήξεραν καλά την χώρα, θα ήξεραν ότι ίσως έβρεχε πέρα από εκείνα τα τεράστια δάση· αλλά τώρα αφού το πρόβλημα είχε παγιωθεί, θα ήλπιζαν για το καλύτερο. Εκείνο το πρωί που ξεκίνησαν ο ήλιος έλαμπε αρκετά, και το πήραν ως έναν καλό οιωνό. Το μωρό φαινόταν να ξαπλώνει αναπαυτικά στο σωρό απ'τις κουβέρτες της στην πλάτη του μουλαριού, και το πρόσωπο του ψηλού Ινδιάνου οδηγού που πήρε τη θέση του οδηγού μπροστά από το μουλάρι ευχαρίστησε την αγχωμένη μητέρα.

«Μην τον αφήσεις ποτέ», είπε αυτός στα Ισπανικά, απλώνοντας το χέρι του στο κορδόνι που ήταν δεμένο στο κεφάλι του ζώου·και δεν άφησε το πόστο του ούτε για μια στιγμή, αν και η δουλειά του να είναι συνεχώς προσκολλημένος πάνω του ήταν πολύ δύσκολη. Είχαν τέσσερις συνοδούς ή οδηγούς, όλοι από αυτούς κάνανε το ταξίδι με τα πόδια. Το ότι ήταν όλοι μιγάδες ήταν πιθανόν·αλλά τρεις από αυτούς θα αποκαλούνταν Ισπανοί, Ισπανοί, της Κόστα Ρίκα, και ο άλλος θα αποκαλούνταν Ινδιάνος. Ένας από τους Ισπανούς ήταν ο αρχηγός, ή ο επικεφαλής του σώματος, αλλά οι άλλοι φαινόντουσαν να είναι ίσοι μεταξύ τους·και πράγματι το πόστο της μεγαλύτερης σημασίας είχε δοθεί στον Ινδιάνο.

(συνεχίζεται)
 
Για τα πρώτα τέσσερα-πέντε πρώτα μιλιά η διαδρομή τους εκτείνεται κατά μήκος του μεγάλου δρόμου που οδηγεί από το Σαν Χοσέ στο Πούντα Αρένας, και μέχρι εκείνη τη στιγμή μια ομάδα από γνωστούς τους ακολουθούσε, όλοι καβαλημένοι σε μουλάρια. Εδώ, όπου οι δρόμοι τους χώριζαν, και ο δρόμος τους οδηγούσε προς τα μεγάλα δάση προς τον Αντλαντικό, χωρίστηκαν, και πολλά δάκρυα χύθηκαν και από τις δύο πλευρές. Ποια θα ήταν η μελλοντική ζωή των Άρκράιτ δεν είχε καθοριστεί ακόμη απόλυτα, αλλά υπήρχε μια μεγάλη ελπίδα κατά την αναχώρηση τους ότι δεν θα ήταν ποτέ ξανά αναγκασμένοι να γυρίσουν στην Κόστα Ρίκα. Σε αυτούς από τους οποίους χωρίζονταν τώρα δεν φαίνονταν να ήταν αγαπητοί σε κάποιον ιδιαίτερο βαθμό όσο ζούσαν μαζί στην ίδια μικρή πόλη, βλέποντας ο ένας τον άλλον μέρα παρά μέρα·αλλά τώρα,-που μπορεί να μην τους έβλεπαν ποτέ ξανά, μια ορισμένη αγάπη ξεπήδησε από τα παλιά οικεία πρόσωπα, και οι γυναίκες φιλιόντουσαν μεταξύ τους, αυτές οι οποίες μετά βίας έμπαινε η μία στο σπίτι της άλλης.

Και έπειτα η ομάδα των Άρκράιτ ξανάρχισε, και ξεκίνησε η σταθερή εργασία τους. Στο σύνολο της πρώτης μέρας, ο δρόμος κάτω απ'τα πόδια τους ήταν υποφερτός, και ο καιρός συνέχισε να είναι μια χαρά. Υπήρχε μια μακρά σταδιακή ανάβαση από την πεδιάδα όπου τα μονοπάτια χωριζόντουσαν, αλλά δεν υπήρχε καμιά πραγματική δυσκολία στο ταξίδι. Η κα Άρκράιτ ίππευε πίσω από το μουλάρι όπου βρισκόταν το μωρό της, μπροστά από το οποίο περπατούσε πάντα ο Ινδιάνος, και οι δύο άνδρες προπορευόντουσαν μαζί. Ο σύζυγος διαπίστωσε ότι η γυναίκα του θα το προτιμούσε, εφόσον ο δρόμος επέτρεπε μια τέτοια διαρρύθμιση. Αυτή ήταν τόσο μελαγχολική για να μιλάει πολύ, και έτσι συνέχισαν σιωπηλοί

Η πρώτη νύχτα πέρασε σε μια καλύβα δίπλα στο δρόμο, που φαινόταν να είναι ερημωμένη,-μια καλύβα ή ράντσο όπως λέγεται σε εκείνη την χώρα. Φυσικά, πήραν το φαγητό τους μαζί τους·και εδώ, με τη θέληση όλων, προσπάθησαν με κάποιον τρόπο να διασκεδάσουν.
«Φάνι,» της είπε ο Άρκράιτ, «στην τελική, δεν είναι και τόσο άσχημα·ε, αγάπη μου;»
«Όχι,» απάντησε· «μόνο που το μουλάρι κουράζεται πολύ. Όλες οι μέρες θα είναι τόσο μεγάλες όσο η σημερινή;»
Δεν είχε το κουράγιο να της πει ότι όσον αφορά τις ώρες εργασίας, εκείνη η πρώτη έπρεπε υποχρεωτικά να είναι η μικρότερη. Είχαν ανεβεί σε μεγάλο υψόμετρο, και η νύχτα ήταν πολύ κρύα·αλλά το μωρό ήταν φασκιωμένο με ένα σωρό από χρωματιστές κουβέρτες, και τα πράματα δεν πήγαιναν τόσο άσχημα για αυτούς·μόνο αυτό, ότι όταν η Φάνι Άρκράιτ σηκώθηκε από το σκληρό κρεβάτι της τα άκρα της ήταν πιο αποκαμωμένα και πιο δύσκαμπτα από τότε που ο Άρκράιτ την είχε κατεβάσει από το μουλάρι της.

Το δεύτερο πρωί ζεύτηκαν προτού καν ξημερώσει η μέρα, για να μπορέσουν ίσως να πάρουν πρωινό, στην κορυφή της λωρίδας που χωρίζει τους δύο ωκεανούς. Σε αυτό το σημείο η καλή διαδρομή φτάνει στο τέλος της·και ξεκινάει αυτή του δάσους·και έπειτα από εδώ θα έμπαιναν πραγματικά στο δάσος αν και το μονοπάτι ήταν ανάμεσα σε ατάκτως εξαπλωμένα δέντρα και θάμνους. Και τώρα, ξανά, ίππευαν ανα δύο μέχρι αυτό το μέρος όπου ξαπόστασαν, και ο Άρκράιτ και ο Ρινγκ ήξεραν καλά ότι οι κακουχίες τους τώρα θα άρχιζαν στ'αλήθεια.

Η καημένη η κα Άρκράιτ, όταν έφτασε στο μέρος της ξεκούρασης, ευχαρίστως θα καθόταν εκεί για το υπόλοιπο της ημέρας. Είπε μια λέξη, με τη χαμηλή, παραπονιάρικη φωνή της ρωτώντας αν θα μπορούσαν να κοιμηθούν στο μεγάλο υπόστεγο που βρισκόταν εκεί. Αλλά αυτό ήταν προφανώς αδύνατο. Με τέτοιο ρυθμό δεν θα έφταναν ποτέ στο Γκρέιταουν·και δεν είπε τίποτα άλλο όταν αυτός της είπε ότι πρέπει να συνεχίσουν.

Περίπου το απόγευμα εκείνης της μέρας η ομάδα των ταξιδιωτών συγκροτήθηκε σε μια γραμμή, την οποία διατήρησε καθ'όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, και στη συνέχεια ξεκίνησε από το στενό μονοπάτι μέσα στο δάσος. Προπορεύτηκε ο αρχηγός των οδηγών, και μετά ένας άλλος άνδρας τον ακολουθούσε·μετά ερχόταν ο Έιμπελ Ρινγκ, και πίσω του η υπηρέτρια·έπειτα το μουλάρι όπου βρισκόταν το μωρό, με τον Ινδιάνο πάντα μπροστά του·πολύ κοντά του ακολουθούσε η κα Άρκράιτ, για να μπορεί συνέχεια να παρακολουθεί το παιδί της·και μετά από αυτήν ο σύζυγός της·και μετά ένας άλλος οδηγός, πεζός, ο οποίος συμπλήρωνε τον αριθμό των ταξιδιωτών. Με αυτόν τον τρόπο συνέχιζαν και συνέχιζαν, με τη μια μέρα να διαδέχεται την άλλη, μέχρι που έφτασαν στις όχθες του Σεραπίκι, μην αλλάζοντας ποτέ θέσεις.

Επειδή ξεκίνησαν το πρωί, έτσι συνέχισαν μέχρι τη μεσημεριανή ξεκούραση, και έτσι έκαναν και στη βραδινή πορεία τους. Σε εκείνο το ταξίδι δεν τους περνούσε η ιδέα της ποικιλίας, ούτε το να απολαύσουν το τοπίο, ούτε αποπειράθηκαν να συζητήσουν για κάτι ενδιαφέρον ή διασκεδαστικό. Τα λόγια που ειπώθηκαν ήταν απλά τα απαραίτητα και λεγόντουσαν με το ζόρι. Έτσι ταξίδευαν, πάντα στις ίδιες θέσεις, με μόνο μια εξαίρεση. Άρχισαν τη διαδρομή τους με τους δύο οδηγούς να προπορεύονται, αλλά πριν τελειώσει η πρώτη μέρα ένας από αυτούς πήγε πίσω, δίπλα στην κα Άρκράιτ, γιατί δεν μπορούσε να καθίσει στο μουλάρι της χωρίς βοήθεια.

Αμφιβάλλω αν θα μπορούσε να ειπωθεί με λέξεις μια ικανοποιητική ιδέα της δυσκολίας του να ιππεύεις σε ένα τέτοιο μονοπάτι. Δεν είναι ότι χρειάζεται κάποια ενεργή πράξη,--στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι. Ο ταξιδιώτης έχει απλά να κάθεται στο μουλάρι του με τις ώρες, και να προσέχει να μην μπλεχτούν τα γόνατα του στα δέντρα· αλλά το ζώο που καβαλάει πρέπει σε κάθε βήμα να τραβάει το πόδι του από τη βαθιά κολλώδη λάσπη, και το σώμα του καβαλάρη δεν είναι ούτε μια στιγμή άνετα. Γιατί τα μουλάρια δεν πεθαίνουν στο δρόμο, δεν μπορώ να το πω. Επιζούν μέσα από αυτόν και δεν φαίνονται να υποφέρουν. Έχουν το δικό τους τρόπο για τα πάντα, και καμιά προσπάθεια εκ μέρους του αναβάτη δεν θα τα κάνει να περπατήσουν ούτε πιο γρήγορα ούτε πιο αργά απ'ότι συνηθίζουν.

(συνεχίζεται)
 
Last edited:
Σε παρακολουθώ κι εγώ με μεγάλο ενδιαφέρον και προσμονή για το επόμενο κομμάτι. Ωστε εκτός από τα ωραία γαλλικά σου, τα καταφέρνεις περίφημα και στα αγγλικά . Μπράβο σου και νάσαι καλά, Οδυσσέα μας και να σε χαιρόμαστε.
 
Last edited:
Τη μέρα που μπήκαν στο δάσος,-ήταν η δεύτερη του ταξιδιού τους,- η κα Άρκράιτ είχε παρακαλέσει για έλεος, για την άδεια να παραλείψει αυτό το δεύτερο στάδιο. Την επομένη επέτρεψε να την βάλουν πάνω στη σέλα της μετά τη μεσημεριανή ξεκούραση χωρίς να πει λέξη. Προσπάθησε να κοιμηθεί, αλλά μάταια •και κάθισε μέσα σε μια μικρή καλύβα, κοιτάζοντας το έρημο τοπίο απέναντι της, με το μωρό στην αγκαλιά της. Από όλους τους ταξιδιώτες, αυτή, το μωρό, είχε το πλεονέκτημα να υποφέρει το λιγότερο. Είχαν αφήσει τώρα τα υψηλά σημεία, και η ζέστη είχε αυξηθεί κατά πολύ, αν και δεν είχε γίνει ακόμα τόσο έντονη. Και έπειτα, ο Ινδιάνος οδηγός, κοιτάζοντας βραδέως προς το δάσος, είδε ότι η βροχή δεν είχε τελειώσει ακόμα. Είπε μια-δυο λέξεις σε έναν από τους συντρόφους του χαμηλόφωνα και σε μια επαρχιακή διάλεκτο την οποία η κα Άρκράιτ δεν κατάλαβε, και έπειτα πήγε στο σύζυγό της, και του είπε ότι οι ουρανοί φαινόντουσαν απειλητικοί.

«Έχουμε μόνο δυο λεύγες* (*1 λεύγα=4,83 km) ακόμα,» είπε ο Άρκράιτ, «και ίσως η κακοκαιρία καθυστερήσει.»
«Θα ξεκινήσει σε μια ώρα,» είπε ο Ινδιάνος, «και οι δύο λεύγες είναι τέσσερις ώρες.»
«Και αύριο;» ρώτησε ο Άρκράιτ.
«Αύριο, και αύριο, και αύριο θα βρέχει ακόμα,» είπε ο οδηγός, κοιτάζοντας πέρα από το τεράστιο παρθένο δάσος.

«Τότε καλύτερα να ξεκινήσουμε αμέσως,» είπε ο Άρκράιτ, «πριν οι πρώτες σταγόνες βροχής τρομάξουν τις γυναίκες.» Έτσι έφεραν έξω τα μουλάρια, και αυτός έβαλε τη αδιαμαρτύρητη σύζυγό του στις κουβέρτες στη θέση του συνεπιβάτη. Η ομάδα ανασυγκροτήθηκε, και σιγά-σιγά έφυγαν από το κατάλυμα της καλύβας•-από το κατάλυμα σε ένα τραχύ χερσότοπο ενός εγκαταλελειμμένου βοσκότοπου από το οποίο είχαν ξεριζωθεί τα δέντρα. Σε λίγα λεπτά για άλλη μια φορά αγωνιζόντουσαν μέσα στη λάσπη.

Το όνομα του σημείου που οι ταξιδιώτες μας μόλις είχαν αφήσει είναι Καριμπλάνκο*. (*βρίσκεται στο Σαν Κάρλος, στην Κόστα Ρίκα) Εκεί βρήκαν μια γυναίκα που ζούσε ολομόναχη. Ο άντρας της ήταν μακριά, τους είπε, στο Σαν Χοσέ, αλλά θα ερχόταν ξανά σε αυτήν όταν θα ερχόταν η ξηρή εποχή, για να ψάξει τα νεαρά γελάδια που περιφέρονταν στο δάσος. Τι ζωή για μια γυναίκα! Παρ' όλα αυτά, μιλώντας με τη κα Άρκράιτ δεν παραπονέθηκε πολύ, αλλά έκανε το λίγο που μπορούσε για να παρηγορήσει τη καημένη κυρία που δεν μπορούσε να αντέξει την κούραση του ταξιδιού

«Ο δρόμος είναι πολύ άσχημα;» τη ρώτησε η κα Άρκράιτ ψιθυριστά.
«Α, ναι• είναι άσχημα.»
«Και πότε θα φτάσουμε στο ποτάμι;»
«Μου πήρε τέσσερις μέρες,» είπε η γυναίκα.
«Τότε δεν θα ξαναδώ ποτέ τη μητέρα μου,» και όσο μιλούσε η κα Άρκράιτ, έσφιξε το μωρό της στον κόρφο της. Αμέσως μετά ο άντρας της μπήκε μέσα, και ξεκίνησαν.

Το μονοπάτι τους τώρα οδηγούσε προς μια πλαγιά ενός βουνού το οποίο έμοιαζε σαν να πέφτει από την κορυφή της κεντρικής ράχης του σε μια ατέλειωτη κάθοδο στην κοιλάδα, στους πρόποδες του. Μέχρι στιγμής, από τότε που είχαν μπει στο δάσος, δεν έβλεπαν τίποτα εκτός από δέντρα και θάμνους τα οποία στένευαν γύρω τους. Αλλά τώρα η προοπτική ενός ασύγκριτου μεγαλείου απλώθηκε μπροστά τους, μακάρι όμως να μπορούσαν να το χαρούν. Στο κάτω μέρος της κοιλάδας κυλούσε ένας ποταμός, του οποίου, τόσο μεγάλο ήταν το βάθος του, που έμοιαζε σαν ένα κινούμενο ασημένιο κορδόνι• και στην άλλη πλευρά του υψώνονταν ένα άλλο βουνό, απόκρημνο αλλά αδιαπέραστο όπως εκείνο που είχαν περάσει,-αδιαπέραστο, έτσι που το μάτι θα μπορούσε να εντείνεται από τον ποταμό μέχρι το πιο ψηλό σημείο του. Ούτε ένα σημείο ούτε σ’ αυτή τη πλευρά του βουνού ούτε στην άλλη δεν ήταν ακάλυπτο από πυκνό δάσος, το οποίο έστεκε εκεί ανέγγιχτο από τον άνθρωπο από τότε που το πρωτοέφτιαξε η φύση.

Αυτό δεν είχε να κάνει τίποτα με τους ταξιδιώτες μας, ούτε ο θόρυβος τον μακάo[SUP]1[/SUP], ούτε το γρύλισμα το μικρού πιθήκου του Κονγκό. Δεν έβλεπαν τίποτα από το πανέμορφο τοπίο, ούτε είχαν κανέναν φόβο για τα σαρκοβόρα θηρία. Ο οξύς πόνος κάθε βήματος αυτού του ταξιδιού έδιωξε από αυτούς όλα τα άλλα συναισθήματα, και οι σκέψεις τους ήταν δεμένες από μια έντονη επιθυμία για τη βραδινή ξεκούραση.

Και έπειτα, όπως είχε προβλέψει ο οδηγός, άρχισε η βροχή. Αρχικά ξεκίνησε με τόσο μικρές και απαλές σταγόνες που ήταν ανανεωτική, αλλά τα σύννεφα σύντομα ξεχύθηκε όλο το νερό που είχαν μαζέψει σαν να μην είχε βρέξει για μήνες σ’ εκείνα τα βουνά. Όχι ότι ήρθε με μεγάλες σταγόνες, ή με τη βιαιότητα που μπορεί να της δώσει ο άνεμος, χτυπώντας εδώ και εκεί, σπώντας κλαδιά από δέντρα, και ανεβαίνοντας ξανά έχοντας χτυπήσει το έδαφος. Δεν υπήρχε καθόλου βιαιότητα στη βροχή. Έπεφτε απαλά σε μια μακρά, συνεχή, αθόρυβη ροή, βουλιάζοντας ό,τι άγγιζε, μετατρέποντας το βαθύ εύφορο χώρα ,σε όλα του τα σημεία, σε λάσπη.
Ούτε λέξη δεν ειπώθηκε από κανέναν τους όσο η βροχή συνέχιζε. Ο Ινδιάνος κάλυψε ο μωρό με την κουβέρτα του, πιο σφιχτά απ’ ότι ήταν καλυμμένο πριν, και ο οδηγός που περπατούσε από την πλευρά της κας Άρκράιτ τύλιξε τον μανδύα της γύρω απ’ τα πόδια της. Αλλά τέτοιες προσπάθειες ήταν μάταιες. Υπάρχει ένα είδος βροχής που θα καταστρέψει τα πάντα, και τέτοια ήταν η βροχή που έπεφτε τώρα πάνω τους. Ωστόσο, όπως είπα, σχεδόν τίποτα δεν λεγόταν. Η καημένη γυναίκα, νομίζοντας πως η ζέστη από το μανδύα μεγάλωνε τους πόνους της, τον έριξε ξανά κάτω.
«Φάνι,» είπε ο άντρας της, «θα ήταν καλύτερο να τον άφηνες για να σε προστατεύει όσο πιο καλά μπορεί.»
Εκείνη του απάντησε απλά με ένα ανυπόμονο νεύμα του χεριού της, θέλοντας να επισημάνει ότι δεν μπορούσε να μιλήσει, αλλά σε αυτό το ζήτημα πρέπει να κάνει αυτό που θέλει.
Μετά από αυτό ο άντρας της δεν έκανε καμία περαιτέρω προσπάθεια να την ελέγξει. Έβλεπε, ωστόσο, ότι θα γλιστρούσε από το μουλάρι της και θα ‘πεφτε, αλλά ο άντρας δίπλα της δεν τη σταθεροποίησε με το χέρι του. Σε κάθε δέντρο αυτός προστάτευε τα γόνατα και τα πόδια της, αν και υπήρχε πολύ λίγος χώρος για τον ίδιο για να κινείται ανάμεσα στα δέντρα.
Και έπειτα, επιτέλους, η δουλειά της μέρας τελείωσε, και η Φάνι Άρκράιτ γλίστρησε από τη σέλα στους ώμους του άντρα της στην πόρτα ενός άλλου ράντσο μέσα στο δάσος. Εδώ ζούσε μια μεγάλη οικογένεια που χρόνο με τον χρόνο κέρδιζε έδαφος, το οποίο έπαιρνε από το δάσος, και με γενναιότητα έκαναν ό, τι μπορούσαν για την επέκταση του πολιτισμού. Η δική μας ομάδα δεν ήταν παρά λίγα βήματα από την πόρτα όταν άφησαν τα μουλάρια τους, αλλά η κα Άρκράιτ, ούσα μέχρι τώρα βιαστική, δεν έπαιρνε το μωρό της στα χέρια της. Όταν έκατσε στο έδαφος, στηριζόταν ακόμα πάνω στο μουλάρι, και ο άντρας της είδε ότι έπρεπε να την κουβαλήσει μέσα στην καλύβα.
«Χάρι», είπε, «Δεν θα ξαναδώ ποτέ τη μητέρα μου.»
«Ω, ναι, Φάνι, θα τη δεις και θα μιλάς για όλα αυτά τα προβλήματα με χαρά. Είναι πολύ άσχημα, ξέρω• αλλά πρέπει να το περάσουμε.»
«Θα το κάνεις, φυσικά• και θα της πας το μωρό.»
«Και να την αντικρύσω χωρίς εσένα! Όχι, αγάπη μου. Τρεις μέρες ακόμα ιππασία, ή ίσως δυόμιση, θα μας φέρουν στον ποταμό, και έπειτα το πρόβλημά σου θα λάβει τέλος. Όλα θα είναι εύκολα μετά από αυτό.»
«Αχ, Χάρι, δεν ξέρεις.»
«Ξέρω ότι είναι πολύ άσχημα, κορίτσι μου, αλλά θα πρέπει να φτιάξεις τη διάθεση σου. Πρέπει να γελάμε όσο κρατάει αυτό, για ένα μήνα.
Το επόμενο πρωί τους άφησε να τη σηκώσουν, χωρίς να πει τίποτα για να διαμαρτυρηθεί. Ήταν, πράγματι σαν ένα παιδί στα χέρια τους, έχοντας εγκαταλείψει όλη την αξιοπρέπεια και το κύρος της γυναικείας φύσης. Έβρεχε ξανά κατά τη διάρκεια όλης της μέρας, και η ζέστη γινόταν αποπνικτική όσο κατέβαιναν όλο και πιο κοντά στο επίπεδο της θάλασσας. Κατά τη διάρκεια του πρώτου αυτού σταδίου σχεδόν τίποτε δεν ειπώθηκε από κανέναν• αλλά όταν την κατέβασαν απ’ το μουλάρι ήταν δακρυσμένη.
Η καημένη η υπηρέτρια ήταν κι αυτή σχεδόν κατάκοπη απ’ την κούραση, και τελείως ανίκανη να περιμένει για την κυρία της, ή ακόμα και να κάνει το οτιδήποτε μόνη της. Ωστόσο έκαναν και το δεύτερο στάδιο (της διαδρομής τους, βλέποντας ότι το μέρος της μεσημεριανής τους ξεκούρασης ήταν κάτω από τα δέντρα του δάσους. Αν υπήρχε καμιά καλύβα εκεί, θα έμεναν και για την νύχτα.
Την επομένη ξεκουράστηκαν ολοκληρωτικά, αν και το μέρος που είχαν μείνει ήταν δεν ήταν και τόσο ελκυστικό. Ήταν άλλη μια καλύβα του δάσους κατοικημένη από ένα γέρικο ζευγάρι Ισπανών που δεν ήθελαν με τίποτα να τους δώσουν δωμάτιο, αν και πλήρωσαν πολύ ακριβά για την κατοικία. Είναι μια ιδιομορφία αυτών των παράξενων και απόμερων μερών όπως αυτό το δάσος, όπου τα μικρά χρηματικά ποσά δύσκολα εκτιμώνται. Τα δολάρια εκεί δεν εκτιμούνταν όπως τα νομίσματα των έξι πενών σε αυτήν την πλούσια χώρα. Αλλά έμειναν εκεί για μια μέρα, και οι οδηγοί απασχολούνταν με το να κάνουν ένα σωρό από μακριούς στύλους για να σηκώσουν την κα Άρκράιτ. Φουκαράδες! Άπαξ και άλλαξε το μέσο μεταφοράς της δεν ξανανέβηκε σε μουλάρι!
Υπήρχε σοβαρός λόγος για να μην υπάρξει καθυστέρηση εκείνη τη μέρα. Σχεδίαζαν να πάνε στον Σεραπίκι με τoν ταχυδρόμο, που θα τους πήγαινε στις όχθες του. Αλλά μπορεί ο ταχυδρόμος μπορεί να περνούσε πριν να έφταναν εκεί, και μπορεί να μην περίμενε• και έπειτα μπορεί να έχαναν το καλύτερο κανό στο νερό. Έπειτα ήταν πιθανό, αν αντιμετώπιζαν μεγαλύτερη καθυστέρηση, το ατμόπλοιο να σαλπάρει από το Γκρέιταουν χωρίς αυτούς, και να ήταν αναγκαία η αναμονή σε εκείνο το τρομακτικό μέρος για ένα μήνα.
Η ημερήσια ξεκούραση απροσδόκητα ξεκούρασε λίγο τους πόνους της κας Άρκράιτ. Την επομένη την έβαλαν πάνω στο μουλάρι, αλλά μετά από μια ώρα τα ζώα σταμάτησαν και την κατέβασαν κάτω. Κατά τη διάρκεια αυτής της ώρας είχαν ταξιδεύσει το πολύ μισή λεύγα. Σε εκείνη την ώρα εκείνη έκλαιγε τόσο πολύ και βογκούσε που ο Άρκράιτ φοβήθηκε στα σοβαρά μήπως πεθάνει μέσα στο δάσος, και παρακάλεσε τους οδηγούς να χρησιμοποιήσουν τους στύλους που είχαν ετοιμάσει. Εκείνη του είχε δηλώσει ξανά και ξανά ότι ένιωθε σίγουρη ότι θα πεθάνει, και μισο-παραληρώντας, ούσα κουρασμένη και ταλαιπωρημένη, τον παρακάλεσε να την αφήσει στην τελευταία καλύβα.

Δεν είχαν φτάσει ακόμα σε επίπεδο έδαφος όπου οι στύλοι θα μπορούσαν να κουβαληθούν με σχετική ευκολία• αλλά παρ’ όλα αυτά οι άνδρες το έκαναν, και την τοποθέτησαν σε οριζόντια θέση πάνω σε κουβέρτες, στηριζόμενη από κλαδιά δέντρων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συνέχισε εκείνη τη μέρα υποφέροντας κάπως πιο λίγο από πριν, και χωρίς να χρειάζεται να κοπιάζει η ίδια που αυτό ήταν χειρότερο για αυτήν απ’ οποιοδήποτε πόνο.
Υπήρχαν μέρη μεταξύ αυτών και του ποταμού στα οποία θα έλεγε κανείς ότι ήταν αδύνατο να κουβαληθούν οι στύλοι ή ακόμα και το να περπατήσει ένα μουλάρι χωρίς φορτίο στην πλάτη του. Αλλά συνέχιζαν ακόμα, και οι άντρες κουβαλούσαν το φορτίο τους χωρίς να παραπονιούνται. Δεν είχαν πει τίποτα, ούτε είχαν ζητήσει επιπλέον πληρωμή•-και όταν ο Άρκράιτ αύξησε την προσφορά του, ο αρχηγός τους τού είπε ότι δεν το έκαναν για τα λεφτά. Αλλά για την καημένη ταλαιπωρημένη Σενιόρα θα έκαναν τόσους κόπους που δεν μπορούσαν να τους αγοράσουν τα χρήματα.

Την επομένη, κάπου στο απόγευμα, ο ταχυδρόμος τους πέρασε, έχοντας μαζί του τρεις δυνατούς άντρες που κουβαλούσαν μεγάλα βάρη στους ώμους τους, οι οποίοι είχαν πάρει αναστολή από τα τάγματα εργασίας. Ταξίδευαν πολύ πιο γρήγορα από τους φίλους μας και θα έφταναν τις όχθες του ποταμού εκείνο το βράδυ. Στη συνηθισμένη τους πορεία θα ξεκινούσαν από τον ποταμό λίγο μετά το ξημέρωμα της επομένης• αλλά, μετά από συζήτηση με τους οδηγούς, συμφώνησαν να περιμένουν μέχρι το μεσημέρι. Η καημένη η κα Άρκράιτ δεν ήξερε τίποτα σχετικά με τις ώρες ή με τέτοιες συμφωνίες τώρα, αλλά ο άντρας της πολύ αμφέβαλλε αν θα προλάβαιναν την αναχώρηση. Ωστόσο, δεν εξαρτιόταν και τόσο από το τι θα έκαναν εκείνο το απόγευμα. Το μέρος όπου θα ξεκουράζονταν είχε ήδη καθοριστεί και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν περισσότερο από αυτό, εκτός και αν μπορούσαν να κάνουν ολόκληρο ταξίδι κάτι το οποίο ήταν αδύνατο.

Αλλά μέχρι το βράδυ τα πράγματα έδειχναν να βελτιώνονται μ’ αυτούς. Τώρα, είχαν πάει σε πιο επίπεδο έδαφος, και οι άντρες που κουβαλούσαν τους στύλους μπορούσαν να περπατούν με πολύ μεγαλύτερη ευκολία. Επίσης, η κα Άρκράιτ παραπονιόταν λιγότερο, και όταν έφτασαν στο μέρος της ξεκούρασης εκείνη την νύχτα δεν είπε τίποτα όσον αφορά την ευχή να την αφήσουν στη μοίρα της. Αυτό ήταν ένα μέρος που λεγόταν Πεδρεγάλ [SUP]2[/SUP], μια φυτεία κακάο, που είχε γίνει μέσα στο δάσος με πολύ κόπο. Υπήρχε ένα σπίτι εκεί που είχε τρία δωμάτια, και κάπου σαράντα ή πενήντα εκτάρια γύρω από αυτό είχαν αφαιρεθεί από εξαιτίας των δέντρων του δάσους. Αλλά αν και η περιπέτεια δεν ήταν και τόσο ευημερούσα, το μέρος ήταν εκείνη την ώρα έρημο. Υπήρχαν κακαόδεντρα αλλά δεν υπήρχε κανείς για να μαζέψει το κακάο. Υπήρχε μια κάποια μελαγχολική ομορφιά σε αυτό το μέρος.
Λίγα μεγάλα δέντρα είχαν μείνει να στέκονται κοντά στο σπίτι, και το γρασίδι γύρω-γύρω ήταν πλούσιο και σαν αυτό ενός πάρκου. Αλλά ήταν έρημο και δεν ακουγόταν τίποτα εκτός από τα γρυλίσματα των πιθήκων του Κονγκό. Αχ! Ήταν πράγματι ένα μελαγχολικό μέρος όπως παρατηρήθηκε από κάποια μέλη της ομάδας έπειτα. Το επόμενο πρωί σηκώθηκαν πολύ νωρίς, και η κα Άρκράιτ ήταν τόσο καλύτερα που προσφέρθηκε να καθίσει και πάλι στο μουλάρι της. Οι άντρες, ωστόσο, δήλωσαν ότι θα τελείωναν την αποστολή τους και την έβαλαν πάλι πάνω στους στύλους. Και έπειτα με αργό και βαρύ βήμα κατευθύνθηκαν προς την όχθη του ποταμού. Δεν ήταν ακόμα μεσημέρι όταν είδαν το φρούριο από λάσπη να στέκει εκεί, και όταν μπήκαν μέσα στον μικρό χώρο που υπάρχει ένα μικρό σπίτι δίπλα στον ποταμό, είδαν τρεις ταχυδρόμους, είδαν τους τρεις ταχυδρόμους που ήταν ακόμα απασχολημένοι με τις αποσκευές τους.
«Δόξα τω Θεώ!» είπε ο Άρκράιτ.
«Δόξα τω Θεώ, πράγματι!» είπε ο αδελφός του. «Όλα θα είναι καλά με ‘σένα τώρα.»
«Λοιπόν Φάνι,» είπε ο άντρας της, παίρνοντας την απαλά από τους στύλους και βάζοντας την να καθίσει σε ένα παγκάκι έξω από την πόρτα. «Τελείωσαν όλα τώρα,-έτσι δεν είναι;»

(συνεχίζεται) [με το τέλος]



1.Οι παπαγάλοι Macaw προέρχονται από την Κεντρική και Νότιο Αμερική, την Καραϊβική και το Μεξικό και έχουν ως φυσικούς τους βιότοπους τα υγρά τροπικά δάση, άλλες δασικές εκτάσεις, αλλά και την σαβάνα.

2.Το Πεδρεγάλ είναι ένας δήμος στην περιοχή του Παναμά, που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της μητροπολιτικής περιοχής της πόλης του Παναμά. Συνορεύει με το Juan Diaz, Tocumen, Resume κλπ πηγή: Ισπανική Βικιπαίδεια
 
Του απάντησε με μια πλημμύρα δακρύων, αλλά ήταν δάκρυα που της έφεραν ανακούφιση. Αυτός το ήξερε, και ως εκ τούτου στάθηκε δίπλα της, κρατώντας ακόμα τα δυο της χέρια ενώ το κεφάλι της ακουμπούσε πάνω του. «Θα βρεις την κίνηση του καραβιού πολύ απαλή,» της είπε, «στην πραγματικότητα, δεν θα υπάρχει καθόλου κίνηση, και εσύ και το μωρό θα κοιμηθείτε σε όλο το δρόμο μέχρι το Γκρέιταουν.» Εκείνη δεν του απάντησε με λόγια, αλλά κοίταξε προς το πρόσωπό του, και εκείνος μπορούσε να δει πως το πνεύμα της ανακτούσε τις δυνάμεις του.

Υπήρχε σχεδόν ένα πλήθος ανθρώπων συγκεντρωμένο σε εκείνο το σημείο, προετοιμαζόμενο για την αναχώρηση των κανό. Στην πρώτη θέση ήταν ο διοικητής του φρουρίου, που σε αυτόν ανήκε το μικρό σπίτι. Κοιτούσε τα διαβατήρια των φίλων μας, με τη δέουσα επιμέλεια προσπαθώντας να κάνει κάτι για την περίπτωση, ανακαλύπτοντας σοβαρά νομικά εμπόδια στην περαιτέρω συνέχιση του ταξιδιού, τα οποία εμπόδια μπορούσαν να εξαφανιστούν με την καταβολή ορισμένων δολαρίων. Και έπειτα υπήρχε μισή ντουζίνα στρατιωτών από την Κόστα Ρίκα, άντρες με χρωματιστές κάπες και παλιά μουσκέτα[SUP]1[/SUP], έτοιμοι να υπερασπιστούν το αξίωμα και την εξουσία του διοικητή. Υπήρχαν οι οδηγοί που πληρώνονταν από τον Έιμπελ Ρινγκ για την προηγούμενη δουλειά τους, και οι ταχυδρόμοι που ετοίμαζαν τα πλοία για το μακρύ ταξίδι. Και ύστερα υπήρχε ένας Γερμανός εκεί, με έναν γερμανό υπηρέτη, στον οποίον ανήκαν τα καράβια. Ήταν επίσης πολύ απασχολημένος προετοιμαζόμενος για το ταξίδι στον ποταμό.

Δεν πήγαινε μαζί τους, αλλά ήταν η δουλειά του να δει ότι ξεκίνησαν καλά. Ήταν ένας μοναδικός άντρας, με μια τεράστια δασύτριχη γενειάδα, και δασύτριχα αχτένιστα μαλλιά, αλλά με φωτεινά γαλάζια μάτια, που έδιναν στο πρόσωπό του μια αξιοσημείωτη όψη γλυκύτητας. Φαινόταν σαν ένας αγροίκος, και ακόμα και ένα παιδί θα του εμπιστευόταν τον εαυτό του για να πάει μαζί του στο δάσος. Σε αυτό το μέρος έμειναν δυο ώρες. Ο καφές ετοιμάστηκε εδώ, και η κα Άρκράιτ ανανέωσε τον εαυτό της και το παιδί της. Έπλυναν και τακτοποίησαν τα ρούχα τους, και όταν κατέβηκε στην απότομη όχθη, ακούμπησε πάνω στον ώμο του άντρα της όπως έκανε και στον δρόμο προς το καράβι, του χαμογέλασε όσο αυτός την κοιτούσε.

Όλα τελείωσαν τώρα,-έτσι δεν είναι, κορίτσι μου;» είπε αυτός, ενθαρρύνοντας την.
«Ω, Χάρι, μη μιλάς γι’ αυτό,» απάντησε εκείνη, ανατριχιάζοντας.
«Αλλά να μου πεις κάτι για να με κάνεις να ξέρω ότι είσαι καλύτερα.»
«Είμαι καλύτερα,-πολύ καλύτερα.»
«Και θα ξαναδείς τη μητέρα σου• δεν θα το κάνεις; Δεν θα της δώσεις το μωρό εσύ η ίδια;»
Σε αυτό δεν έδωσε καμιά άμεση απάντηση γιατί ήταν στο ίδιο ύψος με τον ποταμό, και το κανό ήταν κοντά στα πόδια της. Και ύστερα έπρεπε να αποχαιρετήσει τον αδερφό της. Τώρα ήταν ο άτυχος της ομάδας, γιατί το πεπρωμένο ήταν να γυρίσει πίσω στο Σαν Χοσέ,-να γυρίσει πίσω και να παραμείνει εκεί ίσως για άλλα δέκα χρόνια πριν να μπορέσει ίσως να δει την ευτυχία του σπιτιού.
«Ο Θεός να σ’ ευλογεί πολυαγαπημένε Έιμπελ,» είπε εκείνη, φιλώντας τον και κλαίγοντας όσο μιλούσε.
«Αντίο, Φάνι,» είπε εκείνος,«και μην τους αφήσεις να με ξεχάσουν στην Αγγλία. Είναι μεγάλη ανακούφιση να σκέφτεσαι ότι τα χειρότερα από τα προβλήματα σου τελείωσαν.»
«Ω,- είναι μια χαρά τώρα,» είπε ο Άρκράιτ. «Αντίο, φιλαράκο,»-και οι δύο κουνιάδοι έσφιξαν τα χέρια τους εγκάρδια. «Κράτα ψηλά το ηθικό σου, και θα σ’ έχουμε στο σπίτι πριν περάσει πολύς καιρός.»
«Ω, είμαι μια χαρά,» είπε ο άλλος. Αλλά από τον τόνο των φωνών, ήταν φανερό ότι ο καημένος ο Ρινγκ ήταν μελαγχολικός από τις σκέψεις της επερχόμενης μοναξιάς του, και αυτός ο Άρκράιτ θριάμβευε ήδη για την απελευθέρωσή του.

Και έπειτα με πολλή φροντίδα, η Φάνι Άρκράιτ τοποθετήθηκε στο καράβι. Υπήρχε μια μεγάλη διαφωνία για το μωρό, αλλά επιτέλους κανονίστηκε, ότι οπωσδήποτε για πρώτες λίγες ώρες έπρεπε να τοποθετηθεί στο καράβι με την υπηρέτρια.
Είπαν στη μητέρα ότι έτσι θα ένιωθε ελεύθερη να κοιμηθεί κατά τη διάρκεια της ζέστης της μέρας, και μετά μπορεί να ήλπιζε ότι θα είχε δύναμη να προσέχει το παιδί όταν θα έφταναν στην ακτή την νύχτα. Έτσι προετοιμάστηκαν να ξεκινήσουν, ενώ ο Έιμπελ Ρινγκ καθόταν στην όχθη κοιτάζοντας τους με ελπιδοφόρα μάτια. Στο πρώτο καράβι υπήρχαν δυο Ινδιάνοι κωπηλάτες, και ένας τρίτος άντρας κωπηλατώντας με ένα κουπί. Στη μέση υπήρχαν τόσες πολλές αποσκευές, και δίπλα στις αποσκευές, επειδή ήταν υπό σκιάν, ήταν το μαλακό κρεβάτι του μωρού. Αν τίποτα το κακό δεν συνέβαινε στο καράβι, το παιδί δεν θα ‘ταν πιο ασφαλές ούτε στην καλύτερη κούνια που κουνήθηκε ποτέ. Μαζί του ήταν η υπηρέτρια και κάποιος άγνωστος που πήγαινε επίσης στο Γκρέιταουν.

Στο δεύτερο καράβι υπήρχε ο ίδιος αριθμός κωπηλατών, ο Ινδιάνος οδηγός ήταν ένας εξ αυτών, και ήταν και τα δέματα στοιβαγμένα. Ύστερα υπήρχε μια θέση με κουβέρτες, μανδύες, μαξιλάρια για την κα Άρκράιτ έτσι ώστε να μπορεί να γείρει πάνω τους και να κοιμηθεί χωρίς κούραση, και αμέσως ο σύζυγός της έκατσε απέναντι της. «Μοιάζεις πολύ άνετη,» είπε ο καημένος ο Έιμπελ από την όχθη.
«Θα είμαστε πολύ καλά τώρα,» είπε ο Άρκράιτ.
«Και πιστεύω πως θα ξαναδώ τη μαμά,» είπε η σύζυγός του.
«Σωστά, κορίτσι μου•-φυσικά και θα τη δεις. Τώρα,-είμαστε πανέτοιμοι.» Και με λίγη βοήθεια από τον Γερμανό στην όχθη, το πρώτο πλοίο σπρώχθηκε μέσα στο ρεύμα.
Ο ποταμός σε αυτό το μέρος είναι πολύ γρήγορος, γιατί η πλήρης πορεία του νερού εμποδίζεται κάπως από μια λωρίδα γης που προεξέχει από την απέναντι πλευρά του ποταμού μέσα στο ρεύμα• αλλά δεν είναι τόσο γρήγορος για να προξενήσει κάποιο αξιοσημείωτο κίνδυνο στην επιβίβαση. Κάτω από αυτήν την όχθη, που είναι απέναντι από το σημείο απ’ όπου έμπαιναν τα πλοία, υπήρχαν τέσσερα ή πέντε σπασμένα δέντρα στο νερό, των οποίων κάποια σπασμένα κλαδιά εμφανίζονταν πάνω από την επιφάνεια του νερού. Αυτά ονομάζονται σναγκ (απροσδόκητο εμπόδιο) και είναι πολύ επικίνδυνα αν συναντηθούν με την πορεία του ρεύματος• αλλά σε αυτήν την περίπτωση κανένας κίνδυνος δεν συναντήθηκε με αυτούς, γιατί καθόντουσαν προσεκτικά στο πέρασμα απ’ όπου θα έφευγαν τα πλοία. Το πρώτο κανό σπρώχθηκε από τον Γερμανό, και έφυγε γρήγορα μακριά.
Τα νερά ήταν αναστατωμένα, με βροχή, και ήταν αρκετό για να δούμε με ποια ταχύτητα το πλοίο ταξίδευε μερικές εκατοντάδες γιάρδες (1 yd= 0,001Km) μπροστά από το άλλο από την προσπάθεια του πρώτου κωπηλάτη. Ο Γερμανός, ωστόσο, ούρλιαξε από την όχθη στους πρώτους άντρες στα Ισπανικά, παρακαλώντας τους να χαλαρώσουν τις προσπάθειες τους για λίγο• και μετά είπε ένα-δυο λόγια προειδοποίησης σε αυτούς που ήταν τώρα στο σημείο εκκίνησης.

Έπειτα το καράβι σπρώχθηκε σταθερά προς τα εμπρός, ο άντρας στην πρύμνη το κρατούσε με το κουπί του λίγο μακρύτερα από την όχθη από την οποία είχαν ξεκινήσει. Ήταν κοντά στο υπέδαφος όπου το ρεύμα έτρεχε το γρηγορότερο, και υπακούοντας στις οδηγίες που του είχαν δοθεί διέγραψε την πορεία του κάπως πιο κοντά στα βυθισμένα δέντρα. Ήταν όμως μια κίνηση του χεριού του που έδωσε στο ελαφρύ καράβι την κατεύθυνση του, αλλά αυτή η κίνηση ήταν πολύ δυνατή.

Αν ο αγχωμένος κυβερνήτης των κανό ήταν λιγότερο αγχωμένος, μάλλον όλα θα πήγαιναν καλά• αλλά, όπως ήταν, η πλώρη του καραβιού πιάστηκε από ένα ελαφρά κρυμμένο κλαδί που εμπόδισε την πορεία του και το έστριψε στον γρήγορο ποταμό. Το συνολικό μήκος του κανό στράφηκε κατά το βυθισμένο δέντρο, και σε μισό λεπτό οι πέντε επιβαίνοντες του καραβιού αγωνιζόντουσαν μέσα στο ρεύμα. Ο Έιμπελ Ρινγκ και ο Γερμανός κάθονταν αμφότεροι στην όχθη κοντά στο νερό όταν συνέβη αυτό, και στιγμιαία κοίταξαν ο ένας το πρόσωπο του άλλου. «Μείνε εδώ που είσαι,» φώναξε ο Γερμανός, «για να καταφέρεις να τους βοηθήσεις από την ακτή. Θα πάω μέσα.» Και έπειτα, πετώντας από πάνω του τις μπότες του και το παλτό, μπήκε μέσα στον ποταμό.

Το κανό είχε στριφογυρίσει και, ως εκ τούτου, παρασύρθηκαν απόλυτα από τη δύναμη των υδάτων ανάμεσα σε αναποδογυρισμένες ρίζες και σπασμένα κούτσουρα δέντρων που εμπόδιζαν τον ποταμό, και έτσι, όταν η ομάδα ήταν αναστατωμένη, αρχικά τους έβλεπαν να αγωνίζονται ανάμεσα στα κλαδιά. Αλλά δυστυχώς υπήρχε πολλά περισσότερα κούτσουρα κάτω από το νερό απ’ ότι πάνω από αυτό, και έπειτα η δύναμη του ρεύματος ήταν τόσο μεγάλη, που εκείνοι που κρατούσαν τα κούτσουρα δεν ήταν σε θέση να στηριχτούν πάνω τους, πάνω από την επιφάνεια του νερού. Τον Άρκράιτ μπορούσαν σύντομα να τον δουν σαράντα γιάρδες πιο πέρα, έχοντας παρασυρθεί από τα δέντρα έξω από τον ποταμό σε ένα μακρινό σημείο της όχθης. Η απόσταση του δεν ήταν παραπάνω από σαράντα γιάρδες, αλλά από την φύση του εδάφους δεν μπορούσε να φτάσει στη σύζυγό του, εκτός και αν μπορούσε να κολυμπήσει ενάντια στο ρεύμα.

Ο Ινδιάνος που είχε την ευθύνη για το παιδί σηκώθηκε γρήγορα στην επιφάνεια, και μπήκε μέσα στη δίνη, με το κεφάλι του σηκωμένο από το νερό, και έπειτα τον είδανε να πέφτει ανάμεσα στα σπασμένα κούτσουρα. Είχε δει το φόρεμα της καημένης της γυναίκας, και προσπάθησε να τη σώσει. Οι άλλοι δύο άντρες είχαν εγκλωβιστεί τόσο ανάμεσα στα θραύσματα των κλαδιών, και δεν μπορούσαν να απεγκλωβιστούν ούτε να κουνηθούν• τελικά, ωστόσο, βγήκαν και αυτοί σε ένα μακρινό σημείο της όχθης.

Η κα Άρκράιτ είχε βυθιστεί κατευθείαν μόλις έπεσε στο νερό, αλλά η άνωση των ρούχων της την έφερε για μια στιγμή στην επιφάνεια. Αναδύθηκε για μια στιγμή, και μετά ξαναβυθίστηκε, κατευθείαν κάτω από έναν διχαλωτό κορμό δέντρου-βυθίστηκε, αλίμονο, αλίμονο! Δεν ξαναήλθε στη ζωή πάνω στο άνθος της. Ο καημένος ο Ινδιάνος έκανε δύο προσπάθειες για να τη σώσει, και στη συνέχεια τα παράτησε, ανίκανος για περαιτέρω προσπάθεια.

Ήταν τότε που ο Γερμανός, ο ιδιοκτήτης των κανό, ο οποίος πάλεψε με μεγάλη προσπάθεια ενάντια στη βιαιότητα των υδάτων, και μάλιστα ενάντια στο ρεύμα για λίγες γιάρδες, προσπάθησε να σώσει τη ζωή του καημένου αδύναμου πλάσματος. Είχε δει το σημείο που είχε βυθιστεί, και ακόμα αγωνιζόταν ενάντια στο ποτάμι, είχε δει πως ο Ινδιάνος την είχε ακολουθήσει και είχε αποτύχει. Ήταν η σειρά του τώρα. Η ζωή της εξαρτιόταν από εκείνον , και ήταν ετοιμασμένος να θυσιαστεί για να τη σώσει. Έχοντας πετύχει το να φτάσει πάνω από ένα μεγάλο δέντρο, γύρισε το πρόσωπο του προς τον βυθό του ποταμού, και καταδύθηκε ανάμεσα στα κλαδιά. Και, μετά από αυτό, δεν ξαναείδαν το αίμα να ρέει στις φλέβες του.

Όταν ο ήλιος έδυσε εκείνη τη νύχτα, τα δύο πρησμένα πτώματα ήταν στην καλύβα του Διοικητή, και ο Έιμπελ Ρινγκ και ο Άρκράιτ κάθονταν δίπλα τους. Ο Άρκράιτ είχε το μωρό να κοιμάται στα χέρια του, αλλά καθόταν εκεί για ώρες,-στο μέσο μιας μακράς νύχτας,-μην λέγοντας λέξη σε κανέναν.
«Χάρι,» είπε ο αδελφός του επιτέλους, «έλα εδώ και ξάπλωσε. Θα είναι καλό για σένα να κοιμηθείς.»
«Τίποτα δεν θα ‘ναι καλό για μένα πια,» είπε εκείνος.
«Πρέπει να αντέξεις τη θλίψη σου όπως κάνουν άλλοι άντρες,» είπε ο Ρινγκ.
«Γιατί δεν κοιμάμαι με εκείνη όπως κάνει ο καημένος ο Γερμανός; Γιατί άφησα έναν άλλο να πάρει τη θέση μου και να πεθάνει για ‘κείνη;» Και έπειτα περπάτησε μακριά για να μην δει ο άλλος τα δάκρυα στο πρόσωπό του. Ήταν μια θλιμμένη νύχτα,-εκείνη στην καλύβα του Διοικητή, και ένα θλιμμένο πρωινό την ακολούθησε. Πρέπει να θυμηθούμε ότι δεν υπήρχαν τίποτε από αυτά που είναι τόσο απαραίτητα για να κάνουν τη θλίψη αξιοπρέπεια και τη δυστυχία άνετη. Κάθισαν όλη τη νύχτα στη μικρή καλύβα, και το πρωί ήρθαν μπροστά με τα ρούχα τους ακόμα υγρά και βρόμικα, με τα πρόσωπα τους καταβεβλημένα, κουρασμένα δύσκαμπτα άκρα τους, που ήταν και επιβαρυμένα με το φρικτό έργο της ταφής του αγαπημένου σώματος ανάμεσα στα δέντρα του δάσους. Και στη συνέχεια για να κρατηθούν στη ζωή μετά από αυτό που έγινε, πέρασαν από χέρι σε χέρι ένα μπουκάλι κονιάκ,• και μετά από αυτό, με αργές αλλά αποφασιστικές κινήσεις, αναμόρφωσαν τους στύλους όπου καθόταν η γυναίκα όταν ήταν ζωντανή, και πήραν το σώμα της πίσω στην άγρια βλάστηση του Πεδρεγάλ.

Εκεί έσκαψαν τον τάφο της, και επαναλάμβαναν κάποια λόγια για το θάνατο, και την άφησαν να κοιμηθεί τον ύπνο του θανάτου. Αλλά πριν την αφήσουν έφτιαξαν έναν φράκτη από ξύλα γύρω από τον τάφο, έτσι ώστε να μην μπορέσουν τα θηρία να κατασπαράξουν το πτώμα από τον τόπο ανάπαυσης του. Όταν έγινε αυτό ο Άρκράιτ και ο αδερφός του έκαναν το αργό τους ταξίδι πίσω στο Σαν Χοσέ. Ο χήρος σύζυγος δεν μπορούσε να αντικρίσει τη μητέρα της αγαπημένης του με τέτοια είδηση στη γλώσσα του όπως αυτή.

1. τουφέκι μεγάλου μήκους της πρώιμης εποχής της πυρίτιδας• έχουν σχεδιαστεί για το πεζικό. Αυτός που φέρει μουσκέτο ονομάζεται musketman ή μουσκετοφόρος (musketeer).

ΤΕΛΟΣ​

Υπογραφή του Trollope

Πορτραίτο του Anthony Trollope ζωγραφισμένο από τον Napoleon Sarony
 
Last edited:
Top