Κεφάλαιο 1
Σε μια μικρή, επαρχιακή περιοχή ζούσε (πριν από σαράντα περίπου χρόνια) κάποιος κύριος, ονόματι Γουίλκινς, ένας δικηγόρος που ασχολούταν κυρίως με συμβολαιογραφικές πράξεις, με καλή θέση στην κοινωνία.
Η συγκεκριμένη επαρχιακή τοποθεσία, δεν ήταν κάτι περισσότερο από μια μικρή κομητεία που το κεφαλοχώρι της αποτελούταν από μόλις τέσσερις χιλιάδες κατοίκους. Έτσι ο κύριος Γουίλκινς, δεν ήταν απλώς ο βασικός δικηγόρος του Χάμλεϋ, αλλά διαχειριζόταν και όλες τις νομικές υποθέσεις των ευγενών σε ακτίνα είκοσι μιλίων. Ο παππούς του, είχε θέσει τα θεμέλια της επιχείρησης. Ο πατέρας του την είχε συγκροτήσει και ενδυναμώσει και τώρα χάρη στη δική του επαγγελματική δεινότητα, είχε γίνει ο έμπιστος φίλος πολλών διακεκριμένων οικογενειών, οι οποίες κατοικούσαν στην περιοχή.
Συναναστρεφόταν τους ανθρώπους της υψηλής κοινωνίας, γεγονός πρωτοφανές για κάποιον που ήταν ένας απλός δικηγόρος. Συμμετείχε στα δείπνα τους, σημειωτέον, πάντα μόνος του, η σύζυγός του δεν τον συνόδευε ποτέ. Τους συναντούσε περιστασιακά, δήθεν τυχαία, παρόλο το αδιαμφισβήτητα υψηλό του πόστο, και συχνά δεχόταν (μετά από κάμποσες τσιριμόνιες, ότι δήθεν «είχε πολύ δουλειά» και πως «τον χρειάζονταν στο γραφείο» ) να κάνει μια βόλτα ως τους πελάτες του. Βέβαια μια – δυο φορές λησμόνησε την συνηθισμένη του σύνεση και έφτασε αργοπορημένος οπότε και επέστρεψε στο σπίτι του κακήν κακώς.
Όμως γενικά ήξερε ποια ήταν η θέση του. Δηλαδή η θέση που μπορούσε να έχει μέσα σε μια τέτοιου είδους αριστοκρατική κοινωνία, εκείνα τα χρόνια. Και δεν πρέπει να θεωρηθεί πως ήταν, επουδενί, δουλοπρεπής. Ήταν ένας άνθρωπος που σεβόταν πολύ τον εαυτό του. Αν χρειαζόταν, μπορούσε προτείνει συμβουλές που δεν χάιδευαν τα αυτιά του ακροατή του. Δε φοβόταν να συστήσει μια δραματική μείωση των δαπανών σε κάποιο σπάταλο πελάτη του.
Σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσε παροτρύνει κάποια οικογένεια ευγενών να αφήσει κατά μέρος τις επιφυλάξεις και να συναινέσει στην πραγματοποίηση ενός ή περισσοτέρων επιτυχημένων γάμων. Ήταν πάντα διατεθειμένος να υπερασπιστεί ανοιχτά κάποιον αδικημένο. Κι αυτό το έκανε πάντα με τόσο σοφό, καίριο και μετρημένο τρόπο, ώστε συχνά η άποψή του έπιανε τόπο.
Είχε έναν γιο, τον Έντουαρτ. Αυτό το αγόρι ήταν το κρυφό καμάρι και η περηφάνια της καρδιάς του πατέρα του. Σαν γονιός δεν είχε μεγάλες φιλοδοξίες αλλά στενοχωριόταν στην ιδέα του να πάει χαμένη αυτή η κερδοφόρα επιχείρηση που είχε στήσει, αποφέροντάς του ένα μεγάλο εισόδημα και δεν ήθελε όλα αυτά να καταλήξουν στα χέρια ενός ξένου. Φοβόταν όμως πως αυτό ακριβώς θα συνέβαινε αν υπέκυπτε στην επιθυμία του, να δώσει πανεπιστημιακή εκπαίδευση στον γιο του και να τον κάνει ποινικολόγο των ανωτάτων δικαστηρίων.
Η απόφαση να τον κρατήσει κοντά του πάρθηκε ενώ ο Έντουαρτ ήταν στο κολέγιο του Ίτον. Το αγόρι λάμβανε ίσως το μεγαλύτερο χαρτζιλίκι από τους υπόλοιπους συμμαθητές του. Και επιθυμούσε διακαώς να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Κράιστ Τσέρτς μαζί με τους υπόλοιπους φίλους του, τους γόνους της υψηλής κοινωνίας, την οποία υπηρετούσε ο πατέρας του. Το αγόρι αισθάνθηκε ταπεινωμένο, όταν πληροφορήθηκε πως το μέλλον του είχε αλλάξει και πως έπρεπε να επιστρέψει στο Χάμλεϋ, για να εργαστεί ως ασκούμενος στο γραφείο του πατέρα του και να μπει στην υπηρεσία εκείνων των αγοριών που ως τώρα τα νικούσε τόσο στα παιχνίδια όσο και στην μάθηση.
Ο πατέρας του προσπάθησε να αντισταθμίσει την απογοήτευση του νέου προσφέροντάς του όλες τις δυνατές απολαύσεις που τα χρήματα μπορούσαν να αγοράσουν. Τα άλογα του Έντουαρτ ξεπερνούσαν σε ομορφιά ακόμα κι εκείνα του πατέρα του. Η αγάπη του για το διάβασμα διατηρήθηκε και ενισχύθηκε, με την σύμφωνη γνώμη του πατέρα του, κι έτσι σε λίγο καιρό ο νέος είχε στη διάθεσή του μια γιγάντια βιβλιοθήκη, η οποία στεγαζόταν σε ένα νεόκτιστο πολυτελές δωμάτιο, που προστέθηκε στο ήδη μεγάλο σπίτι των Γουίλκινς, στα προάστια του Χάμλεϋ. Και μετά από ένα χρόνο νομικών σπουδών στο Λονδίνο, ο πατέρα του, τον έστειλε να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι παρέχοντάς του ένα σχεδόν απεριόριστο ποσό χρημάτων για τα έξοδά του, αν κρίνει κανείς από τα δέματα που έστελνε ο νέος στην οικογένειά του, από διάφορα μέρη της Ευρώπης.
Τελικά επέστρεψε στο σπίτι του και άρχισε να εργάζεται ως συνεταίρος του πατέρα του, στο Χάμλεϋ. Ήταν ένας αξιοθαύμαστος νέος και περισσότερο από όλους ήταν περήφανος ο γέρο – κύριος Γουίλκινς που καμάρωνε το όμορφο, πετυχημένο και καθωσπρέπει παλικάρι του. Ο Έντουαρτ δεν φαινόταν να έχει κακομάθει από την ανοιχτοχεριά του πατέρα του. Κι αν είχε γίνει κάποια ζημιά, για την ώρα οι συνέπειές της παρέμεναν κρυμμένες. Δεν είχε χυδαία ελαττώματα. Μάλιστα παραήταν ευγενής για την κοινωνία μέσα στην οποία προοριζόταν να ζήσει, ακόμα κι αν υπέθετε κάποιος, πως αυτή η κοινωνία αποτελούταν από τους σπουδαιότερους πελάτες του πατέρα του. Ήταν πολυδιαβασμένος και είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες. Πάνω από όλα «είχε καλή καρδιά», όπως συνήθιζε να παρατηρεί ο πατέρα του. Πάντα του φερόταν με αξεπέραστο σεβασμό. Η μητέρα του είχε πεθάνει εδώ και κάμποσα χρόνια.
Δεν ξέρω αν ήταν από φιλοδοξία του Έντουαρτ ή από επιθυμία του περήφανου πατέρα του πάντως ο νέος άρχισε να παρίσταται στις συναθροίσεις του Χάμλεϋ. Μάλλον ίσχυε το δεύτερο καθώς ο Έντουαρτ είχε εξαιρετικά λεπτά γούστα και δύσκολα θα επιθυμούσε να εισέλθει σε οποιοδήποτε κοινωνικό σινάφι. Όμως σε ολάκερη την περιοχή τα πλέον εκλεκτά μέλη της κοινωνίας συνήθιζαν να συναντιούνται, μια φορά το μήνα, στην αίθουσα συνεδριάσεων του Χάμλεϋ, ένα κτίριο πλάι στο κεντρικό πανδοχείο της πόλης στο οποίο παρευρίσκονταν όλες οι καλές οικογένειες της κομητείας. Σε αυτόν τον εκλεκτικό και απροσπέλαστο χώρο δεν επιτρεπόταν να περάσει ποτέ ένας απλός πολίτης. Κανένας άνθρωπος της εργατικής τάξης δεν μπορούσε να πατήσει εκεί μέσα το πόδι του. Κανένας αξιωματικός του στρατού δεν αντίκρισε ποτέ το εσωτερικό της αίθουσας χορού ή της χαρτοπαικτικής λέσχης. Τα αρχαιότερα εγγεγραμμένα μέλη φρόντιζαν πάντα να εξακριβώνουν τη γνησιότητα των θυρεών κάποιου, προτού αυτός να μπορέσει να υποκλιθεί ενώπιον της βασίλισσας του χορού. Αλλά οι γηραιοί ιδρυτές των συναθροίσεων του Χάμλεϋ ολοένα και λιγόστευαν. Τα μινουέτα (σσ. οι παλιοί γαλλικοί χοροί της αριστοκρατίας) είχαν σβήσει μαζί τους και οι παραδοσιακοί χοροί είχαν καταντήσει ξεπερασμένοι. Πλέον είχαν έρθει στη μόδα οι καντρίλιες και ένας – δυο από τους μεγιστάνες της επαρχίας, προσπαθούσαν να εισάγουν το βαλς, όπως το χόρευαν στο Λονδίνο, και το είχε λανσάρει κατά την επίσκεψή της η βασιλική οικογένεια των συμμάχων. Περίπου, λοιπόν, εκείνη την εποχή έκανε κι ο Έντουαρτ το ντεμπούτο του σε αυτές τις συναθροίσεις.
(Συνεχίζεται)
Σε μια μικρή, επαρχιακή περιοχή ζούσε (πριν από σαράντα περίπου χρόνια) κάποιος κύριος, ονόματι Γουίλκινς, ένας δικηγόρος που ασχολούταν κυρίως με συμβολαιογραφικές πράξεις, με καλή θέση στην κοινωνία.
Η συγκεκριμένη επαρχιακή τοποθεσία, δεν ήταν κάτι περισσότερο από μια μικρή κομητεία που το κεφαλοχώρι της αποτελούταν από μόλις τέσσερις χιλιάδες κατοίκους. Έτσι ο κύριος Γουίλκινς, δεν ήταν απλώς ο βασικός δικηγόρος του Χάμλεϋ, αλλά διαχειριζόταν και όλες τις νομικές υποθέσεις των ευγενών σε ακτίνα είκοσι μιλίων. Ο παππούς του, είχε θέσει τα θεμέλια της επιχείρησης. Ο πατέρας του την είχε συγκροτήσει και ενδυναμώσει και τώρα χάρη στη δική του επαγγελματική δεινότητα, είχε γίνει ο έμπιστος φίλος πολλών διακεκριμένων οικογενειών, οι οποίες κατοικούσαν στην περιοχή.
Συναναστρεφόταν τους ανθρώπους της υψηλής κοινωνίας, γεγονός πρωτοφανές για κάποιον που ήταν ένας απλός δικηγόρος. Συμμετείχε στα δείπνα τους, σημειωτέον, πάντα μόνος του, η σύζυγός του δεν τον συνόδευε ποτέ. Τους συναντούσε περιστασιακά, δήθεν τυχαία, παρόλο το αδιαμφισβήτητα υψηλό του πόστο, και συχνά δεχόταν (μετά από κάμποσες τσιριμόνιες, ότι δήθεν «είχε πολύ δουλειά» και πως «τον χρειάζονταν στο γραφείο» ) να κάνει μια βόλτα ως τους πελάτες του. Βέβαια μια – δυο φορές λησμόνησε την συνηθισμένη του σύνεση και έφτασε αργοπορημένος οπότε και επέστρεψε στο σπίτι του κακήν κακώς.
Όμως γενικά ήξερε ποια ήταν η θέση του. Δηλαδή η θέση που μπορούσε να έχει μέσα σε μια τέτοιου είδους αριστοκρατική κοινωνία, εκείνα τα χρόνια. Και δεν πρέπει να θεωρηθεί πως ήταν, επουδενί, δουλοπρεπής. Ήταν ένας άνθρωπος που σεβόταν πολύ τον εαυτό του. Αν χρειαζόταν, μπορούσε προτείνει συμβουλές που δεν χάιδευαν τα αυτιά του ακροατή του. Δε φοβόταν να συστήσει μια δραματική μείωση των δαπανών σε κάποιο σπάταλο πελάτη του.
Σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσε παροτρύνει κάποια οικογένεια ευγενών να αφήσει κατά μέρος τις επιφυλάξεις και να συναινέσει στην πραγματοποίηση ενός ή περισσοτέρων επιτυχημένων γάμων. Ήταν πάντα διατεθειμένος να υπερασπιστεί ανοιχτά κάποιον αδικημένο. Κι αυτό το έκανε πάντα με τόσο σοφό, καίριο και μετρημένο τρόπο, ώστε συχνά η άποψή του έπιανε τόπο.
Είχε έναν γιο, τον Έντουαρτ. Αυτό το αγόρι ήταν το κρυφό καμάρι και η περηφάνια της καρδιάς του πατέρα του. Σαν γονιός δεν είχε μεγάλες φιλοδοξίες αλλά στενοχωριόταν στην ιδέα του να πάει χαμένη αυτή η κερδοφόρα επιχείρηση που είχε στήσει, αποφέροντάς του ένα μεγάλο εισόδημα και δεν ήθελε όλα αυτά να καταλήξουν στα χέρια ενός ξένου. Φοβόταν όμως πως αυτό ακριβώς θα συνέβαινε αν υπέκυπτε στην επιθυμία του, να δώσει πανεπιστημιακή εκπαίδευση στον γιο του και να τον κάνει ποινικολόγο των ανωτάτων δικαστηρίων.
Η απόφαση να τον κρατήσει κοντά του πάρθηκε ενώ ο Έντουαρτ ήταν στο κολέγιο του Ίτον. Το αγόρι λάμβανε ίσως το μεγαλύτερο χαρτζιλίκι από τους υπόλοιπους συμμαθητές του. Και επιθυμούσε διακαώς να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Κράιστ Τσέρτς μαζί με τους υπόλοιπους φίλους του, τους γόνους της υψηλής κοινωνίας, την οποία υπηρετούσε ο πατέρας του. Το αγόρι αισθάνθηκε ταπεινωμένο, όταν πληροφορήθηκε πως το μέλλον του είχε αλλάξει και πως έπρεπε να επιστρέψει στο Χάμλεϋ, για να εργαστεί ως ασκούμενος στο γραφείο του πατέρα του και να μπει στην υπηρεσία εκείνων των αγοριών που ως τώρα τα νικούσε τόσο στα παιχνίδια όσο και στην μάθηση.
Ο πατέρας του προσπάθησε να αντισταθμίσει την απογοήτευση του νέου προσφέροντάς του όλες τις δυνατές απολαύσεις που τα χρήματα μπορούσαν να αγοράσουν. Τα άλογα του Έντουαρτ ξεπερνούσαν σε ομορφιά ακόμα κι εκείνα του πατέρα του. Η αγάπη του για το διάβασμα διατηρήθηκε και ενισχύθηκε, με την σύμφωνη γνώμη του πατέρα του, κι έτσι σε λίγο καιρό ο νέος είχε στη διάθεσή του μια γιγάντια βιβλιοθήκη, η οποία στεγαζόταν σε ένα νεόκτιστο πολυτελές δωμάτιο, που προστέθηκε στο ήδη μεγάλο σπίτι των Γουίλκινς, στα προάστια του Χάμλεϋ. Και μετά από ένα χρόνο νομικών σπουδών στο Λονδίνο, ο πατέρα του, τον έστειλε να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι παρέχοντάς του ένα σχεδόν απεριόριστο ποσό χρημάτων για τα έξοδά του, αν κρίνει κανείς από τα δέματα που έστελνε ο νέος στην οικογένειά του, από διάφορα μέρη της Ευρώπης.
Τελικά επέστρεψε στο σπίτι του και άρχισε να εργάζεται ως συνεταίρος του πατέρα του, στο Χάμλεϋ. Ήταν ένας αξιοθαύμαστος νέος και περισσότερο από όλους ήταν περήφανος ο γέρο – κύριος Γουίλκινς που καμάρωνε το όμορφο, πετυχημένο και καθωσπρέπει παλικάρι του. Ο Έντουαρτ δεν φαινόταν να έχει κακομάθει από την ανοιχτοχεριά του πατέρα του. Κι αν είχε γίνει κάποια ζημιά, για την ώρα οι συνέπειές της παρέμεναν κρυμμένες. Δεν είχε χυδαία ελαττώματα. Μάλιστα παραήταν ευγενής για την κοινωνία μέσα στην οποία προοριζόταν να ζήσει, ακόμα κι αν υπέθετε κάποιος, πως αυτή η κοινωνία αποτελούταν από τους σπουδαιότερους πελάτες του πατέρα του. Ήταν πολυδιαβασμένος και είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες. Πάνω από όλα «είχε καλή καρδιά», όπως συνήθιζε να παρατηρεί ο πατέρα του. Πάντα του φερόταν με αξεπέραστο σεβασμό. Η μητέρα του είχε πεθάνει εδώ και κάμποσα χρόνια.
Δεν ξέρω αν ήταν από φιλοδοξία του Έντουαρτ ή από επιθυμία του περήφανου πατέρα του πάντως ο νέος άρχισε να παρίσταται στις συναθροίσεις του Χάμλεϋ. Μάλλον ίσχυε το δεύτερο καθώς ο Έντουαρτ είχε εξαιρετικά λεπτά γούστα και δύσκολα θα επιθυμούσε να εισέλθει σε οποιοδήποτε κοινωνικό σινάφι. Όμως σε ολάκερη την περιοχή τα πλέον εκλεκτά μέλη της κοινωνίας συνήθιζαν να συναντιούνται, μια φορά το μήνα, στην αίθουσα συνεδριάσεων του Χάμλεϋ, ένα κτίριο πλάι στο κεντρικό πανδοχείο της πόλης στο οποίο παρευρίσκονταν όλες οι καλές οικογένειες της κομητείας. Σε αυτόν τον εκλεκτικό και απροσπέλαστο χώρο δεν επιτρεπόταν να περάσει ποτέ ένας απλός πολίτης. Κανένας άνθρωπος της εργατικής τάξης δεν μπορούσε να πατήσει εκεί μέσα το πόδι του. Κανένας αξιωματικός του στρατού δεν αντίκρισε ποτέ το εσωτερικό της αίθουσας χορού ή της χαρτοπαικτικής λέσχης. Τα αρχαιότερα εγγεγραμμένα μέλη φρόντιζαν πάντα να εξακριβώνουν τη γνησιότητα των θυρεών κάποιου, προτού αυτός να μπορέσει να υποκλιθεί ενώπιον της βασίλισσας του χορού. Αλλά οι γηραιοί ιδρυτές των συναθροίσεων του Χάμλεϋ ολοένα και λιγόστευαν. Τα μινουέτα (σσ. οι παλιοί γαλλικοί χοροί της αριστοκρατίας) είχαν σβήσει μαζί τους και οι παραδοσιακοί χοροί είχαν καταντήσει ξεπερασμένοι. Πλέον είχαν έρθει στη μόδα οι καντρίλιες και ένας – δυο από τους μεγιστάνες της επαρχίας, προσπαθούσαν να εισάγουν το βαλς, όπως το χόρευαν στο Λονδίνο, και το είχε λανσάρει κατά την επίσκεψή της η βασιλική οικογένεια των συμμάχων. Περίπου, λοιπόν, εκείνη την εποχή έκανε κι ο Έντουαρτ το ντεμπούτο του σε αυτές τις συναθροίσεις.
(Συνεχίζεται)