
Γιορτή της γυναίκας σήμερα και θυμήθηκα την αγαπημένη μου Βιρτζίνια και το πόσο αγάπησε και αγωνίστηκε με την πένα της και τις ομιλίες της για τις γυναίκες. Η Βιρτζίνια Γουλφ μεγαλωμένη στο αυστηρό Λονδίνο, σε αριστοκρατική οικογένεια στο μεταίχμιο του 19ου και 20ου αιώνα, δεν μπόρεσε μάλλον να καταλάβει ποτέ γιατί εκείνη, σαν γυναίκα, δεν μπορούσε να περάσει τις πύλες του Καίμπριτζ, της Οξφόρδης κλπ. 'Ενιωθε ότι είχε και το μυαλό και τη θέληση να σπουδάσει, δυστυχώς όμως κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο στην εποχή της. Και επειδή ακριβώς έβλεπε το παράλογο του πράγματος και τη γενικότερα υποβιβασμένη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, στην εργασία και παντού, αφιέρωσε μεγάλο μέρος του έργου και της δράσης της στον αγώνα ενάντια αυτής της διάκρισης. Έγραψε δοκίμια και έκανε δημόσιες ομιλίες, στις οποίες υπερασπίζεται το αναφαίρετο δικαίωμα της γυναίκας στη μόρφωση και την αξιοπρεπή εργασία. Το βασικότερο βιβλίο της για την υπεράσπιση της γυναίκας είναι το Ένα Δικό σου Δωμάτιο.
Το απόσπασμα όμως που προτίμησα να παραθέσω εδώ δεν είναι από κάποιο δοκίμιακό της έργο, αλλά από το μυθιστόρημά της Τα Κύματα. Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε όλα της τα σπουδαία μυθιστορήματα, ο θεματικός πυρήνας είναι σχεδόν πάντα ένας, η πραγματική φύση της γυναίκας:
Είμαι περιφραγμένη, φυτεμένη εδώ όπως τα δέντρα μου. Λέω "ο γιος μου", λέω "η κόρη μου", κι ακόμη κι ο σιδηρέμπορος, όταν σηκώνει τα μάτια απ' τον πάγκο του, που είναι γεμάτος καρφιά, χρώματα και σύρμα, σέβεται τη σακαράκα που είναι σταματημένη έξω απ' την πόρτα, με τις απόχες, τις γκέτες και τις κυψέλες. Κρεμάμε γκυ πάνω απ' το ρολόι τα Χριστούγεννα, ζυγίζουμε τα βατόμουρα και τα μανιτάρια μας, μετράμε τα βάζα με τη μαρμελάδα, στεκόμαστε κάθε χρόνο μπροστά στο παντζούρι στο παράθυρο του σαλονιού για να μετρήσουμε το ύψος μας. Φτιάχνω στεφάνια για τους νεκρούς από άσπρα λουλούδια που τα πλέκω με ασημένια φύλλα, βάζω την κάρτα μου με βαθιά θλίψη για το βοσκό που πέθανε, θερμά συλληπητήρια στην κυρά του αγωγιάτη. Κάθομαι δίπλα στο κρεβάτι γυναικών που πεθαίνουν, που ψιθυρίζουν τις τελευταίες τους αγωνίες, που κρατούν σφιχτά το χέρι μου, και μπαίνω σε δωμάτια ανυπόφορα για όποιον δεν μεγάλωσε όπως εγώ και δεν γνώρισε από πολύ νωρίς τη χωριάτικη αυλή και το σωρό της κοπριάς και τις κότες μες στα πόδια τσου και τη μάνα με δυο δωμάτια και παιδιά που μεγαλώνουν. Έχω δει τα παράθυρα να λιώνουν απ΄τη ζέστη, το νεροχύτη να μυρίζει.
Κι όπως στέκομαι με το κλαδευτήρι ανάμεσα στα λουλούδια μου, αναρωτιέμαι. Από πού μπορεί να μπει η σκιά; Τι μπορεί ν' απειλήσει τη ζωή μου, που φτιάχτηκε με μόχθο, περιμαντρώθηκε τόσο αμείλικτα; Κι ωστόσο, υπάρχουν φορές που μπουχτίζω από τη φυσική ευτυχία, και τους καρπούς που ωριμάζουν, και τα παιδιά που έχουν γεμίσει το σπίτι με κουπιά και όπλα και κρανία και βιβλία, βραβεία που τους απονεμήθηκαν και άλλα τρόπαια. Βαρέθηκα το σώμα μου. Βαρέθηκα να' μαι χρυσοχέρα και προκομμένη και καπάτσα, βαρέθηκα όλα όσα σκαρφίζεται η μάνα, χωρίς κανένα ενδοιασμό, για να προστατέψει, να μαζέψει γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, κάτω απ' το άγρυπνο βλέμμα της, τα παιδιά της, τα δικά της παιδιά.
Κι όταν έρχεται η άνοιξη, με ψύχρα και ξαφνικές μπόρες κι απρόσμενα κίτρινα λουλούδια, τότε, καθώς κοιτάζω το κρέας που κρέμεται στη γαλάζια σκιά και ζουλάω τις βαριές ασημένιες σακούλες με το τσάι, με τις σταφίδες, θυμάμαι πώς έβγαινε ο ήλιος και τα χελιδόνια πετούσαν ξυστά πάνω απ' τη χλόη, θυμάμαι τις φράσεις που έφτιαχνε ο Μπέρναρντ όταν ήμασταν παιδιά, και τα φύλλα που σάλευαν αποπάνω μας, πυκνά, ανάλαφρα, κι έσπαζαν το γαλάζιο τ' ουρανού και σκόρπιζαν το φως πάνω στις σκελετωμένες ρίζες της οξιάς όπου καθόμουν κι έκλαιγα. Το περιστέρι πέταξε. Πήδηξα πάνω κι έτρεξα πίσω από λέξεις που γλιστρούσαν και ξέφευγαν σαν την κλωστή που κρέμεται από ένα μπαλκόνι, κι όλο ανέβαιναν, όλο και πιο ψηλά, από κλαδί σε κλαδί, και χάνονταν. Και τότε, σαν ραγισμένο βάζο, η συμπάγεια του πρωινού μου έσπασε, και απιθώνοντας χάμω τα σακούλια με το αλεύρι, σκέφτηκα. Η ζωή γύρω μου είναι σαν το γυαλί γύρω από τη φυλακισμένη καλαμιά.
Χρόνια μας πολλά
Last edited: