Αποσπάσματα με γέλιο

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Πολλές φορές εκεί που διαβάζεις δέχεσαι ένα απρόσμενο χτύπημα από το χιούμορ τού συγγραφέα κι αρχίζεις και γελάς. Εκτιμώ πολύ το χιούμορ. Αν θυμάμαι καλά ο Έσσε το περιγράφει σαν μια από τις ανώτερες εκφάνσεις τού ανθρώπινου πνεύματος.

Βέβαια τώρα αν παραθέσω ένα απόσπασμα όπου εγώ πιάστηκα να γελάω δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα γελάσετε κι εσείς καθώς αυτό εξαρτάται από διάφορες συνθήκες όπως την διάθεση ή πώς στεκόταν το αστείο μέσα στο ευρύτερο κείμενο.

Όπως και να ‘χει, τελευταία γέλασα με στα εξής.

Διαβάζω τώρα κάτι σημειώσεις τού Μπουκόβσκη που κυκλοφορούν με το όνομα «Ο Καπετάνιος έχει Κόψει Αλυσίδα και το Πλοίο είναι στα Χέρια Ναυτικών». Φαίνεται λοιπόν πως στην Αμερική τού 1991 οι γυναίκες συνήθιζαν σε μια προχωρημένη ηλικία ν’ αλλάζουν ξαφνικά το όνομά τους. Κάτι παρόμοιο έχω δει να συμβαίνει και στην Ελλάδα, αν και σε πιο νέες γυναίκες, όπου κάποια που την γνώρισες σαν Μαρία όταν την ξαναδείς μετά από χρόνια είναι ξάφνου Μαίρη, ή κάποια Ελένη θα σου συστηθεί Έλενα, ή κάποια Ρούλα-Σούλα-Τούλα έχει επιστρέψει στο βαφτιστικό της. Δεν θυμάμαι να το έχω συναντήσει σε άντρα αν και πολύ πιθανό να υπάρχουνε κι εκεί περιπτώσεις. Όπως και να ‘χει ο Μπουκόβσκη σ’ αυτό το μάλλον αδιάφορο βιβλίο γράφει:

...μα αύριο το απόγευμα έχω να παραλάβω την αδελφή της Λίντας από το αεροδρόμιο. Έρχεται να μας επισκεφτεί. Έχει αλλάξει το όνομά της από Ρόμπιν σε Γιάρρα. Οι γυναίκες όταν γερνούν αλλάζουν τα ονόματά τους. Εννοώ, το κάνουν πολλές. Ένας άντρας θα το έκανε αυτό; Μπορείς να με φανταστείς να τηλεφωνώ σε κάποιον:
«Έλα Μάικ, ο Τουλίπας είμαι».
«Ποιος»;
«Ο Τουλίπας. Ο πρώην Τσαρλς, αλλά τώρα πλέον Τουλίπας. Δεν θα απαντώ πλέον στο Τσαρλς».
«Τουλίπα, άντε γαμήσου».
Ο Μάικ κατεβάζει το ακουστικό...
:χαχα:

Στο καταπληκτικό «Ο Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας» ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες μας περιγράφει τον ερωτοχτυπημένο Φλορεντίνο Αρίσα ο οποίος είναι ένας αιώνιος ρομαντικός που αρέσκεται να γράφει παθιασμένα ερωτικά γράμματα έχοντας πάντα στο μυαλό του την καλή του που τον έχει απαρνηθεί. Ο θείος του τον διορίζει σε μια θέση γραφιά στην εταιρία του με τα ποταμόπλοια. Αφού ο Φλορεντίνο Αρίσα γράφει, αυτή η θέση μοιάζει ιδανική. Έλα όμως που:

...ο Φλορεντίνο Αρίσα δηλαδή, έγραφε το κάθε τι με τέτοιο πάθος που μέχρι και τα επίσημα έγγραφα έμοιαζαν ερωτικά. Οι φορτωτικές των πλοίων τού έβγαιναν με ομοιοκαταληξία, όσο κι αν προσπαθούσε να το αποφύγει και τα καθημερινά εμπορικά γράμματα είχαν μια λυρική πνοή που τους αφαιρούσε το κύρος.
:χαχα:

Καί τα δύο παραπάνω αποσπάσματα με κάναν να γελάω με φωναχτό γέλιο.
 

Λορένα

Πολεμίστρια του Φωτός
Τα τελευταια δυο χρονια εχω πει σε ολους να με φωναζουν με το βαφτιστικο μου..

καλυτερα να το αλλαξω (και συντομα) αυτο. :χμ: Επιστρεφω στα υποκοριστικα :μαναι:

Λοιπον.. περα απο την πλακα, νομιζω πως μεγαλωνοντας και ωριμαζοντας καποιος (καποια) αναγνωριζει πλεον την πραγματικη ομορφια σε κατι.

Αυτο συμβαινει στο ονομα πχ, στο χρωμα μαλλιων (ενα δευτερο) που αφου το περασουμε απο ολων των ειδων τις βαφες και δεκαπεντε ντεκαπαζ, ξαφνου βλεπουμε ποσο μας παει το φυσικο μας (αργα πλεον.. εχουν ασπρισει :)))))


Υ.Γ. σορι βγηκα εκτος θεματος.. επιστρεφω με κατι εντος αυτου !
 
Last edited:
Αρκετές δόσεις χιούμορ υπάρχουν στο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά του Καζαντζάκη.

Κάποια στιγμή ο Ζορμπάς ονειρεύτηκε ότι βρισκόταν σ' ένα λιμάνι κι ένα καράβι σφύριζε, έτοιμο για αναχώρηση. Τρέχει ο Ζορμπάς, ανεβαίνει επάνω και ο καπετάνιος του λέει να βγάλει εισιτήριο.

"- Χίλιες δραχμές.
- Βρε αμάν, δεν κάνει οχτακόσιες; του κάνω.
- Χίλιες, μήτε πεντάρα παρακάτω. Αλλιώς τράβα έξω γρήγορα.
Θύμωσα τότε κι εγώ :
- Άκουσε, καπετάνιο, του λέω, το καλό που σου θέλω, πάρε τις οχτακόσιες που σου δίνω, αλλιώς θα ξυπνήσω, κακομοίρη, και θα τις χάσεις κι αυτές. "
 
Αυτο συμβαινει στο ονομα πχ, στο χρωμα μαλλιων (ενα δευτερο) που αφου το περασουμε απο ολων των ειδων τις βαφες και δεκαπεντε ντεκαπαζ, ξαφνου βλεπουμε ποσο μας παει το φυσικο μας (αργα πλεον.. εχουν ασπρισει :)))))
Λοιπόν, Λορένα, δε θα περίμενα ποτέ το ντεκαπάζ να γίνει αφορμή για τόσο ποιητικό λόγο. Πολύ όμορφο! :μπράβο:


Σε ό,τι αφορά αποσπάσματα με γέλιο, καθυστέρησα λίγο να τα εντοπίσω, αλλά τελικά βρήκα δύο που μου είχαν αποσπάσει παραπάνω από ένα χαμόγελο.
Στο βιβλίο "Ορλάντα" της Ζακλίν Άρπμαν, το επαναστατικό τμήμα του εαυτού της ηρωίδας, το οποίο αυτή συστηματικά αγνοεί, καταφέρνει -μη ρωτάτε πώς- να μετοικήσει στο σώμα ενός νεαρού άνδρα, τον οποίο εκθρονίζει από εκεί. (δεν ξέρουμε και δεν μας ενδιαφέρει πού πάει) Παράλληλα, δεν αφήνει ήσυχη τη γυναίκα από την αποία δραπέτευσε και η οποία δεν έχει αντιληφθεί τη φυγή του, αλλά την πλησιάζει και ξεκινούν μια συζήτηση όπου, προφανώς, βρίσκουν πολλά κοινά.

"Βέβαια, μια χαμηλή γκρινιάρικη φωνή προσπαθούσε να ακουστεί, μα η Αλίν της επέβαλλε τη σιωπή. Ποτέ στους ακαδημαϊκούς κύκλους όπου έκανε τις περισσότερες συζητήσεις της, δεν είχε συναντήσει έναν τόσο ζωντανό συνομιλητή. Διάολε! τελικά μόνο με τον εαυτό του διασκεδάζει κανείς;"


Στο βιβλίο του Ντέιβιντ Μάντσεν "Τα απομνημονεύματα ενός γνωστικού νάνου", ο ήρωας νάνος είναι βοηθός του πάπα Λέοντα Ι΄και αφού κατασκευάζει ένα είδος εξωτερικού ουροκαθετήρα για τις ατελείωτες τελετές όπου πρέπει να παρίσταται ο πάπας, ακολουθεί ένα μάθημα της βάσης στην οποία θα πρέπει να στηρίζεται η προσέγγιση διαφορετικών πολιτισμών:

"Μόνο η μακάρια έκφραση γλυκιάς ανκούφισης στο πρόσωπό του πρόδιδε κάτι και αυτό μόνο σε όποιον τον παρατηρούσε προσεκτικά. Η Αγιότητά του ενθουσιάστηκε με τη λύση που βρήκα και είπε ότι, για το συμφέρον της προσέγγισης Ανατολής-Δύσης, θα έπρεπε να φροντίσω να στείλω ένα όμοιο σακουλάκι στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, που φαίνεται πως ήταν υποχρεωμένος να υπομένει ακόμα πιο μακρόσυρτες λειτουργίες από τις δικές μας. Αυτό έπραξα, αλλά δεν πήρα απάντηση. Ούτε μου έστειλαν πίσω τη θήκη."
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Και πάλι από τον "Έρωτα στα Χρόνια τής Χολέρας" τού Μάρκες.

Ο Φλορεντίνο Αρίσα γεμάτος πλατωνικό, απραγματοποίητο έρωτα για μια γυναίκα που δεν έχει, πηγαίνει και στήνεται στην Πύλη των Γραφιάδων και εκτονώνει το πάθος του γράφοντας ερωτικά γράμματα για όποιον ερωτευμένο του το ζητήσει.

Η πιο ωραία του ανάμνηση από κείνη την εποχή ήταν μιας πολύ ντροπαλής μικρής, παιδί σχεδόν, που του ζήτησε τρέμοντας να της γράψει μια απάντηση σ’ ένα ακτανίκητο γράμμα, το οποίο μόλις είχε λάβει και που ο Φλορεντίνο Αρίσα αναγνώρισε, γιατί το είχα γράψει ο ίδιος το προηγούμενο απόγευμα. Έγραψε την απάντησε σε διαφορετικό ύφος, σύμφωνα με τα αισθήματα και την ηλικία της μικρής και με γράμματα που έμοιαζαν με τα δικά της, μας κι ήξερε να μιμείται το γραφικό χαρακτήρα ανάλογα με το πρόσωπο και την περίσταση. [...] Δυο μέρες αργότερα βέβαια, αναγκάστηκε να γράψει και τη δευτερολογία του νεαρού, με το γραφικό χαρακτήρα, το ύφος και το είδος του έρωτα που είχε χρησιμοποιήσει στο πρώτο γράμμα κι έτσι κατάληξε να μπλεχτεί σε μια παθιασμένη αλληλογραφία με τον εαυτό του. :χαχα: Πριν περάσει μήνας πήγαν κι οι δυο τους, ξεχωριστά, να τον ευχαριστήσουν γι’ αυτό που ο ίδιος είχε προτείνει στο γράμμα του υποψήφιου κι είχε δεχτεί, με μεγάλη τρυφερότητα, στο γράμμα της μικρής: επρόκειτο να παντρευτούν.​
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Ένας άντρας που με εντυπωσιάζει σαν πνεύμα αλλά και σαν παρουσιαστικό είναι ο Νίτσε ο οποίος μάλλον έχει και ένα από τα πιο χαρακτηριστικά μουστάκια τής ιστορίας.

Στο βιβλίο, "Όταν Έκλαψε ο Νίτσε" τού Ίρβιν Γιάλομ (με αφήνετε να πω τού Ίρβινος; :)))) ) ο Δρ. Μπρόιερ περιγράφει πολύ πετυχημένα το νιτσεϊκό μουστάκι πως "έπεφτε σαν χιονοστιβάδα πάνω απ' τα χείλη του και τις δυο άκρες του στόματός του."

Σήμερα βέβαια η τάση είναι οι άντρες να είμαστε ξυρισμένοι. Ο Δρ. Μπρόιερ έχει ήδη παρουσιαστεί να έχει μια μικρή απέχθεια για τις πολλές τρίχες τού δικού του προσώπου και μάλιστα ενδόμυχα να ζηλεύει τα ξυρισμένα πρόσωπα.

Το να συντηρεί κανείς ένα περίφημο μουστάκι θα έχει κι αυτό τα δικά του μικρά μυστικά αλλά και τις δικές του μικρές δυσκολίες. Σχετικά με το μουστάκι τού Νίτσε λοιπόν:

Το μουστάκι ξυπνούσε στον Μπρόιερ μια αίσθηση μαλλιαρής συγγένειας: είχε μια δονκιχωτική παρόρμηση να προειδοποιήσει τον καθηγητή να μη φάει κανένα απ' αυτά τα βιεννέζικα γλυκά δημοσίως, ιδίως εκείνα που καλύπτονται από ένα βουνό Schlag, αλλιώς θα το συναντούσε για πολύ καιρό, βουρτσίζοντας το μουστάκι του.​
Δεν ξέρω, εμένα μου φάνηκε αστείο. :))))
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Γενικά στην "Αγέλαστη Άνοιξη" και το "Ένα Παιδί Μετράει τ' Άστρα" τού Λουντέμη έχει πολλά αποσπάσματα ασυνεννοησίας εξαιτίας τής ακαταλαβίστικης για τον λαό καθαρεύουσας, που εμένα μού φαίνονται αστεία.

Το τελάλημά του πάλι σίγουρα ήταν το καλύτερο του κόσμου. Μόνο που ήταν λίγο αλμυρός στα «κηρύκεια δικαιώματα». (Τα... «κικιρίκια», όπως τα ‘λεγαν οι χωριανοί.)
— Συμπολίται! Έλληνες!... Απωλέσθη μόσχος, χρώματος ορφνού, ανήκων εις τον συμπολίτην μας Τσιμπιρλίκον Ευάγγελον. Όστις τον εύρει, αμειφθήσεται γενναίως.
Οι κυράδες ήταν πολύ ευχαριστημένες.
— Μπράβο, του λέγανε... Μπράβο και γεια στο στόμα σου. Παχιά και καλοσούσουμα τα είπες, μα τι ήθελες ειπείς;
— Χάθηκε η μουσκάρα τ’ Βαγγέλη τ’ Τσιμπιρλίκου, τσι Μυγδαλιώς. Όποιος την εύρει, θα πάρει ένα γενναίο «αμειφθήσεται», δηλαδή μπαξίσι. Έχεις μια σταξά ρακί; Με ξετέλειωσες, ώσπου να σ’ το δώκω να το καταλάβεις!

διότι όπως λέει κι ένας καφετζής, κάπου στην "Αγέλαστη Άνοιξη", για ένα γράμμα που έλαβε κι απ' όσους το διάβασαν κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει για τί μιλούσε:

— [...] Άλλος έλεγε το μακρύ του, άλλος το κοντό του. Κανένας απ’ το χωριό δεν το ξεκαθάρισε. Γιατί είναι, λέει, γραμμένο σε γλώσσα... Πώς το είπανε; Α! Σε γλώσσα, λέει, καθαριότητος. Τώρα τι καθαριότητα έχει, αφού δεν ξεκαθαρίζεται;

:))))
 
Αν και δεν έχω δυνατή μνήμη, αυτό μου έχει μείνει..
Στο όνομα του ρόδου θυμάμαι τον Γουλιέλμο και τον Άντσο να κατεβαίνουν στην κρύπτη που τυχαία βρήκαν και όπου υπήρχαν τα κειμήλια και τα λείψανα και όλοι οι θησαυροί της μονής και δε θα ξεχάσω μια φράση του Άντσο ο οποίος κοιτούσε εντυπωσιασμένος όλα αυτά τα τόσο σπάνια αντικείμενα (τα οποία σημειωτέον είχαν και την περιγραφή τους)
Και παρόλο που δε θυμάμαι επακριβώς τα λόγια του, ήταν κάπως έτσι:

-Δάσκαλε!!!
-Μη καθυστερείς Άντσο!!
-Εδώ υπάρχει το κρανίο του Ιωάννη του βαπτιστή σε ηλικία 14 ετών!

Φαντάζεστε γέλιο τώρα έτσι? "σε ηλικία 14 ετών" !! δε μπορούσα να σταματήσω...
 
-Δάσκαλε!!!
-Μη καθυστερείς Άντσο!!
-Εδώ υπάρχει το κρανίο του Ιωάννη του βαπτιστή σε ηλικία 14 ετών!

Φαντάζεστε γέλιο τώρα έτσι? "σε ηλικία 14 ετών" !! δε μπορούσα να σταματήσω...
οντως πολυ αστειο αποσπασμα:χαχα::χαχα: αν και εχω διαβασει δυο φορες το βιβλιο δεν το θυμαμαι αυτο.μηπως θυμασαι και την αντιδραση του Γουλιελμου,μηπως του εδωσε καμια αναποδη,γιατι εγω σαν δασκαλος αυτο θα'κανα:χαχα:
 
Λοιπόν....έψαξα έψαξα έψαξα αλλά τελικά το βρήκα..
Θα ζητήσω συγγνώμη για την κακή μου μνήμη γιατί "παραποίησα" τη συζήτηση και αντέστρεψα τους ρόλους... :συγνώμη:
Ο Γουλιέλμος είναι αυτός που το λέει στον Άντσο.
Ορίστε το απόσπασμα, το οποίο είναι διαφορετικό από αυτό που έδωσα πριν αλλά και πάλι βγάζει γέλιο (προσθέτω και λίγο από το λόγια του Γουλιέλμου που προηγούνται):


"Κι εσύ [Άντσο] μη γοητεύεσαι πολύ απ' αυτές τις θήκες. Κομμάτια από τον Σταυρό έχω δει πολλά, σε άλλες εκκλησίες. Αν όλα ήταν γνήσια, ο Κύριος μας δεν θα είχε σταυρωθεί σε δύο σταυρωτές σανίδες, αλλά σε ένα ολόκληρο δάσος"
"Δάσκαλε!" είπα σκανδαλισμένος.
"Έτσι είναι Άντσο. Υπάρχουν θησαυροί ακόμα πιο πλούσιοι. Πριν απο καιρό, σε κάποιον καθεδρικό της Κολωνίας, είδα το κρανίο του Ιωάννη του Βαπτιστή σε ηλικία δώδεκα ετών."
"Αλήθεια;" φώναξα με θαυμασμό.Κι ύστερα με αμφιβολία: "Μα ο Βαπτιστής φονεύθηκε σε πιο προχωρημένη ηλικία!"
"Το άλλο κρανίο θα πρέπει να βρίσκεται σε άλλο θησαυρό", είπε ο Γουλιέλμος με ύφος σοβαρό.

Νόμιζα οτι περίπου το θυμόμουν αλλά...:(

Τέλος πάντων..
Όταν το είδα..Γέλιοοοοοοοοοο
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
( είναι πραγματικά αστείο! :χαχαχα: )
 
"Κι εσύ [Άντσο] μη γοητεύεσαι πολύ απ' αυτές τις θήκες. Κομμάτια από τον Σταυρό έχω δει πολλά, σε άλλες εκκλησίες. Αν όλα ήταν γνήσια, ο Κύριος μας δεν θα είχε σταυρωθεί σε δύο σταυρωτές σανίδες, αλλά σε ένα ολόκληρο δάσος"
κι αυτο το σημειο βγαζει γελιο...παντως ο Εκο το εχει αυτο το στοιχειο της σατιρας,γενικα ειναι καλαμπουρτζης μες στα εργα του,αρκει να το προσεξει κανεις...
 
Σπάνια γελάω όταν διαβάζω κάτι, μου έχει τύχει κάποιες φορές όταν διάβαζα Τσιφόρο, και μερικές φορές από καποιες ατάκες του Πουαρό σε βιβλία της Αγκάθα Κρίστι.
 
Από το Ανήκουστος βλάβη τού Ντέιβιντ Λοτζ, σελ. 23, όπου ο πρωταγωνιστής γράφει στο ημερολόγιό του για τη διαφορά μεταξύ δύο αναπηριών, της τυφλότητας και της κωφότητας:

Οι τυφλοί κομίζουν πάθος. Οι άλλοι τους αντιμετωπίζουν με συμπόνια, κάνουν να αδύνατα δυνατά για να τους βοηθήσουν, να τους περάσουν απέναντι στο δρόμο, να τους προειδοποιήσουν για διάφορα εμπόδια, να χαϊδέψουν τα σκυλιά τους. Τα σκυλιά, τα λευκά μπαστούνια, τα σκούρα γυαλιά είναι ορατά σημάδια της αναπηρίας τους και προκαλούν αντανακλαστικά κύματα συμπόνιας. Εμείς οι περήφανοι στ' αυτιά δε διαθέτουμε ανάλογα πυροδοτικά της συμπόνιας διακριτικά. Τα ακουστικά βοηθήματά μας είναι σχεδόν αόρατα και δεν έχουμε αξιαγάπητα ζώα αφοσιωμένα στην προστασία μας. ( Ποιο θα ήταν το αντίστοιχο ενός σκύλου-οδηγού για τους κωφούς; Ένας παπαγάλος στον ώμο σου να κρώζει μες στ' αυτί σου; ) [...]​
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
:))))
"Ο Νώε [...]", είπε ο Μπόιντι, "[...] όταν φόρτωσε τα ζώα στην Κιβωτό, έδειξε τι μπούφος ήτανε, έβαλε μέσα τα κουνούπια, αλλά ξέχασε τους μονόκερους, να γιατί δεν υπάρχουν πια".

από τον "Μπαουντολίνο" τού Ουμπέρτο Έκο, μετάφρ. Έφη Καλλιφατίδη
 
«…Η Σίικα με τραβούσε απ΄ το σακάκι. «Έλα». Το κατσαμάκι της κόντευε να τελειώσει κι ακόμα τις πολιτείες δεν τις είδαμε. Γι΄ αυτό έπρεπε να τρέξουμε πριν σωθούνε. «Λουκάς Παπαπαναγιωτακόπουλος, Πανοραματοποιός», έλεγε το κασόνι στολισμένο με κορδέλες, με καθρέφτες, με καρποστάλια και λογιώ λογιώ άλλα μπιχλιμπίδια.

Ο νοικοκύρης της κασόνας ήτανε ο πιο σοφός άνθρωπος που είχαμε δει στη ζωή μας. Και ο πιο γραμματισμένος. Κι ο πιο περήφανος. Και με το δίκιο του ο άνθρωπος. Εγώ –για να πούμε την αλήθεια- περίμενα να τον βρω τρελό. Πώς άντεχαν τα μυαλά του σε τέτοια πράματα και δεν ξέστριβαν, ήταν απ΄ τα παράξενα!

-Ήρτατε για την Ευρώπη; μας λέει σαν φτάνουμε. Για να γενούμε όμως φίλοι (Μου ήρθε να κλάψω… Πώς με καταδεχότανε για φίλο εμένα ένας τέτοιος άνθρωπος; Η Σίικα ήταν έτοιμη να ζηλέψει που έπαιρνα την αγάπη της για τη δώσω αλλουνού. Μα μπροστά σε τέτοιον άνθρωπο!) Λοιπόν, φιλαράκια… για να γενούμε καλοί φίλοι -συνεχίζει ο Λουκάς- πρώτα το μεταλλίκι!

Άλλος παράξενος και τούτος ο Λουκάς. Ενώ ήτανε πιο πλούσιος κι απ΄ τους βασιλιάδες της γιαγιάς καταδεχότανε να γυρεύει δεκάρες «Μήστητί μου Κύριε!» όπως έλεγε και η γιαγιά.

-Μπρος! Λάβετε θέσεις! φώναζε ο Λουκάς. Και ξερόβηξε. Αρχίζω: Εδώ, Λουκάς Παπαπαναγιωτακόπουλος, κοσμογυριστής παρισιάζει τον όλο κόσμο με μια δραχμή και φχαριστάει την καρδιά σας. Να το πείτε και σ΄ αλνούς. Μπαίνουμε. Αλόν!
Πατάει ένα κουμπί. Και τι ταν εκείνο; Μια πολιτεία χρυσαφένια, πιο σπουδαία κι από παραμυθένια, ξεφανερώθηκε μπροστά στα μάτια μας. Ο Λουκάς μας «παρισιάζει»:

-Εδώ κύριοι βλέπετε η Βγένα…μεγάλη πολιτεία. Βαποράκια στα στενά. Στον κόρφο της κύριοι, γλυκιά θάλασσα…πάτος πουθενά. Χιόνια κυλάνε. Μουζικές, χοροί, και άλλα. Βγένα είπαμε, κύριοι τ΄ όνομά της, πολιτεία της Αούστριας, ο βασιλιάς Φραγκίσκος Ιησούς τ΄ όνομά του. Έ φ υ γ ε.

-Εδώ κύριοι βλέπετε η Παρισίους…θαύμα πολιτεία με παλάτια υπέροχα μπουλεβάρδα τ΄ όνομά τους. Βλέπετε γυναίκες με σπουδαίες φορεσιές –οι καλύτερες. Καρότσες, τραμβάλια… Γλιστράνε με σαπούνι. Πύργος αψηλός για να βλέπουνε τους κλέφτες ότι πολλοί εις Παρισίους. Έ φ υ γ ε.

-Εδώ κύριοι βλέπετε, Τοτόκιο Ισπανία τον βασιλέον. Βουνό που βγάζει πίσσες και άλλα. Κερασιές μπόλικες –δεν κάνουνε κεράσια. Μετάξια, κουδουνίστρες, φαναράκια με χαρτί. Αμίλητοι. Τρώνε στα γόνατα. Πολλοί θρήσκοι –σκίζουνε τις κοιλιές τους. Θεός γδυμνός. Βγάζει απ΄ το στόμα καπνούς και άλλα. Έ φ υ γ ε.

-Εδώ κύριοι βλέπετε Ρώμη. Πολλά περιστέρια μες στα πόδια σου. Τα ταΐζεις στο χέρι –πολύ ήμερα. Τα κεραμίδια τους γιομάτα κουτσουλιές. Θέατρο, που θερία φοβερά τρώνε το χριστιανό ότι πολύ άγρια. Ο βασιλεύς του μια απιθαμή Βίχθωρ Εμμανουήλ. Τούρκος ο αρχηγός τους Μουσουλίμ τ΄ όνομά του… Ψοφάνε για μακαρόνια. Έ φ υ γ ε.

-Εδώ κύριοι βλέπετε η Μαρσίλια, πόλις με λιμάνια, φασαρίες και άλλα. Ψηλή γέφυρα στη θάλασσα για να βλέπουνε την πολιτεία –ότι πολύ ωραία. Γάντζοι καταραμένοι σηκώνουνε παμπόρια. Μόλος για πατινάδα, ψαρική και άλλα. Άνθρωποι εις φαγοποτία. Χασομεράνε –πολύ ψεύτες. Έ φ υ γ ε.

-Εδώ κύριοι βλέπετε η Βενετία πόλις για χουζούρι. Κολυμπάει στο νερό. Καρότσες, δρόμοι και τέτοια τα πήρε το ποτάμι. Βάρκες ωραίες με μύτες γυριστές. Τις φοράνε για παπούτσια. Άνθρωποι γουστόζοι με σουγιάδες, καντάδες, λαγούτα και άλλα –τραγουδάνε πολύ. Είπαμε κύριοι εδώ Βενετία, πόλις με βελόνι. Έ φ υ γ ε.

-Εδώ κύριοι βλέπετε η Πετρόπολη του Μόσκοβου. Κρατάνε τις μύτες τους για να μην πέσουνε –πολύ κρύο. Τα ποτάμια δεμένα. Απάνου τους γλιστράνε καρότσια και άλλα. Γούνες, αρκούδια, μπαλαλούκες. Πετρόπολη. Ο βασιλιάς έχασε το κεφάλι του –ότι πολύ άπονος. Τώρα κουμαντάρει Μπορσοβίκος άντρας με θηλυκό όνομα –Ε λ έ ν ι ν τ΄ όνομά του. Αργάτες-ξαργάτες όλοι οι γύφτοι μια γενιά. Έ φ υ γ ε.

-Εδώ κύριοι βλέπετε, Αθήνα μας, πόλις Αρχαία Ελλάς. Οι άνθρωποι πονηροί. Κολόνες μάρμαρα, πολύ μακριά… Τρέχουνε να τα δούνε. Ακρόπολη με βασιλιάδες, κορίτσια, και άλλα. Παλικάρια όπως σε γεννάει η μάνα σου –δεν είχανε ντροπή. Περικλής, Σωκράτης, Δημοσθένης, Δημιστοκλής, -όλοι αρχαίοι. Θησείον, Ρολόι με ήλιο –τώρα δε δουλεύει. Καβοκολόνες, Ελυμπείον, Κεραμεικός –θάβανε τους πεθαμένους. Αέρηδες. Άγιος Πάγος, Φανάρι του Διγενή –πολύ αστείος. Έ φ υ γ ε.

(Εδώ ο Λουκάς ανέβασε ψηλά ψηλά τη φωνή του)
-Τελευταίο και καλό! Εδώ κύριοι βλέπετε οι ωραίοι Γαργαλιάνοι. Πόλις σπουδαία, με πλατεία, δέντρα και άλλα. Καφενείο «η Ωραία Ελλάς». Κουρείον, ημιγυμνάσιον… δ ύ ο φαρμακεία! Δεξιά οικία διώροφος Μαστροδημητρουλακόπουλου. Παραπλεύρως οικία με τζαμικιανίνια Σάκη Κανελακόπουλου –επίτροπος Ιερού Ναού Γεωργίου του θαυματουργού- την χάριν του. Είδατε κύριοι είπαμε ωραίοι Γαργαλιάνοι, πατρίς Λουκά Παπαπαπναγιωτακόπουλου. Δούλος σας. Ευχαριστώ. Τ έ λ ο ς.»

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ, Συννεφιάζει, Εκδόσεις Δωρικός
 

Πεταλούδα

Θαλασσογέννητη Ελπίδα των Ηλιόμορφων Ονείρων
Προσωπικό λέσχης
Διαβάζω το Ρέκβιεμ, Μια Παραίσθηση, του Αντόνιο Ταμπούκι. Το βιβλίο δεν είναι χιουμοριστικό, είναι όπως λέει και ο τίτλος, μια παραίσθηση. Η γραφή του είναι ομοιόμορφη, δεν ξεχωρίζεις όρια, υποθέτεις ό,τι λέγεται ή γίνεται μπορεί να είναι πραγματικότητα, σκέψεις ή φαντασία, χρονικά μπορεί να είναι παρελθόν ή παρόν. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να ακολουθήσεις τη ροή του συγγραφέα, αυτή είναι η αίσθηση που έχω αποκομίσει έως τώρα.
Έτσι, αφού όλα γίνονται σε μια κοινή “πραγματικότητα”, βγαίνουν αβίαστα κάποια χαμόγελα, όπως στο δεύτερο απόσπασμα, ενώ το πρώτο θα μπορούσα να το φανταστώ να διαδραματίζεται σε μια εδώ υπαίθρια αγορά.

«Η Γριά Τσιγγάνα φάνηκε να σκέφτηκε για μια στιγμή. Σου προτείνω ένα μπλουζάκι Λακόστ, είπε στη συνέχεια, είναι πιο δροσερά, αν θέλεις ένα ψεύτικο Λακόστ κοστίζει πεντακόσια εσκούδος, ένα αυθεντικό πεντακόσια είκοσι. Τι λες, είπα εγώ, ένα Λακόστ με πεντακόσια είκοσι εσκούδος μου φαίνεται πραγματική ευκαιρία, μα τι διαφορά έχουν τα ψεύτικα από τα αυθεντικά; Είναι ανοησία να αγοράσεις ένα αυθεντικό Λακόστ, είπε η Γριά Τσιγγάνα, πρώτα αγοράζεις το ψεύτικο, που κοστίζει πεντακόσια, ύστερα αγοράζεις το κροκοδειλάκι που κοστίζει είκοσι και είναι αυτοκόλλητο, κολλάς το κροκοδειλάκι στη θέση του κι έτσι έχεις ένα αυθεντικό μπλουζάκι.»

«…είναι ένας παλιός φίλος, περάσαμε τόσο καιρό μαζί, σαν αδέλφια, θα ήθελα να τον επισκεφτώ, θα ήθελα να του κάνω μια ερώτηση. Και πιστεύετε ότι θα σας απαντήσει;, είπε ο Φύλακας του Νεκροταφείου, οι νεκροί, ξέρετε, είναι πολύ σιωπηλοί, επιτρέψτε μου να το τονίσω, τους γνωρίζω πολύ καλά. Θέλω να δοκιμάσω, είπα, …»

 
Παραθέτω ένα απόσπασμα από Το Βασίλειο του Jo Nesbo που με έκανε να γελάω συνεχόμενα για κανένα δεκάλεπτο.

Μια μέρα ένα βαρύ SUV πάρκαρε μπροστά στο βενζινάδικο και κατέβηκαν δύο τύποι, που πήγαν πίσω από το κτίριο του βενζινάδικου και του πλυντηρίου, λες και έψαχναν κάτι. Βγήκα έξω.
<<Αν θέλετε τουαλέτα έχουμε μέσα>> φώναξα.
Οι τύποι ήρθαν κοντά μου, μου έδωσαν τις κάρτες τους που έλεγαν ότι ήταν από την κατά τεκμήριο μεγαλύτερη αλυσίδα βενζινάδικων της χώρας και ζήτησαν αν γίνεται να κάνουμε αυτήν την κουβέντα. Τους ρώτησα <<Ποια κουβέντα;>> και μετά κατάλαβα ότι τους είχε φέρει εδώ ο Καρλ.
Τους είχε εντυπωσιάσει το πόσα είχα καταφέρει με τόσο λίγα μέσα, είπαν και στη συνέχεια μου εξήγησαν πόσα μπορούσα να καταφέρω με λίγο περισσότερα.
<<Συμβόλαιο φραντσάιζ>> είπαν. <<Για δέκα χρόνια>>.
Ήξεραν ακόμα και για το μαζικό χτίσιμο εξοχικών πιο πάνω στην κοιλάδα και τις προβλέψεις για την κίνηση στην εθνική μας οδό.
<<Τι τους είπες;>> ρώτησε ο Καρλ ανυπόμονα όταν γύρισα σπίτι.
<<Τους είπα ευχαριστώ>> του απάντησα και σωριάστηκα σε μια καρέκλα πλάι στο τραπέζι της κουζίνας, όπου ο Καρλ είχε ζεστάνει έτοιμες κρεατόπιτες.
<<Ευχαριστώ;>> είπε ο Καρλ. <<Όπως λέμε...>> Διάβασε το βλέμμα μου ενώ εγώ είχα πέσει με τα μούτρα στο φαΐ. <<Ευχαριστώ, δεν θα πάρω; Καλά ρε Ρόι, μαλάκας είσαι;>>
<<Ήθελαν να τα αγοράσουν όλα>> του είπα. <<Το κτίριο, το οικόπεδο. Πολλά λεφτά, φυσικά. Αλλά εγώ τελικά προτιμώ να είμαι ιδιοκτήτης. Θα φταίει μάλλον ο χωριάτης που έχω μέσα μου>>.
<<Ρε μαλάκα, εδώ τη βγάζουμε δεν τη βγάζουμε τώρα>>.
<<Έπρεπε να μου το είχες πει>>.
<<Θα έλεγες όχι πριν καν τους ακούσεις>>.
<<Ναι, αυτό είναι αλήθεια>>.
Ο Καρλ βόγκηξε και ακούμπησε το κεφάλι μέσα στα χέρια του. Έμεινε για λίγο έτσι. Αναστέναξε. <<Δίκιο έχεις>> είπε.
<<Δεν θα έπρεπε να ανακατεύομαι. Συγγνώμη, να βοηθήσω ήθελα>>.
<<Το ξέρω και σε ευχαριστώ>>.
Άπλωσε το ένα χέρι και με κοίταξε με το ένα του μάτι.
<<Και δεν βγήκε τίποτα από την επίσκεψή τους;>>
<<Πώς>>.
<<Τί;>>
<<Είχαν πολύ δρόμο ακόμη για την επιστροφή και έπρεπε να φουλάρουν το ρεζερβουάρ>>.
 
Top