Ευχαριστούμε, αγαπητέ, για την ενδιαφέρουσα απορία.
Στην αρχαία Ελληνική η λέξη γλῶσσα περισπάται, διότι προέρχεται από τύπο *γλῶχ-ya, στον οποίο το τελικό φωνήεν είναι βραχύ. Γενικά, έχετε υπ' όψιν ότι το τελικό -α είναι βραχύ σε όσα ουσιαστικά τής αρχαίας πρώτης κλίσεως παρουσιάζουν στη γενική έκταση σε -ης (π.χ. γλῶσσα - γλώσσης, ἄμυνα - ἀμύνης, δόξα - δόξης, μᾶζα - μάζης κ.ά.). Ο τονισμός αυτός τηρείται επίσης αυστηρά στην καθαρεύουσα.
Το 1941, όταν δημοσιεύθηκε η Νεοελληνική Γραμματική του Τριανταφυλλίδη και άλλων γλωσσολόγων για να εισαχθεί στην εκπαίδευση, υιοθετήθηκαν ορισμένες απλουστεύσεις, οι οποίες σκοπό είχαν τη διευκόλυνση των μαθητών (διότι είναι δύσκολο να θυμάται κανείς την ποσότητα των φωνηέντων σε κάθε περίπτωση ή να έχει τις απαραίτητες γνώσεις ιστορίας τής φωνολογίας, για να καταλήξει στο σωστό συμπέρασμα). Μία από αυτές ήταν ότι το τελικό -α θεωρείται κατά συνθήκην και αποκλειστικά για λόγους γραφής μακρό, με αποτέλεσμα να μην περισπάται το προηγούμενο μακρό φωνήεν. Αυτό οδήγησε σε γραφές όπως γλώσσα, πείρα, μάζα, μοίρα αντί των αρχαίων γλῶσσα, πεῖρα, μᾶζα, μοῖρα κ.ά. Η απλουστευμένη αυτή γραφή διδάχθηκε στα σχολεία, όπως θυμόμαστε οι παλαιότεροι, και εφαρμοζόταν από πολλούς συγγραφείς και εφημερίδες (όχι όμως πάντοτε στα κρατικά έγγραφα) μέχρι την υιοθέτηση του μονοτονικού. Σε πολυτονικά κείμενα μπορείτε να βρείτε και τα δύο συστήματα, το αρχαϊκό και το απλουστευμένο: αμφότερα είναι αποδεκτά.
Ελπίζω οι πληροφορίες αυτές να απαντούν στο ερώτημά σας. Ευχαριστώ.