Απορία για τον παθητικό αόριστο τής λέξεως "προσέχω"

Διάβαζα ένα βιβλίο για Java, και σε κάποια φάση λέει "παρόλα αυτά υπάρχουν κάποια πράγματα που θα πρέπει να προσεχθούν"
Είναι σωστό αυτό, ή δεν έχει παθητική φωνή το "προσέχω"? Έψαξα στο Wiktionary "προσέχω", και (στα αρχαία) δεν είχε παθητική. Είχε μόνον ενεργητική και μέση. Έψαξα και "έχω", και στα αρχαία βρήκα παθητική "εσχέθησαν", και υποτακτική "σχεθώσιν" (άρα "σχεθούν", όπως στο "κατασχεθούν"), άρα το σωστό θα ήταν "προσσχεθούν"?

Δεν μπορούσε ο Χριστιανός να γράψει "να προσέξουμε"?
 

Αντέρωτας

Ξωτικό του Φωτός
Προσωπικό λέσχης
Οντως "να προσεξουμε" θα ηταν πιο φυσικο. Το προσεχω δεν εχει χρησιμη παθητικη φωνη, δε λεμε "το παιδι προσέχεται απο τη μπειμπι σιτερ" αν και νομιζω ετυμολογικα στεκεται, αλλωστε εχουμε τη μετοχη "προσεγμενος".

Το "σχεθουν" (οπως "κατασχω") μου φαινεται αλλη περιπτωση. Στα ΑΕ υπηρχαν δυο διαφορετικα ρηματα "εχω" απο δυο διαφορετικες ετυμολογικες ριζες, το ενα εκ των οποιων νομιζω εχει θεμα "σχω". Απο μνημης μιλαω τωρα. Νομιζω το "πρεσέχω" δεν εχει σχεση με τη ριζα που βγαζει το "εσχέθησαν"
 
Οντως "να προσεξουμε" θα ηταν πιο φυσικο. Το προσεχω δεν εχει χρησιμη παθητικη φωνη, δε λεμε "το παιδι προσέχεται απο τη μπειμπι σιτερ" αν και νομιζω ετυμολογικα στεκεται, αλλωστε εχουμε τη μετοχη "προσεγμενος".
Κοίτα, είδα στο Wiktionary ότι υπάρχει το "έχομαι", οπότε μπορούμε να πούμε ότι στέκει.
Το έχει και το Βικιλεξικό
521

Η μετοχή "προσεγμένος", όμως, δεν υπάρχει στο Wiktionary. Υπάρχει από το "έσχηκα, έσχημαι" το "προσεσχημένος" (που δεν υπάρχει στο Wiktionary· υπάρχει μόνον το "προσεσχηκώς"). Πώς μπήκε το -γ- στην θέση τού -σχη-? Μήπως υπάρχει κι άλλος παρακείμενος?

Το "σχεθουν" (οπως "κατασχω") μου φαινεται αλλη περιπτωση. Στα ΑΕ υπηρχαν δυο διαφορετικα ρηματα "εχω" απο δυο διαφορετικες ετυμολογικες ριζες, το ενα εκ των οποιων νομιζω εχει θεμα "σχω". Απο μνημης μιλαω τωρα. Νομιζω το "πρεσέχω" δεν εχει σχεση με τη ριζα που βγαζει το "εσχέθησαν"
Αν είναι διαφορετικό, υπάρχουν, εκτός τού "έσχησα, εσχησάμην, εσχέθην", τα "έσχα, εσχάμην", "έσχον, εσχόμην" (στο οποίον, συμφώνως προς το Wiktionary, το "εσχόμην" είναι "middle used in passive sense"), και το (Ομηρικό) "έσχεθον, εσχεθόμην". Κανένα δεν έχει παθητική φωνή (εκτός αν μετράει το "εσχόμην", που κάνει "σχώνται", άρα "πρόσσχωνται" (που υπάρχει στο Wiktionary), που δεν ακούγεται καθόλου σαν υποτακτική αορίστου :Ρ), και όλα έχουν αυτό το -σχ-, οπότε, μάλλον, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάποιο.

Άρα, απλώς θα δεχθούμε το "προσεχθούν", και θα έχουμε αόριστο "προσέχτ/θηκα" :Ρ
 

Χρυσένια

Αρχαιολόγος του Φόρουμ
Σαλάτα, δεν βρήκες παθητική φωνή του "προσέχω" στα αρχαια, γιατί στα αρχαια ΚΑΝΕΝΑ ρήμα δεν έχει παθητική φωνή.
Οι φωνές είναι δύο: Ενεργητική και Μέση.
Το "να προσεχθούν" ισχύει. Ειναι Νέα Ελληνικά---> Παθητική Φωνή, Υποτακτική Αορίστου του προσεχομαι

(Άλλα παράδειγματα : να δεχθούν , να κρυφτούν, να ψαχτούν...)
 
Σαλάτα, δεν βρήκες παθητική φωνή του "προσέχω" στα αρχαια, γιατί στα αρχαια ΚΑΝΕΝΑ ρήμα δεν έχει παθητική φωνή.
Οι φωνές είναι δύο: Ενεργητική και Μέση.
Ναι, όντως δεν υπάρχει παθητική φωνή, αλλά είναι μέση με παθητική διάθεση, αλλά στο Wiktionary έχει active, middle, και passive (στον αόριστο, για τον οποίον μιλούσαμε), και λέω "παθητική φωνή" ίνα συνεννοώμεθα :Ρ

Το "να προσεχθούν" ισχύει. Ειναι Νέα Ελληνικά---> Παθητική Φωνή, Υποτακτική Αορίστου του προσεχομαι

(Άλλα παράδειγματα : να δεχθούν , να κρυφτούν, να ψαχτούν...)
Τότε, 'ντάξ'. Είναι αυτό που είπα στο τέλος.
 

Αντέρωτας

Ξωτικό του Φωτός
Προσωπικό λέσχης
Μα να μην εχω ακουσει ποτε στη ζωη μου "προσέχομαι"; 😨 (και δεν ειμαι και πιτσιρικος 🧐)

Πρεπει να ειναι σωστο γραμματικα, οπως ειπα και στην αρχη (αν και δεν περιμενα να περιλαμβανεται και στο λεξικο) αλλα πρακτικα να εχει πεσει σε αχρηστια. Γιαυτο αλλωστε και απορησε που το ειδε ο Μελιτζανοσαλάτας
 

Χρυσένια

Αρχαιολόγος του Φόρουμ
@Αντέρωτας
Οποιο λεξικο αρχαιων ρηματων να ανοιξεις θα βρεις διπλα στο "εχω" και το "εχομαι". Θεωρητικα, οπως στεκεται το "προσεχω" , στεκεται και το "προσεχομαι".Απλα οντως καποιοι τυποι, οπως λες, χρησιμοποιουνται σπανια.:)
 
Top