Για να πούμε για τον Καζαντζάκη, θα πρέπει, να τον έχουμε μελετήσει και όχι απλά να τον έχουμε διαβάσει. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να δούμε την ψυχή του, χωρίς μεγαλοπρέπεια, χωρίς δουλοπρέπεια, χωρίς παραμορφωτικούς φακούς. Να γνωρίζουμε τι χέρι κρατούσε αυτήν την πένα που γεννούσε με τόση πιστότητα χαρακτήρες τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους και τόσο βγαλμένους από τη ζωή. Να έχουμε καταλάβει τις ανησυχίες του, τα όνειρα του, τις χίμαιρες που πίστεψε, τη σχέση του με τους προγόνους του, τον τόπο και τον κόσμο και το μέλλον. Τις επιρροές που πήρε μα και τα δημιουργήματα του. Μα και τα λάθη του. Να καταλάβουμε τη σκληρότητα και το καθήκον προς τον εαυτό του. Την προσήλωση του προς τον ανώτερο σκοπό, τον ανήφορο όπως τον ονόμαζε.
Αν υπάρχει μέτρο για τους μεγάλους, τότε αυτό είναι ο φθόνος που προκαλεί στους μικρούς, στους εφήμερους και σε αυτούς που γαντζώνονται στο παρελθόν: στους εχθρούς της σκέψης, της δημιουργίας και της προόδου. Πολύ ψηλά φρόντισαν να ανεβάσουν αυτόν τον πήχυ οι κάθε λογής κατήγοροι του.
Κατηγορήθηκε για το ότι έκλεψε πολλές από τις ιδέες του. Μα δεν υπάρχει παρθενογέννηση, μονάχα εξέλιξη, όλοι ζούμε στην εποχή μας, παίρνουμε από τις προηγούμενες και θα πάρουν οι επόμενες γενιές από τη δική μας. Πόσο άσκοπο θα ήταν ο κάθε καλλιτέχνης να σκάβει από την αρχή. Κατηγορήθηκε ακόμα και για τη γλώσσα στην οποία έγραφε, πως δεν ήταν η σωστή Ελληνική. Μα η αιτία δεν ήταν η έπαρση. Μόνο έτσι μπορούσε να είναι ακριβής, μόνο έτσι μπορούσε να βγάλει την ψυχή του σε κοινή θέα, αφτιασίδωτη και καθάρια. Να μετουσιώσει σε λόγο την Κρητική Γη όπου μεγάλωσε και που κουβαλούσε σε σβώλο στην τσέπη του στα χρόνια της ξενιτιάς, να περιγράψει τη θωριά του για τον κόσμο. Αν είχε γεννηθεί αλλού, η γλώσσα του θα ήταν άλλη, προσαρμοσμένη στον εκεί τόπο, όχι η συμβατική, μα άλλη.
Μετά από παρότρυνση της συντρόφου του να καταγράψει τις ιστορίες που της έλεγε για να κοιμηθεί, έτσι ώστε να επικοινωνήσει με το ευρύ κοινό, έγραψε τον "Ζορμπά" στα 63 του και τα πιο γνωστά έργα στην επόμενη και τελευταία του δεκαετία. Και πρόλαβε και έγραψε και ξαναέγραψε την "αναφορά" του ένα βαθύ αυτοβιογραφικό και φιλοσοφικό κείμενο που μέσα σε άλλα αποτυπώνει εξαιρετικά το αξιακό του σύστημα.
Εκτός των μυθιστορημάτων που τον κατέστησαν παγκοσμίως γνωστό, έγραψε έργα παιδικά – εφηβικά, θεατρικά, ταξιδιωτικά, ποιήματα, δοκίμια και λεξικά. Κατατάχτηκε εθελοντής στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Το 1919 επιφορτίστηκε με το δύσκολο έργο του επαναπατρισμού μέρους του Ελληνικού πληθυσμού της περιοχής του Καυκάσου. Η ζωή του ήταν γεμάτη. Εκτός από ιδέες, γεμάτη από πραγματικούς ανθρώπους και φιλίες ολόκληρης ζωής, και γεμάτη από ταξίδια. Ταξίδεψε όσο και όπου μπορούσε, μέσα και έξω από τη χώρα. Ακόμα και όταν γνώριζε πως τούτο ήταν σε βάρος της υγείας του συνέχισε να ταξιδεύει με περισσότερη ορμή. Ήθελε να προλάβει να δει όσα περισσότερα μπορούσε, να νιώσει και να καταλάβει ποιοι είναι οι παράγοντες που διαφοροποιούν τους λαούς και ποιοι αυτοί που τους ενώνουν. Να βρει την ουσία με την οποία είναι πλασμένος ο άνθρωπος. Να φωνάξει και να διακυρήξει τα ευρήματα του.
ΥΓ: Το καλύτερο μου μυθιστόρημα (ελληνικά - ξένα) είναι το "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται". Χρόνια απορούσα πως του καρφώθηκε αυτή η ιδέα. Κάποια στιγμή έμαθα πως ο Νίτσε είχε πεί πως "αν ο Χριστός ξαναρχότανε θα τον ξανασταυρώναμε". Και ο Καζαντζάκης στις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Παρίσι έκανε την διατριβή του για το Νίτσε. Καθόλου αυτό δεν μειώνει το συγκεκριμένο έργο του, ίσα - ίσα του δίνει και μια οικουμενική διάσταση. Αφήστε που αν δεν είχε διαβάσει Νίτσε ακόμα θα έψαχνα το καλύτερο μου μυθιστόρημα.