Αγαπημένα αποσπάσματα από βιβλία

Ιδωμένα μέσα από το πρίσμα της γαλήνης και της απομόνωσης του καταφυγίου μας, τα γεγονότα αυτών των λίγων ημερών, ανάμεσα στην πρώτη εμφάνιση του Φράνσις Μάρλοου και τη συζήτησή μου με την Ρέιτσελ, στην πλατεία Σόχο, πρέπει να δίνουν την εντύπωση μιας σειράς παραλογισμών. Είναι προφανές πως η ζωή είναι γεμάτη ατυχήματα. Αλλά προσθέτουμε στην ένταση αυτής της αλήθειας με τις ανησυχίες και τον φόβο μας. Η ανησυχία ειναι το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του ζώου που λέγεται άνθρωπος. Κι αυτός είναι, ίσως, ο πιο ευρύς ορισμός για όλα τα βίτσια σ΄ ένα ενδιάμεσο στάδιο της λειτουργίας τους. Είναι ένα είδος πλεονεξίας, ένα είδος φόβου, ένα είδος φθόνου, ένα είδος μίσους. Τώρα, αποτραβηγμένος από τον κόσμο και καθώς η ανησυχία μου υποχωρεί σιγά-σιγά, μπορώ να αναμετρήσω τόσο την ελευθερία μου όσο και την προηγούμενη δουλειά μου. Είναι τυχεροί εκείνοι που έχουν έστω και μια στοιχειώδη αντίληψη του προβλήματος ώστε να κάνουν τις ελάχιστες απαιτούμενες προσπάθειες για να εξετάσουν αυτή τη φθίνουσα έγνοια. Ίσως, χωρίς τα περιστατικά μιας αφοσιωμένης ζωής να είναι αδύνατο να κάνει κανείς περισσότερο από τις ελάχιστες προσπάθειες.

Η φυσική ροπή της ανθρώπινης ψυχής τείνει προς την προστασία του εγώ. Η καταρρακτώδης δύναμη αυτής της ροπής μπορεί να διαγνωστεί αμέσως μόλις κοιτάξει κανείς μέσα του και τα αποτελέσματά της παρουσιάζονται δεξιά κι αριστερά μας, όπου κι αν κοιτάξουμε. Θέλουμε να γινουμε πλουσιότεροι, πιο εμφανίσιμοι, πιο έξυπνοι, δυνατότεροι, πιο αγαπητοί και φαινομενικά καλύτεροι απ’ όλους τους άλλους. Λέω φαινομενικά επειδή ο κοινός άνθρωπος, ενώ επιθυμεί τον πραγματικό πλούτο, συνήθως επιθυμεί μόνον το ορατό μέρος της καλοσύνης. Το βάρος της αυθεντικής καλοσύνης αξιολογείται ενστικτωδώς σαν ανυπόφορο κι η επιθυμία να το επωμιστεί κανείς θα παραγκώνιζε τις άλλες κοινές επιθυμίες που ρυθμίζουν τη ζωή των ανθρώπων. Φυσικά, σε μερικές περιστάσεις και για απειροελάχιστο χρονικό διάστημα, ακόμη κι οι χειρότεροι άνθρωποι είναι δυνατόν να επιθυμούν την καλοσύνη, Οποιοσδήποτε είναι καλλιτέχνης μπορεί να νιώσει τον μαγνητισμό της. Εδώ χρησιμοποιώ τη λέξη «καλοσύνη» σαν μια κάλυψη, τα όσα καλύπτει δύνανται να γίνουν γνωστά, όχι όμως να οριστούν περισσότερο. Οι πιο πολλοί από εμας σωζομαστε από την αυτοκαταστροφή μας μεσα σε ένα χαος βαναυσου παιδικού εγωισμού, όχι από τον μαγνητισμο αυτου του μυστηριίου, αλλα από αυτό που μεγαλοπρεπώς ονομάζεται «καθήκον», πιο ακριβόλογα «συνήθεια». Ευτυχής ο πολιτισμός που μπορεί να διαπλάσει από παιδιά τους ανθρώπους να θεωρούν μερικες τουλάχιστον από τις φυσικες δραστηριότητες του εγώ σαν αδιανόητες, Αυτή η εκπαίδευση, που κάτω από ευτυχείς συνθήκες μπορεί να έχει αποτελεσματικότητα, για μια ολόκληρη ζωή, αποδείχνεται επιφανειακή όταν παρουσιάζεται ο παράγων της φρίκης: στον πόλεμο, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στη φρικτή αποκλειστικότητα της οικογένειας και του γάμου.

Μ’ αυτές τις παρατηρήσεις, εισάγω μια αναλυση της πρόσφατης συμπεριφορας μου που σημερα θελω, αγαπητέ μου, να παρουσιάσω σε σένα. Σε σχέση με τη Ρέιτσελ, με παρακίνησε ένα μιγμα από αχαρα κίνητρα. Μου φαίνεται ότι το πολύ συναισθηματικό της γράμμα ήταν το σημείο από το οποίο άλλαξε η κατάσταση. Τι επικίνδυνος μηχανισμό ςπου είναι τα γράμματα. Ίσως είναι καλό που παύουν σιγα-σιγά να είναι της μόδας. Ένα γράμμα μπορεί να ξαναδιαβάζεται και να ξαναερμηνευεται συνεχώς, ξεσηκώνει τη φαντασία και τη φαντασίωση, επιμενει, είναι καυτή ενδειξη. Ηταν πολυς καιρός που δεν ειχα λάβει τίποτε που να μοιάζει με ερωτική επιστολή. Και το γεγονός ακριβώς ότι επρόκειτο για γράμμα και όχι για δήλωση viva voce, του έδωσε αφηρημένη δύναμη επάνω μου. Συχνά κάνουμε πολύ σημαντικές κινήσεις στη ζωη μας σε μια κατάσταση από-ατομικισμού. Πιστευουμε ξαφνικά ότι αντιπροσωπεύουμε κάτι. Αυτό μπορεί να αποτελει πηγη εμπνευσης καθώς και έναν τρόπο να ξεφορτωνόμαστε τις ευθυνες μας. Η ένταση του γράμματος της Ρέιτσελ κοινωνούσε αυτοπεποίθηση, ενέργεια, την αίσθηση κάποιου ρόλου.

Με συγκινούσε ακόμη, όπως έχω πει, η ιδέα να νικήσω κάπου, τον Άρνολντ ιδιαίτερα αποκλείοντάς τον από ένα μυστικό. Είναι και αυτό ένα ένστικτο που μπορεί να μας οδηγήσει σε κακές πράξεις. Το να δεις κάποιον σαν θύμα άγνοιας είναι ταυτόσημο με το να τον δεις μειωμένο.

Iris Murdoch, Ο μαύρος πρίγκηπας​
 
Τίποτα δεν ακούγεται από την κίνηση του ποδηλάτη επάνω σε αυτά τα γλυκά χαλικάκια, συνδυάζοντας πάντως όλα τα επιμέρους στοιχεία, καταλήγω αβίαστα στο συμπέρασμα ότι ο ποδηλάτης ποδηλατεί σε χρόνους προπολεμικούς.
Παρουσιάζεται ξαφνικά μια νεκροφόρα, η οποία ακολουθεί το ίδιο ακριβώς δρομολόγιο. Μέσα στο ανοιχτό φέρετρο αναγνωρίζω τον Βασίλη, νεκρό μεν, αλλά χωρίς την μοιραία εκείνη ακαμψία, κάθε τόσο έχω την εντύπωση πως προσπαθεί να σηκώσει το κεφάλι του και κάτι να μου πει, δηλαδή είναι σαφές με αναγνώρισε.

Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Ο ποδηλάτης
από την συλλογή διηγημάτων "Ο γενικός αρχειοθέτης".​
 
Η πληγή θρέφει, τα χείλη της σμίγουν αργά σαν αυλαία βυσσινιά κι ύστερα από χρόνους στη θέση της μένει ένα σημάδι, μια ρόδινη ουλή που σκύβει και τη φιλάει.
Ολοι αγαπούν τα τραύματά τους. Τα κρύβουν με ωραία ατσαλάκωτα υφάσματα, ξέρουν όμως σε ποια μεριά του κορμιού τους άνθισαν, μαράθηκαν, έφαγαν δέρμα και κρέας δικό τους.
Γι’ αυτό τ’ αγαπούν και, σε ώρες μοναξιάς που κανείς δεν τους βλέπει, σκύβουν και με λατρεία τα φιλούν τα βαθιά, σκοτεινά τραύματά του.

Ε.Χ. Γονατάς
Η κρύπτη
 
ένας συνδυασμός πρόζας και ποίησης. Κάποιο νόημα δεν βγαίνει τις περισσότερες φορές και προσωπικά αισθανόμουν σαν να βλέπω μπερδεμένα όνειρα!
Επειδή κατάλαβα ποσο πολύ σου αρεσουν αυτα: :τρέχω::τρέχω::τρέχω:

ΙΙΙ(κοιμάσαι ξεκουράζεσαι)
Κοιμάσαι ξεκουράζεσαι δεξιά αριστερά σε κοιμίζει ο τόπος το πρωί ένα μονο μάτι ανοίγει σαν πλάνο που οδηγεί σε πλάνο. Μεγάλα ματια πλησιάζουν και ονειρεύεσαι μάτια και μάτια που δεν λένε πως όλα είναι εντάξει μα πως τα πάντα βρίσκονται επιτέλους ξανα στο τραπέζι για πάντα. Και το πρωι ρουτίνα ανάφλεξη θα ήταν είναι ευλογία με εκατό διαφορετικά φώτα φτιαγμένα για να βλέπουμε: θερμά που λαμπυριζουν αδιάφορα σαν τρενα ή κογχες σαν μικρή αβυσσος που δεν γνωριζεις τι δηλωνει και λάμπουν λαμπυρίζουν σαν να εχουν προτρέξει χίλια χρόνια. Όχι λεξεις ξεχνιουνται σαν ηλικίες δεν ξεκουράστηκες η λέξη περιγράφει μιλάει ασταμάτητα περικυκλωνει ό,τι δεν χωράει στα βήματα που έφερες μεχρι εδώ. Δεν σε εφερα εγώ ηρθες κοιμάσαι ξεκουραζεσαι και σ’ έφερα στον ιδιο τόπο επιτέλους σε κοιμίζει. Κι εγώ από πανω διώχνω ζωύφια σκεπάζω πόδια ανεπαισθητα για να ξυπνησεις να κοιμιζεσαι τόσο απαλά στην τεταμένη ασφάλεια τη μεγάλη ασφάλεια της νύχτας σαν περικύκλωση. Δεν ειμαι ανυπόμονος μπορώ να περιμένω με ριζες που παλεύουν και λευκά πανιά σαν προστασία απολύτη από τα πάντα. Περασες εφυγες πέρασες από πάνω μου σαν σκοτάδι σε σκέφτηκα για πάντα σαν υλικά. Εφυγες εμεινες εφυγες από διπλα μου σαν μικρή πληγή ποτέ δεν ησυχαζει. Εμεινες μιλησες εμεινες ακίνητη μάτια που δεν έβλεπαν πικράθηκαν γλυκά για χίλια χρόνια. Μιλησες εμεινες πέρασες μίλησες εφυγες με παυσεις σαν επιτέλους ξεκούραση. Μονάχα δυο ιδια μισά σαν πεταλούδα όχι δυο ποδια σαν ανθρωποι συναντιούνται περνάνε πάνω από τα πάντα σαν ατύχημα. Κι εμεις περνάμε και περνάμε σαν εξαιρέσεις σε τοπία κι όταν τα κάνω όλα υλικά με κατατρέχεις σε ακουμπάω όταν το φως και φώτα είναι κατάλληλο. Γρήγορα μαγευτικά σαν αρπαγή λειας είναι κάποια πλάνα που γνωριζεις ότι θα χαραχτουν σαν τα στοιχεία είναι σαν ηχος στο νερό. Όλα πάνε ψηλα και κατεβαινουν δεν μας πειράζει δεν λησμονήσαμε τ
η μοιρα των ζώων δεν ξεχάσαμε. Πλησιάζεις κοιμάσαι χαιρετάς κι όλα κυλανε σπειρες, διαλύουν φτιάχνουν μορφές στο κενο κι εσύ γεμιζεις και γεμιζεις μικρή αβυσσος. […]

ΟΣτέφανοςΔενΘαΤοΚανεΠοτέΑυτό :))))

Και για την τάξη: Στεφανος Ρεγκας - Η μοιρα των ζώων, σελ.19-20
 
Last edited:
@ΚρίτωνΓ μου αρεσε παρα παρα πολυ ολο. Μου θυμισε πολυ τον Χειμωνα και τον Δημητριαδη, αλλα και τον Γονατα, οπως και τις Φανερωσεις του Τζοις. Τελος παντων, διαβαζοντας το καπως φωναχτά, ειχε φοβερη μουσικοτητα και μ επιασε απροετοιμαστη
 
Επειδή κατάλαβα ποσο πολύ σου αρεσουν αυτα: :τρέχω::τρέχω::τρέχω:
Δεν σε εφερα εγώ ηρθες κοιμάσαι ξεκουραζεσαι και σ’ έφερα στον ιδιο τόπο επιτέλους σε κοιμίζει. Κι εγώ από πανω διώχνω ζωύφια σκεπάζω πόδια ανεπαισθητα για να ξυπνησεις να κοιμιζεσαι τόσο απαλά στην τεταμένη ασφάλεια τη μεγάλη ασφάλεια της νύχτας σαν περικύκλωση. Δεν ειμαι ανυπόμονος μπορώ να περιμένω με ριζες που παλεύουν και λευκά πανιά σαν προστασία απολύτη από τα πάντα. Περασες εφυγες πέρασες από πάνω μου σαν σκοτάδι σε σκέφτηκα για πάντα σαν υλικά. Εφυγες εμεινες εφυγες από διπλα μου σαν μικρή πληγή ποτέ δεν ησυχαζει. Εμεινες μιλησες εμεινες ακίνητη μάτια που δεν έβλεπαν πικράθηκαν γλυκά για χίλια χρόνια. Μιλησες εμεινες πέρασες μίλησες εφυγες με παυσεις σαν επιτέλους ξεκούραση.
Εξαιρετικό!
Αλήθεια εξαιρετικό!
 
«Καταλαβαινεις τι προσπαθώ να πω, έτσι δεν είναι, παιδι μου; Η ζωή ήταν ανέκαθεν το σύνολο των ψεμάτων που λέμε στον εαυτό μας. Ως αγόρια, εφηβοι, γέροι. Ως κορίτσια, κοπέλες, γυναίκες. Ψευδολογούμε και αποδεικνύουμε ότι το ψέμα είναι αλήθεια. Υφαινουμε τα ονειρά μας και πισω απ’ αυτά τοποθετουμε το μυαλο και τις ιδέες και τη σάρκα και το πραγματικά γνήσιο. Τα πάντα, τελικά, εινια μια υποσχεση. Αυτό που φαινεται ψεμα είναι μια ετοιμορροπη αναγκη που λαχταράει να γεννηθει. Εδώ. Έτσι.»

 
Δεν τον ξαναείδα ποτέ. Δεν ξέρω τι απέγινε. Αυτό που ξέρω, είναι οτι, από τότε, από εκείνη τη μία και μοναδική συνάντησή μας, nel mezzo del cammin ανάμεσα στην υστερία και την απόγνωση, τον μεταφυσικό φόβο και την τρωκτική υποψία ότι όλο αυτό μπορεί και να μην ήταν μια ιδιωτική παραίσθηση, αλλά κάτι πολύ πιο βαθύ και οικουμενικό, δεν προσέφυγα ποτέ ξανά σε διαβασμένο βιβλίο, δεν κατέβασα ποτέ ξανά βιβλίο από τη βιβλιοθήκη μου, δεν ξανοκοίταξα αγαπημένο στίχο προκειμένου να επιβεβαιώσω την ακρίβεια της λήθης μου. Αν το έκανα ίσως κατέληγα κι εγώ στη μαγική διαπίστωση πως τα κείμενα θάλλουν όσο εμείς τους εμφυσάμε την πνοή μας, πως εμείς έχουμε γράψει όλα τα κείμενα που αγαπάμε, και πως, όταν ξαναδιαβάζουμε ένα κείμενο, εμείς το ξαναγράφουμε με βάση όλες τις εμπειρίες, όλα τα όνειρα κι όλα τα θαύματα που ζήσαμε στο μεταξύ και που μπορεί να τα νομίσαμε εφήμερα.

Ανεκδιήγητο
Τεχνητές αναπνοές - Αχιλλέας Κυριακίδης :καρδούλ:
 
Εντυπωσιακά ευστοχος ο Τσβάιχ, αφηνοντας στην άκρη τους μοιραίους έρωτες και επιλέγοντας να γράψει μιαν αληθεια πιο κοντά στις περισσότερες αληθειες..

"Το πρωτο αντίμετρο ήταν ένα σύντομο γράμμα προς τον εραστή της, στο οποίο έλεγε πως δεν θα μπορουσε να πάει ούτε την επόμενη αλλά ούτε και τις άλλες μέρες στο καθιερωμένο ραντεβού τους. Διαβάζοντας επιτροχάδην το μπιλίε΄το στο οποίο, για πρώτη φορά, παραποιούσε τον γραφικό της χαρακτήρα, της φάνηκε κάπως ψυχρός ο τόνος του και, πάνω που ετοιμαζόταν να αντικαταστήσει τα στεγνά λόγια με άλλα πιο προσωπικά, η ανάμνηση της χθεσινής συνάντησης έφερε ξαφνικά στην επιφάνεια μια έντονη εχθρότητα την οποία η Ιρένε αγνοούσε πλήρως έως τότε. Η εχθρότητα αυτή, όμως, υπέβοσκεμκαι ήταν υπεύθυνη για την ψυχρότητα του σημειώματός της. Η υπερηφάνια της είχε πληγωθει από την ντροπιαστική ανακάλυψη πως είχε αντικαταστήσει, στις προτιμήσεις του εραστή της, μια προκάτοχο τός ποταπή κι ανάξια λογου. Καθώς έλεγξε τις λέξεις της, την κηριευσε ακόμη πιο έντονο μισος και, τώτα πια, ένιωθε εκδικητική χαρά γι’ αυτόν τον ψυχρό τρόπο με τον οποίο άφηνε τις επισκέψεις της να επαφίενται στην καλή της διάθεση.

Ειχε γνωρισει αυτόν τον νεαρο, έναν πιανιστα, η φήμη του οποίου, περιοριζονταν μέχρι στιγμής σε έναν ομολογουμένως μικρό κύκλο ανθρώπων, σε κάποια βραδινή έξοδό της και, σύντομα, χωρίς να το αντιληφθει, έγινε ερωμένη του. Η ψυχή της δεν ειχε επιθυμήσει απολύτως τίποτε από τη δική του. Τιποτα το σαρκικο και, πολύ περισσότερο, τίποτα το πνευματικο, δεν την ένωνε με το κορμί του. Του είχε δοθει, όχι επειδή τον χρειαζόταν πραγματικά ή, έστω, τον ποθούσε διακαώς, αλλα εξαιτίας μιας κάποιας αδράνειας των αντιστάσεών της απέναντι στη θέλησή του και ενός είδους ασίγαστης περιεργειας. Τίποτε μέσα της, ούτε η χορτασμένη από γαμήλια ευτυχία ψυχή της ούτε κι η συνήθης αίσθηση των γυναικών πως ατροφούν τα πνευματικά τους ενδιαφέροντα , δεν της δημιουργούσε την ανάγκη να βρει εραστή. Ήταν απόλυτα ευτυχισμένη και ικανοποιημένη στο πλευρό ενός ευκατάστατου, πνευματικά ανώτερου συζύγου, δυο παιδιών, ειχε επαναπαυθεί πλήρως στην άνετη, μεγαλοαστική και απάνεμη ζωή της. Όμως, υπάρχει μια νωθρότητα στην ατμόσφαιρα, η οποία γίνεται αισθητή ακριβώς όπως η κουφόβραση ή μια καταιγίδα, μια χλιαρή ευτυχία, που είναι πιο σκανδαλιστική απ’ ό,τι η δυστυχία και για πολλές γυναίκες αυτή η πληρότητα που αισθάνονται, αποβαίνει τόσο ολέθρια όσο και το συνεχές αίσθημα του ανικανοποιητου που βιώνει κανείς μέσα σε μια απελπιστική κατάσταση. Ο κορεσμός δεν ερεθίζει λιγότερο απ’ ό,τι η πείνα και, στην περίπτωση της Ιρένε, η απουσία κινδύνου κι η ασφάλεια ήταν εκεινα που ξυπνησαν την περιέργειά της για περιπέτεια. Δεν υπήρχε αντισταση πουθενά στη ζωή της. Παντου γύρω της εβρισκε αυτή τη μαλθακότητα, παντού ειχε απλωθει η προνοητικότητα, η τρυφερότητα, η χλιαρή αγάπη και η οικογενειακή υπόληψη και, δίχως να υποψιάζεται πως αυτή η μετριοπάθεια της ύπαρξής της δε βασίζεται ποτέ σε εξωτερικους παράγοντες, αλλά είναι πάντοτε απλώς το αντιστάθμισμα της απουσίας βαθιά αληθινών σχέσεων, αισθανόταν πως, με κάποιο τρόπο, αυτή η άνεση την εξαπατούσε και της στερούσε την πραγματική ζωή."


Από τον Φόβο.
 
Περί της αναπόφευκτης διάφορας πραγματικού και μυθοπλαστικου ερωτα

Είναι ένας έρωτας παραχαραγμενοες, αυτος των άλλων που μας πείθει για την ένταση και την αλήθεια του, ο έρωτας των μυθιστορημάτων και της ποίησης. Ο πραγματικός έρωτας δεν έχει αναγνώστες ή ακροατές, αποτυγχάνει να πείσει για τη δύναμή του. Παραμένει ιδιωτικός κι ανεξήγητας . Πάντοτε απορούμε πώς και γιατί ένας αφηγητής φτάνει να ερωτευτεί ένα πλάσμα, ακόμη κι αν στα λόγια τον καταλαβαίνουμε. Το πάθημά του είναι απρόσβλητο από τη να λογική και το συναίσθημα ενός τρίτου που πάντοτε ζητεί περισσότερες αποδείξεις για τον ξένο έρωτα,μπας και πειστεί. Μονον η υπερβολή της φαντασίας, η μυθοπλασία και η τέχνη προσδίδουν στις ερωτικές ιστορίες τη βαρύτητα κάποιας αποκεκαλυμμενης θεότητας. Τοτε εμείς σκύβουμε το κεφάλι με δέος και συγκατάβαση, παρόλο που κατά βάθος, νιώθουμε παρείσακτοι πάντα και αμήχανοι και δεν καταλαβαίνουμε ακόμη πολύ καλα, όπως συμβαίνει μπροστά στην ξένη χαρα και τον ξένο πόνο.

Ο καρπος της ασθενείας μου,
Νικήτας Σινιοσογλου(🫠🫠❤❤❤)​
 
Last edited:
Top