Γαλάτεια Σαράντη
Το γέλιο
(Υπήρχε στο ανθολόγιο του δημοτικού, μέρος τρίτο)
Είχαμε προχωρήσει αρκετά. Εδώ ήταν ερημιά πια, μονάχα κάτι δεντράκια μικρά, κάτι καχεκτικά πεύκα και κυπαρίσσια. Εκεί κάπου στάθηκε, κοίταξε γύρω του, είδε πως δεν τον έβλεπε κανείς, έχωσε σιγά σιγά το χέρι του μέσα στην πλεχτή κάλτσα, έπιασε την καρδερίνα, την κράτησε λίγο στη χούφτα του κοιτάζοντας την τρυφερά, και έπειτα την άφησε. Το πουλάκι έκαμε δυο γύρους σαστισμένα πάνω στην παλάμη του, κι έπειτα πέταξε μακριά. Έτσι τα έβγαλε έξω όλα, ένα ένα.
—Στο καλό, στο καλό, τους ψιθύριζε συγκινημένος.
Αυτά είχαν φύγει πια, ούτε που φαίνονταν, μα ο θείος Περικλής κοιτούσε έτσι στο βάθος του ορίζοντα, σα να τα έβλεπε και να επικοινωνούσε μαζί τους.
Έπειτα άφησε το κλουβί πίσω από ένα σωρό πέτρες. Το άφησε με προσοχή σα να ήταν κι αυτό ζωντανό. Ήσαν κι άλλα κλουβιά εκεί, όμοια με χοντροκομμένες κάλτσες ριγμένες κάπως αστεία στο πλάι.
(…)
Όταν κοίταξε το ρολόι του έκαμε τρομαγμένος:
—Η ώρα πέρασε. Πάμε!
—Θα σε μαλώσουν αν αργήσεις; Ρώτησα σιγά και εννοούσα τη θεία Ανδρονίκη.
—Ναι, έκαμε με λύπη κουνώντας το κεφάλι του. Θα με μαλώσουν.
—Τη φοβάσαι πολύ; Τον ξαναρώτησα δίχως να πω όνομα.
—Ναι, είπε αυτός απλά.
Έπειτα με έπιασε από το χέρι και κατηφορίσαμε αμίλητοι και πολύ γνοιασμένοι.
Ήθελα να τον ρωτήσω κι άλλα πράγματα, αν το ξέρει πως ήταν τρελός και γελάει τη νύχτα δίχως λόγο, και αν είναι αλήθεια πως τον δέρνει η θεία. Δεν μιλούσα, μα αυτός με κοίταζε λυπημένα και έλεγε "ναι, ναι" με το κεφάλι, λες και απαντούσε σε όλα τούτα.
Εκεί λίγο πιο πέρα από το σπίτι μας, δεν άντεξα άλλο, σφίχτηκα απάνω του έτοιμος να κλάψω και του είπα:
—Γίνε καλά, θείε. Γίνε καλά!
Ήταν σα να του έλεγα πως τον αγαπούσα και τον πονούσα και ήταν σα να του εμπιστευόμουνα όλον τον καημό μου για την αγάπη μου, που, το ήξερα, δεν θα την ξανάβλεπα ποτέ πια.
—Γίνε καλά, θείε. Γίνε καλά!
Στάθηκε στη μέση του δρόμου και με ρώτησε σιγανά και λυπημένα και αποφασιστικά:
—Άμα γίνω καλά, ποιος θα τα ελευθερώνει τα πουλάκια;
(Από τη συλλογή διηγημάτων Να θυμάσαι τη Βίλνα)