(αυτήν την στιγμή που γράφω τυχαίνει να παίζει το Sufrimento από Waldemar Bastos, οπότε, όποιος θέλει ας συντονιστεί.)
Ας χαιρετίσω κι εγώ τους φίλους εδώ, και την συμμετοχή μου σε αυτό το φόρουμ για το βιβλίο, τη λογοτεχνία και την γλώσσα. Με μια ρομαντική καθυστέρηση, καθώς ήμουν εδώ όταν άνοιξε η πόρτα, τον Οκτώβρη του 2008 και χαιρετίζω μετά από 17μιση χρόνια. Στο μεταξύ άνθρωποι ήρθαν και φύγαν, κι όλοι μας, στο λίγο ή στο πολύ που μείναμε, μιλήσαμε, μαλώσαμε, αγαπηθήκαμε, μισηθήκαμε κάποιες φορές, όλα αυτά τα αναπόφευκτα τ’ ανθρώπινα. Όμως όλοι με μια αγάπη για τα βιβλία, για τις σελίδες, για τις ιστορίες, σαν τη συνεκτική δύναμη που μας κράτησε και μας κρατάει.
Κάθε 5 χρόνια είναι μια άλλη εποχή για τον κόσμο του Ίντερνετ, και σε αυτά τα 17μιση χρόνια το φόρουμ, σαν φορμά, έκανε τον κύκλο του. Είχαμε εποχές που ήμασταν σημαντικός λαός και μαζευόμασταν μεγάλες παρέες κι από κοντά. Δοξασμένα χρόνια. Με τα χρόνια η κίνηση πέρασε στα social media, πολλά φόρουμ πέσαν, το δικό μας κρατάει ακόμα, χάριν σε εσάς που διαβάζετε αυτό εδώ τώρα. Σε σεμνές ταχύτητες μεν, ζωντανό δε.
Έκλεισα κι εγώ διάφορους κύκλους στην ζωή μου. Ένας ήταν αυτός του βιβλιόφιλου, ποιος το περίμενε. Πάνε χρόνια που έπαψα πια να διαβάζω. Όμως ας τα πιάσω από την αρχή, κι από εκείνη την βιβλιοθήκη από μαόνι.
Βρισκόταν στο παιδικό δωμάτιο που μοιραζόμουν με την μικρή μου αδερφή. Κι ήταν ένα πανέμορφο έπιπλο, μαγικά ασύμμετρο, με τμήματα κλειστά και ανοιχτά, σχετικά μικρή και ασφυκτικά γεμάτη από βιβλία. Βιβλία αρκετά «βαριά» και με αυτά έμαθα να διαβάζω. Το έπιπλο και μαζί τα διάφορα πραγματάκια που μπορεί να είχε εκεί η ομολογουμένως καλόγουστη μάνα μου, είχαν μια αισθητική του '70. Και το ξύλο, αχ! Το ξύλο. Αυτό το σκούρο αφρικάνικο ξύλο, το μαόνι, με τα έντονα νερά. Δεκαετίες αργότερα αγόραζα ένα γιουκαλίλι μόνο και μόνο γιατί ήταν από μαόνι.
Τα περισσότερα βιβλία ανήκαν στον πατέρα, δίχως να το συνειδητοποιώ τότε, κι ήταν κατά βάσιν θέατρο, η αγάπη του. Κι έτσι βρέθηκα στα 10; να διαβάζω τον Σαίξπηρ σε μετάφραση Γρυπάρη και Ρώτα, κι όλους τους κλασικούς: τον Ευγένιο Ο’Νιλ, τον Τένεσυ Ουίλιαμς, τον Ίψεν, τον Τσέχοφ, τον Λόρκα, τον Κασόνα, τον Μπρεχτ και άλλο θέατρο τολμηρό και πειραματικό, Αραμπάλ κτλ.. Παιδί στο Δημοτικό έγραψα μια φορά μια έκθεση κι ήταν γραμμένη φευγάτα, σαν αυτά που διάβαζα. Ο δάσκαλος με σήκωσε να την διαβάσω, και εκεί συνειδητοποίησα πως δεν διαβάζοταν, αλλά ακουγόταν γελοία. Θα διάβασα δυο σειρές, ντράπηκα και κάθισα. Ήταν ένας κακός δάσκαλος.
Ίσως τρία χρόνια νωρίτερα, ένας άλλος δάσκαλος, αυτός καλός, που τον ελέγανε Βασιλείου, με έβαζε να διαβάσω την εργασία μου, καθισμένος στο θρανίο. Άρχισα να διαβάζω τις άγραφες σελίδες που είχα μπροστά μου, κι όπως κόμπιαζα με κατάλαβε. Με σήκωσε να του δείξω το τετράδιο. Αλλά όπως ήταν καλός δάσκαλος, δεν με ντρόπιασε. Αυτός λοιπόν μας έβαζε να τραγουδούμε μέσα στην τάξη. Κι όταν το σχολείο ήταν απογευματινό, τραγουδούσαμε στο σούρουπο, με το κρύο του χειμώνα να απλώνεται στην μαγική πόλη και την μαγική μου παιδική ηλικία, η οποία θα ήταν ένα βιβλίο από μόνη της. Οπότε ας γυρίσω στην βιβλιοθήκη.
Είχε τον Σαμαράκη και τον Λουντέμη, τον Καζαντζάκη, τον Όσκαρ Ουάιλντ, ποιητές, πρόζα, λες κι είχε βαλθεί να με ένα μικρό δείγμα βιβλίων να φτιάξει μια μαγική απαρίθμηση από όλα τα ατέλειωτα που είναι σημαντικά.
Και μαζί ήταν η Δημοτική Βιβλιοθήκη της μικρής μου πόλης. Μια φορά ξέχασα να επιστρέψω ένα βιβλίο και δεν τολμούσα, παιδί, να την ξαναεπισκεφτώ. Δεν θυμάμαι πώς έσπασα το ξόρκι. Πηγαίναμε εκεί με τον φίλο μου, τον Γιώργο και δανειζόμασταν. Θυμάμαι «Το Δ του Διαστήματος» και τα «Σλαν», φυσικά τον Ιούλιο Βερν, βιβλία στα οποία χανόμασταν πραγματικά. Κι όπως ήμασταν συχνοί επισκέπτες, βρεθήκαμε εκεί όταν ξεκινούσαν από το μηδέν την οργάνωσή τους. Ο Γιώργος πήρε καρτελάκι μέλους με τον αριθμό 1, κι εγώ με τον αριθμό 2. Άραγε, αν γυρίσω κάποτε πίσω από την μακρά και μεμακρισμένη μου ζωή, θα με θυμούνται εκεί πέρα; «Παρακαλώ, κοιτάξτε λίγο. Ο κωδικός μου πρέπει να είναι ο "2"».
Πασχίζω να μην πιαστώ με την παιδική μου ηλικία και να μείνω στα βιβλία. Όπως καταλαβαίνει κανείς έγραφα. Ποιήματα, πεζά. Θυμάμαι ένα διήγημα όπου κάποιος ψυχαναγκαστικά όταν χτυπάει κατά λάθος τα έπιπλα, μέσα στη μοναχική του ζωή, τους λέει "συγνώμη". Κάποια στιγμή αγοράζει ένα καναρίνι, μια ζωντανή ψυχή. Νιώθουμε να χτίζεται μια ζήλια από τα έπιπλα για το πουλάκι, κι όταν κάποια φορά χτυπάει ή γρατζουνάει κάποιο έπιπλο αμελώντας να του απευθυνθεί, νιώθουμε την ζήλια να γίνεται οργή, και σε κάποια στιγμή κορύφωσης το κλουβί αρχίζει και συρρικνώνεται λιανίζοντας το καναρινάκι, ενώ αυτός εγκλωβισμένος από τα έπιπλα, παρακολουθεί βασανιστικά.
Όλα αυτά πολύ παιδί και καθώς η μόρφωσή μου ερχόταν από βιβλία για μεγάλους, αυτά που έγραφα μοιάζαν να είναι από μεγάλο. Π.χ. παιδί έγραφα «Η Πίστη είναι ένα μέρος της Αγάπης κι η Αγάπη είναι ένα μέρος της Ζωής. Μα η Ζωή δεν είναι μέρος κανενός αλλά η Μητέρα καθενός.» Ο αγαπημένος γείτονας, ο κύριος Κώστας έλεγε στην μητέρα μου «Αποκλείεται να το έγραψε αυτός!»
Είχε φυσικά και Ιταλο Καλβίνο και Ντάριο Φο, η βιβλιοθήκη από μαόνι, και μια μέρα, μπήκα σε ένα βιβλιοπωλείο και παρήγγειλα ό,τι μπορούν να βρουν από Ντάριο Φο. Μόνο που έπειτα συνειδητοποίησα πως μπορεί να μιλούσαμε για πολλά βιβλία και πόσο θα κόστιζαν όλα αυτά! Έτσι περνούσα διστακτικά και κρυφά πια μπροστά από το βιβλιοπωλείο, που ήταν στον κεντρικό δρόμο της πόλης, μέχρι που μια μέρα η κυρία βγήκε, όπως περνούσα, και με τσίμπησε. Με ανακούφιση είδα πως ήταν ένα ποσό υποφερτό και δεν θα ξεπαραδιαζόμασταν σαν οικογένεια. Πήγα την άλλη μέρα και τα πήρα.
Είχε και τον Πιραντέλλο κι όταν διάβασα στο "Ένας Κανένας κι Εκατό Χιλιάδες" πως η αλήθεια είναι υποκειμενική, πως ο καθένας έχει την δική του, και κατά μίαν εκδοχή δεν υπάρχει καν αντικειμενική αλήθεια, έμεινα έκθαμβος μπρος στην σκέψη!
Βιβλία, βιβλία, τόσα πολλά βιβλία. Όπως πολλοί εδώ, πιανόμουν να διαβάζω πριν κοιμηθώ, άντε άλλο ένα κεφάλαιο, άντε άλλο ένα, και ξαγρυπνούσα. Όμως μια γλυκή ξαγρύπνια, σχεδόν θρησκευτική. Μέσα στα πολλά βιβλία διάβασα κι ένα για τηλεπάθεια και έχασα τον ύπνο μου. Με πήγε η γλυκιά μητέρα μου αργά σε κάποιον Ψυχολόγο. Ίσως γιατί η οικογένεια έχει ιστορικό από ευαίσθητα νεύρα και νευρικούς κλονισμούς. Μίλησα λίγο μαζί του. Έπειτα είπε στην μητέρα μου: «Πρόσεχε λίγο τι βιβλία διαβάζει. Δεν είναι όλα για παιδιά.» Ευτυχώς, στην συνέχεια της ζωής φάνηκε πως δεν πήρα το ευαίσθητο γονίδιο.
Διάβασα πανέμορφα πράγματα κι έγραψα όμορφα πράγματα που όμως μείνανε στο συρτάρι. Δεν είχα ιδιαίτερη φιλοδοξία η οποία είναι μια βασική δύναμη για να προχωρήσεις στις τέχνες. Και φυσικά, δεν μετάνιωσα για κάτι.
Τί έγινε η βιβλιοθήκη από μαόνι; Την κατέστρεψε αυτός που την αγάπησε πολύ. Πολλά χρόνια αργότερα ήταν παρατημένη σε μια ημιυπαίθρια αποθήκη, να χαλάει από τον καιρό. Πήρα να την τρίψω και να την λουστράρω. Μόνο που άφησα την δουλειά στην μέση. Απλά την έτριψα και την άφησα δίχως να την λουστράρω, αφήνοντας τον καπλαμά από το μαόνι ακόμη πιο ευαίσθητο. Δεν έμενα πια στο πατρικό μου. Κάποια στιγμή που γύρισα, είδα πως ο πατέρας μου είχε κόψει την βιβλιοθήκη στα δύο και την είχε για να βάζει μέσα τα εργαλεία του. Σκέφτηκα να πάρω έστω το σχήμα ώστε να παραγγείλω να μου την φτιάξουν ολόϊδια, αν κι είχε ένα δύσκολα σημεία, τα χερούλια. Όμως... κάποιες στιγμές απλά πρέπει να την αφήσεις να πεθάνει. Έκανε κι αυτή τον κύκλο της.
Το 2008 έφτιαξα το φόρουμ με σκοπό να βρω ανθρώπους να μπορώ να μιλήσω για τον Ντοστογιέφσκι και τον Κάφκα. Ε, και βρήκα! Γίναμε η πιο όμορφη διαβαστερή παρέα. Λίγο πριν, εκείνον τον καιρό, έγραφα ένα (αγαπημένο) κείμενο για έναν Άνεργο Φάρο, κι από εκεί πήρα και το παρωνύμι Φαροφύλακας. Χρόνια αργότερα βγήκε η ταινία "Ο Φάρος" με τον Νταφόε, κι είχε αυτήν την μεταφυσική που είχα στο διήγημά μου.
Σταδιακά σταμάτησα να διαβάζω. Προς το τέλος ξαναδιάβαζα μοναχά κάτι αγαπημένο και τελικά τίποτα. Βέβαια, ζω πια μια έντονη και κάπως περιπετειώδη ζωή κι όπως κρατάω ημερολόγιο είναι σαν να διαβάζω το δικό μου βιβλίο που είναι η κάθε μου μέρα. Κάπου στο υποσυνείδητό μου πάντα είχα σαν υπόδειγμα άντρα, εκείνον τον άντρα του '70, οπότε ζω με ταξίδια, περιπέτειες, γυναίκες, κατρακυλώντας κάθε φορά εύκολα στο επόμενο στίγμα, στην επόμενη πόλη, στην επόμενη αγκαλιά, σαν όλα τα προηγούμενα βιβλία να οδήγησαν σε αυτό το ένα που δεν θα διαβάσει ποτέ κανείς. Βέβαια, μάλλον έχω χρόνια ακόμη μπροστά μου κι η ζωή μου θα αλλάξει ξανά και ξανά.
▪
Ας χαιρετίσω κι εγώ τους φίλους εδώ, και την συμμετοχή μου σε αυτό το φόρουμ για το βιβλίο, τη λογοτεχνία και την γλώσσα. Με μια ρομαντική καθυστέρηση, καθώς ήμουν εδώ όταν άνοιξε η πόρτα, τον Οκτώβρη του 2008 και χαιρετίζω μετά από 17μιση χρόνια. Στο μεταξύ άνθρωποι ήρθαν και φύγαν, κι όλοι μας, στο λίγο ή στο πολύ που μείναμε, μιλήσαμε, μαλώσαμε, αγαπηθήκαμε, μισηθήκαμε κάποιες φορές, όλα αυτά τα αναπόφευκτα τ’ ανθρώπινα. Όμως όλοι με μια αγάπη για τα βιβλία, για τις σελίδες, για τις ιστορίες, σαν τη συνεκτική δύναμη που μας κράτησε και μας κρατάει.
Κάθε 5 χρόνια είναι μια άλλη εποχή για τον κόσμο του Ίντερνετ, και σε αυτά τα 17μιση χρόνια το φόρουμ, σαν φορμά, έκανε τον κύκλο του. Είχαμε εποχές που ήμασταν σημαντικός λαός και μαζευόμασταν μεγάλες παρέες κι από κοντά. Δοξασμένα χρόνια. Με τα χρόνια η κίνηση πέρασε στα social media, πολλά φόρουμ πέσαν, το δικό μας κρατάει ακόμα, χάριν σε εσάς που διαβάζετε αυτό εδώ τώρα. Σε σεμνές ταχύτητες μεν, ζωντανό δε.
Έκλεισα κι εγώ διάφορους κύκλους στην ζωή μου. Ένας ήταν αυτός του βιβλιόφιλου, ποιος το περίμενε. Πάνε χρόνια που έπαψα πια να διαβάζω. Όμως ας τα πιάσω από την αρχή, κι από εκείνη την βιβλιοθήκη από μαόνι.
Βρισκόταν στο παιδικό δωμάτιο που μοιραζόμουν με την μικρή μου αδερφή. Κι ήταν ένα πανέμορφο έπιπλο, μαγικά ασύμμετρο, με τμήματα κλειστά και ανοιχτά, σχετικά μικρή και ασφυκτικά γεμάτη από βιβλία. Βιβλία αρκετά «βαριά» και με αυτά έμαθα να διαβάζω. Το έπιπλο και μαζί τα διάφορα πραγματάκια που μπορεί να είχε εκεί η ομολογουμένως καλόγουστη μάνα μου, είχαν μια αισθητική του '70. Και το ξύλο, αχ! Το ξύλο. Αυτό το σκούρο αφρικάνικο ξύλο, το μαόνι, με τα έντονα νερά. Δεκαετίες αργότερα αγόραζα ένα γιουκαλίλι μόνο και μόνο γιατί ήταν από μαόνι.
Τα περισσότερα βιβλία ανήκαν στον πατέρα, δίχως να το συνειδητοποιώ τότε, κι ήταν κατά βάσιν θέατρο, η αγάπη του. Κι έτσι βρέθηκα στα 10; να διαβάζω τον Σαίξπηρ σε μετάφραση Γρυπάρη και Ρώτα, κι όλους τους κλασικούς: τον Ευγένιο Ο’Νιλ, τον Τένεσυ Ουίλιαμς, τον Ίψεν, τον Τσέχοφ, τον Λόρκα, τον Κασόνα, τον Μπρεχτ και άλλο θέατρο τολμηρό και πειραματικό, Αραμπάλ κτλ.. Παιδί στο Δημοτικό έγραψα μια φορά μια έκθεση κι ήταν γραμμένη φευγάτα, σαν αυτά που διάβαζα. Ο δάσκαλος με σήκωσε να την διαβάσω, και εκεί συνειδητοποίησα πως δεν διαβάζοταν, αλλά ακουγόταν γελοία. Θα διάβασα δυο σειρές, ντράπηκα και κάθισα. Ήταν ένας κακός δάσκαλος.
Ίσως τρία χρόνια νωρίτερα, ένας άλλος δάσκαλος, αυτός καλός, που τον ελέγανε Βασιλείου, με έβαζε να διαβάσω την εργασία μου, καθισμένος στο θρανίο. Άρχισα να διαβάζω τις άγραφες σελίδες που είχα μπροστά μου, κι όπως κόμπιαζα με κατάλαβε. Με σήκωσε να του δείξω το τετράδιο. Αλλά όπως ήταν καλός δάσκαλος, δεν με ντρόπιασε. Αυτός λοιπόν μας έβαζε να τραγουδούμε μέσα στην τάξη. Κι όταν το σχολείο ήταν απογευματινό, τραγουδούσαμε στο σούρουπο, με το κρύο του χειμώνα να απλώνεται στην μαγική πόλη και την μαγική μου παιδική ηλικία, η οποία θα ήταν ένα βιβλίο από μόνη της. Οπότε ας γυρίσω στην βιβλιοθήκη.
Είχε τον Σαμαράκη και τον Λουντέμη, τον Καζαντζάκη, τον Όσκαρ Ουάιλντ, ποιητές, πρόζα, λες κι είχε βαλθεί να με ένα μικρό δείγμα βιβλίων να φτιάξει μια μαγική απαρίθμηση από όλα τα ατέλειωτα που είναι σημαντικά.
Και μαζί ήταν η Δημοτική Βιβλιοθήκη της μικρής μου πόλης. Μια φορά ξέχασα να επιστρέψω ένα βιβλίο και δεν τολμούσα, παιδί, να την ξαναεπισκεφτώ. Δεν θυμάμαι πώς έσπασα το ξόρκι. Πηγαίναμε εκεί με τον φίλο μου, τον Γιώργο και δανειζόμασταν. Θυμάμαι «Το Δ του Διαστήματος» και τα «Σλαν», φυσικά τον Ιούλιο Βερν, βιβλία στα οποία χανόμασταν πραγματικά. Κι όπως ήμασταν συχνοί επισκέπτες, βρεθήκαμε εκεί όταν ξεκινούσαν από το μηδέν την οργάνωσή τους. Ο Γιώργος πήρε καρτελάκι μέλους με τον αριθμό 1, κι εγώ με τον αριθμό 2. Άραγε, αν γυρίσω κάποτε πίσω από την μακρά και μεμακρισμένη μου ζωή, θα με θυμούνται εκεί πέρα; «Παρακαλώ, κοιτάξτε λίγο. Ο κωδικός μου πρέπει να είναι ο "2"».
Πασχίζω να μην πιαστώ με την παιδική μου ηλικία και να μείνω στα βιβλία. Όπως καταλαβαίνει κανείς έγραφα. Ποιήματα, πεζά. Θυμάμαι ένα διήγημα όπου κάποιος ψυχαναγκαστικά όταν χτυπάει κατά λάθος τα έπιπλα, μέσα στη μοναχική του ζωή, τους λέει "συγνώμη". Κάποια στιγμή αγοράζει ένα καναρίνι, μια ζωντανή ψυχή. Νιώθουμε να χτίζεται μια ζήλια από τα έπιπλα για το πουλάκι, κι όταν κάποια φορά χτυπάει ή γρατζουνάει κάποιο έπιπλο αμελώντας να του απευθυνθεί, νιώθουμε την ζήλια να γίνεται οργή, και σε κάποια στιγμή κορύφωσης το κλουβί αρχίζει και συρρικνώνεται λιανίζοντας το καναρινάκι, ενώ αυτός εγκλωβισμένος από τα έπιπλα, παρακολουθεί βασανιστικά.
Όλα αυτά πολύ παιδί και καθώς η μόρφωσή μου ερχόταν από βιβλία για μεγάλους, αυτά που έγραφα μοιάζαν να είναι από μεγάλο. Π.χ. παιδί έγραφα «Η Πίστη είναι ένα μέρος της Αγάπης κι η Αγάπη είναι ένα μέρος της Ζωής. Μα η Ζωή δεν είναι μέρος κανενός αλλά η Μητέρα καθενός.» Ο αγαπημένος γείτονας, ο κύριος Κώστας έλεγε στην μητέρα μου «Αποκλείεται να το έγραψε αυτός!»
Είχε φυσικά και Ιταλο Καλβίνο και Ντάριο Φο, η βιβλιοθήκη από μαόνι, και μια μέρα, μπήκα σε ένα βιβλιοπωλείο και παρήγγειλα ό,τι μπορούν να βρουν από Ντάριο Φο. Μόνο που έπειτα συνειδητοποίησα πως μπορεί να μιλούσαμε για πολλά βιβλία και πόσο θα κόστιζαν όλα αυτά! Έτσι περνούσα διστακτικά και κρυφά πια μπροστά από το βιβλιοπωλείο, που ήταν στον κεντρικό δρόμο της πόλης, μέχρι που μια μέρα η κυρία βγήκε, όπως περνούσα, και με τσίμπησε. Με ανακούφιση είδα πως ήταν ένα ποσό υποφερτό και δεν θα ξεπαραδιαζόμασταν σαν οικογένεια. Πήγα την άλλη μέρα και τα πήρα.
Είχε και τον Πιραντέλλο κι όταν διάβασα στο "Ένας Κανένας κι Εκατό Χιλιάδες" πως η αλήθεια είναι υποκειμενική, πως ο καθένας έχει την δική του, και κατά μίαν εκδοχή δεν υπάρχει καν αντικειμενική αλήθεια, έμεινα έκθαμβος μπρος στην σκέψη!
Βιβλία, βιβλία, τόσα πολλά βιβλία. Όπως πολλοί εδώ, πιανόμουν να διαβάζω πριν κοιμηθώ, άντε άλλο ένα κεφάλαιο, άντε άλλο ένα, και ξαγρυπνούσα. Όμως μια γλυκή ξαγρύπνια, σχεδόν θρησκευτική. Μέσα στα πολλά βιβλία διάβασα κι ένα για τηλεπάθεια και έχασα τον ύπνο μου. Με πήγε η γλυκιά μητέρα μου αργά σε κάποιον Ψυχολόγο. Ίσως γιατί η οικογένεια έχει ιστορικό από ευαίσθητα νεύρα και νευρικούς κλονισμούς. Μίλησα λίγο μαζί του. Έπειτα είπε στην μητέρα μου: «Πρόσεχε λίγο τι βιβλία διαβάζει. Δεν είναι όλα για παιδιά.» Ευτυχώς, στην συνέχεια της ζωής φάνηκε πως δεν πήρα το ευαίσθητο γονίδιο.
Διάβασα πανέμορφα πράγματα κι έγραψα όμορφα πράγματα που όμως μείνανε στο συρτάρι. Δεν είχα ιδιαίτερη φιλοδοξία η οποία είναι μια βασική δύναμη για να προχωρήσεις στις τέχνες. Και φυσικά, δεν μετάνιωσα για κάτι.
Τί έγινε η βιβλιοθήκη από μαόνι; Την κατέστρεψε αυτός που την αγάπησε πολύ. Πολλά χρόνια αργότερα ήταν παρατημένη σε μια ημιυπαίθρια αποθήκη, να χαλάει από τον καιρό. Πήρα να την τρίψω και να την λουστράρω. Μόνο που άφησα την δουλειά στην μέση. Απλά την έτριψα και την άφησα δίχως να την λουστράρω, αφήνοντας τον καπλαμά από το μαόνι ακόμη πιο ευαίσθητο. Δεν έμενα πια στο πατρικό μου. Κάποια στιγμή που γύρισα, είδα πως ο πατέρας μου είχε κόψει την βιβλιοθήκη στα δύο και την είχε για να βάζει μέσα τα εργαλεία του. Σκέφτηκα να πάρω έστω το σχήμα ώστε να παραγγείλω να μου την φτιάξουν ολόϊδια, αν κι είχε ένα δύσκολα σημεία, τα χερούλια. Όμως... κάποιες στιγμές απλά πρέπει να την αφήσεις να πεθάνει. Έκανε κι αυτή τον κύκλο της.
Το 2008 έφτιαξα το φόρουμ με σκοπό να βρω ανθρώπους να μπορώ να μιλήσω για τον Ντοστογιέφσκι και τον Κάφκα. Ε, και βρήκα! Γίναμε η πιο όμορφη διαβαστερή παρέα. Λίγο πριν, εκείνον τον καιρό, έγραφα ένα (αγαπημένο) κείμενο για έναν Άνεργο Φάρο, κι από εκεί πήρα και το παρωνύμι Φαροφύλακας. Χρόνια αργότερα βγήκε η ταινία "Ο Φάρος" με τον Νταφόε, κι είχε αυτήν την μεταφυσική που είχα στο διήγημά μου.
Σταδιακά σταμάτησα να διαβάζω. Προς το τέλος ξαναδιάβαζα μοναχά κάτι αγαπημένο και τελικά τίποτα. Βέβαια, ζω πια μια έντονη και κάπως περιπετειώδη ζωή κι όπως κρατάω ημερολόγιο είναι σαν να διαβάζω το δικό μου βιβλίο που είναι η κάθε μου μέρα. Κάπου στο υποσυνείδητό μου πάντα είχα σαν υπόδειγμα άντρα, εκείνον τον άντρα του '70, οπότε ζω με ταξίδια, περιπέτειες, γυναίκες, κατρακυλώντας κάθε φορά εύκολα στο επόμενο στίγμα, στην επόμενη πόλη, στην επόμενη αγκαλιά, σαν όλα τα προηγούμενα βιβλία να οδήγησαν σε αυτό το ένα που δεν θα διαβάσει ποτέ κανείς. Βέβαια, μάλλον έχω χρόνια ακόμη μπροστά μου κι η ζωή μου θα αλλάξει ξανά και ξανά.
▪
Last edited: